Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ταξιδεύοντας’

Όπως μάθαμε πρόσφατα, η Βαρκελώνη «είναι γνωστή για την εκεί δράση ανάλογων τρομοκρατικών οργανώσεων” και ως εκ τούτου μια επίσκεψη εκεί αποτελεί  πειστήριο τρομοκρατικής δράσης:

Επειδή ο Δύτης είναι γνωστός για τη φιλαλήθειά του, οφείλει να ενημερώσει το σεβαστό δικαστήριο ότι πλέον οι προτεραιότητες της διεθνούς τρομοκρατίας έχουν αλλάξει. Αυτή η φωτογραφία είναι από την Κε Μπρανλί των Παρισίων και τραβήχτηκε τον περασμένο Μάιο:

Αν δεν πιστεύετε, να και ο πύργος του Άιφελ (και δεύτερη επιγραφή!):

Παρακαλώ να ενημερωθεί το δικαστήριο. Εγώ πάντως, κύριε Πρόεδρε, βρέθηκα εκεί δικαιολογημένα αν και όχι εντελώς για αναψυχή. Πρέπει να παραδεχτώ ωστόσο ότι ίσως ακούμπησα τα κάγκελα της γέφυρας και ως εκ τούτου μπορεί και να έχει από το DNA μου.

Μα πώς έμπλεξα έτσι!

Read Full Post »

Πιστέψτε το ή όχι, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ο Δύτης κλείνει σήμερα εφτά χρόνια ζωής. Κάπως να το γιορτάσουμε, είπα, μη γράψεις πάλι τα ίδια, πάλι ότι είμαστε στο ρελαντί αλλά εδώ, ευχές και τα λοιπά, έξι φορές μέχρι τώρα βαρέθηκε ο κόσμος. Και μετά σκέφτηκα ότι στο ξεκίνημά του ο Δύτης είχε βάλει σκοπό να κοινοποιήσει τα μικρά περίεργα των αγαπημένων του Οθωμανών: να όμως που ο έβδομος χρόνος πέρασε χωρίς ούτε ένα από αυτά τα minima orientalia. Ε, ιδού λοιπόν κάτι που βρήκα πρόσφατα:

Η ιστορία αρχίζει σα μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν, διότι ο Γκότφριντ Χάγκεν, ερευνητής που εξέταζε το αυτόγραφο κείμενο του Τζιχαν-νουμά, «καθρέφτη του κόσμου» ή αλλιώς της παγκόσμιας γεωγραφίας του σπουδαίου Κιατίπ Τσελεμπή, βρήκε ανάμεσα στα φύλλα του χειρογράφου ένα χαρτί. Εντάξει, δεν είχε τον κώδικα του Άρνε Σάκνουσεμ, είχε όμως κάτι άλλο: από τη μια μεριά, ένα πρόχειρο σκίτσο της λίμνης Αχρίδας, με την ομώνυμη πόλη, το Μοναστήρι, τη Στρώμνιτσα και τις άλλες γύρω πόλεις. Το χάρτη συνόδευε ένα δίστιχο κάποιου ποιητή της Αχρίδας, του Αμπντουλαζίζ Τσελεμπή:

Τα δώρα της Αχρίδας είναι τρία, όπως έχουν πει άνθρωποι με γούστο

Η λίμνη, ένα, τα ψάρια, δύο, και τρία τα διάφορά της φρούτα.

800px-oxrida

Αυτά στο πίσω μέρος. Το χαρτί είχε χρησιμοποιηθεί σαν πρόχειρο, διότι από την άλλη πλευρά (περισσότερα…)

Read Full Post »

Αυτός ο νεαρός στη φωτογραφία είναι ο Μαξ Καίμπερ.

 

Νεαρός μεταλλειολόγος, όπως στα βιβλία του Βερν, πήρε σα δώρο αποφοίτησης από την οικογένειά του (για το 1909 μιλάμε) ένα ταξίδι στην Αμερική. Ως μεταλλειολόγος θέλησε να δει τις περίφημες σπηλιές Μαμούθ, στο Κεντάκι (ω! Τομ Σώγερ! ω! Ίντζαν Τζο πεθαμένε από πείνα πίσω από το κλειστό άνοιγμα!). Ξεκίνησε για δυο βδομάδες, κι έμεινε για αρκετούς μήνες: με τη βοήθεια του Εντ Μπίσοπ, απόγονου αφρικάνων σκλάβων, εξερεύνησε τα ατέλειωτα σπήλαια (που τα λυμαίνονταν διάφορες οικογένειες, σε συνεχή πόλεμο μεταξύ τους: παραπλανητικές επιγραφές για τους τουρίστες, ψεύτικες πληροφορίες, ιστορίες Κυκλάδων σα να λέμε) και έφτιαξε ένα λεπτομερή χάρτη, της επιφάνειας συμπεριλαμβανομένης. Γύρισε στο Βερολίνο — το χάρτη τον εξαφάνισε η οικογένεια Κρόγκαν (αν το προφέρω σωστά). Παρεμπιπτόντως, δικός τους σκλάβος και κατόπιν απελεύθερος ήταν ο πραγματικός εξερευνητής των σπηλαίων, ο Στήβεν Μπίσοπ, υποθέτω πατέρας του οδηγού του Καίμπερ.

 

Κανείς δεν έμαθε τίποτα παραπάνω για τον Καίμπερ, όπως φαίνεται (ή σχεδόν). Δεν ταξίδεψε στο κέντρο της γης, μάλλον δεν πρόλαβε καν να δουλέψει σε μεταλλεία. Σε ένα όρυγμα ίσαμε δύο μέτρα, ένα χαντάκι λίγο πάνω απ’ το μπόι του–

 

στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου, στη μάχη του Σομ, σε μέρος πολύ ρηχό δέχτηκε τη μοιραία σφαίρα.

 

Read Full Post »

Να τι βρίσκει κανείς σχεδόν κατά τύχη: μικρούς άγνωστους κόσμους, μα τόσο απτούς που λες και μπορείς να τους φανταστείς. Εγώ που αγαπώ τις μικρογραφίες και που υπήρξα φιλοτελιστής πρόσφατα ανακάλυψα έναν Άγγλο (σχεδόν αναπόφευκτο αυτό, εννοώ ο εν λόγω να είναι Άγγλος), ο οποίος σχεδίαζε γραμματόσημα φανταστικών χωρών, σε μέγεθος γραμματοσήμου, με οδοντώσεις, σφραγίδες και όλα. Φανταστείτε: σχεδόν τέσσερις χιλιάδες γραμματόσημα από σαρανταδύο ανύπαρκτες χώρες, με χρονολογίες από το 1852 μέχρι το 1973 –και ποιος ξέρει πού θα έφτανε αν δεν πέθαινε μόλις τριανταδύο χρονών σε μια πυρκαγιά. Ντόναλντ Έβανς τον λέγανε, και αυτά τα γραμματόσημα ήταν για τον ίδιο, λέει, ένα είδος ημερολογίου. Ποιος ξέρει μετά από τι θα σοφίστηκε αυτή την όμορφη σειρά των τροπικών νησιών Amis et Amants:

