Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Μουσική’

Από το ’72 λοιπόν και το Βρώμικο Ψωμί περνούν εφτά χρόνια μέχρι να βγει ξανά κανονικός δίσκος, δηλαδή συλλογή από κομμάτια που έγραψε από μόνος του ας πούμε ο Σαββόπουλος. Γράφει κομμάτια, αλλά δεν τα βγάζει σε δίσκο γιατί δεν είναι αρκετά (κάνει βέβαια και παραγωγές στη Λύρα, με σημαντικότερη του Παπάζογλου το ’78). Έλλειψη έμπνευσης, καθώς εγκαταλείπει το ροκ και ψάχνει το νέο του σπίτι; Ναι και όχι. Τα Δέκα χρόνια κομμάτια μπορεί να έχουν ένα μόνο πρωτότυπο τραγούδι, ωστόσο το ’76, την επόμενη χρονιά, ο Σαββόπουλος γράφει τη μουσική για το Happy Day του Βούλγαρη: μια έκκεντρη ταινία για τη Μακρόνησο, χωρίς σκληρές εικόνες βασανιστηρίων αλλά με θέμα μια επιβαλλόμενη γιορτή, το υποτίθεται χαρούμενο γλέντι που υποχρεώνονται να στήσουν οι κρατούμενοι ενόψει μιας επίσημης επίσκεψης. Ήδη τα Δέκα χρόνια γιορτάζουν μια επέτειο, και το θέμα της γιορτής απασχολεί το Σαββόπουλο σε όλη αυτή την αρχή της μεταπολίτευσης (όπως το θέμα των πλανόδιων τα πρώτα χρόνια μέχρι το ’69 και η τρύπα της ύπαρξής μας στη συνέχεια). «Να κάνουμε τη γιορτή-κουρέλα, αληθινή όσο ποτέ» γράφει στο οπισθόφυλλο.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Τέλος του ’72. Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο – σκηνές ροκ. Μετά τα Μπουρμπούλια, είναι η Λαιστρυγόνα, ένα γκρουπάκι που όπως φαίνεται σχηματίστηκε σχεδόν στην τύχη: Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος (τούμπα), Θεολόγος Στρατηγός (κιθάρα, κλαρίνο), Γιώργος Γαβαλάς (μπάσο, τρομπέτα), Κώστας Καραμήτρος (ντραμς, βιμπράφωνο, κρουστά), Βαγγέλης Γερμανός (κιθάρα) και βέβαια το φλάουτο της Στέλλας Γαδέδη. Παίζει συνεχώς, Μπάλλο, τα καινούργια – εδώ μπορείτε να δείτε ένα μικρό-μικρό απόσπασμα που δείχνει πώς ήταν αυτά τα λάιβ:

Αυτό που δεν φαίνεται στο απόσπασμα είναι ότι στην παράσταση έχει και πεχλιβάνηδες, τον Τζίμη τον Τίγρη – τους πλανόδιους του φορτηγού δηλαδή, αυτούς που τρώνε το βρώμικο ψωμί, τον κόσμο τον αδιάβατο, και τον χωνεύουν για μας.

Και βγαίνει αυτός ο δίσκος. Όπως και στον Μπάλλο, και εδώ ο Σαββόπουλος κάνει ροκ. Τι ροκ όμως; Είχε πει κάπου ότι «τα παιδιά που παίζουνε ροκ στον τόπο μας, στην πλειοψηφία τους παίζουνε ροκ από ευχαρίστηση, κι όταν παίζουμε μια μουσική από ευχαρίστηση το μοναδικό αποτέλεσμα είναι να μην ευχαριστιόμαστε ούτε εμείς που παίζουμε, αλλά ούτε κι εκείνοι που μας ακούνε.» Και σε μια άλλη συνέντευξη, εξηγεί πώς βλέπει το ροκ (παραθέτω από μνήμης): μια κραυγή χωρίς λόγο, σαν τους επαναστάτες χωρίς αιτία, μια κραυγή που ήθελαν να βγάλουν οι Άγγλοι και Αμερικάνοι νέοι μετά τον πόλεμο για τον κόσμο που τους έπνιγε – και επειδή, συνεχίζει, δεν είχαν λόγο απτό για να πονάνε, δανείστηκαν την έκφραση από εκείνους που είχαν: τους μαύρους, τη τζαζ και το μπλουζ. Να λοιπόν! Αυτό που μας πνίγει και δεν ξέρουμε τι είναι (ή, όπως η χούντα, που ξέρουμε αλλά δεν μπορούμε να πούμε) θα το εκφράσουμε δανειζόμενοι τον πόνο εκείνων που ήξεραν τι είναι. Σε ένα σωρό συνεντεύξεις της εποχής (αλλά και παλιότερες) ο Σαββόπουλος διατρανώνει τον θαυμασμό του στον Καζαντζίδη, και κάπου λέει ότι τον άκουσε όλο για να γράψει το Ζεϊμπέκικο.

