Όσοι παρακολουθείτε το άλλο μαγαζί του Δύτη, το τιτιβιστήρι ντε, θα έχετε πάρει χαμπάρι ότι επέβαλα στον εαυτό μου έναν διαφωτιστικό ρόλο και ξεκίνησα μια Σαββοπουλιάδα, παρουσιάζοντας ένα τραγούδι κάθε μέρα με τη σειρά. Όπως πρότειναν διάφοροι φίλοι, θα τα μαζεύω και εδώ δίσκο με δίσκο, έτσι να υπάρχουν. Για το Σαββόπουλο εν γένει, μην τα ξαναλέμε, έχω γράψει τις σοφίες μου παλιότερα εδώ, πάνε δώδεκα χρόνια.
Ξεκινάμε με μια εισαγωγή στο Φορτηγό. Ο Σαββόπουλος είναι ήδη δυο-τρία χρόνια στην Αθήνα. Αλητεύει με τον Λοΐζο, έχει παίξει στις μπουάτ, έχει βγάλει ήδη ένα 45άρι. Είμαστε στο ’66, το σινεμά παίζει Τρελό Πιερό και το Νακ του Λέστερ (του σκηνοθέτη των Μπιτλς). Τι είναι το Φορτηγό; Δεν είναι πια Νέο Κύμα, εκτός από δυο-τρία τραγούδια, τη Συννεφούλα ή το Μη μιλάς άλλο για αγάπη. Ο ίδιος είχε πει κάπου τότε ότι το γιε-γιε ήταν καλό αλλά ξένο (θα άλλαζε γνώμη σύντομα) και ότι το «πολιτικό τραγούδι» ήταν το τραγούδι της γενιάς του. Πολιτικό τραγούδι λοιπόν. Άκουγε τότε Μπρασένς, και φαίνεται, αλλά αυτό που παίζει φέρνει πιο πολύ σε Λατινική Αμερική, χιλιανούς τροβαδούρους κλπ. Μόνο κιθάρα: δεν είναι κανένας τεχνίτης, αλλά είναι ακριβώς αυτό το άτεχνο που εντυπωσιάζει: χτυπά την κιθάρα, τσιμπάει τις χορδές, ουρλιάζει. Και στίχοι; πολιτικά ναι, αλλά με τουΐστ (θα το δούμε), κάποια ερωτικά (κι αυτά ιδιόρρυθμα), αλλά κυρίως μια πολύ προσωπική μυθολογία με περιπλανώμενους, περιθωριακούς, αόρατους. Βλέπω μια μακρινή συγγένεια με την Οδό Ονείρων (του ’62). Είναι όμως και κάτι που δεν έχει ξανακουστεί!
Οι μάγοι
Η προσωπική μυθολογία που λέγαμε. Το πρώτο LP μπαίνει ορμητικά, σα να το κάνει επίτηδες: με ένα ωραίο και χαρακτηριστικό ριφάκι, το χτύπημα του ηχείου τόσο χαρακτηριστικό για όλο τον δίσκο, ο Σαββόπουλος φωνάζει τους στίχους (είμαι σίγουρος ότι θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό στα λάιβ). Λες και θέλει να δείξει αυτό ακριβώς το άτεχνο του μπουλουκιού. Τον φαντάζεσαι να παρουσιάζει τον εαυτό του ή μάλλον μια περσόνα του εαυτού του (ένα χρόνο πριν από το Sergeant Pepper), που τον φαντασιώνεται σαν πλανόδιο (θα το κάνει κι αυτό στ’ αλήθεια, τον επόμενο χρόνο) ή ίσως σα θιασάρχη (κι αυτό θα το κάνει, κατά κάποιο τρόπο, το ’72). Και το τσίρκο! Πάντα παρόν. Σαν ασπρόμαυρη ταινία είναι αυτός ο δίσκος, σαν Φελίνι ξερωγώ.
