Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘«Εναλλακτική Αθήνα»’

Ή αλλιώς «η μανία με τα έιτιζ», για να παραφράσω ένα παλιό (εκείνης της εποχής δηλαδή πάνω-κάτω) αστυνομικό που έχει κάποια σχέση με αυτό που θέλω να γράψω: cui bono, ποιον ωφελεί ή τέλος πάντων τι έχουν πάθει όλοι και ασχολούνται με αυτή τη δεκαετία. Υπάρχουν  λοιπόν αυτοί που νοσταλγούν την παιδική τους ηλικία, από τη μια, η οποία (όπως συνέβη και στην περίπτωσή μου) συνέπεσε με το ’80: αν το σκεφτεί κανείς και μόνο με όρους σινεμά, η δεκαετία του ’80 νοσταλγούσε εκείνη του ’50 (βλ. π.χ. το Νικολαΐδη), εκείνη του ’90 το ’60 (Τέλος εποχήςΠέπερμιντ και άλλα πολλά που δεν θυμάμαι), του 2000 το ’70 (οι αποχρωματισμένες σκηνές στη Χώρα προέλευσης), ε, τώρα ήρθε η σειρά του ’80. Κολακεύομαι να σκέφτομαι ότι το συμπέρασμα είναι πως οι σαραντάρηδες ή σαρανταφεύγα είμαστε η πιο δημιουργική ηλικία, αλλά στο θέμα μας η ουσία είναι ότι υπάρχει αυτή η νοσταλγική αναδρομή σε μια ηλικία της αθωότητας και μας αρέσει να κοιτάμε τις παλιές φωτογραφίες με τις αλάνες, τα κοντά παντελονάκια και τα ποδήλατα, τις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις και τις τώρα γερασμένες θείες και θείους εν πλήρη ακμή. Να θυμόμαστε τη ντίσκο και τις βιντεοταινίες (αλλά όχι την Πλάτωνος, ούτε καν τους Κατσιμιχαίους), λες και η αθωότητα κάθε παιδικής ηλικίας έχει δεκαετία (είναι τυχαία η μανία με τα ρετρό κινούμενα σχέδια ή τις διαφημίσεις του ’80, ενώ κανείς δεν θυμάται πόσες ωραίες ταινίες προλόγιζε ο Μπακογιαννόπουλος τα Σάββατα;). Να ξεχνάμε αντίστοιχα διάφορα μη-αθώα πράγματα που ίσως θυμούνται οι μεγαλύτεροι: τι μπορεί να σήμαινε η Αθήνα του ’80, πόσο μπορεί να ήταν (έγραφα παλιά) μια εχθρική Αθήνα, γεμάτη ψυχιατρεία φυλακές και ζόμπι, γουρούνια του σαμπουάν και το τραίνο, το λένε χάπιεντ εξπρές για καμουφλάζ Όσο για την επαρχία της ίδιας εποχής, από παρόμοιες απόψεις άσε καλύτερα. (Και κανέναν (σχεδόν) δεν είδα να νοσταλγεί την μαθητική πολιτικοποίηση που εγώ θυμάμαι τόσο ευχάριστα).

Εδώ λοιπόν παρεμβαίνουν οι φωτογραφίες με τις τρυφερές πόζες σε μπαλκόνια με σημαίες του ΠΑΣΟΚ, και εδώ πάμε στη δεύτερη ομάδα που μας ζαλίζει με τη δεκαετία του ’80. Υποτίθεται λοιπόν ότι είναι η δεκαετία όπου ξεκίνησε η κατρακύλα: οι σχολιαστές αυτοί φρίττουν με τα δασύτριχα ανοιχτά πουκάμισα, τους μουστακαλήδες τσιφτετέλληνες, τα σκυλάδικα και όλα όσα σηματοδοτούν μια εποχή που αρχίσαμε να καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε. Γνωστά πράγματα, δηλαδή, που έχουμε φάει με το κουτάλι τα τελευταία χρόνια. Αυτό που ξεχνάνε τέτοιοι κατήγοροι μέσα σε κάτι σαν σουσουδισμό χωρίς καμία αθωότητα είναι δύο πράγματα: το πρώτο, ότι σε οποιοδήποτε τομέα της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής η δεκαετία του ’80 ήταν δραματικά καλύτερη από εκείνη που προηγήθηκε (προκαλώ οποιονδήποτε να αποδείξει ή έστω να υποδείξει το αντίθετο): ο Καραμανλής τους μπορεί να έπινε καφέ με τον Χατζιδάκι, μετρά όμως και δυο νεκρούς σε διαδήλωση. Και το δεύτερο, ότι οι εικόνες συλλογικού πλούτου και ανέμελης ευμάρειας που τα κακομαθημένα αυτά παιδιά ταυτίζουν με τη δεκαετία του ’80 ανήκουν, στην πραγματικότητα, στην επόμενη και μεθεπόμενη δεκαετία, στον διαβόητο εκσυγχρονισμό που μας τα έπρηξε με τους (και καλά όχι νεόπλουτους αλλά) νεοαστούς, δυναμικούς και μορφωμένους αλλά και ακομπλεξάριστους (μια και τα σπάγανε στη Βίσση και όχι στη Σακελλαρίου), και με το ευρωπαϊκό όραμα που ταυτίστηκε (για να χρησιμοποιήσω την αφελέστατη διατύπωση ενός γνωστού, ας πούμε, διανοητή) με το Σαββατοκύριακο στη Νέα Υόρκη για ψώνια — άσχετα αν κανείς μας δεν γνώρισε αυτούς τους μυθικούς τύπους.

