Είμαστε στο 1969. Τρία χρόνια έχουν περάσει από το Φορτηγό – τι χρόνια όμως! Δεν ξέρω τι ετοίμαζε μουσικά μέχρι τον σκληρό Απρίλη του ’67 ο Σαββόπουλος, ξέρουμε όμως πως τον πιάσανε, ταράτσα – κι απομόνωση. Μετά από σαράντα μέρες στην Ασφάλεια βγαίνει. Παντρεύεται, φεύγει εξωτερικό και καλά για ταξίδι του μέλιτος: Παρίσι, Μιλάνο, κάπου αναφέρει και Ισραήλ. Γυρνάει τέλος του ’68. Και βγάζει το δίσκο.
Τα μισά τραγούδια είναι γραμμένα στη φυλακή (Θαλασσογραφία, Θεία Μάρω/Μάνου, Δημοσθένους λέξις που δεν θα βγει παρά το ’72), τα άλλα μισά στις περιπλανήσεις στο εξωτερικό. Είχε πει όταν βγήκε ο δίσκος ότι το κυρίαρχο συναίσθημα είναι η νοσταλγία, όχι η νοσταλγία για κάτι συγκεκριμένο, παρά η νοσταλγία όταν είσαι άρρωστος, στο νοσοκομείο, και νοσταλγείς την κανονική ζωή έξω. (Τα πέρα μέρη· το περιβόλι· την παιδική σου φίλη.)

Είναι όμως και κάτι άλλο. Αυτός δεν είναι πια ο Σαββόπουλος του Φορτηγού. Μπορεί να μην έχει ψηθεί ακόμα με γκρουπάκια και μουσικούς, έχει όμως ακούσει το ροκ – καλοκαίρι του ’67 με καλοκαίρι του ’68, αν υπολογίζω σωστά, σε Παρίσια και Μιλάνα, πρέπει να άλλαξαν ριζικά τη μουσική του αντίληψη κι ας μην το λέει. Στην πραγματικότητα, και του Φορτηγού τα κομμάτια θα μπορούσαν να είναι ροκ, αν τα ενορχήστρωνε με γκρουπάκι, δεν είναι το στιλ Μπρασένς που τόσο θαύμαζε. Στο Περιβόλι του Τρελλού (τι τίτλος!) έχει την ανεκτίμητη βοήθεια του Γιώργου Κοντογιώργου στις ενορχηστρώσεις, και νομίζω πάντα θα τον μνημονεύω ακούγοντας τη Θαλασσογραφία ή την Ωδή.

Ακόμα δεν είναι ακριβώς τραγούδια ηλεκτρικά: είναι ένας κάπως παράξενος ήχος, όπως και ένας παράξενος δίσκος, σε κάποιου είδους μεταίχμιο, προσωπικό αλλά και μουσικό. Και τέτοια παράξενη εντύπωση δίνει, μεταιχμιακή. Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ, κάποια πόρτα ανοίγει, κάπου πάμε.

Το περιβόλι
Καταρχάς εδώ η φωνή του Σαββόπουλου γίνεται… η φωνή του Σαββόπουλου. Μαλακώνει, βραχνιάζει, δεν φωνάζει. Και τι ωραία που του πάει η ορχήστρα! Όλα σ’ αυτό το τραγούδι είναι όπως πρέπει, και δεν ξέρω αν υπήρχε καλύτερος τρόπος να ανοίξει αυτός ο δίσκος που σηματοδοτεί την αρχή της ωριμότητας. Αρχίζει με την κιθαρίτσα, σαν μια μπαλάντα λίγο παράξενη, ακόμα είμαστε στο κλίμα του Φορτηγού… και ξαφνικά μπαίνει η ορχήστρα μαζί με τα κάτασπρα αμαξάκια. Στα μέρη τα παλιά, και όμως τόσο καινούργια, πνευστά, τύμπανα, χάλκινα όσο πρέπει, ακριβώς τόσο όσο: σα να μας λέει, «είμαι ο ίδιος, και όμως δεν είμαι, πέρασα από κάτι φοβερό, θέλω να γυρίσω και ξέρω ότι δεν είναι όπως το φαντάζομαι αλλά το θέλω». Σα βάλσαμο σε πληγή είναι αυτό το κομμάτι, σαν επιστροφή σε ένα υπέροχο μέρος που όμως δεν υπάρχει, μόνο σ’ αυτή την παράξενη νοσταλγία που τυλίγει το δίσκο.
