Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Ιανουαρίου 2012

Σκαλίζοντας ως συνήθως έπεσα σε μια οθωμανική συλλογή ιστοριών, ανεκδότων και αξιοπερίεργων με το όνομα «Θαυμαστά έργα», γραμμένη από τον ποιητή Τζινανί που πέθανε το 1595 [Osman Ünlü επιμ., Cinânî: Bedâyiü’l-âsâr, 2 τόμοι, Χάρβαρντ 2009 (Sources of Oriental Languages and Literatures 93)]. Τέτοιος θησαυρός είναι φτιαγμένος για τον Δύτη και τους αναγνώστες του, σκέφτηκα αμέσως: από παραμύθια στυλ Χιλίων και Μιας Νυχτών μέχρι διηγήματα και νουβέλες, ενώ δεν λείπει στο τέλος και ένας κατάλογος «παράξενων» που θυμίζουν αντίστοιχα της μεσαιωνικής Δύσης. Λοιπόν, ελπίζω στο μέλλον να καταπιαστώ σοβαρά και να σας φιλοδωρήσω με μερικά τέτοια παραμυθάκια· για την ώρα είναι πιο εύκολο (είναι πιο σύντομα!) να ανθολογήσω κάποια από τα παράξενα, τα mirabilia τέλος πάντων, που μοιάζουν με τις ιστοριούλες του Μάντεβιλ (βλέπε προηγούμενο). Του στυλ, δέντρα που πέφτουν ή καίγονται και ξαναστήνονται μόνα τους θαυματουργώ τω τρόπω· μια πηγή που όταν, λέει, δεν έβγαζε νερό (τρεις μήνες, κάθε καλοκαίρι) έβγαζε ήχους από νταούλια και ζουρνάδες (στη Λόφτσα ή Λόβετς, στη Βουλγαρία)· μια άλλη πηγή, που βγάζει άσπρο νερό, το οποίο όμως βάφει τα υφάσματα μαύρα (στις Θείρες της Μικρασίας)· ένας θόλος με δύο στρογγυλές εισόδους σα μάτια, στην Ταυρίδα, που ήταν κάποτε ανθρώπινο κρανίο (λέγεται)· και λίγες ιστορίες φαντασμάτων, από τις οποίες διαλέγω δύο, αρκούντως ανατριχιαστικές νομίζω. Ως εξής:

17. Κάποιος Αχμέτ Τσαούς διηγείται ότι: στο κάστρο Ντιράτς [Δυρράχιο] του βιλαετιού της Αλβανίας, όταν κάποιος -μουσουλμάνος ή άπιστος- είναι σοβαρά άρρωστος χάνει το μυαλό του, και χωρίς να το καταλαβαίνει (και με διαταγή του Θεού) η ψυχή κάποιου πούχει πεθάνει μπαίνει στο σώμα του και αρχίζει να μιλά. Για παράδειγμα λέει «Ε, τύραννοι, γιατί δεν ψάχνετε την υπόθεσή μου; Είμαι ο Τάδε γιος του Δείνα και με βασανίζουν στον άλλο κόσμο. Εγώ έκανα τις τάδε αμαρτίες, τώρα με βασανίζουν υπέρμετρα γιατί κάθεστε σπίτι μου, φοράτε τα ρούχα μου και ξοδεύετε τους παράδες μου· γιατί δεν λέτε προσευχές και δεν κάνετε ελεημοσύνες για την ψυχούλα μου;» -αυτά διηγούνται όσοι ξέρουν. Μια φορά μάλιστα ένας άρρωστος ψυχορραγούσε δίπλα μου· στο σώμα του μπήκε ένας νεκρός και άρχισε να μιλά: «Εγώ είμαι η γυναίκα του Τάδε τσαούση. Όσο ζούσα μοιχευόμουν με κάποιον. Τώρα εκεί πέρα που είμαι όλο με βασανίζουν. Έχω καταστραφεί. Τόσα ρούχα και χρήματά μου τρώνε, γιατί οι κληρονόμοι μου δεν με καταλαβαίνουν;» -κι έτσι θρηνούσε. Λίγο αργότερα το μυαλό του αρρώστου ήρθε στο κεφάλι του. Ρωτήσαμε, δεν θυμόταν ούτε ήξερε τίποτα. (…) Αν [ο άρρωστος] είναι μουσουλμάνος, φέρνουν κάποιον ουλεμά, που διαβάζει λίγο από το Κοράνι και εμποδίζει το πνεύμα [του νεκρού]· αν είναι άπιστος, φέρνουν έναν παπά και διαβάζει το Ευαγγέλιο. (…)