Συμφέρει όμως να αποδίδεις την ανέμελη ευμάρεια όχι στην εποχή της επιχειρηματικότητας, του εκσυγχρονισμού και του ευρωπαϊσμού αλλά σε εκείνη που έκανε την πλέμπα να πιστέψει ότι έχει δικαίωμα στην καλοπέραση (και λόγο στις αποφάσεις). Αν η νοσταλγική εξιδανίκευση της παιδικής ηλικίας από τους σημερινούς σαραντάρηδες έχει κάποιο άλλοθι, το κατηγορώ των πολιτισμένων μη-μου-άπτου δεν έχει κανένα. Απ’ την άλλη, τα δυο άκρα κάπως συναντιώνται, μια και το ηθικό δίδαγμα από την πτωχή πλην τιμία δεκαετία είναι τελικά ότι η Ελλάς πρέπει να παραμείνει πτωχή για να είναι τιμία. (Κάτι που ενδεχομένως ισχύει, αλλά τότε ισχύει για όλους: η πλουσία Ευρώπη έχει τόσο λερωμένη τη φωλιά της που μόνο τίμια δεν θα την πεις).

Read Full Post »

Εκείνοι που ποζάρουν ως Έλληνες διανοούμενοι αρέσκονται –νομίζω– να θεωρούν τους εαυτούς τους κάτι σαν Τόμας Μπέρνχαρντ της Ελλάδας. Και πράγματι δεν έχουν πιο ευχάριστο σπορ από το να κατηγορούν τους Έλληνες/Ελληνάρες/Ελ/Βαλκάνιους υπανάπτυκτους (δεν το βγάζω απ’ το μυαλό μου αυτό) για, ας πούμε, ακριβώς αυτό: υπανάπτυξη. Για το ότι δεν είναι αρκετά Ευρωπαίοι (ή Αμερικάνοι, για κάποιους ή κάποιες εξ αυτών). Και ναι, το κάνουν με ενοχλητικό τρόπο, χωρίς να κολακεύουν το λαό, ίσως όπως ο Μπέρνχαρντ για τον οποίο άκουσα έναν αυστριακό να λέει  «αφού δεν του άρεσε η χώρα μας, γιατί δεν έφευγε», ωστόσο υπάρχει μια διαφορά που μπορεί κανείς να την πει ουσιώδη, ότι δηλαδή  ο Μπέρνχαρντ με την ομιλία του όταν παρέλαβε ένα βραβείο έκανε τον υπουργό να αποχωρήσει, ενώ οι δικοί μας τον κάνουν να συμφωνήσει με ενθουσιασμό. Καταφέρνουν, μ’ άλλα λόγια, να ενοχλούν τους πάντες, όχι όμως την εξουσία, ποτέ την εξουσία.

(Πάνε κάπου είκοσι χρόνια, αντίθετα, που δύο άνθρωποι παραλίγο να πάνε φυλακή επειδή μίλησαν ευνοϊκά για το κάψιμο μιας σημαίας. Γιώργος Ρούσης και Βασίλης Διαμαντόπουλος, ας το θυμόμαστε).

Να η λυδία λίθος που τεχνηέντως καλύπτουν λέγοντάς με τώρα λαϊκιστή, φερειπείν. Τους βλέπουμε έτσι να μιλούν για «τον φασίστα μέσα μας», χωρίς να έχουν τίποτα να πουν για τις Αμυγδαλέζες ή τη χυδαία διαπόμπευση των οροθετικών. Να εξανίστανται για τον δημόσιο θηλασμό μιας τσιγγάνας «που γεννοβολά σαν κουνέλα», αλλά τώρα να μην έχουν τίποτα να πουν για τον Τσιγγάνο που ανώδυνα και σιωπηρά μετατρέπεται στο νέο Εβραίο της Ευρώπης.

Ποιος κολακεύει ποιον, τελικά;

Read Full Post »

Εικόνα 1η: Είδα αυτές τις φωτογραφίες από τις παρελάσεις στο Κερατσίνι, στο Περιστέρι –παιδιά με αντιναζιστικά περιβραχιόνια, ρισκάρουν από επίπληξη μέχρι αποβολή μέχρι ξύλο (τουλάχιστον). Σκέφτομαι πως έχουν λιγότερα από τα μισά μου χρόνια, ωστόσο μάλλον δεν έχω αψηφήσει ποτέ μου τόσο πολύ το φόβο όσο αυτά τα παιδιά. Βλέπω και τους πιτσιρικάδες σε διάφορες πορείες, τους βλέπω στο δρόμο, ακούω τις φωνές τους από το παράθυρο, σα να έχουν πάρει χαμπάρι τι γίνεται, σα να μην έχουν καμία σχέση με αυτό που (ίσως άδικα) φαινόταν αφασική γενιά, καμία σχέση με αυτούς με τα μαύρα γυαλιά-μύγα και το φρι-πρες ανά χείρας, όταν δεν έβλεπαν φέιμ στόρι, καμία σχέση με αυτούς που έθρεψαν την «εναλλακτική Αθήνα».

*

Εικόνα 2η: Διαβάζοντας αυτή την είδηση για την Αλβανή μαθήτρια στη Λάρισα (συμμαθητές της απείλησαν να φέρουν τη χρυσή αυγή για να μην γίνει σημαιοφόρος, ο διευθυντής του σχολείου εξοργιστικά λίγος, το δεκαπενταμελές λέει δεν είχε πρόβλημα αλλά τελικά η κοπέλα καταχειροκροτούμενη παρέδωσε τη σημαία) στάθηκα στο δεκαπενταμελές, στάθηκα στο καταχειροκροτούμενη, σκέφτηκα ότι ήρθε καιρός να θυμηθούμε -ή ίσως να καταλάβουμε για πρώτη φορά- γιατί υπάρχουν μαθητικές εκλογές και μαθητικά συμβούλια.