Μπορεί να πει κανείς ότι όλος ο δίσκος είναι ένα κόνσεπτ άλμπουμ: φτηνά ξενοδοχεία, στο Βαρδάρη και στη Βάθη, στα κουρεία και στα λουτρά, όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί, δηλαδή (εξηγεί) αυτό τον κόσμο, που είναι σαν φυλακή που περιμένει τον αποφυλακισμένο (σαν τα χρηματιστήρια και τις διακοπές της κυρίας Μάνου), αυτό τον κόσμο που σαν πηγή θολή και μολυσμένη μας ποτίζει. Η αγωνία που χαρακτήριζε τον «Μπάλλο», στο «Βρώμικο ψωμί» σα να έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια ατμόσφαιρα σκοτεινή μεν, που όμως κρατά μια υπόσχεση ανθοφορίας, ας πούμε. Κάπου είχα διαβάσει τον Σαββόπουλο να λέει ότι ο τύπος με το κράνος που του ψιθυρίζει στο εξώφυλλο συμβολίζει τον θάνατο: μια τέτοια συμφιλίωση (σ’ αυτό τον δίσκο ηχογραφείται το Ολαρία-ολαρά) εννοώ.

Κλείνω και πάλι με ένα διθύραμβο του Φώντα Τρούσσα, που έχει και πολλές πληροφορίες για τις βραδυές εκείνες στο Ροντέο και το Κύτταρο και το πώς στελεχώθηκαν: https://www.lifo.gr/culture/music/tetoies-meres-prin-apo-50-hronia-kykloforei-bromiko-psomi-toy-dionysi-sabbopoyloy (Το βιβλίο του Κάσδαγλη δεν αξιώθηκα να το πάρω ακόμα).

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Είμαστε στο 1969. Τρία χρόνια έχουν περάσει από το Φορτηγό – τι χρόνια όμως! Δεν ξέρω τι ετοίμαζε μουσικά μέχρι τον σκληρό Απρίλη του ’67 ο Σαββόπουλος, ξέρουμε όμως πως τον πιάσανε, ταράτσα – κι απομόνωση. Μετά από σαράντα μέρες στην Ασφάλεια βγαίνει. Παντρεύεται, φεύγει εξωτερικό και καλά για ταξίδι του μέλιτος: Παρίσι, Μιλάνο, κάπου αναφέρει και Ισραήλ. Γυρνάει τέλος του ’68. Και βγάζει το δίσκο.

Τα μισά τραγούδια είναι γραμμένα στη φυλακή (Θαλασσογραφία, Θεία Μάρω/Μάνου, Δημοσθένους λέξις που δεν θα βγει παρά το ’72), τα άλλα μισά στις περιπλανήσεις στο εξωτερικό. Είχε πει όταν βγήκε ο δίσκος ότι το κυρίαρχο συναίσθημα είναι η νοσταλγία, όχι η νοσταλγία για κάτι συγκεκριμένο, παρά η νοσταλγία όταν είσαι άρρωστος, στο νοσοκομείο, και νοσταλγείς την κανονική ζωή έξω. (Τα πέρα μέρη· το περιβόλι· την παιδική σου φίλη.)

Είναι όμως και κάτι άλλο. Αυτός δεν είναι πια ο Σαββόπουλος του Φορτηγού. Μπορεί να μην έχει ψηθεί ακόμα με γκρουπάκια και μουσικούς, έχει όμως ακούσει το ροκ – καλοκαίρι του ’67 με καλοκαίρι του ’68, αν υπολογίζω σωστά, σε Παρίσια και Μιλάνα, πρέπει να άλλαξαν ριζικά τη μουσική του αντίληψη κι ας μην το λέει. Στην πραγματικότητα, και του Φορτηγού τα κομμάτια θα μπορούσαν να είναι ροκ, αν τα ενορχήστρωνε με γκρουπάκι, δεν είναι το στιλ Μπρασένς που τόσο θαύμαζε. Στο Περιβόλι του Τρελλού (τι τίτλος!) έχει την ανεκτίμητη βοήθεια του Γιώργου Κοντογιώργου στις ενορχηστρώσεις, και νομίζω πάντα θα τον μνημονεύω ακούγοντας τη Θαλασσογραφία ή την Ωδή.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Όσοι παρακολουθείτε το άλλο μαγαζί του Δύτη, το τιτιβιστήρι ντε, θα έχετε πάρει χαμπάρι ότι επέβαλα στον εαυτό μου έναν διαφωτιστικό ρόλο και ξεκίνησα μια Σαββοπουλιάδα, παρουσιάζοντας ένα τραγούδι κάθε μέρα με τη σειρά. Όπως πρότειναν διάφοροι φίλοι, θα τα μαζεύω και εδώ δίσκο με δίσκο, έτσι να υπάρχουν. Για το Σαββόπουλο εν γένει, μην τα ξαναλέμε, έχω γράψει τις σοφίες μου παλιότερα εδώ, πάνε δώδεκα χρόνια.

