Κάτι πολλαπλά επίκαιρο σήμερα. Όλοι έχουμε ακούσει τη ρήση του Κολοκοτρώνη για τη Γαλλική Επανάσταση που «άνοιξε τα μάτια του κόσμου» και του έμαθε πως η τάξη των πραγμάτων κάθε άλλο παρά είναι αιώνια και αμετακίνητη. Αυτό που δεν πολυξέρουμε είναι το πώς οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης πέρασαν σε μερίδα έστω των ελληνικών πληθυσμών της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, αν πράγματι μπορεί να στοιχειοθετηθεί αυτό. Εντάξει, ξέρουμε για τους Έλληνες έμπορους που μετακινούνταν ή είχαν επαφές με κέντρα της διασποράς που ήρθαν σε επαφή με την Επανάσταση, όπως λόγου χάριν η Τεργέστη· ξέρουμε για τους μισθοφόρους που υπηρέτησαν στο γαλλικό στρατό. Μιας και είναι της μόδας η πρακτορολογία όμως, να μην έπαιξαν κάποιο ρόλο και Γάλλοι πράκτορες;
Να λοιπόν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο των αρχών του 1798, σημείωμα του διοικητή του Μοριά Χασάν Πασά προς τον Σουλτάνο, που μιλά για πράκτορες του Ναπολέοντα που διαδίδουν επαναστατικές ιδέες στην Πελοπόννησο (για αυτό και άλλα έγγραφα σχετικά με την ίδια υπόθεση, βλ. Yusuf Ziya Karabıçak, «“Why Would It Be Limberte?” Liberté in the Ottoman Empire, 1792-1798», Turcica 51 (2020), 219-253 και ιδίως 240-242). Ο Χασάν Πασάς λέει πως είχαν και προηγουμένως σταλεί από τον Βοναπάρτη δύο αξιωματούχοι (ofiçyal) στο Μοριά και τη Μάνη, οι οποίοι «ήλθαν στους προξένους τους που κατοικούν στο φρούριο της Κορώνης στην Πελοπόννησο, και από εκεί πήγαν στον πρώην αρχηγό της Μάνης». Επειδή όμως «απέτυχαν να ξεσηκώσουν τους ραγιάδες, όπως ήταν η αποστολή τους», επέστρεψαν στη Ζάκυνθο. Το έγγραφο εστιάζει σε μια νέα προσπάθεια των Γάλλων να ξεσηκώσουν τα γύρω νησιά, δηλαδή τις Σπέτσες και την Ύδρα, ώστε να διαδοθεί η αναταραχή στην Πελοπόννησο. Διαβάζουμε ότι ο Βοναπάρτης
επιφόρτισε δυο Γάλλους, δίνοντάς τους οδηγίες για νέα τεχνάσματα και απάτες, και τους έστειλε στα νησιά. Έχοντας αυτοί μαζί τους θεραπείες και φάρμακα σοφών, δηλώνουν στις περιοχές όπου φτάνουν πως είναι γιατροί, σε περίπτωση που αντιληφθούν εμπόδια στην πραγματοποίηση των ταραχών και των δολιοτήτων τους. Εάν δεν αντιμετωπίσουν κανένα εμπόδιο, εμφανίζουν το δόλο και την απάτη τους και διαδίδουν μυθεύματα όπως τα εξής: «Κάποιοι από τους γιους του Αδάμ είναι πλούσιοι και κάποιοι φτωχοί, όμως όλοι οι εθιμικοί και έκτακτοι φόροι καταβάλλονται πάλι από τους φτωχούς. Και οι ομάδες (στις οποίες είναι χωρισμένοι) είναι επινόηση των αρχηγών τους μόνο και μόνο για να τους καταπιέζουν για ευχαρίστησή τους· όπως τα σώματα των απογόνων του Αδάμ έχουν δημιουργηθεί παρόμοια το ένα με το άλλο, έτσι και για την αποφυγή της καταπίεσης πλούσιοι και φτωχοί πρέπει να είναι ίσοι. Το ζήτημα αυτό εξαρτάται από τη φιλάνθρωπη θέληση του, και πράγματι για την πραγματοποίηση αυτής της ωραίας υπόθεσης, η Γαλλική Δημοκρατία ορίστηκε από τον Θεό και ενδυναμώθηκε· κάθε πρόταση που σας γίνει από την Δημοκρατία, να την πραγματοποιήσετε και να σπεύσετε να συμμορφωθείτε».