*

Εικόνα 3η: Θυμήθηκα τα δικά μου σχολικά χρόνια, θυμήθηκα τι διαβάζαμε και τι κουβεντιάζαμε τότε, τότε που ακόμα -καταπώς λέγεται σήμερα- έμπαιναν οι βάσεις για τη σημερινή κατάντια, λέει. Θυμήθηκα γενικές συνελεύσεις στο Γυμνάσιο, θυμήθηκα συζητήσεις στο Λύκειο, θυμήθηκα πράγματα που λέγονταν που άμα τα πεις τώρα σε δεκαεξάρη θα σε κοιτάξει σαν Ούφο. Ίσως ψέματα: όχι σε τωρινό δεκαεξάρη.

*

Και μερικές λέξεις: Λεγόταν κάποτε ότι η κομματικοποίηση των νέων (όσοι το λέγανε, τεχνηέντως δεν μιλούσαν για πολιτικοποίηση) ήταν μια από τις μεγάλες πληγές του σχολικού συστήματος. Λέγεται ακόμα το ίδιο για το πανεπιστήμιο. Υποτίθεται ότι σε τέτοια μέρη πρέπει να επικρατεί ειρήνη και σύμπνοια, ακόμα και όταν ο κόσμος γκρεμίζεται, υποτίθεται πως η πολιτική πρέπει να μένει απ’ έξω. Εμένα πάλι η μόνη μου ελπίδα, το μόνο φως που βλέπω ή τέλος πάντων το πιο φωτεινό για να μην υπερβάλλω, είναι ακριβώς αυτή η πολιτικοποίηση των νέων. Ελπίδα υψηλού ρίσκου, γιατί ήδη είναι πολιτικοποίηση αμφίπλευρη –αλλά πού δεν υπάρχει ρίσκο σήμερα; Άσε που, από τους γονείς τι να περιμένεις

Μ’ άλλα λόγια: η ευμάρεια τριών δεκαετιών έκανε σιγά σιγά τη δουλειά της, μας μεταμόρφωσε όλους σε νοικοκυραίους. Ακόμα και οι δεκαεξάρηδες, οι εικοσάρηδες, ήταν σαν να προετοιμάζονται για το ρόλο αυτό στο μέλλον. Τώρα κυριαρχεί ο φόβος. Άλλοι πάνε με το μέρος αυτών που τον επιβάλλουνε· άλλοι λουφάζουνε, άλλοι καταφεύγουν στη δουλειά τους. Άλλοι όμως όχι: είναι η ώρα των πιτσιρικάδων. Voici le temps des gamins.

*

Κι ας κάνουμε κι εμείς ό,τι μπορούμε.

Read Full Post »

Η κυρία Μαρία Χαραμή ζει στα σύνορα Ψυχικού και Φιλοθέης. Ίσως την ξέρετε, είναι αυτό που λέμε γαστρονόμος, εκφράζει δηλαδή -θα έλεγε κανείς- την ύψιστη τέχνη της αστικής κουλτούρας. Ως τυπικό δείγμα της επάρατης Μεταπολίτευσης, πέρασε λέει κι απ’ την Αριστερά· για την ακρίβεια λέει: Θυμάμαι παρατηρούσα τους συντρόφους μου στα κόμματα και στην Αριστερά να απογοητεύονται όλο και περισσότερο από την πολιτική και χωρίς κανένας να μου το πει σκέφτηκα ότι αυτό θα είναι το επόμενο κύμα. Μια στροφή στην ευζωία από τους ανθρώπους που μέχρι τότε έτρωγαν ό,τι να ‘ναι και όπου να ‘ναι. Αγαπά λέει την Αθήνα, αν και δεν περπατά[ει] πια, γιατί δεν μπορ[εί] όταν φορά[ει] τακούνια. Τα καινούργια πεζοδρόμια για την προστασία του τυφλού δημιούργησαν πολλούς ανάπηρους. Υπάρχει και ένα θέμα ασφάλειας. [Της] άρεσε πολύ να κάν[ει] τα ψώνια του σπιτιού στην Ομόνοια. Τώρα τα κάν[ει] τηλεφωνικώς.

Η κυρία Χαραμή, ως συντάκτρια του Βήματος, διατηρεί και ένα μπλογκ. Όπου διαβάζω ότι θέλει να ζήσει στην πατρίδα της:

Οι αντιδράσεις του κόσμου με ενδιαφέρουν περισσότερο από τις δικαστικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, στο πρόσφατο ειδεχθές έγκλημα με τον βιασμό του κοριτσιού στην Πάρο – που ακόμα βρίσκεται σε κώμα – με εντυπωσίασε το ξύλο που έριξε στον εικαζόμενο δράστη, ο ντελιβεράς που του πήγε το φαγητό.

Μακριά από εμένα οποιαδήποτε συναίνεση στην αυτοδικία, αλλά κάποιες  αυθόρμητες ενέργειες δείχνουν ότι τα αντανακλαστικά των απλών ανθρώπων παραμένουν ζωντανά. Μήπως τώρα λοιπόν, παρουσιάζεται μια λαμπρή ευκαιρία να λυθεί το ζήτημα των παράνομων μεταναστών; Μήπως η νέα μας κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει το κύμα της λαϊκής οργής;

Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί κουβαλούν τελείως διαφορετικές κουλτούρες από την δική μας. Και ο συνδυασμός με την αναπόφευκτη ανέχεια είναι εκρηκτικός. Με δραστικά μέτρα, να η ευκαιρία να τους στείλουμε πίσω στις πατρίδες τους. Ούτε στα φανάρια, ούτε σε ειδικά στρατόπεδα.