Η θεία Μάρω
Από τα τραγούδια της φυλακής. Καταρχάς, ποια είναι η θεία Μάρω; Φυσικά είναι κυρία Μάνου κανονικά, όπως ακούγεται και στη σκοτεινή πρώιμη βερσιόν από τα «Δέκα χρόνια κομμάτια». Ήξερα πάντα ότι πρόκειται για κάποια φιλάνθρωπο κυρία που ερχόταν να ελεήσει τους φυλακισμένους· ωστόσο πρόσφατα έγραψε ο ίδιος ότι «ήτανε κρατούμενη μεγαλύτερης ηλικίας από μας -που ήμασταν νέα παιδιά- και λόγω πείρας, επειδή είχε φυλακιστεί πολλάκις -ήταν μέλος του ΚΚΕ η θεία Μάνου- κυριολεκτικώς μας περιέθαλψε, μας ενθάρρυνε και μας έδινε συμβουλές για το πώς να τα βγάλουμε πέρα μέσα στη φυλακή«. Στην πρώτη εκδοχή συνηγορεί ένα κόμικ του Κυριτσόπουλου που συνοδεύει το κομμάτι στο βιβλίο με τις παρτιτούρες: κάποιος πέφτει σε ένα γκρεμό και κρατιέται από το χείλος του, και μια κυρία, αντί να τον τραβήξει, του φέρνει ένα πιάτο χαλβά. Τα πράγματα μπερδεύονται ακόμα περισσότερο από την περιγραφή της σύγχρονης Αθήνας που μεσολαβεί: χρηματιστήρια, διακοπές, ψυγεία και Ι.Χ. Έξω από τη φυλακή είναι μια άλλη, άλλου είδους αλλά ικανή κι αυτή να σε ωθήσει στην απελπισία.
Και πέρα από όλα αυτά: δειλά-δειλά, ή ίσως όχι και τόσο, ο Σαββόπουλος γίνεται ροκ. Η κιθάρα είναι ηλεκτρική, τα ιδιόμορφα ντραμς και ο ρυθμός, όλα προοιωνίζουν τι θα γίνει. Ακόμα είναι ενορχήστρωση, δεν είναι κάποιο γκρουπ που έχει ψηθεί στις ζωντανές εμφανίσεις, σα να ψάχνει τα πατήματά του – αλλά τι πατήματα!
Θαλασσογραφία
Κι αυτό της φυλακής: απίστευτο πώς ένας έστω και σύντομος εγκλεισμός μπορεί να γεννήσει το πιο ταξιδιάρικο κομμάτι που υπάρχει. Hats off στον Γιώργο Κοντογιώργο για την υπέροχη ενορχήστρωση που απογειώνει μια απλή αλλά ακαταμάχητη μελωδία. Μ’ αρέσει ιδιαίτερα η κιθάρα στο τέλος των στίχων, που ακούγεται σα να σβήνει το κύμα, και το σαν τενεκεδένιο τύμπανο στη γέφυρα, στη μέση, που παίζει μόνο δυο μοτίβα εναλλάξ. Παλιά θυμάμαι στενοχωριόμουν που αυτό το ενδιάμεσο κομμάτι είχε μόνο «νανα να», ενώ είναι μια μελωδία που θα άξιζε να τραγουδηθεί με δικούς της στίχους – τώρα όχι, είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται, και γιατί να βάλεις και άλλους στίχους; Και τι να πω για την μεγαλοφυή κατάληξη; Είτε την πιστωθεί ο Σαββόπουλος, είτε ο Κοντογιώργος, είναι από τα πιο ωραία τελειώματα ελληνικού τραγουδιού – πάντα σκέφτομαι ότι έτσι θα ήταν καλύτερα να τελείωνε ο δίσκος, ή έστω η πρώτη πλευρά.