Η Ζωζώ
Από τα πιο εντυπωσιακά κομμάτια του δίσκου. Τι είναι αυτό; Δεν έχει ρεφρέν, δεν έχει ακριβώς δομή, περίπου στα δύο τρίτα σα να γίνεται άλλο τραγούδι. Γιατί ο Σαββόπουλος λέει εδώ μια ιστορία, κάτι σπάνιο μέχρι τότε στο ελληνικό τραγούδι (ξαναθυμίζω την Οδό Ονείρων). Και μάλιστα, κάτι σπανιότατο για έναν τραγουδοποιό και μάλιστα στο ξεκίνημά του, λέει μια ιστορία που δεν τον αφορά (την ίδια χρονιά με το Eleanor Rigby – βέβαια, έχουν προηγηθεί οι Γάλλοι, Μπρελ, Μπρασένς, ακόμα και η Πιαφ). Η ιστορία είναι φοβερή, από την ταπείνωση στο θρίαμβο, και κατά κάποιο τρόπο την ακούμε από το στόμα όχι της πρωταγωνίστριας, ούτε του τραγουδοποιού, αλλά των χωριανών. Παρεμπιπτόντως, όπως έχει ειπωθεί, λέξεις όπως νταρντάνα ή νταβατζής μπαίνουν μάλλον για πρώτη φορά στο μη περιθωριακό ελληνικό τραγούδι.
Η μαϊμού
Η παρέλαση των πλανόδιων συνεχίζεται. Σήμερα πρόσεξα πως το χαρούμενο ακομπανιαμέντο της κιθάρας είναι σχεδόν το ίδιο με του «Μη μιλάς άλλο για αγάπη» – «μουσική σκωπτική, πεταχτή, λαχανιασμένη». Η αντίθεση με τον μελαγχολικό, ασπρόμαυρο στίχο εξαφανίζεται στο ρεφρέν, όπου ο Σαββόπουλος φωνάζει μέχρι παραμορφώσεως (φαντάζομαι μια πιο μοντέρνα ηχοληψία ίσως έπιανε καλύτερα αυτό που διηγείται, ότι έτρεξαν οι τεχνικοί της Λύρας να δουν τι συνέβη). Δεν είναι τόσο δυνατό όσο οι Μάγοι ή η Ζωζώ, αλλά πρέπει να τα έσπαγε στις ζωντανές εκτελέσεις (και ήθελε και κότσια να το πει, φωνητικά εννοώ) – και άλλωστε όλο το σετ των Πλανόδιων παίζει το ρόλο του. Τελικά μήπως είναι κόνσεπτ ο δίσκος;
Το μπουλούκι
Στην πραγματικότητα, και τα τέσσερα πρώτα τραγούδια του δίσκου αποτελούν ένα, άλλωστε και στο εξώφυλλο παρουσιάζονται σαν μια ενότητα: «Οι πλανόδιοι». Μάγοι, παλιάτσοι, σαλτιμπάγκοι, μαϊμούδες – η Ζωζώ είναι κάτι διαφορετικό, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος αν συμπεριλήφθηκε επειδή κι αυτή, όπως και να το κάνεις, μια πλανόδια είναι, ή επειδή κινείται στο ίδιο κλίμα, λίγο Λα Στράντα, λίγο Τσίρκο του Τσάπλιν. Παίζω με την ιδέα του κόνσεπτ: στην αρχή του δίσκου παρουσιάζει τον εαυτό του (το γράφει και στο εξώφυλλο: «θα ξεπεράσω κάθε όριο ανθρωπιάς σε σαλτιμπαγκισμούς»), σα να είναι ο μουζικάντης που συνοδεύει το μπουλούκι, ακόμα και σα να είναι η ίδια η Ζωζώ (είχε πει λέει στον Πατσιφά: «ήρθα για να με εκμεταλλευτείτε καταλλήλως»). Τα θεάματα των πλανόδιων άνοιξαν την παράσταση, και τώρα έρχεται η ώρα του τραγουδιστή. Ξέρω γω; Μπορεί και όχι. Πάντως η εισαγωγή βάζει το ασπρόμαυρο τρόπον τινά κλίμα του δίσκου, που δεν το διαταράσσουν τα δύο (ή τρία, ή ίσως τέσσερα) πιο χαρούμενα και αισιόδοξα τραγούδια. (Θα μας το θυμίσουν άλλωστε, στη μέση της δεύτερης πλευράς, τα «Πουλιά της δυστυχίας».) Το μπουλούκι φεύγει, λοιπόν, και θα ακολουθήσει ένα πιο χαρωπό νούμερο. Ή όχι;
Η Συννεφούλα