Ξεκινάμε με μια εισαγωγή στο Φορτηγό. Ο Σαββόπουλος είναι ήδη δυο-τρία χρόνια στην Αθήνα. Αλητεύει με τον Λοΐζο, έχει παίξει στις μπουάτ, έχει βγάλει ήδη ένα 45άρι. Είμαστε στο ’66, το σινεμά παίζει Τρελό Πιερό και το Νακ του Λέστερ (του σκηνοθέτη των Μπιτλς). Τι είναι το Φορτηγό; Δεν είναι πια Νέο Κύμα, εκτός από δυο-τρία τραγούδια, τη Συννεφούλα ή το Μη μιλάς άλλο για αγάπη. Ο ίδιος είχε πει κάπου τότε ότι το γιε-γιε ήταν καλό αλλά ξένο (θα άλλαζε γνώμη σύντομα) και ότι το «πολιτικό τραγούδι» ήταν το τραγούδι της γενιάς του. Πολιτικό τραγούδι λοιπόν. Άκουγε τότε Μπρασένς, και φαίνεται, αλλά αυτό που παίζει φέρνει πιο πολύ σε Λατινική Αμερική, χιλιανούς τροβαδούρους κλπ. Μόνο κιθάρα: δεν είναι κανένας τεχνίτης, αλλά είναι ακριβώς αυτό το άτεχνο που εντυπωσιάζει: χτυπά την κιθάρα, τσιμπάει τις χορδές, ουρλιάζει. Και στίχοι; πολιτικά ναι, αλλά με τουΐστ (θα το δούμε), κάποια ερωτικά (κι αυτά ιδιόρρυθμα), αλλά κυρίως μια πολύ προσωπική μυθολογία με περιπλανώμενους, περιθωριακούς, αόρατους. Βλέπω μια μακρινή συγγένεια με την Οδό Ονείρων (του ’62). Είναι όμως και κάτι που δεν έχει ξανακουστεί!

Οι μάγοι

Η προσωπική μυθολογία που λέγαμε. Το πρώτο LP μπαίνει ορμητικά, σα να το κάνει επίτηδες: με ένα ωραίο και χαρακτηριστικό ριφάκι, το χτύπημα του ηχείου τόσο χαρακτηριστικό για όλο τον δίσκο, ο Σαββόπουλος φωνάζει τους στίχους (είμαι σίγουρος ότι θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό στα λάιβ). Λες και θέλει να δείξει αυτό ακριβώς το άτεχνο του μπουλουκιού. Τον φαντάζεσαι να παρουσιάζει τον εαυτό του ή μάλλον μια περσόνα του εαυτού του (ένα χρόνο πριν από το Sergeant Pepper), που τον φαντασιώνεται σαν πλανόδιο (θα το κάνει κι αυτό στ’ αλήθεια, τον επόμενο χρόνο) ή ίσως σα θιασάρχη (κι αυτό θα το κάνει, κατά κάποιο τρόπο, το ’72). Και το τσίρκο! Πάντα παρόν. Σαν ασπρόμαυρη ταινία είναι αυτός ο δίσκος, σαν Φελίνι ξερωγώ.

Η Ζωζώ

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Όταν -τώρα πια- την ακούω (όπως την άκουγα δεκαετίες τώρα μια και αυτό είναι από τα πρώτα τραγούδια που αγάπησα) να τραγουδά γιατί να κάθεσαι να λες / πως πια δε με γνωρίζεις είναι σα να ακούω γενιές, φωνές, εποχές ολόκληρες σχεδόν, να μας ρωτούν με παράπονο, με ένα είδος περήφανου παράπονου.

 

Read Full Post »

Ξεφυλλίζω τώρα ένα φοβερό βιβλιαράκι (συνοδεύεται από ένα σιντί με σπάνιες, συλλεκτικές παλιές ηχογραφήσεις), το Από τον ταμπουρά στο μπουζούκι. Η ιστορία και η εξέλιξη του μπουζουκιού και οι πρώτες του ηχογραφήσεις 1926-1932 του Σταύρου Κουρούση. Το βιβλίο είναι εξαιρετικό, γραμμένο με μεράκι και πολύ ψάξιμο, και αξίζει να το διαβάσετε ακόμα και αν δεν έχετε ιδέα από έγχορδα και κουρδίσματα (ούτε εγώ έχω), όσο για το σιντί είναι ένα συλλεκτικό επίτευγμα.