Οι πίσω μου σελίδες
Ο τίτλος είναι Ντίλαν, το τραγούδι δεν έχει σχέση (άκουσα και τη βερσιόν των Byrds για να βεβαιωθώ και να μην γκρινιάζετε!). Ξανά ένα τραγούδι αποχαιρετισμού: εδώ, αυτή τη φορά, είναι αρκετά σαφές για τι μιλάει και δεν χρειαζόμαστε το λόγο του ίδιου του Δ.Σ., που ωστόσο, για τους τεμπέληδες, λέει: «σκέφτηκα ότι τα τραγούδια που γράφω είναι κάτι ανεξάρτητο από μένα. Σαν να ‘ναι παιδιά δηλαδή, που μάλιστα μπορεί να μουντζώσουνε και αυτόν που τα έγραψε, όπως τα παιδιά τον μπαμπά τους, ας πούμε, και βροντάν την πόρτα πίσω. Τα έργα μας έχουν μια δικιά τους ζωή, δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. Το τραγουδώ μάλλον πικραμένος αυτό το τραγούδι, όμως είναι αλήθεια αυτό το συναίσθημα που ένιωσα«. Θα ταίριαζε να το είχε βγάλει αργότερα, το εβδομηντακάτι, το ογδοντακάτι, δεν ξέρω ποια είναι τα κομμάτια του Φορτηγού που θα μπορούσαν να είχαν αυτονομηθεί ήδη ούτε ο ήχος του είχε προλάβει να παλιώσει. Όπως και να ‘χει, μια πολύ ωραία μπαλάντα. Τριβιδάκι: ο στίχος που δεν μ’ άρεσε ποτέ και που λέει για την «ευαίσθητη αθλήτρια» (δεν είμαι αθλητικός τύπος), κανονικά έλεγε «μαθήτρια» – πολύ πιο ταιριαστό αλλά το έφαγε η λογοκρισία. Εκατομμύρια μηχανές…
Η συννεφούλα
Γιατί πάλι η Συννεφούλα; Και μάλιστα σαν εμβατήριο; Στρατιωτικά τύμπανα, ένα προσεχτικά τοποθετημένο χάλκινο πνευστό, και μια ηλεκτρική κιθάρα ντραν, ντραν, ντραν ντραν ντραν, που μ’ αρέσει πολύ. Σα να θέλει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του. Αν θυμάστε είχα σκεφτεί ότι (στο Φορτηγό) είναι ένα εφηβικό τραγούδι, κάποιος που ζητά την ιδέα της αγάπης κι όχι κάποιο πρόσωπο. Σκέφτομαι τώρα ότι σα να ήθελε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με το Φορτηγό (όπως και στις Πίσω μου σελίδες), να πει σε όλους ότι ταξίδεψα, κι αρρώστησα, και πέρασα πολλά, και τώρα δεν με εκφράζει αυτή η αφηρημένη χαρά. Σαρκαστικό εμβατήριο (τα λόγια του ίδιου): δεν είναι το μόνο τέτοιο που έπαιξε τα χρόνια της χούντας (Ντιρλαντά, Ολαρία-ολαρά στην λάιβ εκδοχή, Σαν τον Καραγκιόζη), φαντάζομαι όχι τυχαία. Εμβατήρια θέλετε; Ορίστε εμβατήρια, βγάλτε άκρη τώρα.