Premières amours, Ami des beaux jours, Main dans la main και L’amour perdu οι τίτλοι κάθε γραμματοσήμου της σειράς ή, όπως θα έλεγαν οι φιλοτελιστές, κάθε τιμής. Και τι να του συνέβη άραγε για να εμπνευστεί τη Νήσο των Κωφών;

Για κάποιο περίεργο λόγο, η σειρά του «Κράτους του φαγητού» (Lo stato di Mangiare) εικονογραφείται με πολύ όμορφα ζέπελιν:

Εμένα όμως με ξέρετε. Η χώρα που ονειρεύομαι, ο αγριότοπος όπου καβαλάρηδες ψήνουν πίτες στην άμμο, είναι το Ατζουντάν. Κάπου προς την Υεμένη το κόβω: άνυδρες πεδιάδες, κοιλάδες με οάσεις, ψαράδες, καμηλιέρηδες, κάστρα –και αυτός ο παράξενος βράχος που σίγουρα κάτι ιερό θα κρύβει. Είναι λοιπόν σα να κάθομαι σε ένα καφενείο, με καλαμωτή για τον ανελέητο ήλιο, τις σκιές γύρω απότομες σαν γκρεμούς, και να σας γράφω αυτά τα γράμματα, σύντομες καρτ-ποστάλ με παραδοσιακές ατζουντανικές φορεσιές, απ’ όπου να ξεκολλάτε και να ταξινομείτε αυτά τα όμορφα γραμματόσημα.

adjoudan

Εκεί όπου, όπως έγραφε ο Μπρετόν, μια πρωινή εφημερίδα θα μου αρκεί πάντα για να μαθαίνω νέα μου.

(ντάνκε Ντόκτορ)

Read Full Post »

Σήμερα θα σας μιλήσω (πολύ πρωτότυπο) για το οριενταλιστικό αρχέτυπο, άλλως πως την παλιά σπεσιαλιτέ του Δύτη: τις ανατολίτικες παράξενες ιστορίες. Αυτές τις γεωγραφίες που είναι σαν παραμύθια, ή, αν προτιμάτε, σαν φαντασίες του Μπόρχες: με το όρος Καφ (που οι ρίζες του ενώνονται με όλα τα βουνά και προκαλούν τους σεισμούς, χώρια που είναι από ζαφείρι), τα παράξενα ψάρια σαν φίδια, όλα αυτά τα χαλιμάδικα δηλαδή που (ξέρω) σας αρέσουν. Θα σας μιλήσω για ουρές, για γένια, για αυτιά. Θα σας πω για έναν γεωγράφο του 16ου αιώνα, κληρονόμο των ομορφότερων παραδόσεων των μεσαιωνικών παραδοξολόγων (αλλά και συγχρόνως… ας μην προτρέχω όμως), τον Ασίκ Μεχμέτ· ίσως θυμάστε τον αντίστοιχο Ευρωπαίο, τον Μάντεβιλ.

Γιος ενός απλού δασκάλου του Κορανίου, ο φίλος μας μεγάλωσε στην Τραπεζούντα –εξού και ήξερε ελληνικά, ενώ είχε μάθει και αραβικά και περσικά στο ιεροδιδασκαλείο της πόλης. Είκοσι χρονώ, γύρω στο 1576, έφυγε από την πόλη του και άρχισε να ταξιδεύει: πρώτα στη Μικρασία και τη Θράκη, ύστερα στον Καύκασο και τις ρωσικές στέπες το 1581-84 (συμμετέχοντας σε μια εκστρατεία)·  κατόπιν πέρασε πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Το 1593 πήγε στην Αίγυπτο, τον επόμενο χρόνο συνόδεψε τον Κοτζά Σινάν Πασά στην Ουγγαρία, και λίγο μετά μετακόμισε στη Δαμασκό, όπου (μάλλον) και πέθανε.

Εκεί, το 1598, ολοκλήρωσε το (πιθανότατα) μοναδικό του έργο: τις «Απόψεις του κόσμου» ή, αν θέλετε την οθωμανική βερσιόν, Menâzırü’l-avâlim.* Εν πολλοίς πρόκειται για ένα συμπίλημα των παλιότερων αραβικών και περσικών κοσμογραφιών, υπάρχει όμως και δικό του υλικό, ιδίως στα σημεία για τα οποία είχε προσωπική εμπειρία, στα Βαλκάνια και τη Μικρασία. Όπως οι προκάτοχοί του (όχι όμως οι συνεχιστές του),  χώρισε το έργο του σε δύο μέρη: το πρώτο περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου, τον ουρανό με τα άστρα και τους πλανήτες του, τον παράδεισο και την κόλαση (καθως και τους κατοίκους τους)· το δεύτερο αφορά τη γη, με ειδικά κεφάλαια για τα βουνά, τα ποτάμια, τις λίμνες, τις πόλεις, και ούτω καθεξής, όλα τακτοποιημένα σύμφωνα με την πτολεμαϊκή διαίρεση του κόσμου σε κλίματα. Το βιβλίο, χαρακτηριστικά, αφού πρώτα περιγράφει συστηματικά τα ορυκτά, τα φυτά και τα ζώα της γης, τελειώνει με μια παρέκβαση για τον άνθρωπο, τα μέλη του σώματός του και τις ψυχικές του ιδιότητες.

Ε, σ’ αυτή την παρέκβαση λοιπόν υπάρχουν και διάφορες, ας πούμε, παρεκκλίσεις του ανθρώπινου είδους. Τις ονομάζει «ανθρώπους με ανόμοια εμφάνιση και κίνηση, και με άσχημη φύση»:

Υπάρχουν κάποιες μορφές του ανθρώπινου είδους που μοιάζουν με ανθρώπους, αλλά στερούνται είτε τις άξιες αρετές της ανθρωπότητας είτε την τέλεια ανθρώπινη μορφή. Για αυτό το λόγο, κάποιοι μελετητές δεν τις υπολογίζουν για ανθρώπινες· αφού όμως έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά στον οργανισμό, την κατανόηση και την ομιλία τους, και αφού αποτελούν επίσης απογόνους του Αδάμ… θα πρέπει να συμπεριληφθούν στην τέλεια μορφή της ανθρωπότητας.