19. Κάποιος Μεβλανά Σεγίτ Μουχιντίν, που είναι τώρα καδής στο Μοριά, διηγείται τα εξής: Κάποτε πέθανε κάποιος στο βιλαέτι του Μοριά. Όπως συνηθίζεται εκεί, είχε μια δούλα (orfana). Τρεις-τέσσερις μήνες αφότου πέθανε αυτός, μια μέρα η δούλα του άρχισε να φωνάζει: «Ο αφέντης μου ήρθε, όπως έκανε όσο ζούσε ήρθε στο κρεβάτι μου και μ’ έκανε δική του». Όσοι το άκουσαν γέλασαν και δεν την πίστεψαν. Η καημένη η δούλα έλεγε «Ο αφέντης μου κάθε βράδυ έρχεται και σμίγει μαζί μου, σκίζει το άνθος μου. Μα δεν με πιστεύετε…» Τέλος έφυγε από το σπίτι, πήγε σε ένα άλλο και κοιμόταν δίπλα σε μερικούς ανθρώπους [για ασφάλεια]. Αλλά μόλις έμενε μόνη της [ο νεκρός] ερχόταν και πάλι και την έκανε δικιά του, δεν μπορούσε να βρει σωτηρία. Υπήρχε εκεί ένας ουλεμάς, ο Πιρί Ντεντέ με τ’ όνομα. Η γυναίκα πήγε και τον βρήκε και του εξιστόρησε το χάλι της. Ο αφηγητής λέει: Αυτός ο Πιρί Ντεντέ μου είπε τα εξής, «όταν ήρθε η γυναίκα δεν την πίστεψα, έκανε όμως φοβερούς όρκους, έτσι σκέφτηκα να πάω επί τόπου και να παραμονέψω. (…) Ήρθε ο σπιτονοικοκύρης και πήγαμε μαζί στο σπίτι. Περιμέναμε και οι δυο έξω, σε έναν σοφά· στείλαμε τη γυναίκα μέσα. Ήταν απόγευμα, κι ήταν ακόμα μέρα· η γυναίκα άρχισε να φωνάζει: «Βοήθεια, ήρθε ο αφέντης μου!» Σηκωθήκαμε και τρέξαμε μέσα. Μα την αλήθεια του Θεού που δημιούργησε με τη δύναμή Του τον κόσμο, είδα τον άνθρωπο όπως τον ήξερα εν ζωή -είχε μπει ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας, έσμιγε μαζί της, όπως έκανε όσο ήταν ζωντανός. Μόλις τον είδαμε εμείς ορμήσαμε πάνω του· είπαμε να τον χτυπήσουμε με κάποιο σπαθί ή μαχαίρι, μα δεν είχαμε πρόχειρο. Ψάξαμε πίσω απ’ την πόρτα, βρήκαμε μια σούβλα, αλλά μόλις την αρπάξαμε και ορμήσαμε εκείνος εξαφανίστηκε: δεν βλέπαμε πια κανέναν. Αλλά ήταν φανερό τι είχε πάθει η γυναίκα. Δέκα μέρες μετά πέθανε κι αυτή. Την έθαψαν δίπλα στον άντρα της. Αλήθεια τούτη την ιστορία την είδα με τα μάτια μου.» Ποια είναι η αλήθεια, δεν ξέρει κανείς παρά ο Θεός, διηγήθηκε [ο καδής].

Προσθέστε τις ιστορίες με τους οθωμανούς βρυκόλακες, και μπορούμε πια να φανταστούμε μια οθωμανική ταινία τρόμου. Εγώ βρήκα τον Ανατολίτη Πόε μου, πάντως.

Read Full Post »