Σαν ρεμπέτικο παλιό
Όπως και οι Πίσω σελίδες, ένα τραγούδι αποχαιρετισμού: νομίζω το έγραψε φεύγοντας απ’ την Ελλάδα. Καταλαβαίνει κανείς τι απογοήτευση τράβηξε ένα σωρό κόσμος αν αναλογιστεί τι σήμαινε η δεκαετία του ’60 για την ελληνική αριστερή νεολαία, τι ήταν αυτή η χαμένη άνοιξη. Παράξενο το «καλοκαίρι της αγάπης», το Summer ’68, να γράφει ο Σαββόπουλος «πάει το χρυσό καλοκαιράκι» – έβλεπε μπροστά, κατά κάποιο τρόπο. Τα καλύτερα παιδιά κουράστηκαν, οι τουρίστες (όχι οι σημερινοί, είναι η νεολαία των σίξτιζ) γυρίζουν – κι όποιος αδερφός δεν συμφωνεί, ας έρθει κι ας μου δώσει το φιλί (του Ιούδα;). Η αναφορά στο ρεμπέτικο να ξενίζει άραγε; Είναι η πρώτη στο έργο του δημιουργού δύο ζεϊμπέκικων, μεγάλου θαυμαστή του Καζαντζίδη και του Τσιτσάνη – και η πιο άσχετη με το ρεμπέτικο: το πιο ροκ κομμάτι του δίσκου, και η φωνάρα αυτή που αντί να σβήνει και να σκορπάει, απλώνεται ακατάληπτη (όπως στον Μπάλο) και πανταχού παρούσα. «Άφησα ξωπίσω μου μια τρύπα» – θα την ξανασυναντήσουμε την τρύπα, γίνεται σαν έμμονη ιδέα του Σαββόπουλου όλη τη δεκαετία του ’70: υπάρχει μια αδηφάγα τρύπα εκεί που θα έπρεπε να είναι η Ελλάδα, εκεί που θα έπρεπε να είναι ο εαυτός μας, και η τρύπα αυτή κάπως πρέπει να γεμίσει.
Είδα την Άννα κάποτε
Τι να πει κανείς για αυτό το αριστούργημα; Αγάλματα κομμάτια, ναυάγια, πόλεις… το κλίμα είναι το ίδιο με «Τα παιδιά που χάθηκαν». Μπορεί να μιλάει για μια παιδική φίλη, για μια παλιά ερωμένη (έτσι είπε ο ίδιος), για οποιαδήποτε Άννα, για τους παλιούς μας φίλους που για πάντα φύγαν. Άλλωστε στο εξώφυλλο του Φορτηγού αναφέρει το όνομα δυο φορές μιλώντας για τους φίλους αυτούς, που δεν θέλουν λέει «ούτε ζωγραφιστό να τον δουν». Θα πλανηθούμε μοναχοί λοιπόν, αφήνοντας ξωπίσω μας μια τρύπα, καθώς όλα αλλάζουν με ορμή. Το έξοχα ενορχηστρωμένο αρπέτζιο του βιολιού συνοδεύει μια απλή κιθάρα, και απογειώνεται στο τελευταίο κουπλέ («για πες μου μήπως ξέρεις…») με πιο ηλεκτρικό ήχο για να καταλήξει σε μια πλήρη μπαντίνα με πιάνο που σβήνει απαλά και μένει στη μνήμη (εννοείται skip στο επόμενο κομμάτι!). Τι άλλο να πω; Ακούστε το…
Ντιρλαντά
Αυτό θα ήθελα να λείπει απ’ το δίσκο, ή τουλάχιστον να είναι σε άλλη θέση και όχι μετά την Άννα. Τέλος πάντων, στην παράδοση της ανακάλυψης του λαϊκού πολιτισμού (τραγουδούσε λέει ήδη στις μπουάτ τον Ερωτόκριτο και κάτι ηπειρώτικα), η γνωστή ιστορία με τα δικαστήρια που δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε. Ας πούμε ότι προοιωνίζει το πάντρεμα ροκ και δημοτικού των δύο επόμενων δίσκων, και ας πάμε παρακάτω. Ωραία ενορχήστρωση, παρεμπιπτόντως.