Στη συνέχεια του εγγράφου, ο διοικητής του Μοριά σημειώνει και κάποια ακόμα στοιχεία που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
Όταν ερευνήθηκε (από τους Γάλλους) η κατάσταση των ραγιάδων, (διαπιστώθηκε πως), επειδή οι ψευδείς θρησκείες και τελετές στις οποίες καταφεύγει η τάξη των Ρωμιών θεωρώντας τις αξιόπιστη συνθήκη (με το Θεό) είναι σε πλήρη διάσταση με τις πεποιθήσεις που έχουν επινοήσει οι Γάλλοι, για αυτό το λόγο η τάξη των Ρωμιών δεν έχει καμία συμπάθεια και κλίση προς τους Γάλλους, και αυτός είναι ο κύριος λόγος που οι δολιότητες και οι δολοπλοκίες τους δεν έχουν διαδοθεί. Ο προαναφερθείς Στρατηγός αντιλήφθηκε αυτό το λεπτό σημείο. Διέδωσε τη φήμη ότι «Δεν θα εμποδιστεί η εκτέλεση των παλαιών τελετών καμίας (θρησκευτικής) ομάδας» και έστειλε στα αυτιά και τις διάνοιες των ελαφρόμυαλων ραγιάδων το στρατήγημα ότι θα πάψουν οι καταπιέσεις και ότι πλούσιοι και φτωχοί θα γίνουν ίσοι και όμοιοι, ούτως ώστε να παραπλανήσει σε μεγάλο βαθμό τους ραγιάδες.
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο οθωμανός αξιωματούχος, το σχέδιο αυτό προσέκρουσε στην αντίδραση των προκρίτων με αποτέλεσμα οι πράκτορες των Γάλλων να εμποδιστούν διακριτικά από τις αρχές ενώ ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν την Ύδρα για τη Θεσσαλονίκη και να επιστρέψουν άπρακτοι στην Κέρκυρα:
Οι αρχηγοί των ραγιάδων και οι επικεφαλής σκέφτηκαν και κατάλαβαν ότι αυτό το ζήτημα της ισότητας και της ομοιότητας θα προκαλούσε τη μείωση του σεβασμού στο πρόσωπό τους και θα έχαναν τα αξιώματά τους. Προσέχοντας πάνω απ’ όλα και φροντίζοντας […] να προστατέψουν τους ραγιάδες από αυτό το στρατήγημα, απέτρεψαν τελείως τη διάδοσή του στους ανθρώπους.