Μακριά από εμάς οι χρυσαυγίτες. Μα εξίσου δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε με το ΚΚΕ. Όχι και να μας σκοτώνουν και εμείς να παριστάνουμε τους ανθρωπιστές. Θέλω να ζήσω, στην πατρίδα μου.

Η κυρία Χαραμή είναι ο τέλειος οργανικός διανοούμενος. Καβάλησε το κύμα της ευζωίας και πρόσφατα το κύμα του οι δημόσιοι υπάλληλοι τα φάγανε· τώρα καβαλά το κύμα της λαϊκής οργής. Δεν μπορεί να συνεννοηθεί με το ΚΚΕ (ω μον ντιε), εξίσου (εξίσου!) και με τους χρυσαυγίτες, μακριά από μας -αυτοί οι τελευταίοι όμως ίσως θα μπορούσαν να κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Μετά τους μετανάστες ίσως πάρουν σειρά και οι τυφλοί, για να ξηλωθούν επιτέλους τα καινούρια πεζοδρόμια και να μπορέσει να ξαναπερπατήσει στην Αθήνα με τακούνια.

Η κυρία Χαραμή θα συνεχίσει με ήρεμη λεπτότητα να προτείνει συνταγές με ελληνικό κεμπάπ και κουσκούς, μπορεί να τρώει και σε κανένα ινδικό διότι η αστική κουλτούρα όλα τα χωρεί, ακόμα και τις τελείως διαφορετικές κουλτούρες. Εξ ου και η έκφραση Ξένιος Ζευς: και ο φασισμός είναι ευπρόσδεκτος όταν τον χρειαστούμε. (Όπως στους Καταραμένους του Βισκόντι, αν και εκεί… χμμ… ναι, στο τέλος οι ναζί καταπίνουν τους αστούς· αλλά ταινία ήτανε, οι Κρουπ δεν έπαθαν τίποτα στην πραγματικότητα).

Η κυρία Χαραμή… ο Δύτης δεν έχει τι άλλο να γράψει, διότι η κυρία Χαραμή τα είπε όλα. Αφού η πολιτική αντικαταστάθηκε με την ευζωία, ήρθε τώρα και η σειρά της λαϊκής οργήςΜετά είκοσι έτη, έγραφα; Ούτε είκοσι μήνες δεν πέρασαν, και ήδη τα (πώς τα είπαμε;) άκρα εισβάλλουν στο πλοίο της γραμμής, ενώ τα μέσα, κάπως πιο συντεταγμένα, περιμένουν στο σταθμό το τραίνο με τους μελαμψούς. Πόσο πιο εύγλωττα να τα πω από τον εικαζόμενο ομοτράπεζο της κυρίας Χαραμή: Υπάρχει ανυπομονησία από μεγάλη μερίδα του κόσμου, να ξαναδεί την πόλη να λειτουργεί «όπως παλιά», όσο και αν όλοι γνωρίζουμε ότι όλα πλέον είναι «αλλιώς».

Κυρία Χαραμή, δεν θέλω να ζήσω στην πατρίδα σας.

Read Full Post »

Αυτό το Πάσχα μου φάνηκε σαν κανείς να μην περίμενε Ανάσταση. Από τον φθινοπωρινό καιρό, μέχρι την ασυνάρτητη επαρχία που έβαλε μέχρι και κασέτα στον Επιτάφιο με παιδική χορωδία να άδει το Αι γενεαί πάσαι.

*

Κατεβαίνοντας στο μετρό, οι αφίσες σου δίνουν την εντύπωση πως είσαι σε κανένα Λονδίνο ή Παρίσι: δώστου ισπανικά μπαλέτα, Μοτσαρτίστες, εκθέσεις. Παλιότερα η εντύπωση αυτή χανόταν μόλις ανέβαινες ξανά στο δρόμο, λες και μια μυστηριώδης αντιστροφή είχε φέρει τον παράδεισο στο υπόγειο και την κόλαση στους ουρανούς. Τώρα, αρκεί να ρίξεις μια ματιά γύρω σου για να εμπεδώσεις την αντίθεση: ο κόσμος είναι, αν μη τι άλλο, αγριεμένος.

*

Στο λεωφορείο, μια γριά εμφανώς άπορη και πιθανότατα άστεγη μονολογεί δυνατά εν είδει κηρύγματος. Παλιά, πολύ παλιά, όταν ακόμα ο Ηλεκτρικός είχε γκρίζα βαγόνια (και κάποια ξύλινα), κάπου κάπου έμπαινε ένας μπάρμπας με χαρτοφύλακα στη μασχάλη, καλησπέριζε ευγενέστατα την ομήγυρη και άρχιζε το κήρυγμα για τις αμαρτίες μας, που πάμε κατά διαβόλου, «με την ατομική ενέργεια, και με την πυρηνική ενέργεια» (αυτό το εν δια δυοίν το θυμάμαι πολύ καλά). Τώρα η γριά καταφέρεται κατά των μεταναστών, που τους φέρνουν επίτηδες, που τρώνε τη σειρά στα συσσίτια, που είναι μέρος καταχθόνιου σχεδίου. Οι στριμωγμένοι επιβάτες σιωπούν, αλλά ο κόμπος στο στομάχι σε προειδοποιεί ότι μπορεί να μιλήσουν, και δεν ξέρεις τι θα σου φανεί χειρότερο: να συμφωνήσουν, ή να κοροϊδέψουν την τρελή φτωχή. Μια μέρα πριν φύγω από την Αθήνα έβλεπα για πρώτη φορά το Αυγό του φιδιού του Μπέργκμαν: η εικόνα του σχεδόν υπνωτισμένου πλήθους τη νύχτα που με γυμνά χέρια διαμελίζει ένα νεκρό άλογο και πουλάει το κρέας είναι βέβαια μακριά, για κάποιο λόγο όμως φαντάζει κοντινή πια.

