Ξάπλωσα ένα μεσημέρι στον καναπέ για να λαγοκοιμηθώ μετά το φαΐ. Απέναντί μου, μισάνοιχτη η πόρτα του μπάνιου, το φως του οποίου εδώ και μια βδομάδα αρνιόταν να ανάψει για κάποιο μυστήριο λόγο: ξαφνικά και ανεξήγητα είχε σβήσει ένα βράδυ, και από τότε το μπάνιο έμενε μονίμως σκοτεινό. Στην άλλη άκρη το βούισμα του ανεμιστήρα του υπολογιστή με νανούριζε. Ξαφνικά άρχισε η μπόρα· δεν ξύπνησα από την αστραπή, αλλά από τον ανεμιστήρα που ξαφνικά σταμάτησε για μια στιγμή όπως κόπηκε το ρεύμα.
Μισό δευτερόλεπτο μετά ο υπολογιστής ξανάρχισε να δουλεύει. Ακούστηκε η βροντή, και απέναντί μου έλαμπε το χαλασμένο φως του μπάνιου. Από τότε λειτουργεί κανονικά.
Χαζή ιστορία, αλλά μου θύμισε κάτι του Κορτάσαρ (πάλι από τις Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα, μετάφραση Ελένης Χαρατσή, Αθήνα 1983):
Τα γυαλιά κάποιου κυρίου πέφτουν στο πάτωμα και, καθώς χτυπούν πάνω στα πλακάκια, κάνουν έναν τρομερό θόρυβο. Ο κύριος σκύβει να τα πιάσει, αποκαρδιωμένος, γιατί τα κρύσταλλα των γυαλιών είναι πολύ ακριβά, αλλά με κατάπληξη ανακαλύπτει ότι, σαν από θαύμα, δεν έχουν σπάσει.
Αυτός ο κύριος τώρα νιώθει μια βαθιά ευγνωμοσύνη κι αντιλαμβάνεται το γεγονός σαν μια φιλική προειδοποίηση. Έτσι, σπεύδει σ’ έναν οπτικό οίκο κι αγοράζει χωρίς καθυστέρηση μια δερμάτινη θήκη με διπλή προστατευτική επένδυση για κάθε ενδεχόμενο. Μια ώρα αργότερα, του πέφτει η θήκη και, σκύβοντας χωρίς ιδιαίτερη ανησυχία, ανακαλύπτει ότι τα γυαλιά έχουν γίνει θρύψαλα. Αυτός ο κύριος είναι δύσκολο να καταλάβει ότι τα σημάδια της Θείας Πρόνοιας είναι ανεξερεύνητα και ότι, στην πραγματικότητα, το θαύμα συνέβη τώρα.
Read Full Post »