Εντάξει, τα τέρατα αυτά (διότι περί αυτού πρόκειται) προέρχονται κυρίως από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (Φυσική ιστορία, IV, 27· VII, 2 κ.α.). Περιλαμβάνουν οχτώ ομάδες, ή αν προτιμάτε φυλές: τους «αγριάνθρωπους» (âdemî-i vahşî) και τους ακέφαλους (bî-ser) της θάλασσας της Κίνας· τους σκιάποδες ή μονόποδες (düvâl-pây) της θάλασσας της Αιθιοπίας· τους πυγμαίους (kûtâh-pâlâ) και τους ανθρωποφάγους (merdüm-hâr) των δύο προηγούμενων θαλασσών·  τους «μισούς ανθρώπους» (nîm-ten) της θάλασσας της Κίνας. Υπάρχουν επίσης οι Γωγ και Μαγώγ (παλιοί μας γνωστοί), απομονωμένοι στο μακρινό βορρά με το τείχος του Αλεξάνδρου, και τέλος οι πανώτιοι ή οι «άνθρωποι με τα μεγάλα αυτιά» (kelîm-gûş). Αυτοί οι τελευταίοι λέγεται πως σχετίζονται με τους Μογγόλους –ο Ασίκ Μεχμέτ όμως βιάζεται να προσθέσει, πολύ ορθολογικά (δεν ειρωνεύομαι), ότι οι Μογγόλοι -αντίθετα με τους πανώτιους- κατοικούν τις γνωστές περιοχές της γης, έχουν γίνει μουσουλμάνοι και έχουν κυβερνήσει με δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια:

Στα Παράξενα της δημιουργίας [του Καζβινί] είναι γραμμένο ότι η φυλή των πανωτίων είναι απόγονοι του Μενσέκ, ότι ο τόπος και τα σπίτια τους είναι κοντά σ’ εκείνα των Γωγ και Μαγώγ, και ότι τ’ αυτιά τους είναι τόσο μεγάλα που κοιμούνται με το ένα για στρώμα και το άλλο για κουβέρτα… Τώρα, ωστόσο, σύμφωνα με έγκριτα βιβλία, ο Μενσέκ ήταν γιος του Γιαφές [Ιάφεθ], του γιου του Νώε, και πρόγονος των Μογγόλων· αυτοί οι τελευταίοι κατοικούν στην κοιλάδα Εργκενεκόν στα σύνορα των Γωγ και Μαγώγ, και έχουν όντως κάπως μεγάλα αυτιά. Ωστόσο: τα αυτιά τους δεν είναι και τόσο μεγάλα ώστε να πάρουν το όνομά τους εξαιτίας τους. Έχοντας μάθει ότι οι πανώτιοι ζουν σ’ αυτές τις περιοχές, δίχως όμως να εξακριβώσει την αλήθεια αυτής της γνώσης, ο συγγραφέας των Παράξενων της δημιουργίας υπέθεσε ότι «κατάγονται από τον Μενσέκ». Στη συνέχεια όμως οι Μογγόλοι κυριάρχησαν στο μεγαλύτερο μέρος του κατοικημένου τετάρτου [της Γης]· οι περισσότεροι απ’ αυτούς τιμήθηκαν με τη μουσουλμανική θρησκεία, και επιπλέον έβγαλαν ισχυρούς βασιλιάδες και ηγεμόνες που κυβέρνησαν με δικαιοσύνη και φροντίδα… Ενώ, αντίθετα, οι πανώτιοι είναι όντως ένα ξεχωριστό είδος ανθρώπων, όπως περιγράφεται στα Παράξενα της δημιουργίας: κατάγονται από τον Καμπίλ [Κάιν], γιο του Αδάμ, δεν ξέρουν από θρησκεία ή λατρεία, και τα σπίτια τους είναι στην Ανατολή.

Iranischer_Meister_001Ανθρωποειδή, απ’ την άλλη, περιγράφονται και στο τμήμα Περί ζώων. Ένα ωραίο παράδειγμα είναι ο άνθρωπος του νερού:

είναι γραμμένο στη Ζωή των ζώων ότι αυτό το ζώο μοιάζει με άνθρωπο, εκτός από το ότι έχει ουρά. Ο Καζβινί λέει ότι, «στον καιρό μας* κάποιος έφερε τον σκελετό ενός ανθρώπου του νερού», και προσθέτει πως αυτό το ζώο εμφανίζεται από καιρό σε καιρό στη θάλασσα της Συρίας. Το σχήμα του είναι σχήμα ανθρώπου, έχει και άσπρη γενειάδα. Το ονομάζουν γέρο της θάλασσας, και όταν το βλέπουν οι ανθρώποι το θεωρούν σημάδι αφθονίας. Διηγούνται ότι σε κάποιο βασιλιά έφεραν έναν άνθρωπο του νερού, και ο βασιλιάς θέλησε να μάθει την κατάστασή του· τον πάντρεψε λοιπόν με μια γυναίκα. Γεννήθηκε ένα παιδί που καταλάβαινε τα λόγια και του πατέρα του και της μητέρας του. Είπαν στο παιδί: «Άντε πες μας, τι λέει ο πατέρας σου». Το παιδί είπε: «Ο πατέρας μου λέει, οι ουρές των ζώων είναι στα πισινά τους. Αυτωνών οι ουρές γιατί είναι στα πρόσωπά τους;»

*M. Ak (ed.), Âşık Mehmed: Menâzırü’l-avâlim, 3 τ. (Άγκυρα 2007).

**διορθώνω το zebânımuzda του εκδότη («στη γλώσσα μας») σε zemânımuzda.

Read Full Post »

   Περνώντας (και) αυτό το Πάσχα σε ένα μεγάλο νησί του εξωτικού ανατολικού Αιγαίου, ο Δύτης μπήκε σε διάφορες εκκλησίες, μικρές και μεγάλες (για ευνόητους ή όχι λόγους δεν θα σας πω ποιες, όμως), και φωτογράφησε μερικές εικόνες που θα μοιραστεί μαζί σας.

Αυτό, λέω εξαρχής, είναι ένα ποστ ελαττωματικό. Οι φωτογραφίες δεν είναι καλές: φταίει το χρυσό φόντο, που έκανε αδύνατο για έναν ερασιτέχνη σαν εμένα να γλιτώσει από την αντανάκλαση του φωτός, και επιπλέον τις ανέβασα εδώ με τρόπο τέτοιο που να μου είναι πολύ δύσκολο να τις κουμαντάρω σε σχέση με το κείμενο. Ε, ας στέκονται λοιπόν εδώ καμαρωτά, και ας γράψω δυο λόγια με τη σειρά, θα καταλάβετε ποιο πάει πού (κλικ στις εικόνες για να μεγαλώσουν, ε;).

Αρχίζουμε με τις παλιότερες, που (μυρίζω τα νύχια μου και λέω ότι) πρέπει να χρονολογούνται στον 17ο ή τον 18ο αιώνα. Δείτε αυτήν εδώ τη Ζωοδόχο Πηγή, και προσέξτε τις λεπτομέρειες που ακολουθούν παρακάτω: τις λαϊκές μορφές που σκύβουν μπροστά στο σωρό –μεταξύ τους και ένας στρατιώτης με ωραίο μουστάκι– και, προπάντων, το παιδάκι που πίνει νερό από τη δεξαμενή. Ενδιαφέρον έχουν και οι πύργοι στην απεικόνιση της πόλης, που μοιάζουν με μιναρέδες.