Έχει πει ότι το έγραψε έφηβος, πριν ακόμα φύγει από τη Σαλονίκη, όταν τα κορίτσια τον αγνοούσαν στα πάρτι, και ότι επηρεάστηκε από το «Ζυλ και Τζιμ» του Τριφώ (’61) και το Tourbillon που τραγουδάει η Ζαν Μορό. Ταιριάζει: ils sont retrouvés, ils sont séparés κλπ. Είναι στ’ αλήθεια ένα χαρούμενο τραγούδι αυτό που διαδέχεται το σετ των Πλανόδιων; Είναι στ’ αλήθεια Νέο Κύμα; Αυτή η Συννεφούλα, γραμμένη τόσο νωρίς, είναι τόσο σίξτις: φεύγει, ξαναγυρνάει, τριγυρνάει μ’ όσους θέλει κάθε βράδυ. Και βέβαια ο αφηγητής, να πούμε, είναι τόσο έφηβος: δεν τον πειράζει, δεν θέλει καν στ’ αλήθεια τη Συννεφούλα, να, δίχως αγάπη και φιλί δεν περνάει η άνοιξη. Νομίζω ότι πριν το μετατρέψει σε καταληκτήριο ύμνο των συναυλιών του, ο Σαββόπουλος πρέπει να μίσησε την εφηβικότητα του τραγουδιού – γι’ αυτό και το μετέτρεψε σ’ αυτό το φοβερό εμβατήριο δυο χρόνια μετά (στο οποίο θα επανέλθω με τη σειρά του).
Το δέντρο
Σε πρώτη ανάγνωση, ένα πολιτικό τραγούδι, πιθανότατα για τον Λαμπράκη. Η νύχτα είναι η νύχτα που σκοτώνεται, είναι μια νύχτα φωτιάς, καταστροφής, οργής – αλλά και δέντρο, γιατί θα φέρει καρπούς σαν το σπόρο του Χριστιανόπουλου. Υπάρχει όμως και κάτι προσωπικό μέσα: στην άμμο στ’ ακρογυάλι καθίσαμε όλοι – διάβαζα ένα σχετικά πρόσφατο κείμενο του Σαββόπουλου, και λέει ότι συνέλαβε το τραγούδι μια φορά που είχαν πάει εκδρομή μια παρέα από το ειρηνιστικό κίνημα, στρώσαν κάτι κουβέρτες στην παραλία, ανάψανε μια φωτιά (να η φωτιά-δέντρο, από μια άλλη οπτική), αγόρια-κορίτσια όπως-όπως, γύρω στο ’63 υπολογίζω, και η ατμόσφαιρα είχε αυτή τη φορτισμένη ατμόσφαιρα που έχουν αυτές οι νύχτες, γεμάτη υποσχέσεις όχι για κάτι συγκεκριμένο, αλλά για κάτι ελπιδοφόρο, για μια νιότη που θα ανθίσει και θα κρατήσει, ας πούμε. Κάπως μέσα από αυτή την ατμόσφαιρα μπορώ να καταλάβω τον χριστιανικό σχεδόν στίχο «τον αγαπούσα κι από τον ήλιο πιο πολύ, κι απ’ τους εχθρούς μας πιο πολύ». Ένας νέος που αγαπά όλο τον κόσμο, που φουσκώνει από ελπίδα, που ένα είδωλό του, ο οδηγητής, θερίζεται από το παρακράτος αλλά να, είναι νέος, ο κόσμος δεν τελειώνει και θα ανθίσει. Παρόλη τη σκοτεινιά του, το Φορτηγό είναι ένας αισιόδοξος δίσκος.
Βιετνάμ γιε-γιε
Έτσι αρχίζει η δεύτερη πλευρά του δίσκου. Η πρώτη τελείωνε με ένα πολιτικό τραγούδι, που όμως έχει μια αδιόρατη ερωτική ας πούμε πλευρά. Έτσι κι αυτό, που ξεκίνησε από κάποιους δανεικούς στίχους (του αδερφού του Φώντα Λάδη) και μιμείται το «τραγούδι διαμαρτυρίας», το φολκ περισσότερο παρά το ροκ, το γιε-γιε όπως λεγόταν τότε και για το οποίο ο Σαββόπουλος εμφανιζόταν εκείνη την εποχή αρκετά δύσπιστος (με την έννοια ότι δεν έλεγε όχι, αλλά δεν το θεωρούσε ταιριαστό για την Ελλάδα). (Παρεμπιπτόντως, δεν είναι το μοναδικό τραγούδι για το Βιετνάμ που γράφτηκε στην Ελλάδα – υπάρχουν μια ή δύο αναφορές στα Νέγρικα του Λοΐζου, που γράφτηκαν και παίζονταν ’66-67 αν και βέβαια ηχογραφήθηκαν μετά τη χούντα.) Παρατηρεί κανείς (και δεν είμαι εγώ ο πρώτος που το λέει) τη χαρακτηριστική έκκεντρη για την τότε ελληνική αριστερά στροφή στο τέλος του τραγουδιού: αν δεν ήταν οι Αμερικάνοι, ο Φο Μι Τσιν θα έκανε βόλτα με το κορίτσι του, δεν θα ασχολιόταν με το χτίσιμο μιας άλλης κοινωνίας κλπ. Είναι ακόμα αυτή η ανεμελιά του εικοσιενάχρονου που εξαφανίζεται από τον επόμενο δίσκο κι ας έχουν περάσει μόνο δύο χρόνια.