Εδώ όμως θέλω να σταθώ σε κάτι που μόνο σε μια μικρή σημείωση του βιβλίου αναφέρεται (σελ. 67 σημ. 60), οπότε ας μη θεωρηθεί ότι τρέχω να γκρινιάξω! Πρόκειται για τη θεωρία ότι το ρεμπέτικο προήλθε από το αρχαίο ρ. ρέμβω και το μεσαιωνικό ρεμβός. Πριν από σχεδόν ένα χρόνο είχα κάπου την ίδια κουβέντα, οπότε μου φαίνεται καλή ιδέα να τη συνοψίσω εδώ (στην πραγματικότητα ξαναλέγοντας κάτι που έχει ξαναειπωθεί, με λίγες προσθήκες).

Η θεωρία για το ρέμβω εμφανίζεται χάρη σε μια αναφορά στον Δουκάγγιο ή για την ακρίβεια τον Charles du Fresne, sieur du Cange ή Ducange (1610-1688), συγγραφέα ενός περίφημου λεξικού των ελληνικών του Μεσαίωνα που θεωρείται απαρχή της λεξικογραφίας των νεότερων ελληνικών.

Σαρλ Ντυ Φρεν, κύριος Ντυ Κανζ

Σαρλ Ντυ Φρεν, κύριος Ντυ Κανζ

Εδώ λοιπόν, (Charles Du Cange, Glossarium ad Scriptores Mediae et Infimae Graecitatis, I-II, Λυών 1688, τόμος ΙΙ, σελ. 1289), διαβάζουμε:

ΡΕΜΠΈΤ, Rebet, Potus species. Vox Arabica. Assisae MSS. Regni Hierosol. cap. 297. το δίκεον του ρεμπέτ, &c. και απέ το κράσι το φέρνουν απέ το λεκίαν, &c.

Η λέξη δηλαδή καταγράφεται ως αραβική (vox Arabica) και σημαίνει potus species, δηλαδή είδος ποτού -τα παραδείγματα είναι από μεσαιωνικές ασίζες, νομικά κείμενα του σταυροφορικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Η επόμενη εγγραφή έχει περισσότερο ενδιαφέρον:

ΡΕΜΠΙΤΌΣ, Erro. Glossae Graecobarb. αλαός, ρεμπιτός, πλανημένος, τυφλός, μάταιος· pro Ρεμβός. Glossae Basilic. Ρεμβός, ο μικρός φυγάς, και εκ του εναντίου ο φυγάς μέγας, ρεμβός έστι· κυρίως ότι Ρεμβός εστιν ο συνεχώς αναιτίως πλανώμενος, και τους καιρούς εις ανόνητα δαπανών, και βραδέως εις τον οίκον αναστρέφων.

Α ναι, στην προηγούμενη σελίδα έχει και το ΡΕΜΒΌΣ (Vide Glossas Basilic.), του οποίου λέει «ελληνοβάρβαρη» παραφθορά είναι το ρεμπιτός. Το Glossae Graecobarb., στο οποίο παραπέμπει ο Ντυκάνζ, είναι το Glossarium graeco-barbarum. In quo vocabula quinque millia quadrigenta, officia atque dignitates imperii Constantino, tam in palatio, quam Ecclesia aut militia, explicantur & illustrantur (Λέιντεν 1614) του Johannes van Meurs ή Ioannes Meursius (1579-1639). Εκεί διαβάζουμε (σελ. 470):Ιωάννης Μέρσιος

Ρεμπιτός: Erro. Glossae Graecobarbarae. αλαός· ρεμπιτός· πλανημένος· τυφλός· μάταιος.

Προσέξτε, εδώ, ότι ο τίτλος του έργου του Μέρσιου δηλώνει ότι θα μιλήσει για τη γλώσσα «στην οποία μιλούσαν και έγραφαν εκκλησιαστικοί και στρατιωτικοί στην αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου» –αποδελτιώνει δηλαδή όχι καμιά σύγχρονή του γλώσσα, αλλά τις βυζαντινές πηγές: αυτά τα ελληνικά ονομάζει «ελληνοβάρβαρα», σε αντιδιαστολή, φαντάζομαι, με την αττική διάλεκτο (φανταστείτε ότι αλαός, τυφλός δηλαδή, είναι λέξη ομηρική που εμφανίζεται δυο-τρεις φορές στην κλασική γραμματεία· μετά, πάπαλα).