*

Και μέσα σ’ όλα, η είδηση των ημερών είναι ο πρόσφατος (πρόσφατος;) θάνατος του Μπιν Λάντεν. Πόσο ξεπερασμένη ακούγεται όμως, πόσο όλα ακούγονται ξεπερασμένα εν τω γεννάσθαι πια. Τον τελευταίο καιρό η ιστορία τρέχει πιο γρήγορα απ’ ό,τι προλαβαίνουν οι άνθρωποι, ακόμα και οι ισχυρότεροι. Συνέπεια, η μνήμη να είναι εξαιρετικά κοντή: ποιος θυμάται τι λεγόταν πριν ένα μήνα για τη Λιβύη, ποιος θυμάται για την Πορτογαλία ξέρω γω.

*

Χάρη σε μια ακόμα συζήτηση για τους Ατενίστας μπήκα στην πρίζα να βρω την πατρότητα της περίφημης φράσης η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος. Στο ελληνικό γκουγκλ, η φράση αποδίδεται στο Γκόρκι, στο Νίτσε, σε «κάποιον», μια φορά στον Γκόρκι και το Νίτσε (sic). Στο αγγλικό (ethics is the aesthetics of the future), ο Γκόρκι επιζεί, ο Νίτσε εξαφανίζεται, εμφανίζεται δε ο Γκοντάρ, αλλά και ο  Ένγκελς και ο Λένιν (και τα δύο δια χειρός Λώρι Άντερσον παρακαλώ). Μύλος δηλαδή. Στο περί Γκοντάρ λινκ μου άρεσε η φράση του Ελβετού ότι «μπορείς να διαλέξεις την ηθική ή την αισθητική, αλλά όποια από τις δυο και να διαλέξεις θα βρεις την άλλη στο τέλος του δρόμου».

*

Και όμως, παρ’ όλα αυτά, προσωπική ευφορία. Αυτό για να μην ανησυχείτε που εξαφανίζομαι.

Read Full Post »

Για διάφορους λόγους, η σημερινή μέρα ήταν μέρα πολυτέλειας για τον Δύτη σας. Δεν μου συμβαίνει κάθε μέρα να είμαι καλεσμένος για μεσημεριανό σε πρεσβεία (για επαγγελματικούς, ας πούμε, λόγους), ούτε για καφέ στη «Μεγάλη Βρετανία»-και-δεν-εννοώ-το-νησί. Σήμερα έγιναν και τα δύο. Γεύμα με τις θέσεις των καλεσμένων σε χαρτάκια πάνω σε δίσκο, με το μενού με χρυσή μπορντούρα και οικόσημο δίπλα στο πιάτο, κρασιά διαφόρων ειδών που εναλλάσσονται και φαγητό -ομολογουμένως- εξαιρετικό, για μένα που είμαι και λιχούδης. Η αλήθεια είναι ότι το γεύμα αυτό μου στοίχισε σαράντα ευρώ, όσο δηλαδή η ανθοδέσμη που σκέφτηκα να πάρω για να μην πάω με άδεια χέρια και επειδή βιαζόμουν την πήρα από δίπλα, μιλάμε για Κολωνάκι και η τιμή με κατέλαβε εξ απίνης. Ήταν όμως από τα γεύματα, υποθέτω, που όπως λένε αξίζουν τα σαράντα ευρώ (με κρασί). Το δε καφενείο καφέ της Μεγάλης Βρετανίας είναι πράγματι εντυπωσιακό, με τους καναπέδες, το ημίφως, τα χαλιά, τη σερβιτόρα που γεμίζει το ποτήρι νερό μόλις αδειάσει, τον κατάλογο που έχει 50 γρμ. χαβιάρι Μπελούγκα με 580 ευρώ, τα τεράστια κινέζικα βάζα, τα μισοκλεισμένα με κουρτίνες σεπαρέ όπου -σαν σε ταινία- βλέπεις όχι τα πρόσωπα αλλά μόνο χέρια, κρατώντας ένα ποτήρι κρασί να δίνουν απόμακρες εντολές που κρίνουν τις μοίρες λαών (λένε τα βιβλία).

Εντελώς ασυνήθιστος σε κάτι τέτοια, ωστόσο τα απολαμβάνω με διάφορους τρόπους, και ευχαρίστως θα δεχόμουν να μου χάριζαν τριάντα τέτοιες μέρες, με υπηρέτες και σερβιτόρους και χαλιά και πρώτο πιάτο σούπα. Και χαβιάρι των 580 ευρώ, πάει λένε ωραία με τη βότκα.

Αυτά έλεγα βγαίνοντας, και μετά περάσαμε από ένα στενό πεζοδρόμιο ανάμεσα τοίχο και κλειστό περίπτερο. Με την πλάτη στον τοίχο του περίπτερου και τα μάτια στον απέναντι τοίχο, ζητιάνευε καθιστή μια οικογένεια, πατέρας, μάνα και παιδί. Είναι όμως δύο κόσμοι, είχε έρθει η απάντηση ήδη πριν. Πρέπει να διαλέξεις.

-Διαλιέχτε, αντιλάλησε η φωνή του λαχειοπώλη.