Ήλιε-ήλιε αρχηγέ
Στο ίδιο περίπου κλίμα με το Βιετνάμ. Πάνω σε ένα ποίημα του Πρεβέρ, που είχε δημοσιευτεί στα ελληνικά εκείνο τον καιρό, ξανά μπλέκεται το πολιτικό με το πιο σίξτις στοιχείο της σχόλης, της ανεμελιάς – πάμε για βόλτα, άσε το εργοστάσιο. (Ο ήλιος, γενικά, φαίνεται να έχει πρωτεύοντα συμβολικό ρόλο σε όλη τη στιχουργική της εποχής, και όχι μόνο την ελληνική). Με το τραγούδι αυτό κλείνει ο κύκλος των πολιτικών τραγουδιών του δίσκου (άλλα τόσα, περίπου, της ίδιας εποχής δεν κυκλοφόρησαν σε LP παρά το ’75: η Συγκέντρωση, η Παράγκα, οι Δεκαπέντε). Και έτσι η δεύτερη πλευρά του δίσκου έχει μπει δυνατά, με τραγούδια κάπως συλλογικού χαρακτήρα να πούμε («Ήλιε κόκκινε αρχηγέ» έλεγε λέει η πρώτη εκτέλεση, πριν τη λογοκρισία). Όποιος βιάστηκε να νιώσει αισιόδοξος θα προσγειωνόταν ξανά στα επόμενα. Μ’ αρέσει πώς ακούγεται που φωνάζει στο ρεφρέν! Πρόσεξα επίσης το γεγονός ότι, επιμένοντας να είναι ένας απόλυτα ολοκληρωμένος τροβαδούρος που αρνείται να συμπράξει με άλλο όργανο πέρα από την κιθάρα του, χρησιμοποιεί το σφύριγμα σαν φυσαρμόνικα ξερωγώ (το κάνει και σε άλλα τραγούδια) – συνειδητοποίησα ότι αυτό το κόλπο πρέπει να ήταν κάτι μάλλον πολύ σπάνιο.
Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο
Μαζί με τη Ζωζώ και τους «Παλιούς μας φίλους», τα αγαπημένα μου από το Φορτηγό. Η αρχική ιδέα ήταν ένα κόμικ του Κυριτσόπουλου (υπάρχει στην έκδοση με τις παρτιτούρες): το κορίτσι μεγαλώνει, γίνεται της παντρειάς, του παίρνουν ραπτομηχανή, παντρεύεται, η κόρη της μεγαλώνει, της παίρνουν γραφομηχανή. Αποτέλεσμα: ένα τραγούδι σπάνιας ευαισθησίας, μια ματιά ταυτόχρονα απ’ έξω μα κι από μέσα (φράση που μου ήρθε από μελλοντικό στίχο…) σε έναν κόσμο αδιάβατο (ξανά), σα να βλέπεις ένα μικροσκοπικό κομψοτέχνημα που πρόκειται να ραγίσει και να λιώσει. «Κι ούτε λέξη πια γι αυτά» – τι σπαραχτικός στίχος.
Ακούγοντάς το πάλι, σκέφτηκα ότι και αυτός ο κοφτός, λαχανιασμένος τρόπος που λέει τις συλλαβές έχει τη θέση του, σα να θέλει να αποδώσει αυτό το λαχανιαστό τρόπο που έχει η εφηβεία, το να βλέπεις να μεγαλώνεις με ένα φόβο στην καρδιά.