Το  Glossae Basilic. πάλι (όπου παραπέμπει ο Ντυκάνζ για το ρεμβός) είναι σχόλια στα Βασιλικά του Λέοντος του Σοφού, σε ένα έργο δηλαδή του 9ου αιώνα τα σχόλια του οποίου φτάνουν μέχρι τον 13ο. Με άλλα λόγια: ο Μέρσιος αποδελτιώνει μια λέξη (ρεμπιτός) σε κάποιο βυζαντινό κείμενο, και ο Ντυκάνζ ή αν προτιμάτε όχι ελληνοβαρβαριστί Δουκάγγιος αντιγράφει τον Μέρσιο και προσθέτει ότι η λέξη είναι παραφθορά του αρχαιότερου ρεμβός, για το οποίο παραπέμπει σε μεσοβυζαντινά σχόλια.

Πόσο παλιά θα πάνε αυτοί οι ρεμπέτες; Ή, αντίστροφα: τι μας λέει ότι πραγματικά αυτή η περίεργη λέξη, ρεμπιτός, ήταν σε χρήση τον 19ο αιώνα οπότε και θα εμφανίστηκαν (φαντάζομαι δεν υπάρχει αντίρρηση σ’ αυτό) οι πρώτοι ρεμπέτες, όπως και να τους λέγανε; Εδώ σκοντάφτουμε σε ένα εμπόδιο για την ώρα αξεπέραστο: (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ολαρί – α, ο λα ρά, χιόνι πέφτει από ψηλά
χιόνι πέφτει και σκεπάζει την αυλή μας, το μυαλό μου φτερουγίζει μακριά
χιόνι πέφτει και σκεπάζει τη σκεπή μας και το άρρωστο σκυλί μας ξεψυχά

Ολαρία – ολαρά, μαύρο τύμπανο χτυπά
τα παιδιά που αγαπούν τα στρατιωτάκια, τ’ αλογάκια και τα ξύλινα σπαθιά
βρικολάκιασαν σε τούτα τα στιχάκια, έλα μέσα και μίλα πιο σιγά

Ολαρία – ολαρά, δάγκωσε με πιο βαθιά
Αχ, ο Όλιβερ Τουίστ χαμογελάει και ο Χίτλερ του χαϊδεύει τα μαλλιά
διαμαντένιο δαχτυλίδι του φοράει και πετούν αγκαλιασμένοι μακριά

Ολαρία – ολαρά, με σουραύλια και βιολιά
θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι, θα ‘ναι όλη η παλιά μας συντροφιά
και θα πιούμε από το ίδιο το ποτήρι και την πιο πικρή γουλιά

Ολαρία – ολαρά, γύρω – γύρω τα παιδιά
ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίπη, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά
ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον σατανά

Όλα είναι μακρινά κι ευτυχισμένα
και το χιόνι πέφτει από ψηλά
τα ζευγάρια στροβιλίζονται πιο πέρα
κι η κοπέλα μου αστράφτει από χαρά.

(είπα να συμμετάσχω κι εγώ στο διιστολογικό αφιέρωμα . Αλλά απ’ τη μια, δεν έχω καθόλου χρόνο αυτή την εποχή. Απ’ την άλλη, δεν ξέρω τι ακριβώς να σκεφτώ. Αυτό που σκέφτομαι περίπου το εκφράζει ο τότε Σαββόπουλος, σ’ αυτό το κάθιδρο όραμα μιας ουτοπίας στην απέναντι όχθη, όπως έγραφε κάποτε ο Φώτης Τερζάκης. Και κολλάει σε πάρα πολλά πράγματα, όχι μόνο στις πλατείες, και μάλλον δεν θα αρέσει του δημιουργού να το κολλάω εκεί που θέλω -αλλά πώς να γίνει, τόχει πει κι ο ίδιος, το έργο πάει πια του έφυγε απ’ τα χέρια.

Τις προάλλες κατέβηκα ξημερώματα στο σταθμό του Ηλεκτρικού στην Ομόνοια, που ήταν κλειστός πολύ καιρό τώρα. Είχα μια παράξενη αίσθηση, που έγινε εντελώς διαφορετική όταν ανέβηκα στην πλατεία. Έξι η ώρα το πρωί, μια τραβεστί τσακωνόταν με τον περιπτερά, τρεις τέσσερις άνθρωποι κοιμούνταν πάνω στη σχάρα στα ζεστά, και ένας ήταν ακίνητος σε εντελώς αφύσικη στάση λες και τον είχε πάρει ο ύπνος ενώ γονάτιζε, με το κεφάλι κάτω στο τσιμέντο. Υπάρχει και αυτή η πλατεία.)