Τα παιδιά που χάθηκαν
Να πάλι οι Πίσω σελίδες και μαζί το Περιβόλι: εδώ λίγο επιστρέφει, βέβαια, και το κλίμα από τους πλανόδιους του Φορτηγού. Οι θλιμμένες σκηνές των παραμυθιών (ακόμα και η φωνή του Σαββόπουλου παίρνει εδώ το στιλ του παραμυθά που τον έκανε διάσημο δεκαετίες αργότερα) δίνουν στο δεύτερο μέρος τη θέση τους σε κάτι πιο προσωπικό, σε λυπημένες πολιτείες, δόντια που πονάνε, γράμματα με κουραστικές συμβουλές – παιδιά που χάθηκαν είμαστε κι εμείς, περιπλανιόμαστε μακριά από τον τόπο μας που δεν υπάρχει (ή δεν υπάρχει πια) έτσι κι αλλιώς, που είναι μόνο αποστολέας κουραστικών γραμμάτων. Τρέμει κι η φωνή μαζί με το κερί, ερημιά, μόνο η φλογέρα στη γέφυρα δίνει κάπως ένα χρώμα σ’ αυτό το λυπητερό παραμύθι.
Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη
Δεν είναι τυχαίο ότι ακούγοντας αυτό ακριβώς το τραγούδι απ’ τα παιδιά του, έγραψε ο Γ. Π. Σαββίδης ότι τελικά υπάρχουν συνεχιστές του Καρυωτάκη στην εποχή του. Γραμμένο για τον Τσε, φυσικά δεν θα το άφηνε η λογοκρισία, έτσι κι αλλιώς ούτε Τσε ούτε Καραϊσκάκης εμφανίζονται στους στίχους, που είναι τόσο αφαιρετικοί όσο πρέπει: να πώς ο ήρωας πεθαίνει, και ήδη τη στιγμή του θανάτου του έχει εμφανιστεί η λατρεία του, με σκλάβες και βωμούς και πομπές και ναούς, και δεν τον βλέπουμε πια, παρόλα αυτά εκείνος υπήρξε. Και μέσα σ’ όλο αυτό, ποιος αλήθεια είμαι εγώ, και πού πάω; Δεν έχω ήχο – δεν έχω υλικό, όπως θα πει αργότερα. Η μουσική αντιστοιχεί επακριβώς στο νόημα: ξεκινάει με την απλή φλογέρα του βοσκού, προστίθενται και άλλα όργανα, καταλήγει σε χορωδίες και παράφωνα ταρατατζούμ, και μόνο στο τέλος επανέρχεται η φλογέρα, το χαμένο νόημα του ήρωα. Δεν θα ξεχάσω ότι το τραγούδησε πλήθος τον Δεκέμβρη του ’08, ακόμα και σε πείσμα του δημιουργού του.
Τι δισκάρα Θεέ μου. Περιμένω Ρεζέρβα πώς και πώς να ξέρεις Δύτη! Ελπίζω να καλύψεις και τα τραπεζάκια έξω, που θεωρώ ότι είναι ο τελευταίος τεράστιος δίσκος του.
Α, κι εσύ ρεζερβικός είσαι; Εγώ προτιμώ την αμέσως προηγούμενη περίοδο, αλλά βέβαια και η Ρεζέρβα είναι σούπερ.
Τα Τραπεζάκια σίγουρα θα τα καλύψω, δεν είμαι σίγουρος αν θα βρω κουράγιο να συνεχίσω μετά.
«ο Σαββόπουλος, ξέρουμε όμως πως τον πιάσανε, ταράτσα – κι απομόνωση. Μετά από σαράντα μέρες στην Ασφάλεια βγαίνει. Παντρεύεται, φεύγει εξωτερικό και καλά για ταξίδι του μέλιτος: Παρίσι, Μιλάνο, κάπου αναφέρει και Ισραήλ. Γυρνάει τέλος του ’68. Και βγάζει το δίσκο.»
Ωπα !
Εγώ που δεν είχα καμιά παρτίδα με ασφάλεια (ούτε η οικογένειά μου) είχα ζητήσει επί χούντας να πάω Ιταλία και δεν μου δίνανε διαβατήτριο γιατί δεν είχα κάνει στρατιωτικό. Πως ο Νιόνιος δηλαδή ; με το χαρτί της πλάκας πως είναι τρελλός και δεν πήγε στρατό-αν το είχε πάρει τότε ; και ξέρανε πολλές που παντρευτήκανε τρελλούς με χαρτί ;
Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα χωρίς κάποια υποστήριξη.