Τι να πει όμως κανείς για την επόμενη, τον ένθρονο Χριστό με το στέμμα και τα κάπως μπαρόκ στολίδια στην πλάτη του θρόνου; Χάζευα το πρόσωπό του λίγο πριν το άρατε πύλας και μου φαινόταν πως αυτός ο βασιλεύς της δόξης είχε τα μούσια και το πρόσωπο ενός μπακάλη. Δεν έχω καμία πρόθεση να φανώ ασεβής, ωστόσο: ενός μπακάλη απ’ αυτούς που περιγράφει ο Κόντογλου, ή κάποιου σαν τον φουκαρά τον καφετζή που για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο. Και αναρωτιέμαι, αν το έκανε επίτηδες ο αγιογράφος, να δείξει δηλαδή τόσο ταπεινή την ενανθρώπιση –παρά το χρυσό φόντο και τις φιγούρες στον διάκοσμο του θρόνου.

Ταπεινοί Χριστοί, από τη μια –ταπεινοί και ταλαίπωροι αγιογράφοι (αν και το επίθετο μπορεί να είναι του δωρητή) από την άλλη. Αυτές οι τελευταίες εικόνες είναι πολύ πρόσφατες, ούτε δεκαπέντε χρονώ, και η τεχνοτροπία τους ξεφεύγει σε μεγάλο (γοητευτικό θα έλεγε κανείς) βαθμό από την κλασική βυζαντινή. Ναΐφ, θα έλεγε ένας ιστορικός της τέχνης με μια κάποια -ίσως- αφέλεια. Ο αρχάγγελος Μιχαήλ κρατά στο χέρι του την ψυχή του νεκρού, φασκιωμένη σα μωρό –και ποδοπατάει το σώμα του, παρεκτός αν ο σταχτής γαμψομύτης είναι ο διάολος.

Καμαρώστε και την αγία Φωτεινή με τις μακριές, ξανθές κοτσίδες.

Ξέρω ότι κάτι θα έπρεπε να προσθέσω τώρα στο τέλος: κάτι βαθυστόχαστο, ξερωγώ, ή ποιητικό. Ε, δεν έχω –παρεκτός μια κάποια γαλήνη, να το πω έτσι, που αναβλύζει, και που (πώς να το κάνουμε) προσιδιάζει σε κάτι τέτοια.

Read Full Post »

Ότι στα αγγλικά έχουν κολλήσει μια σειρά από ινδικές λέξεις, οι περισσότερες περσικής προέλευσης (αλλά όχι μόνο), δεν είναι ούτε καινούριο ούτε παράξενο. Μια ωραία περίπτωση είναι το blighty ή «πατρίδα», αγνώριστο από το βιλαέτι· αλλού είχα γράψει πρόσφατα (παναπεί, όσο πρόσφατα επιτρέπουν πλέον οι ρυθμοί του Δύτη) για τους pandit ή pundit, έναν όρο που πια ενσωματώθηκε πλήρως ως συνώνυμο του talking head ή «ειδήμων». Εδώ θα βρείτε βεράντες και ανακόντα, καταμαράν και τζίντζερ, παρίες και κούληδες· εδώ μπανγκαλόου, ζούγκλες και γκουρού, πασμίνες, πυτζάμες και σαμπουάν· οι σανσκριτικές πάλι είναι κάπως λιγότερες και πιο, ας πούμε, ινδουιστικού χαρακτήρα, μαχαραγιάδες, γκουρού και τέτοια.

Έχετε όμως συναντήσει ποτέ τους Lascar; Ναι, αν διαβάζετε Κίπλινγκ ή Κόναν Ντόιλ· the rascally lascar, λέει κάπου ο Σέρλοκ Χολμς (The man with the twisted lip), αν και το rascal, «αλιτήριος» είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, ετυμολογικά εντελώς άσχετο (από το γαλλικό rascaille, λέει). Οι lascar όμως είναι ναύτες (ή, ενίοτε, στρατιώτες) από τη Νότια Ασία, και κυρίως την ινδική χερσόνησο, που υπηρετούσαν στο εμπορικό ναυτικό των ευρωπαϊκών χωρών και δη της Μεγάλης Βρετανίας από τον 16ο αιώνα (με τους Πορτογάλους) μέχρι τις αρχές του 20ού. Φαίνεται ότι οι Άγγλοι ναυτικοί ήταν ευάλωτοι στο σκορβούτο· λιποτακτούσαν στα νοτιοασιατικά λιμάνια· στρατολογούνταν για το πολεμικό ναυτικό. Οι λάσκαροι όμως (κάπως πρέπει να τους πω) είχαν ειδικά συμβόλαια, που επέτρεπαν στους πλοιοκτήτες να τους μετακινούν από το ένα καράβι στο άλλο και να τους κρατάνε στην υπηρεσία τους μέχρι και τρία χρόνια τη φορά. Θα τους έχετε συναντήσει στον Κόνραντ (το λέω με βεβαιότητα, αν και πρέπει να ξαναδιαβάσω τον Λόρδο Τζιμ για να σιγουρευτώ): βρίσκονταν σε κάθε καράβι που διέσχιζε τον Ινδικό Ωκεανό.

Βρίσκονταν επίσης και σε συμπαγείς οικισμούς σε ένα σωρό βρετανικά λιμάνια. Κάπου χίλιοι το χρόνο έφταναν στις αρχές του 19ου αιώνα· στα τέλη του, ο αριθμός είχε ανέβει σε δέκα με δώδεκα χιλιάδες το χρόνο. Σχεδόν πενηνταδύο χιλιάδες ζούσαν στην Αγγλία τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό που βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι αυτό (μεταφράζω από τη βίκι):

Μικτοί γάμοι ήταν αρκετά κοινοί στη Βρετανία ήδη από τον 17ο αιώνα, όταν η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών άρχισε να φέρνει χιλιάδες λόγιους από το Σιλέτ [στο Μπαγκλαντές], ναύτες (lascar) και εργάτες (κυρίως βεγγαλέζους μουσουλμάνους) στη Βρετανία· οι περισσότεροι παντρεύτηκαν ή συζούσαν με Αγγλίδες. Αυτό προκάλεσε ένα κάποιο ζήτημα, καθώς ένας δικαστικός της περιοχής Τάουερ Χάμλετς του Λονδίνου εξέφρασε το 1817 την «αηδία» του για το πώς οι Αγγλίδες της περιοχής παντρεύονταν και συζούσαν σχεδόν αποκλειστικά με ξένους ναυτικούς από την Ινδία. Ωστόσο, στη Βρετανία δεν υπήρχαν νομικοί περιορισμοί ενάντια στους «μικτούς» γάμους. Οικογένειες με Ινδούς πατεράδες και Εγγλέζες μητέρες δημιούργησαν τέτοιες μικτές κοινότητες στα βρετανικά λιμάνια. […] Ο αριθμός έγχρωμων γυναικών στη Βρετανία ήταν συχνά μικρότερος από εκείνο των «μισοϊνδών» κορών, γεννημένων από λευκές μητέρες και Ινδούς πατέρες.
Ενδιαφέρον δεν είναι; Εδώ και μια περήφανη ιστοσελίδα των απογόνων τους: http://www.lascars.co.uk/

Τι ξεχάσαμε; Α ναι, από πού βγαίνει η λέξη. Λοιπόν είναι περσική, και στην πραγματικότητα είναι συγγενής με το γνωστό μας ασκέρι: λεσκέρ, لشکر‎, στα περσικά είναι ο στρατός. Μας θυμίζει κάτι: ω ναι, πιθανότατα αυτή είναι η προέλευση του βυζαντινού ονόματος Λάσκαρις. Και για να κάνουμε έναν κύκλο, όταν οι Πορτογάλοι τον 16ο αιώνα γνωρίζανε τους ασιάτες ναυτικούς και τους ονόμαζαν lascarim, οι μεγάλοι τους αντίπαλοι στον Ινδικό Ωκεανό ήταν οι Οθωμανοί. Ε, αυτούς οι ντόπιοι σουλτάνοι τους ονόμαζαν Ρουμί –«Ρωμαίους», ή, αν προτιμάτε, Έλληνες. Το καλύτερο: έτσι ονομάζουν και τώρα το λατινικό αλφάβητο όταν το χρησιμοποιούν για τη μαλαισιανή γλώσσα.