Τα άλλα ποστ του αφιερώματος: Ψαροκόκαλο: Η δημοκρατία στις πλατείες….(;) / Αναγεννημένη: Για την πλατεία (και την κάθε πλατεία) /Krotkaya: επανοικειοποίηση της πλατείας / Κυνοκέφαλοι: Στην πλατεία αλαφιάζονται οι μικρές παρέες / Ιχνηλασίες: Η δημοκρατία στις πλατείες / Βιβλιοθηκάριος: Η πλατεία Δημοκρατίας και τα αγάλματα / Εξεγερμένο το 2009: Πάμε πλατεία; / Rubies and Clouds: Πλατεία πλατιά / Κουπέπκια ατάκτως τυλιγμένα: Οι πλατείες κι οι πορείες / Silentcrossing’s Blog: Το ’29 σε μια πλατεία / Roadartist… in Athens: Πλατείας λέξεις / Μπαμπάκης: το πληθος στην πλατεία / Latecomer: Της πλατείας μου η σημαία / Του κανενός το ρόδο: μισό αιώνα, μισό ζευγάρι, στην πλατεία / Χώρα του ποτέ-ποτέ: η πλατεία ήταν γεμάτη… / Ουδέν αμιγές: Πλατεία μεγάλοι,πλατεία μικροί / Η Ζωή στην Κατηραμένη Νήσο: η δημοκρατία στις πλατείες / Ιχνηλασίες (2): Η Πλατεία είναι γαμάτη / Butterfly’s world: η Δημοκρατία στην Πλατεία

Read Full Post »

Έγραφα τις προάλλες για Το αυγό του φιδιού, μια μη-μπεργκμανική ταινία του Μπέργκμαν που μιλά, κατά κάποιο τρόπο, για πειραματισμούς πάνω στη συμπεριφορά του ανθρώπου σε ακραίες καταστάσεις. Όσο και αν είναι τραγικά επίκαιρη, δεν θέλω να μιλήσω για αυτό τώρα. Το 1969 ο αργεντινός σκηνοθέτης Ούγο Σαντιάγκο γύρισε μια ταινία σε σενάριο του Μπόρχες και του Μπιόι Κασάρες, την Εισβολή. Μπορείτε να τη δείτε εδώ, σε δώδεκα κομμάτια (πληροφοριακό υλικό εδώ και εδώ, επίσης). Είναι μια πόλη, ένα ονειρικό σχεδόν Μπουένος Άιρες που δεν είναι το Μπουένος Άιρες – είναι μια εισβολή που κάποιοι (ποιοι;) ετοιμάζουν (γιατί;) – είναι μια χούφτα άνθρωποι, πέντε ή έξι, που με την καθοδήγηση ενός γέρου προσπαθούν να τους εμποδίσουν – είναι ότι ξέρουν ότι ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε – είναι ότι οι υπόλοιποι (όλοι δηλαδή) οι κάτοικοι της πόλης αγνοούν εντελώς το τι συμβαίνει, την απειλή, τον ηρωισμό –

Ε να, κάπως έτσι αισθάνομαι αυτό τον καιρό. Θυμάμαι μια παλιά κουβέντα, όπου ισχυριζόμουν ότι όσο και να είναι προδιαγεγραμμένη η καταστροφή υπάρχουν, όπως έλεγε εκείνος ο παλιός εβραϊκός μύθος (ή, αντίστοιχα, κάποιες δοξασίες δερβίσηδων), οι πέντε δίκαιοι που σώζουν τον κόσμο: είναι οι φίλοι μας, το αλάτι της γης. Δεν ξέρω πού αλλού μπορεί να στραφεί κανείς αυτή τη στιγμή· ή μάλλον ξέρω, αλλά δεν ελπίζω. Και όπως ο γέρος της ταινίας, νιώθω σα να μιλάω με ένα μαύρο γάτο περιμένοντας το τέλος του κόσμου μας.

Η μιλόνγκα που ακολουθεί, σε στίχους του Μπόρχες (εδώ:ο Μανουέλ Φλόρες πρόκειται να πεθάνει […] να πεθαίνεις, σημαίνει πως έχεις γεννηθεί) είναι του μεγάλου Ανίβαλ Τρόιλο. Βλέπετε τους φίλους, που σε λίγο πρόκειται να πεθάνουν, με πρώτο τον τραγουδιστή:

Αλλά θέλω να τελειώσω με κάτι πιο, ας πούμε, αισιόδοξο, μια και όπως ξέρετε είμαι χαρούμενος άνθρωπος. Ε, ορίστε λοιπόν, το βυτίο μας θυμίζει τη μητρική γλώσσα: εδώ.