Read Full Post »

Σχεδόν τυχαία (μέσω buzz) έπεσα σ’ αυτό το βιντεάκι: εν ολίγοις, και παρά τις απειλές μέσω φέισμπουκ ή άλλων μέσων, η μόνη -ευτυχώς- ακροδεξιά επίθεση στο Athens Gay Pride του Σαββάτου (δείτε π.χ. την ενδιαφέρουσα κουβέντα στης Κρότκαγια) ήταν, βλέπω, η γνωστή κυρία Λουκά, που με την κλασική εικονίτσα στο χέρι δείχνει να επανακάμπτει από τη μάλλον ατυχή για τα πιστεύω της παρέκκλιση των τελευταίων χρόνων (χρόνων; μηνών; τώρα θα σας γελάσω). Ως εδώ καλά, και ευτυχώς να λέμε που δεν ξεμύτισαν τα καθαρματάκια όπως απειλούσαν.

Τη θυμάμαι τη Λουκά σε κείνες τις μεγάλες διαδηλώσεις στην επίσκεψη Κλίντον (το 2000 ή κάπου εκεί γύρω), τότε που όλοι έλεγαν «μην εκθέσουμε τη χώρα» -και για την ώρα δεν θα ακολουθήσω τις σκέψεις που μου έρχονται σχετικά- και αν δεν κάνω λάθος, τότε που δοκιμάστηκαν καινούριες παρτίδες δακρυγόνων σαφώς πιο αποτελεσματικών. Λοιπόν, θυμάμαι μέσα στο ανελέητο κυνηγητό από Σύνταγμα μέχρι Κουμουνδούρου τη Λουκά να βαδίζει ανάποδα -όλοι τρέχαμε προς τα πίσω, εκείνη προχωρούσε μπροστά, μες στον καπνό των δακρυγόνων, με την εικονίτσα στο χέρι.

Αυτό που θέλω να πω, είναι το εξής: όποτε τυχαίνω σε τέτοιες φάσεις νιώθω μια αμηχανία. Μελαγχολία μου προκαλεί το θέαμα και όχι γέλιο. Ακόμα, αν θέλετε, και ένα είδος σεβασμού: χωρίς την τρέλα της Λουκά, ποιος από όλους μας θα πήγαινε να κάνει προπαγάνδα μέσα σε μια συγκέντρωση χρυσαυγιτών, ξερω γώ (έστω και υπό το φόβο του χλευασμού, μόνο, χωρίς την απειλή σωματικής βίας); Αυτό που βλέπω στο εν λόγω βίντεο, κόσμο να γελάει και να χλευάζει μια μισοπάλαβη γυναίκα, με τρομάζει.

Όχι τίποτε άλλο, είναι και που έτσι ο κόσμος αυτός αναπαράγει ακριβώς τις συμπεριφορές που κατακρίνει, εδώ που τα λέμε. Η επικαιρότητα, σ’ αυτό το θέμα, είναι αδυσώπητη: όποιος υφίσταται την ταπείνωση της εξουσίας, τείνει φαίνεται να κάνει τα ίδια όταν αποκτήσει τη δύναμη -αυτό που ο Ελίας Κανέττι αποκαλούσε, σε μια πιο συγχρονική εκδοχή, το αγκάθι της διαταγής (πρέπει να το βγάλεις από πάνω σου, διατάζοντας κάποιον άλλο). Και σαν τον Πρίμο Λέβι αναρωτιέμαι, αν αυτό είναι ο άνθρωπος.

Read Full Post »

Ακολουθεί η Παράγκα του Σαββόπουλου, σαρανταπέντε χρόνια πριν. Ελάχιστες οι ενδεχόμενες διορθώσεις για το σήμερα: αιτήσεις για τη Γερμανία δεν βλέπουμε (ακόμα), άλλωστε λόγω ΕΕ δεν χρειάζονται πλέον αιτήσεις· η Ευανθούλα δεν κλαίει, ανυπομονεί· το μπιλιάρδο στα καφενεία έχει αντικατασταθεί με το νιντέντο· οι φυλλάδες με μιάμισυ δραχμή, με τα λεγόμενα «ενημερωτικά μπλογκ». Δεν μπορώ να βρω ούτε μία διαφορά παραπάνω. Στο μεταξύ, ο Τέλλογλου ζητά «κυβέρνηση με έκτακτες εξουσίες». Αύριο, μπορεί η πλατεία να είναι γεμάτη, αλλά το νόημα απ’ τις φωτιές δεν ξέρω πού θα βρίσκεται. Οι πιο πολλοί θα αρχίζουν από τώρα να ψάχνουν λαμογιές για να επιβιώσουν. Για πάρα πολλούς που ίσως νιώσουν το πατατράκ δεν λυπάμαι: τα είπε ωραία (διαβάστε το!) στο προηγούμενο ποστ ο Βασίλης Νικολαΐδης (και ελπίζω να με σχωρέσει που πάλι Σαββόπουλο τσιτάρω!), υπάρχει κι αυτό του thas, υπάρχουν και άλλα. Συμπαθάτε, θα επαναφέρω εδώ ένα δικό μου σχόλιο από το ίδιο ποστ:

Από τη μια, ναι, είμαστε άξιοι της τύχης μας -γράφω είμαστε, και αμέσως σκέφτομαι πόσο μας παραμύθιασε ο Μακρυγιάννης με το “εμείς”, ποιοι εμείς δηλαδή, υπάρχουμε εμείς και υπάρχουν κι αυτοί, ή μήπως κι εμείς έχουμε μέσα μας κάτι από αυτούς, ή μήπως πάλι -ποιος ξέρει- αυτοί έχουν μέσα τους κάτι από εμάς;

Θυμάμαι την εποχή των βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας, οι Έλληνες κατέβαιναν (και πολύ καλά έκαναν) σε τεράστιες διαδηλώσεις και την ίδια στιγμή έπαιζαν σαν τρελοί στο χρηματιστήριο. Αμερικανικός και γερμανικός ιμπεριαλισμός, αλλά για τον ελληνικό οικονομικό ιμπεριαλισμό που ξεζούμισε τα Βαλκάνια, εδώ όσο και κει, κουβέντα: αλίμονο, αυτός μας έτρεφε, και Προσεχώς Βουλγάρες. Κοίταζα από ένα σπίτι στου Ζωγράφου την πόλη κάτω, και φανταζόμουν βόμβες να πέφτουν, πάλι με μια υποσυνείδητη -ή σχεδόν συνειδητή- χαιρεκακία.