(πρώτη δημοσίευση: για τα πεντάχρονα της Λεξιλογίας)

Read Full Post »

Ξαναδιαβάζοντας τον Κιμ του Κίπλινγκ και κάνοντας κάποιες μικρές έρευνες σχετικά (ήθελα να δω πώς είναι το Λάκνοου, η Λαχώρη και η Σίμλα) έπεσα πάνω στους παντίτ. Η λέξη μας θυμίζει ίσως τον Νεχρού και σημαίνει κάτι σαν λόγιος στα σανσκριτικά –οι παντίτ που βρήκα εγώ όμως είναι κάτι άλλο.

Από τότε που ξανάρθε το Αφγανιστάν στην επικαιρότητα λίγο-πολύ όλοι έχουμε (ξαν)ακούσει για το λεγόμενο Μεγάλο παιχνίδι, ήτοι τον αγώνα επιρροής μεταξύ Άγγλων και Ρώσων σε ξένο αχυρώνα ή αλλιώς την μεγάλη πατάτα που λέγεται γεωπολιτική –μια και σήμερα καταλαβαίνουμε πόσο αβάσιμος ήταν ο φόβος των Άγγλων πως η Ρωσία θα έβαζε χέρι στην Ινδία μέσω του Αφγανιστάν (όσο αβάσιμη ήταν και η ελπίδα των Ρώσων). Οι δυο δυνάμεις προσπάθησαν απεγνωσμένα να βάλουν χέρι στο Σινκιάνγκ ή κινεζικό Τουρκεστάν (οι αναγνώστες του Πίντσον θα θυμούνται μάλλον τις σκηνές στο Κασγκάρ και την Τακλαμακάν) με παρομοίως φρούδες ελπίδες. Εν πάση περιπτώσει, για κάτι τέτοιους λόγους η Αγγλία θεώρησε αναγκαία μια λεπτομερή χαρτογράφηση των περιοχών βορείως της Ινδίας: του Θιβέτ, ας πούμε.

Έλα όμως που υπήρχε ένα προβληματάκι: τα βασίλεια του Θιβέτ δεν ήταν ακριβώς φιλικά προς τους ξένους. Οποιοσδήποτε λευκός εξερευνητής εμφανιζόταν με θεοδόλιχους και αλυσίδες μέτρησης κινδύνευε από την επέλαση πολεμιστών καβάλα σε γιακ (δεν κάνω πλάκα) και θάνατο μάλλον φριχτό. Εδώ μπαίνουν στη σκηνή λοιπόν οι παντίτ, μια ιδέα του συνταγματάρχη Κρέιτον Τόμας Μοντγκόμερι, ενός αξιωματικού που συμμετείχε στη μεγάλη τριγωνομετρική καταμέτρηση της Ινδίας, στη χαρτογραφική υπηρεσία μ’ άλλα λόγια. Τη δεκαετία του 1860 λοιπόν, ο Μοντγκόμερι συνέλαβε την ιδέα να εκπαιδεύσει και να στείλει όχι Άγγλους, μα Ινδούς, μεταμφιεσμένους σε λάμα, σε υπηρέτες των λάμα, σε εμπόρους.

Ο Τόμας Μοντγκόμερι (πηγή)

Αυτοί ήταν οι παντίτ. Εκπαιδευμένοι στη χρήση του εξάντα, στην ιατρική, στις αστρονομικές παρατηρήσεις, στην τριγωνομετρία, σε κάθε είδους κόλπα για σωστή χαρτογράφηση (για παράδειγμα, να υπολογίζουν το ύψος όχι με βαρόμετρο αλλά βάσει της θερμοκρασίας του σημείου βράσης του νερού· τα θερμόμετρα ήταν κρυμμένα, λέει, στην κορφή του μπαστουνιού τους). Και όχι μόνο: μια και (φυσικά) ήταν αδύνατο να κουβαλάνε αλυσίδες μέτρησης μεταμφιεσμένοι στα βουνά, μάθαιναν να βηματίζουν έτσι, ώστε να κάνουν ακριβώς 2000 βήματα στο μίλι –άσχετα αν βάδιζαν σε ίσωμα, κατηφόρα-ανηφόρα, ή σκαρφάλωναν. Είχαν μαζί τους ένα είδος βουδιστικού κομποσχοινιού, μόνο που αντί για τις συνηθισμένες 108 χάντρες προσευχής αυτό είχε 100, και μάλιστα με χοντρύτερη μια χάντρα κάθε δέκα: στα εκατό βήματα άφηναν και μια χάντρα, και έτσι ένα κομποσχοίνι τέλειωνε στα πέντε μίλια (αν υπολογίζω σωστά). Σε κοχύλια φύλαγαν υδράργυρο, τον οποίο (όταν δεν τους έβλεπαν) χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν τεχνητό ορίζοντα για τις μετρήσεις του εξάντα (τον έχυναν στα μπολ που κανονικά χρησιμοποιούσαν ζητιανεύοντας για λογαριασμό του λάμα). Τις παρατηρήσεις τους τις αποστήθιζαν σαν έμμετρες βουδιστικές προσευχές, ή τις έκρυβαν (αντί για τα συνηθισμένα μάντρα) σε τροχούς προσευχής.

Παρέκβαση: ψάχνοντας κάτι καλό για τους τροχούς προσευχής, ανακάλυψα πως υπάρχουν και ηλεκτρικοί τέτοιοι. Και: Some prayer wheels are powered by electric motors. «Thardo Khorlo,» as these electric wheels are sometimes known, contain one thousand copies of the mantra of Chenrezig and many copies of other mantras. The Thardo Khorlo can be accompanied by lights and music if one so chooses. However, Lama Zopa Rinpoche has said, «The merit of turning an electric prayer wheel goes to the electric company. This is why I prefer practitioners to use their own ‘right energy’ to turn a prayer wheel». Μάλιστα! Τέλος της παρέκβασης.