Οι Γάλλοι πράκτορες, φυσικά, δεν κατονομάζονται στο έγγραφο. Τι πράκτορες θα ήταν άλλωστε! Μια ιδέα για το ποιον τους μας δίνει η σταδιοδρομία του Χριστόφορου Περραιβού, ο οποίος την ίδια ακριβώς περίοδο (Ιανουάριος 1798) έφυγε από την Τεργέστη με γαλλικά έγγραφα και χρήματα προκειμένου, με βάση την Κέρκυρα, να προπαγανδίσει τη γαλλική επαναστατική υπόθεση: σύμφωνα με ένα ανώνυμο λιβελλογράφημα, που διέσωσε ο Γιάνης Κορδάτος, «παραστήσας αυτώ εαυτόν ικανόν έμπηρον και άξιον όντα πολυτρόπως δια να απέλθη ης την ελλάδα, και να περιέλθη αποστολικώς, κηρίσσον το δόγμα της φρονίσεως των γάλλων» πέτυχε να περάσει στην Πάργα και την Πρέβεζα «κηρύττων τον εαυτόν του φιλόσοφον ρήτορα, γεωμέτρην και ενί λόγω άνδρα πολυμαθέστατον» και «διέσπειρε καθεκάστην τους φθοροποιούς λόγους του». Αν όμως πρέπει να επιχειρήσουμε μια ταύτιση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι πρώτοι πράκτορες που αναφέρονται (εκείνοι που επέστρεψαν στη Ζάκυνθο) είναι οι αδελφοί Δήμος και Νικόλαος Στεφανόπολι, οι μανιατικής καταγωγής κορσικανοί που επισκέφθηκαν τη Μάνη σε μυστική αποστολή προκειμένου να διερευνήσουν τις προθέσεις του Τζανέτου Γρηγοράκη το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1797. Για την αποστολή τους δεν γνωρίζουμε πολλά, καθώς η αναφορά τους περιέχει πολλά μυθιστορηματικά στοιχεία, ωστόσο πέρασαν στη Μάνη από τα Κύθηρα, και μετά τη συνάντηση με το Γρηγοράκη αναχώρησαν και έφτασαν στη Ζάκυνθο μετά από μια σύντομη αναγκαστική στάση στην Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Μάλιστα αναφέρεται ότι αρχικός σκοπός των αδελφών ήταν να συνεχίσουν στις Σπέτσες και την Ύδρα. Για την αντίδραση των προκρίτων που αναφέρεται στο έγγραφο, ξέρουμε και κάτι άλλο: υπάρχει μια αυτοβιογραφική επιγραφή του Παϊσίου, επισκόπου Σταγών και κατόπιν Σηλυμβρίας και Φιλιππουπόλεως, που σώζεται στη μονή των Αγίων Αποστόλων στον Κλεινοβό Καλαμπάκας (βλ. Μίλτος Γαρίδης, «Ο μητροπολίτης Παΐσιος και η βλάχικη επιγραφή του Κλεινοβού: αλφάβητο και εθνικό φρόνημα», Τα Ιστορικά 3 (1985), 183-203). Ο Παΐσιος λοιπόν δηλώνει ότι
κατ’ υψηλήν επιταγήν του βασιλείου κράτους προς την αγιωτάτην εκκλησίαν απεστάλθην έξαρχος εις πελοπόνισον και λακωνικήν λέγω, την μάνην και περιήλθον ταύτας κατά πόλεις και κομοπόλεις δι’ υψηλού βασιλικού ορισμού και γραμμάτων πατριαρχικών συνοδικών διδάσκων και στηρίζων τον χριστεπόνυμο λαόν και υποτελή επ’ ευνομία ειρήνη και οφειλομένη υποταγή επί το βασίλειον κράτος, καθότι τότε ο εκ γης και χαμερπών ανυψωθείς γάλλος ναπολέων μπονεπάρτης, δυνάστης και βασιλεύς της Γαλλίας αυτονόμως αναγορευθείς […] δι’ οικείων κατασκόπων και σκευωριών ενέτεινε τα δολερά αυτού δίκτυα της ταραχής και αποστασίας και εν πελοπονήσω και λακωνία, της θείας δε προνοίας άλλως βουλευσαμένης τα κατ’ εκείνον τον χώρον ή εκείνος ηννόει ειρήνη πάλιν και ευνομία εγένετο εν τω πελοπονησιακώ και λακωνικώ λαώ και η πρέπουσα υποταγή και φορολογία επί το βασίλειον κράτος.
Εν πάση περιπτώσει, τόσο η αποστολή του Παϊσίου όσο και η αναφορά του πασά δείχνουν ότι οι γαλλικές αποστολές θεωρήθηκαν δυνάμει επικίνδυνες και αποτελεσματικές όχι μόνο από τις οθωμανικές αλλά και από τις εκκλησιαστικές αρχές. Αν πιστέψουμε τον Κολοκοτρώνη, όχι άδικα!