(κατά τα άλλα, δεν ξέρω αν έχω να προσθέσω κάτι σε όσα έλεγα εδώ και εδώ)

Read Full Post »

Τέτοιες μέρες, δυο χρόνια πριν, ξεκίνησαν οι καταδύσεις του Δύτη. Δεν έχω πολλά να πω γιαυτό, πέρα από το ότι σας ευχαριστώ όλους που με διαβάζετε και με σχολιάζετε (κουτσομπόληδες…).

Είχα διάφορες ιδέες αυτές τις μέρες για το τι να γράψω για αυτή την κοσμοϊστορική επέτειο. Το πεπρωμένο του Δύτη όμως άλλα εκέλευε: πολλή δουλειά· ένας ιός (ειρωνικά, εκ παλαιού ποστ προερχόμενος) που με άφησε χωρίς υπολογιστή στο σπίτι για δυο μέρες· κάτι σαν ημικρανία που με τυράννησε προχτές, ακριβή ημερομηνία της επετείου· και τα λοιπά. Οπότε δεν θα προτείνω ξανά παλιές αγαπημένες αναρτήσεις. Σκέφτομαι λίγο την εμπειρία αυτών των δύο χρόνων, αλλά αυτή τη φορά όχι ως συγγραφέας αλλά ως αναγνώστης.

Μια βδομάδα πριν ήμουν σε ένα, ας πούμε μπλογκοπάρτυ, νάναι καλά η αγαπημένη Κρότκαγια. Γνώρισα διάφορους μπλόγκερ που αγαπώ (και που φυσικά με απογοήτευσαν όλοι). Επειδή πρόσφατα είχα μια σχετική συζήτηση, προσπαθούσα να καταλάβω αν όντως το δικό μου μπλογκ εκπέμπει μελαγχολία και μοναξιά, κάτι που αν ισχύει είναι εντελώς λάθος, καθώς είμαι οικογενειάρχης (μ’ αρέσει επίσης ο χαρακτηρισμός πάτερ φαμίλιας, που πάντα μου φαινόταν της καθομιλουμένης, να το πω έτσι, και που ποτέ δεν μπόρεσα να συνδέσω με τη λατινική του προέλευση: ο πάτερ φαμίλιας, του πάτερ φαμίλια) και χαρούμενος άνθρωπος. Προσπαθούσα να πω ότι, παρά την ξέρω γω ευαισθησία και ανθρωπίλα που μοιάζει να βγάζει ο Δύτης, εγώ είμαι άνθρωπος επιφανειακός και επιπόλαιος: η σκληρή, οδυνηρή και τόσο θλιβερή κατά βάθος πραγματικότητα περνάει από πάνω μου όπως το θαλασσινό νερό στο ψάρι. Περιττό να πω (και σας προλαβαίνω) ότι δεν με πίστεψε κανείς.

Και όμως. Το να λες ότι ξέρεις ένα μπλόγκερ είναι λάθος: ξέρεις μόνο τις απόψεις του. Δεν είμαστε όμως οι απόψεις μας. Οι απόψεις μας είναι ό,τι έχουμε χρήσιμο για τους άλλους, ενώ για τους φίλους και τους δικούς μας ανθρώπους οι απόψεις μας είναι το λιγότερο. Πλατιάζω: όταν ξεκίνησα διάλεξα να προβάλω τις απόψεις, ας πούμε, όχι τον εαυτό μου, που είναι ίσως βαρετός ή και κρυόκωλος (αυτό το είπε ένας από τους δυο-τρεις καλύτερους φίλους μου, αλλά διόρθωσε μετά στο φλεγματικός, που φυσικά μου αρέσει περισσότερο, όντας αγγλόφιλος). Πλατιάζω, ξανά (και δεν έχω καν το χάρισμα του εξαίσιου Μποστ, τον ηθελημένο πλατειασμό): τέλος πάντων, όπως έγραψε ο Κοκτώ (καταραμένε εστέτ Δύτη), είμαι ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια.

Ας τελειώσω λοιπόν με το κομμάτι που στάθηκε αιτία να κολλήσει ο υπολογιστής μου, κατά κάποιο τρόπο το άλτερ έγκο μου δηλαδή, τον καταραμένο ιό των τελευταίων ημερών. Σταμάτησα να παίζω ακορντεόν όταν κατάλαβα ότι ποτέ δεν θα έφτανα τέτοια ύψη:

Σας ευχαριστώ και πάλι, παίδες και κόρες. Νάμαστε καλά να κουβεντιάζουμε.

