Ακολουθεί η Παράγκα του Σαββόπουλου, σαρανταπέντε χρόνια πριν. Ελάχιστες οι ενδεχόμενες διορθώσεις για το σήμερα: αιτήσεις για τη Γερμανία δεν βλέπουμε (ακόμα), άλλωστε λόγω ΕΕ δεν χρειάζονται πλέον αιτήσεις· η Ευανθούλα δεν κλαίει, ανυπομονεί· το μπιλιάρδο στα καφενεία έχει αντικατασταθεί με το νιντέντο· οι φυλλάδες με μιάμισυ δραχμή, με τα λεγόμενα «ενημερωτικά μπλογκ». Δεν μπορώ να βρω ούτε μία διαφορά παραπάνω. Στο μεταξύ, ο Τέλλογλου ζητά «κυβέρνηση με έκτακτες εξουσίες». Αύριο, μπορεί η πλατεία να είναι γεμάτη, αλλά το νόημα απ’ τις φωτιές δεν ξέρω πού θα βρίσκεται. Οι πιο πολλοί θα αρχίζουν από τώρα να ψάχνουν λαμογιές για να επιβιώσουν. Για πάρα πολλούς που ίσως νιώσουν το πατατράκ δεν λυπάμαι: τα είπε ωραία (διαβάστε το!) στο προηγούμενο ποστ ο Βασίλης Νικολαΐδης (και ελπίζω να με σχωρέσει που πάλι Σαββόπουλο τσιτάρω!), υπάρχει κι αυτό του thas, υπάρχουν και άλλα. Συμπαθάτε, θα επαναφέρω εδώ ένα δικό μου σχόλιο από το ίδιο ποστ:
Από τη μια, ναι, είμαστε άξιοι της τύχης μας -γράφω είμαστε, και αμέσως σκέφτομαι πόσο μας παραμύθιασε ο Μακρυγιάννης με το “εμείς”, ποιοι εμείς δηλαδή, υπάρχουμε εμείς και υπάρχουν κι αυτοί, ή μήπως κι εμείς έχουμε μέσα μας κάτι από αυτούς, ή μήπως πάλι -ποιος ξέρει- αυτοί έχουν μέσα τους κάτι από εμάς;
Θυμάμαι την εποχή των βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας, οι Έλληνες κατέβαιναν (και πολύ καλά έκαναν) σε τεράστιες διαδηλώσεις και την ίδια στιγμή έπαιζαν σαν τρελοί στο χρηματιστήριο. Αμερικανικός και γερμανικός ιμπεριαλισμός, αλλά για τον ελληνικό οικονομικό ιμπεριαλισμό που ξεζούμισε τα Βαλκάνια, εδώ όσο και κει, κουβέντα: αλίμονο, αυτός μας έτρεφε, και Προσεχώς Βουλγάρες. Κοίταζα από ένα σπίτι στου Ζωγράφου την πόλη κάτω, και φανταζόμουν βόμβες να πέφτουν, πάλι με μια υποσυνείδητη -ή σχεδόν συνειδητή- χαιρεκακία.
Τέτοιο σπάνιο συνδυασμό χαιρεκακίας, θλίψης και οργής δεν είχα συχνά το προνόμιο να ζήσω. Το χειρότερο: δεν θα την πληρώσουν τα λαμόγια, ως συνήθως δηλαδή. Αφού πειστήκαμε ότι φταίμε όλοι, θα την πληρώσουμε όλοι: οι ταμίες στο σουπερμάρκετ· οι φασονίστριες· οι εργάτες που χρόνια είχαν γίνει αόρατοι στη νεοπλουτίστικη ευφορία της Ολυμπιάδας, του Μουσείου της Ακρόπολης και της Μυκόνου. Πόσοι και πόσοι είχαν γίνει αόρατοι, το καταλαβαίνουμε τώρα που οι μέντορες του εναλλακτικού ή μη λαϊφστάιλ θρηνούν σαν πτώμα για την επικείμενη κατάρρευσή του, δίχως να μπορούν να δουν πέρα από το τετράγωνο του περιοδικού τους. Παραμένουν αόρατοι: αυτή είναι η μοίρα τους. Ή όχι;
Ουφ. Καλή μας τύχη στην άβυσσο που πέφτουμε. Ξέρω, δεν είναι μόνο θέμα τύχης, είναι το τι κάνουμε. Πώς να το πω: θέλω να βγω στο δρόμο, και να είναι μαζί με πολλούς· αλλά μαζί με όλους, όχι.
Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις
όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα
παράγκα παράγκα παράγκα το χειμώνα
κι εσύ μιλάς σαν πτώμα
Ο λαός ο λαός στα πεζοδρόμια
κουλούρια ζητάει και λαχεία
κοπάδια κοπάδια κοπάδια στα υπουργεία
αιτήσεις για τη Γερμανία
Κυράδες φιλάνθρωποι παπάδες
εργολαβίες ψαλμωδίες και καντάδες
η Ευανθούλα κλαίει πριν να κοιμηθεί
την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί
Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει
στα καφενεία μπιλιάρδο καλαμπούρι και χαρτί
στέκει στο περίπτερο διαβάζει
φυλλάδες με μιάμισυ δραχμή
Όχι όχι αυτό δεν είναι τραγούδι
είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας
είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας
κι ο χαφιές που μας ακολουθεί.