Νάιν Σινγκ Ραουάτ (πηγή: Wikipedia commons)

Ο πρώτος, ή ίσως ένας από τους πρώτους τέλος πάντων παντίτ (υπήρχε ένας μουσουλμάνος υπάλληλος, ονόματι Μοχάμεντ-ι Χαμίντ, που έφτασε στο Γιαρκάντ, στο κινεζικό Τουρκεστάν, πέθανε όμως στην επιστροφή), πιθανότατα όμως ο σπουδαιότερος, ήταν ο πολύς Νάιν Σινγκ Ραουάτ (ελπίζω να μεταγράφω σωστά). Φαίνεται ότι (μια και καταγόμενος από μια περιοχή που συνόρευε με τα Ιμαλάια ήξερε τη γλώσσα και κάπως την περιοχή) πρώτα είχε στρατολογηθεί από μια γερμανική γεωγραφική αποστολή, γύρω στο 1855, στα εικοσιπέντε του χρόνια δηλαδή· στη συνέχεια έγινε διευθυντής ενός σχολείου στο χωριό του, μέχρι που το 1863 επιλέχθηκε, μαζί με τον ξάδερφό του Μάνι Σινγκ, για να σταλεί σε χαρτογραφικές αποστολές. Ύστερα από δύο χρόνια εκπαίδευσης, ξεκίνησε για τις εξερευνήσεις του: Νεπάλ, Λάσα (όπου δύο έμποροι από το Κασμίρ τον ανακάλυψαν, αλλά δεν είπαν τίποτα –παίρνοντας το ρολόι του σε αντάλλαγμα), δυτικό Θιβέτ (όπου ανακάλυψε, λέει, κάτι θρυλικά χρυσωρυχεία).  Με το χρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας, πέθανε το 1895 σε ένα χωριό που του είχε χαρίσει η (αγγλική) κυβέρνηση. Στην περίπτωσή του ισχύει το σόι πάει το βασίλειο: εκτός από τον ξάδερφό του, και ο αδερφός του (μάλλον, διότι αλλού τον βρίσκω κι αυτόν ξάδερφο), ο Κρίσνα (ή Κίσεν) Σινγκ έκανε διάφορα ταξίδια και το 1878 εξερεύνησε το δρόμο από τη Λάσα στο κινεζικό Τουρκεστάν. Σε κάποια φάση του ταξιδιού, διαβάζω, ο αρχηγός του καραβανιού του αποφάσισε να συνεχίσουν έφιπποι από το φόβο των ληστών: ο Κρίσνα Σινγκ κατάφερε και πάλι να μετρήσει σωστά τις αποστάσεις, αυτή τη φορά βασισμένος όχι στα δικά του βήματα, αλλά του αλόγου του.

O Χάρι Ραμ, για τον οποίο δεν βρήκα καμία φωτογραφία, εξερεύνησε την περιοχή γύρω από το Έβερεστ το 1871-72, και αργότερα το βόρειο Νεπάλ. Στην αρχή, λέει, δεν του επέτρεπαν την είσοδο στο Θιβέτ· ύστερα έτυχε να γιατρέψει τη γυναίκα ενός αξιωματούχου, και ο δρόμος άνοιξε. Την επόμενη δεκαετία, κάποιος Κίνθαπ ή Κίντχουπ ή κάπως έτσι (ούτε αυτουνού μοιάζει να υπάρχει φωτογραφία) στάλθηκε δύο φορές, και τις δύο με τη μεταμφίεση ενός υπηρέτη λάμα, για να εξερευνήσει το ρου του ποταμού Τσανγκπό. Τη δεύτερη φορά ο λάμα (ένας Κινέζος) τον πούλησε σε έναν θιβετιανό συνάδελφό του. Ο Κίνθουπ (ή όπως) έχασε όλο τον εξοπλισμό του και μόνον ένα χρόνο αργότερα κατάφερε να δραπετεύσει· κατάφερε να βρει καταφύγιο σε ένα βουδιστικό μοναστήρι και συνέχισε τις εξερευνήσεις του άλλα δυόμισυ χρόνια. Κατάφερε να στείλει ένα γράμμα στο αρχηγείο του, όπου έλεγε ότι θα έριχνε τα ημερολόγια της αποστολής του στο ποτάμι για να φτάσουν στην Ινδία –όπως και έκανε. Και όμως: αφότου γύρισε στην Ινδία ανακάλυψε ότι το γράμμα δεν είχε φτάσει ποτέ στον προορισμό του· πέρασαν άλλα δυο χρόνια μέχρι να δημοσιευτούν οι ανακαλύψεις του (ότι ο Τσανγκπό και ο Μπραχμαπούτρα ήταν το ίδιο ποτάμι), και πάλι δεν έγιναν πλήρως πιστευτές μέχρι που επιβεβαιώθηκαν τριάντα χρόνια μετά. Από αποστολές Ευρωπαίων, βεβαίως. Ο Κίνταπ (τέλος πάντων), απογοητευμένος, παράτησε την υπηρεσία και έγινε ράφτης.

Σάρατ Τσάντρα Ντας (wikipedia commons)

Όλοι αυτοί κατάγονταν από περιοχές στα σύνορα του Θιβέτ, και έτσι είχαν μια κάποια οικειότητα με τη γλώσσα και τη γεωγραφία της περιοχής. Διαφορετική κάπως είναι η περίπτωση του Σάρατ Τσάντρα Ντας, ενός Μπενγκαλέζου από το Τσιτακόνγκ, στο σημερινό Μπαγκλαντές δηλαδή και μάλιστα στη θάλασσα. Ήταν κι αυτός (όπως ο Νάιν Σινγκ Ραουάτ) διευθυντής σχολείου, κάπως κοντύτερα στα Ιμαλάια (στο Νταρτζίλινγκ) όταν, το 1879, έφυγε ως υπηρέτης ενός λάμα για το Θιβέτ. Ήταν η αρχή πολυάριθμων ταξιδιών, από τα οποία ο Ντας αποκόμισε μεγάλο αριθμό σανσκριτικών και θιβετιανών χειρογράφων· εξελίχθηκε σε μέγα μελετητή της θιβετιανής παράδοσης, αλλά αν στέκομαι σ’ αυτόν λίγο παραπάνω είναι διότι ήταν το πρότυπο του Χάρι Τσάντερ Μουκερτζί, ή αλλιώς Μπάμπου, του πρότυπου Ινδού κατάσκοπου στον Κιμ –απ’ όπου και ξεκινήσαμε.

Ήθελα τέλος πάντων να πω ότι στη χορεία των μεγάλων εξερευνητών, των Μπάρτον και Σπικ, των Μάνγκο Παρκ και των Πρζεβάλσκι, των Κουκ, των Λίβινγκστον και Στάνλεϊ, των Χούμπολτ και των Αμούντσεν, θα έπρεπε να φυλάξουμε κάποιο χώρο και για τους ξεχασμένους Ινδούς, που μόνον ως υπάλληλοι της Αγγλικής Κυβέρνησης ρίσκαραν τη ζωή τους στα φοβερά και θρυλικά βουνά της Στέγης του Κόσμου.