Οπου κοιτάζω, με κοιτάζεις, όλη η Ελλάδα ατέλιωτη παράγκα …
Θα διαβάσω παρακάτω αργότερα
Αν σκοπεύεις να φτάσεις στην Ρεζέρβα, στείλε μου το μέηλ σου, έχω κάποιο υλικό που θα σε ενδιαφέρει
Κάποιο δόντι δεν αποκλείεται να είχε. Η Άσπα είναι νομίζω κόρη βιομηχάνου. Δεν είμαι σίγουρος πότε πήρε το τρελόχαρτο (έχω διαβάσει ότι είχε φυτέψει μια δραχμή στο στρατόπεδο και περίμενε να φυτρώσει), πριν ή μετά.
Στη Ρεζέρβα εννοείται θα φτάσω, δεν είμαι σίγουρος αν θα έχω κουράγιο για τους τελευταίους! Το μέιλ μου εδώ είναι dytistonniptiron παπάκι gmail τελεία com
Σαφώς αυτός ο δίσκος είναι μαζί με τον Μπάλλο ό,τι καλύτερο πρόσφερε ο Σαββόπουλος και προσωπικά μου άρεσε΄(όχι πως το θεωρώ καλύτερο-έχω μάθει να τα ξεχωρίζω αυτά ) τα παιδιά που χάθηκαν.
Οντως από τις πίσω σελίδες πήρε μόνο τον τίτλο αλλά ίσως και κάποια νοήματα εκφρασμένα διαφορετικά από αυτόν. Αξίζει όμως να πούμε πως μαζί με το It;s bloςin’ in the Wind είναι τα πιο πολυπαιγμένα πρώτα τραγούδια του και αυτή η εκτέλεση είναι ιστορική, άρα είχε μύτη ο Νιόνιος.
Σ΄αυτό το βίδδεο φαίνεται ο Τζορτζ στο περιβάλλον που του ταιριάζει με Κλάπτον και τρέλλοΓιανγκ
Με συγχωρείς ,άργησα κι άλλαξε η παραπομπή στο γιουτιούμπ
Το πιο γνωστό σε μένα άλμπουμ του Σαββόπουλου, συνεπώς το πιο προσφιλές μου. Το θεωρώ ήδη ροκ, δεν παίζει ρόλο που είναι λιγότερο ξεσαλωμένο από τα επόμενα.
Συμφωνώ με την τωρινή σου εκτίμηση για την υπέροχη Θαλασσογραφία και το ενδιάμεσο κομμάτι της. Η κατάληξη με τα ηχογραφημένα και ανάποδα παιγμένα ντραμς (αυτό είναι ή αυτό μιμείται) είναι Μπητλικής έμπνευσης.
Σαββοπουλική αναφορά σε Άννα «με αγάλματα κομμάτια στα μάτια της τα δυο» υπάρχει και στο Τω Αγνώστω Θεώ του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Τζι για τον Μπάλλο, όταν έρθει η ώρα, θα πω και κάτι που θα στη σπάσει (ότι μου αρέσει περισσότερο αυτή η εκτέλεση του Παλιάτσου από το Joker and the thief!)
Αεροζόλ, το σκέφτηκα για τη λούπα της Θαλασσογραφίας – είπα, για να μην το παρακάνω με τους Μπητλς, να σχολιάσω τη λούπα της Μαύρης Θάλασσας. Με την Άννα, παρεμπιπτόντως, έγινα δια βίου θαυμαστής του Τσιώλη, όταν την παίζει για λίγο το ραδιόφωνο στην αρχή-αρχή της ταινίας, «Έρωτας στη χουρμαδιά».
Εσύ, ως σοφός ευλογιστής, καλώς δεν το παρακάνεις.
Εγώ, ως ψείρας σχολιαστής, αγαπάω να εντοπίζω τέτοιες λεπτομέρειες. Την οποία δεν τη θυμόμουν καν, την εντόπισα με αφορμή την ανάρτησή σου!
Δυστυχώς δεν έχω δει την Χουρμαδιά. Κάποτε θα επανορθώσω.