Read Full Post »

Μια τέτοια Κυριακή που η μικρή πόλη μουλιάζει ευχάριστα στη βροχή προσφέρεται για την ιστορία ενός τραγουδιού, και ενός αστικού μύθου. Ο μύθος στην πλήρη του μορφή:

Το Δεκέμβρη του ’32, λέει, ο Ούγγρος πιανίστας Resző Seress προσπαθούσε με μεγάλη αποτυχία να κάνει καριέρα ως τραγουδοποιός στο Παρίσι. Βουτηγμένος στη φτώχεια, χωρίς σταθερή δουλειά, ένα βράδυ δέχτηκε και το τελειωτικό χτύπημα καθώς η αρραβωνιαστικιά του τον άφησε. Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή, με βροχές και σύννεφα· ο Σέρες έκατσε λέει στο πιάνο και σχεδόν αυτόματα έγραψε αυτό το τραγούδι, που πολύ πιθανόν να το έχετε ακούσει σε κάποια από τις αναρίθμητες διασκευές του. Λεγόταν Szomorú vasárnap, αλλά μάλλον θα το ξέρετε ως Gloomy Sunday:

Σύντομα (μετά την αναπόφευκτα αποτυχημένη πρώτη προσπάθεια), ένας εκδότης δέχτηκε να το βγάλει και σύντομα το τραγούδι έγινε γκραν σουξέ. Όχι όμως για καλό, όπως φαίνεται, μια και σημαδεύτηκε, λέει, από μια αλληλουχία θλιβερών όσο και απίστευτων γεγονότων. Ένας νεαρός στο Βερολίνο το έκανε παραγγελιά, και μετά γύρισε σπίτι και αυτοκτόνησε αφού «παραπονέθηκε στους δικούς του ότι του είχε κολλήσει στο μυαλό ένα νέο τραγούδι που πολύ τον κατάθλιβε». Μια βδομάδα αργότερα, πάλι στο Βερολίνο, μια νεαρή πωλήτρια κρεμάστηκε, έχοντας στην κρεβατοκάμαρά της ένα αντίτυπο των στίχων του τραγουδιού. Δυο μέρες μετά, μια κοπέλα αυτοκτόνησε με γκάζι στη Νέα Υόρκη· ζήτησε να παίξουν στην κηδεία της το Gloomy Sunday. ΄Ενας 82χρονος νεοϋορκέζος πήδηξε από το παράθυρο, αφού το έπαιξε στο πιάνο· ένας έφηβος στη Ρώμη, από μια γέφυρα. Μια γυναίκα στο Λονδίνο· τέλος, η ίδια η αρραβωνιαστικιά του καημένου του Σέρες, ο οποίος μόλις της είχε γράψει ζητώντας να συμφιλιωθούν.

Όλα αυτά, βέβαια, φαίνεται να ήταν μάλλον ένα είδος promotion του τραγουδιού από την εταιρεία διανομής. Εκείνο που δεν είναι μύθος, είναι ότι ο ίδιος ο Σέρες αυτοκτόνησε, το 1968, επιστέγασμα μιας μάλλον θλιβερής ζωής.

Καλύτερα (και ασφαλέστερα) να ακούμε το τραγούδι όπως το ηχογράφησε η Μπίλι Χόλιντεϊ το 1941 -εδώ, ίσως λόγω της φήμης του άσματος, κρίθηκε σκόπιμο να προστεθεί μια στροφή, ότι δηλαδή όλες οι συμφορές που περιγράφονται ήταν στην πραγματικότητα ένα όνειρο:

 *

Εδώ που τα λέμε, δεν είναι και κανένα τόσο σπουδαίο τραγούδι. Αν διάλεγα εγώ κάποιο κομμάτι στη θέση του, θα ήταν πιθανότατα εκείνο το αντατζιέτο του Μάλερ, ή αυτό εδώ από το Μάρκο (αν και, τελικά, είναι του Ζαμπέτα). Η ιστορία ωστόσο, όσο κι αν είναι ψεύτικη, έχει κάτι το, πώς να πω, κεντροευρωπαϊκό και μεσοπολεμικό που μου κίνησε το ενδιαφέρον. Και κάτι το παραμυθένιο· σαν εκείνη την παλιά ιστορία με το ανέκδοτο που όποιος τ’ άκουγε πέθαινε κυριολεκτικά από τα γέλια. Εντάξει, δεν περιμένω να γελάσετε με την ιστορία του καημένου του Σέρες, αλλά ελπίζω να μην αυτοκτονήσετε κιόλας. Άλλωστε, εδώ δεν είναι Μεσευρώπη· εδώ είναι Μπαλκάνια. Παίξε γέλασε δηλαδή.

(με τις ευχαριστίες μου στη Ροδιά για την έμπνευση)

Read Full Post »

Older Posts »