Το αποτέλεσμα όλης αυτής της χαρτογράφησης, πάντως, ήταν τελικά κάτι απτό: κάτι τέτοιο. Δεν τους έσφαζαν μόνο οι Κινέζοι τους Θιβετιανούς, όπως μας μαθαίνουν οι ταινίες.

Potala palace

 

(Εδώ σχεδόν ολόκληρο, ένα σχετικό βιβλίο.)

Read Full Post »

Συνειδητοποιώ ότι κάθε πέντε χρόνια περίπου ξαναδιαβάζω τα ίδια βιβλία. Έτσι ξανάπιασα στα χέρια μου τη μετάφραση των Ταξιδιών του Τζον Μάντεβιλ (Σερ Τζον Μάντεβιλ, Τα ταξίδια, με μια εισαγωγή από τον C. W. R. D. Moseley, μετάφρ. Μάρω Φιλίππου, Αθήνα: Κέδρος 2005), μια επιτομή των τερατολογιών του Μεσαίωνα, μπορεί να πει κανείς, που είχα υποσχεθεί να παρουσιάσω στο ξεκίνημα των καταδύσεων το Μάρτη του ’09. Για να μην αδικούμε τον Μεσαίωνα και παρεξηγηθεί κάποια ψυχή 🙂 πρόκειται για ένα κατ’ ουσία λογοτεχνικό κείμενο, που όμως το είχε μαζί του μέχρι και ο Κολόμβος όταν έψαχνε την Αμερική τις Ινδίες. Για τον μυστηριώδη συγγραφέα του, που δεν ήταν Άγγλος παρά Γάλλος ή Φλαμανδός, μπορείτε να διαβάσετε π.χ. εδώ· μια μετάφραση ονλάιν στα αγγλικά μπορείτε να βρείτε εδώ· και, το καλύτερο, εδώ μπορείτε να δείτε μια υπέροχη εικονογραφημένη γερμανική μετάφραση του 15ου αιώνα και να χαζεύετε τις μινιατούρες ώρες και ώρες.

Εν συντομία, ο Μάντεβιλ (ή όποιος ήταν τέλος πάντων) ξεκινάει να γράψει το δρόμο για το προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ, και καταλήγει να γράψει ό,τι κυκλοφορούσε στην Ευρώπη, μετά και τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο (και άλλων), για τη μακρινή Ανατολή. Διότι, όπως λέει, Σας μίλησα για τον μακρύτερο και απώτερο δρόμο που οδηγεί στην Ιερουσαλήμ δια μέσου της Βαβυλώνας και του όρους Σινά… Θα σας μιλήσω τώρα για τον πιο σύντομο και γρήγορο δρόμο προς την Ιερουσαλήμ. Διότι ορισμένοι δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν τον άλλο δρόμο –είτε επειδή δεν έχουν αρκετά χρήματα, είτε επειδή δεν βρίσκουν αρκετούς να πάνε μαζί τους, είτε επειδή δεν αντέχουν τα μακρινά ταξίδια, είτε επειδή φοβούνται τους κινδύνους των ερημικών εκτάσεων, είτε επειδή θέλουν να επιστρέψουν γρήγορα στα σπίτια τους για να δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, είτε και για κάποια άλλη λογική αιτία για την οποία πρέπει να γυρίσουν σύντομα πίσω (κεφ. 14).  Όπως θα περίμενε κανείς, τα πράγματα παραξενεύουν όλο και περισσότερο όσο προχωρά κανείς ανατολικά. Πράγμα φυσικό, άλλωστε, αφού ο άνθρωπος θα έπρεπε να έχει ένα διαμάντι στην αριστερή πλευρά του∙ γιατί έτσι η αξία του είναι μεγαλύτερη από το να το έχει στα δεξιά, αφού η φυσική κλίση της ανάπτυξής του είναι προς τον Βορρά, που είναι η αριστερή μεριά του κόσμου και η αριστερή μεριά του ανθρώπου όταν στρέφει για ν’ αντικρύσει την Ανατολή (κεφ. 17).

Μερικές ιστορίες είναι πραγματικά τρομακτικές, σαν πρόδρομοι του γοτθικού φανταστικού διηγήματος στυλ Βαθέκ (και ελληνικά): …μια ωραία πολιτεία, την οποία ονόμαζαν Αττάλεια. Και όλη εκείνη η χώρα χάθηκε από την τρέλα ενός νεαρού άνδρα. Γιατί εκεί ζούσε μια όμορφη κοπέλα την οποία αγαπούσε πολύ∙ αυτή όμως πέθανε ξαφνικά και την έβαλαν σ’ ένα μαρμάρινο τάφο. Από τον μεγάλο του έρωτα για κείνην, πήγε μια νύχτα στο μνήμα της, το άνοιξε, ξάπλωσε μαζί της κι ύστερα έφυγε. Όταν πέρασαν εννέα μήνες, μια φωνή ακούστηκε που του είπε μέσα στη νύχτα: «Πήγαινε στο μνήμα εκείνης της γυναίκας και άνοιξέ το, και πάρε αυτό που απέκτησες μαζί της. Αν δεν το κάνεις, θα γνωρίσεις μεγάλο κακό και θα υποφέρεις πολύ». Έτσι λοιπόν πήγε και άνοιξε το μνήμα απ’ όπου πετάχτηκε ένα τρομερό κεφάλι, αποκρουστικό στην όψη, που πέταξε πάνω από την πόλη∙ και αμέσως όλη η πόλη βούλιαξε και μαζί της όλος ο τόπος τριγύρω (κεφ. 5).

Άλλες περιγραφές πάλι είναι εφιαλτικές χωρίς να το επιδιώκουν: Αυτός ο άρχοντας περνά θαυμάσια ζωή. Διότι διαθέτει πενήντα κοπέλες που τον υπηρετούν καθημερινά στα γεύματα και στο κρεβάτι του και κάνουν ό,τι αυτός επιθυμεί. Και όταν καθίσει να φάει, του φέρνουν πάντα πέντε πιάτα μονομιάς∙ και ενώ του τα φέρνουν, του τραγουδούν ένα όμορφο τραγούδι. Κόβουν δε το κρέας μπροστά του και το βάζουν στο στόμα του σαν να είναι παιδί∙ γιατί εκείνος ούτε κόβει ούτε αγγίζει με τα χέρια του τα οποία έχει πάντα μπροστά του πάνω στο τραπέζι. Έχει άλλωστε τόσο μακριά νύχια στα δάχτυλά του που του είναι αδύνατον να κρατήσει οτιδήποτε. (…) Μόλις φάει αρκετά από το πρώτο φαγητό, του φέρνουν μπροστά του άλλα πέντε πιάτα ενώ τραγουδούν συνεχώς∙ πράγμα που κάνουν ως το τέλος του γεύματος (κεφ. 34).