Τα πουλιά της δυστυχίας
Ποτέ δεν με ενθουσίαζε αυτό το τραγούδι, το έβρισκα υπερβολικό. Μαύρα πουλιά της δυστυχίας – εντάξει, καταλαβαίνω το θέμα, απ’ την αρχή τον τράβαγαν όχι οι χαρούμενοι αλλά οι προβληματικοί άνθρωποι, από τον Κοεμτζή μέχρι τους χουλιγκάνους, τον Τζίμη τον Τίγρη και όσους τρώνε βρώμικο ψωμί. Είχε πει (αργότερα) ότι του αρέσουν οι κομπλεξικοί, ότι δεν θεωρεί προσόν να είναι κάποιος ακομπλεξάριστος, ότι τον ενδιαφέρει το κενό που νιώθει ο γείτονάς σου το βράδυ, όταν κλείνει την τηλεόραση στο σκοτάδι. Και δικαίως έχει γράψει ένα σωρό μεγάλα τραγούδια για όλους αυτούς, και ωραίο είναι κι αυτό εδώ άλλωστε, με το λαχάνιασμά του όταν χτυπά με το χέρι το ηχείο της κιθάρας στο ρεφρέν. Αλλά μου φαίνονταν κάπως κραυγαλέοι οι στίχοι, κάπως υπερβολικοί – παρότι οπωσδήποτε βγάζουν ένα παραμυθένιο κλίμα, θυμίζει λίγο «Τα παιδιά που χάθηκαν».
Τώρα σκέφτηκα όμως, ότι επίτηδες προσπαθεί να κάνει αντίστιξη σε όλα τα χαρούμενα, ερωτευμένα, ελπιδοφόρα πουλιά του Νέου Κύματος, ή και του Χατζιδάκι ακόμα. Άλλωστε εκείνης της εποχής είναι και τα «Χατζιδάκιαμ’, Θοδωράκιαμ’». Όχι, λοιπόν, λέει, εγώ δεν θα σας πω για πολύχρωμα πετούμενα και φτερούγες, όσα κι αν μου χαρίσετε, για μαύρα θα σας λέω, της δυστυχίας, μέχρι να καταλάβετε ότι είναι εδώ, γύρω σας, δίπλα σας, μέσα σας.
Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη
Σα να είπε, εντάξει, αρκετά σας μαύρισα την ψυχή με τα κορίτσια και τα πουλιά της δυστυχίας. Είμαι κι εγώ νέος, πάρτε ένα ερωτικό να μη με παρεξηγήσετε. Και δείτε ότι μπορώ να γράφω και φυσιολογικά, σαν τους άλλους που ακούτε. Άραγε αυτό να σκέφτηκε; (Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς ότι διάλεξε αυτό για το δίσκο αντί για το «Μια θάλασσα μικρή» που είναι θαρρώ της ίδιας εποχής, εκτός αν του άρεσε που θα ήταν δημοφιλές – να τα λέμε αυτά). Τέλος πάντων, ωραίο τραγούδι, δε λέω – απλά θα μπορούσε να το είχε γράψει οποιοσδήποτε.
Να προσθέσω όμως και κάτι: δεν είναι ακριβώς το συνηθισμένο ερωτικό τραγούδι. Δεν υπάρχει αντικείμενο του έρωτα, αλλά όχι μόνο αυτό (στιλ «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», τέσσερα χρόνια πριν): δεν έχει σημασία. Δεν ψάχνει μια αγάπη, θα ξανααγαπήσει, κι όλο πάλι απ’ την αρχή. Δεν είναι τόσο έκκεντρο όσο η Συννεφούλα, αλλά να, αν ψάχνεις κι εδώ το έκκεντρο, αυτό είναι.