Τέτοιο σπάνιο συνδυασμό χαιρεκακίας, θλίψης και οργής δεν είχα συχνά το προνόμιο να ζήσω. Το χειρότερο: δεν θα την πληρώσουν τα λαμόγια, ως συνήθως δηλαδή. Αφού πειστήκαμε ότι φταίμε όλοι, θα την πληρώσουμε όλοι: οι ταμίες στο σουπερμάρκετ· οι φασονίστριες· οι εργάτες που χρόνια είχαν γίνει αόρατοι στη νεοπλουτίστικη ευφορία της Ολυμπιάδας, του Μουσείου της Ακρόπολης και της Μυκόνου. Πόσοι και πόσοι είχαν γίνει αόρατοι, το καταλαβαίνουμε τώρα που οι μέντορες του εναλλακτικού ή μη λαϊφστάιλ θρηνούν σαν πτώμα για την επικείμενη κατάρρευσή του, δίχως να μπορούν να δουν πέρα από το τετράγωνο του περιοδικού τους. Παραμένουν αόρατοι: αυτή είναι η μοίρα τους. Ή όχι;

Ουφ. Καλή μας τύχη στην άβυσσο που πέφτουμε. Ξέρω, δεν είναι μόνο θέμα τύχης, είναι το τι κάνουμε. Πώς να το πω: θέλω να βγω στο δρόμο, και να είναι μαζί με πολλούς· αλλά μαζί με όλους, όχι.

Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις

όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα

παράγκα παράγκα παράγκα το χειμώνα

κι εσύ μιλάς σαν πτώμα

 

Ο λαός ο λαός στα πεζοδρόμια

κουλούρια ζητάει και λαχεία

κοπάδια κοπάδια κοπάδια στα υπουργεία

αιτήσεις για τη Γερμανία

 

Κυράδες φιλάνθρωποι παπάδες

εργολαβίες ψαλμωδίες και καντάδες

η Ευανθούλα κλαίει πριν να κοιμηθεί

την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί

 

Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει

στα καφενεία μπιλιάρδο καλαμπούρι και χαρτί

στέκει στο περίπτερο διαβάζει

φυλλάδες με μιάμισυ δραχμή

 

Όχι όχι αυτό δεν είναι τραγούδι

είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας

είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας

κι ο χαφιές που μας ακολουθεί.

Read Full Post »

…ή αλλιώς, διάφορα συλλεκτικά για να περνάτε την ώρα σας, αν δεν έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε (που φαντάζομαι και εύχομαι να έχετε!), όσο ο Δύτης θα είναι στην Πόλη και θα μπορεί να γράφει μόνο σε γκρίκλις (όποτε μπορεί να μπει στο ίντερνετ).

Από παλιά είχα την ιδέα ότι μια από τις πιο αντιπαθητικές ιδιότητες που μπορεί να έχει κάποιος είναι η υπεροψία. Μπορείτε να την πείτε και αλαζονεία· μια άλλη, παραπλήσια μορφή της είναι η αυταρέσκεια. Αυτή μου η ιδέα έπαιξε ρόλο, τελικά, στις πολιτικές μου επιλογές, για παράδειγμα. Την Παρασκευή, στην ανανεωμένη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας (η οποία από την αρχή μου φάνηκε μάλλον απογοητευτική σε σχέση με ό,τι ίσως περίμενα), είδα άλλο ένα παράδειγμα. Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, πολύ καλός νομίζω μεταφραστής, γράφει για τον Λεωνίδα Χρηστάκη. Τώρα, έτσι κι αλλιώς όλη αυτή η ιδεολογία του «περιθωρίου», ή μάλλον του κατεπιλογήν περιθωρίου, ή ίσως του αυτοοριζόμενου περιθωρίου, πάντα μου φαινόταν ότι έχει από μόνη της μια αυταρέσκεια· κατά σύμπτωση, στο ίδιο τεύχος διάβασα κάτι αντίστοιχο, και δεν μπορώ να μην σκεφτώ ότι κι εγώ έχω την αίσθηση, την πεποίθηση δηλαδή, πώς να το κάνουμε, ότι τρεις-τέσσερις φίλοι μου είναι το αλάτι της γης, αλλά δεν πρόκειται να το δημοσιεύσω ποτέ. Θα μου φαινόταν ότι περισσότερο προβάλλω τον εαυτό μου (που είχε την τιμή να ανήκει σε μια τέτοια παρέα, όπως συνηθίζεται να λέμε) παρά εκείνους. Φανταστείτε τώρα, για παράδειγμα, ένα προηγούμενο ποστ που να πήγαινε ως εξής: «Αυτά κουβεντιάζαμε με τον περίφημο Πασχάλη Τάδε, στη θρυλική πια «Δόξα» -ή μάλλον, «στις θρυλικές πια κρασοκατανύξεις στην περιβόητη «Δόξα».  Κλασικό παράδειγμα, οι επιφυλλίδες του Γεωργουσόπουλου. Ακριβώς αυτό λοιπόν κάνει κι ο Μπαμπασάκης: σε μια νεκρολογία που (στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας) πιάνει κοντά εκατό αράδες, καταφέρνει να μιλά ακατάπαυστα για τον εαυτό του. Διαβάστε την, και ζήτημα αν βρείτε μία ή δύο φράσεις που να αφορούν τον ίδιο τον Χρηστάκη, και αυτές κοινότοπες, εδώ που τα λέμε. Και το αποκορύφωμα της αυταρέσκειας, το κλείσιμο ή datatio: «Πλατεία Παπαδιαμάντη, 30 Απριλίου 2009, χαράματα.»