Οι πιο πολλές σελίδες όμως είναι απλά απολαυστικές, χωρίς τρόμο ή εφιάλτη, σαν χρωματιστές μικρογραφίες. Όπως ο ποταμός Σαμπατορί, ο οποίος τα Σάββατα κυλά γρήγορα, αλλά τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας είτε μένει ακίνητος και δεν κυλά καθόλου είτε κυλά πολύ αργά (κεφ. 14), ή, βέβαια, οι άντρες και οι γυναίκες αυτού του νησιού [που] έχουν κεφάλια σαν σκυλιά και ονομάζονται Κυνοκέφαλοι. Αυτοί οι άνθρωποι, παρά την εμφάνισή τους, είναι απόλυτα λογικοί και έξυπνοι. Λατρεύουν σαν θεό τους ένα βόδι (κεφ. 21). Να μια χαρίεσσα περιγραφή ενός κινεζικού νανοβασιλείου: Αυτός ο ποταμός, ο Γιανγκτσέ, διασχίζει το κέντρο της χώρας των Πυγμαίων που έχουν μικρό ανάστημα, μόλις τρεις σπιθαμές. Είναι όμως πολύ ωραίοι και με καλές αναλγίες. Παντρεύονται όταν φτάσουν στην ηλικία του ενάμιση χρόνου και αποκτούν παιδιά∙ συνήθως ζουν εφτά ή οχτώ χρόνια. Αν ζήσουν ως τα εννιά, θεωρούνται εξαιρετικά γέροι. Αυτοί οι μικροσκοπικοί άνθρωποι κάνουν θαυμάσια δουλειά με το μετάξι και το βαμβάκι, αλλά και άλλες τέτοιες λεπτές εργασίες, πολύ λεπτότερες από εκείνες που κάνουν άλλοι άνθρωποι. Παλεύουν συχνά με γερανούς με τους οποίους βρίσκονται πάντα σε πόλεμο∙ και όταν καταφέρουν να σκοτώσουν ένα γερανό, τον τρώνε. Δεν οργώνουν τη γη, ούτε κάνουν άλλες βαριές δουλειές∙ έχουν ανάμεσά τους ανθρώπους με το δικό μας ανάστημα που οργώνουν τη γη και καλλιεργούν αμπέλια και κάνουν όλες τις απαραίτητες βαριές δουλειές. Και αυτοί οι μικροσκοπικοί άνθρωποι περιφρονούν τους ψηλούς και τους βρίσκουν παράδοξους όπως βρίσκουμε εμείς τους γίγαντες (κεφ. 22). Κοιτάξτε και εδώ, πώς ένα θεϊκό προϊόν καταλήγει να έχει πολύ πεζές χρήσεις: Μάννα ονομάζεται το ψωμί των αγγέλων∙ είναι πολύ άσπρο και με γλυκιά γεύση… Έρχεται από τη δροσιά του Ουρανού που πέφτει στο χορτάρι, πήζει και γίνεται κατάλευκο. Οι άνθρωποι το χρησιμοποιούν σε φάρμακα για τους πλούσιους, για τη δυσκοιλιότητα και τον καθαρισμό του πολύ πηχτού αίματος (κεφ. 17).

Με ξετρελαίνει, επίσης, το απαράμιλλο στυλ του συγγραφέα, που με κάνει μερικές φορές να αναρωτιέμαι μπας και με δουλεύει συνειδητά. Γράφει, για παράδειγμα, για τους γρύπες: Ορισμένοι διατείνονται ότι το μπροστινό μέρος του σώματός τους έχει την όψη αετού ενώ το πίσω λιονταριού∙ και έτσι είναι στην πραγματικότητα (κεφ. 29). Ή, δείτε πώς τελειώνει αυτή την κάπως ανησυχαστική περιγραφή: …μια μεγάλη πεδιάδα όλο άμμο και χαλίκια όπου, απ’ ό,τι φαίνεται, υπάρχουν δέντρα που όταν ανατείλει ο ήλιος αρχίζουν να μεγαλώνουν και βγάζουν έναν καρπό∙ μεγαλώνουν ως το μεσημέρι και ύστερα αρχίζουν να μικραίνουν και ξαναγυρνούν στο χώμα έτσι που, ως τη δύση, να μην φαίνεται πια τίποτα∙ αυτό γίνεται καθημερινά. Κανείς δεν τολμά να φάει από τον καρπό ή να τον πλησιάσει, γιατί μοιάζει με απατηλό φάντασμα. Αυτό συγκαταλέγεται στα θαυμαστά πράγματα και πιθανόν έτσι να είναι (κεφ. 30). Αυτή δε η αναφορά είναι ίσως η κορυφαία: Για τον Παράδεισο μου είναι δύσκολο να μιλήσω γιατί δεν έχω πάει∙ και πραγματικά λυπάμαι γι’ αυτό (κεφ. 33).

Ας τελειώνουμε, καθώς και κάθε ταξίδι πρέπει να τελειώνει (όπως προσφυώς εξήγησε ο Μάντεβιλ στο πρώτο απόσπασμα που παρέθεσα). Υπάρχει πάντα ένα όριο στα ταξίδια, εξάλλου: Ανάμεσα σε άλλα, υπάρχει μια απέραντη θάλασσα από χαλίκι και άμμο χωρίς στάλα νερό. Αυτή αποτραβιέται και πάλι ξανάρχεται, όπως γίνεται με την άμπωτη και την πλημμυρίδα στον ωκεανό άλλων χωρών, και σηκώνει μάλιστα τεράστια κύματα∙ ποτέ δεν παραμένει γαλήνια και ατάραχη. Κανείς δεν μπορεί να διασχίσει αυτή τη θάλασσα με καράβι ή άλλο μέσο∙ και έτσι, είναι άγνωστο τι είδους τόπος ή χώρα είναι από την άλλη μακρινή μεριά (κεφ. 30). Και όμως, τέτοιους τόπους περιγράφει ο φίλος.

Σαν τον ωραίο χάρτη του Φρα Μάουρο, που μπορείτε να μελετήσετε με λεπτομέρεια εδώ. Α, πόσο θα ήθελες να χαθείς ταξιδεύοντας ανάμεσα στις μικρογραφημένες πόλεις του Κατάι και των Ινδιών -ε, υποκριτή αναγνώστη, mon semblable, mon frère, έτσι δεν είναι;

Read Full Post »

Φτάνεις αρχικά σε ένα χωριό, μεσαιωνικό με τα όλα του, με αμπέλια, πύργο με ρολόι, πύργο οχυρωματικό, πλατεία στη μέση και σπίτια ζωγραφισμένα. Φοβερή ερημιά κατά τα άλλα, μέχρι που συνειδητοποιείς ότι αυτό που νόμιζες κωμόπολη είναι ένα απλό χωριό, απλά έχεις συνηθίσει να ταυτίζεις το χωριό με τα ελληνικά συμφραζόμενα και να θεωρείς γνωρίσματα των πόλεων ορισμένα κεντροευρωπαϊκά αρχιτεκτονικά ή πολεοδομικά χαρακτηριστικά: το αιώνιο κόμπλεξ της ευρωπαϊκής περιφέρειας δηλαδή.

Μέχρι που σου λέει ο Αυστριακός «εμείς δεν είμαστε σαν τους Γερμανούς (περισσότερα…)

Read Full Post »

Older Posts »