Οι παλιοί μας φίλοι
Έπρεπε ο πρώτος δίσκος να τελειώσει με ένα αριστούργημα. Εδώ δεν έχει άτεχνες κιθάρες, κοπανήματα, ουρλιαχτά. Έχει ριφάκι δυνατό, που επαναλαμβάνεται στο ακομπανιαμέντο, μετατροπίες, φωνή ασθμαίνουσα και παθιασμένη. Παρατηρήστε πώς αλλάζει η συνοδεία της κιθάρας στο τελευταίο κουπλέ – προοιωνίζει τη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» λίγο. Έχει στίχο δεμένο, ποιος δεν έχει πει στη ζωή του τη στιγμή που πρέπει να αποφασίσεις/με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις; Και ποιος δεν έχει ζήσει αυτό το συναίσθημα, αυτή την ερημιά που συγχρόνως αποφάσισες και όμως υπέστης, αυτό το κόψιμο των γιοφυριών που καίγονται – εσύ τις έκαψες, αλλά εσύ είσαι και εκεί να τους θυμίζεις τις μέρες τις παλιές. Αποχωρισμοί συναισθηματικοί, πολιτικοί, καλλιτεχνικοί: αναπόφευκτοι οι συνειρμοί με το μέλλον του ίδιου του Σαββόπουλου – το ένιωθε άραγε και κείνος; Όπως και να έχει, ο δίσκος κλείνει έτσι και μας λέει: ήρθα για να μείνω.
Είναι φανερό πως αγνοείς τα τραγούδια του Ντύλαν την εποχή που αναφέρεσαι και δεν ξέρεις πως ήταν το βασικό πρότυπο του Σ. τουλάχιστον μέχρι το μακρυ ζεϊμπέκικο του Νίκου, όπου προσπάθησε να μιμηθεί το Χαρυκέην του Ντύλαν.Αν ψάξεις τα αλμπουμ, «Μπομπ Ντύλαν», «Φρηχουίλιν», «Δε τάϊμς δέυ αρε ε τσέιντζιν¨και «ενάδερ σάιντ οφ Μπομπ Ντύλαν» πολλά στοιχεία θα βρεις που ερμηνεύουν καλύτερα την πορεία του Σ. στο φορτηγο Ενα τραγούδι από αυτό κυκλοφορούσε και στην Ιταλία (αν θυμάμαι καλά η συννεφούλα) εποχές που αρκετά ινδικά ελληνοποιήθηκαν κι ένα από τον εμφύλιο της Ισπανίας «ταυτίστηκε» με το νανούρισμα της γιαγιάς έλληνα συνθέτη -κι αν δεν απατώμαι- την εποχή που ήταν στην εταιρία πνευματικής ιδιοκτησίας
Κοίταξε εμένα μ’ αρέσει ο Ντίλαν, δεν το βλέπω οπαδικά. Τον ξέρω αρκετά καλά, προφανώς τον ξέρεις καλύτερα δεν το συζητώ. Δεν αρνήθηκε άλλωστε ποτέ ο Σ. ότι επηρεάστηκε από τον Ντίλαν, και το έχει γράψει κι ο ίδιος ότι ασυναίσθητα πήρε δυο μέτρα από το It ain’t me baby στο «Βιετνάμ γιε-γιε». Αλλά όταν πέφτω στις γνωστές κατηγορίες ότι το μακρύ ζεϊμπέκικο μιμείται το (συγγνώμη αλλά σαφώς κατώτερο) Χαρικέιν (καμία σχέση!) ή ότι η Συννεφούλα έκλεψε το θέμα της πειρατικής ταινιούλας, ενώ (έστω και μόνο χρονολογικά) συμβαίνει το αντίθετο, δεν μπορώ να συνεχίσω τη συζήτηση…
Παρεμπιπτόντως, η εν λόγω ταινιούλα, με Τέρενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ, μ’ άρεσε πάρα πολύ, την είχα δει δυο ή τρεις φορές παιδί.
«Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη» ήταν το εναρκτήριο υλάκτισμα (σικ) για βραδιές συμποσίου, παρέας, και κιθαρωδίας επί πολλά χρόνια.
Ωραία ανάρτηση, ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.
Δυο τρία δικά μου σχόλια:
1. Πολύ δυνατό δισκογραφικό ντεμπούτο!
2. Τα Πουλιά της Δυστυχίας με εντυπωσιάζουν μάλλον περισσότερο από εσένα. Όντως οι στίχοι από μόνοι τους έχουν κάτι από τον σκοτεινό ρομαντισμό που μπορεί να φανεί υπερβολικός αλλά εδώ πιστεύω τους δικαιώνει η ανατριχιαστική μουσική.
3. Θα διαφωνήσω για την σπανιότητα του να γράφει τραγουδοποιός τραγούδια με την ιστορία τρίτου προσώπου. Νομίζω είναι συνήθης πρακτική σε όλη την τραγουδοποιία που εμπνέει τον Σαββόπουλο (παραδοσιακή, φολκ ή άλλη σύγχρονή του). Η αναφορά στο Eleanor Rigby υπαινίσσεται μια πρωτοτυπία που δεν βλέπω -δεν θεωρούμε πως εφηύραν τα πάντα οι Beatles, σίγουρα όχι την τριτοπρόσωπη αφήγηση.