Αν και πρέπει να πω ότι και ο Αρανίτσης εμφανίζει συχνά μια παρόμοια τάση αυταρέσκειας όταν γράφει για το παρελθόν (π.χ. για το Λάγιο), αυτό εδώ για τους σκύλους της Κέρκυρας μ’άρεσε. Θυμήστε μου κάποτε να γράψω κι εγώ για την Κέρκυρα, όπου έμεινα πάνω από τέσσερα χρόνια.

Θυμάστε ότι είχα βρει ανταλλακτικά για το Ρενώ κατρέλ; Ε, έλπιζα να γράψω ότι το πήγα στην Αθήνα, και το έφτιαξα τζιτζί, και είναι έτοιμο για καλοκαιρινές εκδρομές. Δυστυχώς η επισκευή αναβάλλεται -έμεινα από μίζα, το άφησα για τελευταία στιγμή, ο ηλεκτρολόγος μου είπε από Δευτέρα, εγώ όμως Κυριακή βράδυ έφευγα. Κάποτε θα το φτιάξω, πού θα πάει.

Πεταλούδα μπαίνει στο γραφείο από το ανοιχτό παράθυρο. Ε, ναι, για κάτι τέτοια μ’αρέσει εδώ στην καραεπαρχία.

Η κόρη μου μού εξήγησε τις προάλλες ότι το μεγαλύτερο βουνό του κόσμου είναι το Έβερεστ, «που είναι κάπου… να δεις… κάπου στη Θήβα…;». Σκέφτηκα να το κάνω ξεχωριστό ποστ με τίτλο «Δαλάι Λάμα, νομάρχης Βοιωτίας», μετά είπα να το βάλω εδώ.

Πάλι στην Πόλη λοιπόν. Έχω να πάω δύο-δυόμισυ χρόνια, δεν φαντάζομαι να έχουν αλλάξει πάρα πολλά (πέρα από την απαγόρευση του καπνίσματος, όπως θα γίνει κι εδώ, στην οποία μαθαίνω ότι οι Τούρκοι προσαρμόστηκαν πολύ εύκολα). Η τελευταία φορά ίσως δεν μετράει· σημαδεύτηκε από πολύ δυσάρεστες, για να το πω ελαφριά, καταστάσεις, και έτσι ελάχιστα θυμάμαι το πυκνό χιόνι στο καραβάκι Καντίκιοϊ-Εμίνονου. Βέβαια, το καλοκαίρι είναι μια πόλη αβίωτη. Υγρασία και ζέστη, σαν Θεσσαλονίκη ένα πράμα. Αυτό που κυρίως θέλω να δω (πέρα από την ανανέωση της βιβλιοθήκης μου, και βέβαια τους καλούς μου φίλους) είναι αν εξακολουθώ να νιώθω ότι από όλες τις πόλεις του εξωτερικού είναι η μόνη στην οποία θα μπορούσα να ζήσω. Θα ξαναγελάω με τον Κεμάλ Σουνάλ και ταινίες που εδώ ούτε θα τις κοίταζα; Θα συνεχίσω να νιώθω πιο άνετα σε ένα άγνωστο καφενείο από ό,τι εδώ, στην πόλη μου ή στην Αθήνα; Θα μ’αρέσει πάλι η γενή ρακή, ενώ δεν μ’αρέσει το ούζο με γλυκάνισο; Θα βρω σαλέπι με γάλα; (όχι, καλοκαιριάτικα).

Σ’ αυτές και άλλες απορίες θα απαντήσω από δεκαπενθημέρου. Ως τότε, καλή αντάμωση!

Read Full Post »

Μερικές φορές, όπως είναι φυσικό, λυπάμαι που δεν είμαι στην Αθήνα. Το ότι η Λένα Πλάτωνος θα εμφανίζεται στο «Κύτταρο» το ήξερα ήδη· τώρα βλέπω ότι οι Αθηναίοι μπορούν να ακούσουν και τον Μιχάλη Σιγανίδη (ιδού). Τι να κάνουμε· ας θυμάμαι εγώ τις δύο περσινές συναυλίες…  Εύχομαι σε όσους φίλους έχουν την τύχη, να μην ξενερώσουν από το εναλλακτικό κοινό που φαντάζομαι θα σπεύσει επίσης· χαλάλι.

Μερικές φορές, νιώθεις σαν εξόριστος που μόνο κάποια καλώδια σε συνδέουν με τον κόσμο. Από την άλλη, αυτά τα καλώδια μπορούν να σε συνδέσουν με πάρα πολλά πράγματα, δεν γκρινιάζω. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως προτιμώ να περάσω δυο ή τρεις ώρες αλλάζοντας σιντί στο μηχάνημα, από το να πάω σε μια συναυλία· τέλος πάντων, όχι προτιμώ (φυσικά!), δεν μου κάνει μεγάλη διαφορά. (Στην ουσία: παρηγοριά στον άρρωστο…).

Καλή ακρόαση λοιπόν!

(οι καινούργιοι στο μπλογκ, μπορείτε -αν θέλετε δηλαδή- να δείτε σχετικά ποστ εδώ, για την Πλάτωνος, και εδώ για το Σιγανίδη).

Read Full Post »

Older Posts »