Δεν θα μου την σπάσεις καθόλου, μη σου πω πως συμφωνώ, ο Σ. το έκανε πιο συγκεκριμένο αλλάζοντας τον τίτλο (All along the watchtower) ενώ ο Ντύλαν το παράκανε νομίζω στην … σκοπιά μετά τον διάλογο.
Πολύ ωραίο, όπως και το πρώτο, κι έμαθα και τριβιδάκια που δεν ήξερα πχ για την ευαίσθητη αθλήτρια.
Ασφαλώς είχε κάποιο δόντι, αλλά δεν πειράζει.
Υπάρχουν διάφορες αλλαγές στους δημοσιευμένους στίχους (τουλάχιστον τέσσερις εκδόσεις, που δεν ξέρω τις διαφορές τους: εδώ έχω μόνο μία, «Ο Σαββόπουλος στη Λύρα», στο πατρικό έχω ένα λεπτό βιβλίο, νομίζω λέγεται «Οι στίχοι απ’ τα τραγούδια», και τη σειρά του Νάκα με παρτιτούρες-στίχους-συνεντεύξεις, δίσκο-δίσκο, πρέπει να έχει βγει και ένα συγκεντρωτικό βιβλίο με δίσκους κάπου τις τελευταίες δεκαετίες).
καλώς σας βρήκα αν και νομίζω οτι ειμαστε μαζί από το ΄67
Του ’60 οι εκδρομείς ε; Εγώ βέβαια γεννήθηκα το ’73 (στην κυριολεξία)
Συνέχεια του συναφούς προηγούμενου… Με τις ευχές μου για το μεσημέρι και το απομεσήμερο! ________________________________
Τα ανεβάζω στο τουίτερ ένα-ένα και ανά δίσκο τα αναδημοσιεύω εδώ μαζεμένα: https://twitter.com/hashtag/%CE%A3%CE%B1%CE%B2%CE%B2%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%B1?src=hashtag_click&f=live
Παρομοίως ευχές!
Ευχαριστούμε Δύτη για τα άρθρα. Απ’ τα αγαπημένα μου και μένα η Θαλασσογραφία – και να προσθέσω και το δικό μου τριβιδάκι: οι στίχοι της Θαλασσογραφίας είναι από ποίημα του Πεντζίκη, και αυτοί με τη σειρά τους από δημοτικό τραγούδι, όπως είχαμε συζητήσει παλιότερα.
Μπράβο, τώρα που το λες το θυμήθηκα! Πού το είχαμε συζητήσει, όμως;
https://sarantakos.wordpress.com/2014/09/04/stogabohioni/#comment-240397
Το ’14!
Πρέπει να τον ήξερε προσωπικά τον Πεντζίκη. Θυμάμαι ότι κάπου, σε μια συνέντευξη του εβδομηντατόσο, τον ρωτούν αν διαβάζει επιστημονική φαντασία και αναφέρει μια συζήτηση με τον Πεντζίκη (και τον Κυριτσόπουλο; ή το μπερδεύω με κάτι άλλο που λέει για τα παραμύθια;), ότι όσο και να στείλουν οι συγγραφείς μακριά τον άνθρωπο στο διάστημα, ο χώρος της λογοτεχνίας είναι «το καμαράκι του πιλότου».
Ωραία η Σαββοπουλιάδα σου, Δύτη!
Έχοντας κάνει κτήμα σου αυτά τα τραγούδια, μας δίνεις κι άλλες οπτικές και αφορμές να τ’ απολαύσουμε.
Με τον Πεντζίκη ήταν γείτονες, πιθανώς να είχαν συναντηθεί, αλλά δεν θυμάμαι τον κυρ Νίκο ν’ αναφέρεται ποτέ στον Σαββόπουλο (ενώ είχε τόσα πολλά να πει για άλλους καλλιτέχνες και λογοτέχνες). Ήταν άλλου κλίματος και εποχής.
Στο Περιβόλι ακούω, ουσιαστικά, την Πόρτα στον Τοίχο του H.G.Wells
Ακόμα κ επιμέρους στοιχεία συμπίπτουν, π.χ. διάφορα χρώματα, ή τα δύο αιλουροειδή: ’σε δυο λιοντάρια ήμερα’ (ΔΣ) = ’there were two great panthers there… One looked up and came towards me, rubbed its soft round ear very gently against the small hand I held out and purred’ (Wells)
Οι αναπόφευκτες διαφορές τους: το ένα διήγημα για παιδάκι 6 χρονώ, το άλλο ροκ τραγούδι για ενήλικους. Δεν περιμένεις 100% ταύτιση, όμως οι ομοιότητες… πολλές. Αναρωτήθηκα κάποτε αν ο ΔΣ είχε διαβάσει Wells για το Περιβόλι. Δεν το αποκλείω εντελώς, αν κ δε νομίζω να το κάνει συνειδητά (όλοι ’αντιγράφουμε’ = εμπνεόμαστε από άλλους)
Με την απαραίτητη επιφύλαξη, μήπως βλέπω πράγματα που δε βλέπει κανείς
Καλώς τον!!!
Θα το διαβάσω με την ησυχία μου. Πάντως δεν το αποκλείω: θα μπορούσε πχ να είχε δημοσιευτεί σε κάποιο προχουντικό περιοδικό (την Εκλογή, της Ελένης Βλάχου, για παράδειγμα) και να το είχε διαβάσει.
Γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον γιατί κ η έμπνευση του Wells δεν πρέπει να ‘γινε σε κενό αέρος. Στα χρόνια του άνθιζε ο πνευματισμός (spiritualism), σχεδόν κοινωνικό κίνημα τότε, με δημόσιες συνεδρίες, πολιτικές ατζέντες, αφιερωμένους οπαδούς κ.α. (πώς τα εξηγούν οι Μαρξ & Έγκελς αυτά;)
Λοιπόν, διάφορα μέντιουμ της εποχής περιέγραφαν τη Summerland (δες στο ίντερνετ), το πανέμορφο μέρος των ευτυχισμένων νεκρών – σαν τις αρχαίες Νήσους των Μακάρων
Ανακαλύψαμε λοιπόν το Περιβόλι, ο Wells κ ο ΔΣ μιλάνε για τη Summerland
Κάτι που τώρα σκέφτηκα, το Περιβόλι θυμίζει επίσης πολύ το 3ο όνειρο του Etana
ΔΣ: Στον γαλάζιο θρόνο σου, χρυσό μανδύα φοράς / Και σε δυο λιοντάρια ήμερα τα πόδια σου ακουμπάς
Etana: διηγείται στον αετό το όνειρό του στον ουρανό του Anu (μετάφραση S. Daley):
I saw a house with a window that was not sealed
I pushed it open and went inside
Sitting in there was a girl
Adorned with a crown, fair of face
A throne was set in place and [λείπει το κείμενο]
Beneath the throne crouched snarling lions
I came up and the lions sprang at me
Έχει προηγηθεί η αποτυχημένη απόπειρα των δύο φίλων να φτάσουν στον ουρανό του Anu, ίσως γι’ αυτό τα λιοντάρια όρμηξαν. Ίσως στη δεύτερη απόπειρα να βρουν τα λιοντάρια ήμερα. Ο σαββοπουλικός θρόνος γαλάζιος επειδή αναφέρεται στον ουρανό του Anu, ενώ ο μανδύας χρυσός επειδή οι δυο φίλοι ξεπληρώνουν το έγκλημα που έκανε ο αετός στον Shamash, τον Θεό του Ήλιου κ της Δικαιοσύνης
Εύλογα υποθέτουμε πως στο ουράνιο κορίτσι έχουμε τη Θεά Ishtar (αναφέρεται προηγουμένως στο μύθο του Etana), οπότε ανακαλύψαμε κ την ανώνυμη γυναικεία μορφή στο Περιβόλι – ακόμα κι αν δεν το ξέρει ο Σαββόπουλος!
αλλά ίσως μόνο εγώ τα βλέπω αυτά
Να έκανε παρέα, στο Παρίσι ξερωγώ, με κανέναν αποκρυφιστή ή άλλον μυστήριο τύπο; Ποιος ξέρει!