4. Οι Παλιοί μας Φίλοι μου έμειναν από την εξαιρετική εκτέλεση της Μαρίζας Κωχ (που λογικά έχεις ακούσει). Αν θες, άκου και την πιο πρόσφατη των Motivo 4. Σαφώς λιγότερο δυνατή, αλλά χαίρομαι που αναμετρήθηκαν μ’ αυτό και νεότεροι καλλιτέχνες.
5. Σαφώς ο Ιταλός έκλεψε την Συννεφούλα και όχι το αντίθετο. Κι εγώ χάρηκα την ταινία στα παιδικάτα μου.
Χαιρετώ τον κόσμο των μπλογκζ!
Αεροζόλ, ίσως είναι μια έμμονη ιδέα μου: ότι το αγγλόφωνο αλλά και ελληνόφωνο τραγούδι της εποχής ήταν κυρίως πρωτοπρόσωπο. Ακόμα και αν η «αφήγηση» ήταν σε τρίτο πρόσωπο, θα αφορούσε συνήθως μια εμπειρία που άνετα θα μπορούσε να συμβεί στον τραγουδιστή/τραγουδοποιό ή στον ιδεατό ακροατή που ταυτίζεται μαζί του (ή που ταυτίζεται με τους στίχους ενός τραγουδιού, γενικότερα). Το γαλλικό τραγούδι ξεφεύγει από αυτό, ήδη με την Πιαφ και πολύ περισσότερο με τον Μπρελ.
Είναι ιδέα μου, λες;
Χμ , είναι αρκετά πλατύ θέμα, όχι ακριβώς σαφές. Η ελαφρά μουσική συχνά ήταν πρωτοπρόσωπη με πιο επιφανειακό τρόπο («αχ πόσο σ’ αγαπώ» κλπ). Οι τραγουδοποιοί το πήγαν πιο αυτοβιογραφικά και προσωπικά, γι αυτό και μας μένει η έντονη αίσθηση αυτής της τάσης. Αλλά νομίζω υπήρχε ήδη ο πλούτος της παραδοσιακής μουσικής, απ’ όπου άντλησαν και οι ανά τον κόσμο «φολκ» (για να τσουβαλιάσω…) τραγουδοποιοί ανά τον κόσμο, πέραν των γαλλόφωνων. Από την εποχή της μπαλάντας ήδη, αλλά και στα δικά μας δημοτικά, οι αφηγήσεις ιστοριών των «άλλων» δεν έλλειψαν.
Ο Ντύλαν -για να πιάσω κι εγώ γνωστή επιρροή του Σαββό- εκτός από τα χαρακτηριστικά του πρωτοπρόσωπα είχε ήδη τριτοπρόσωπα που είχαν αφήσει γερό σημάδι πριν το 1966: Like a rolling stone, Ballad of a thin man.
Εκτός αν αναφέρεσαι σε συγκεκριμένη απόχρωση στιχογραφίας που δεν την κατάλαβα.
Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Ο μίστερ Τζόουνς είναι κάποιος που θα μπορούσε να ακούει Ντίλαν, ξερωγώ, που θα μπορούσε να είναι το παρελθόν κάποιου ακροατή, που θα μπορούσε να μιλήσει με τον Ντίλαν σε μια άλλη ζωή. Όταν μιλάω για γαλλόφωνο τραγούδι έχω πχ στο μυαλό μου τύπους περιθωριακούς, λούμπεν, εντελώς διαφορετικούς από τραγουδοποιό, τραγουδιστή και κοινό: τον Jef του Μπρελ ή τη Ζωζώ. Ξαναλέω, ίσως είναι μόνο μια εμμονή μου, το σκεφτόμουν εντατικά μια περίοδο που άκουγα εντατικά Μπρελ στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας την κόρη μου στο γυμνάσιο όταν έβρεχε (ήταν ένας βροχερός χειμώνας).
Νομίζω κατάλαβα: μιλάς για ήρωες με τους οποίους πολύ δύσκολα θα ταυτιζόταν καλλιτέχνης και κοινό, τουλάχιστον στην «κανονική ζωή». Ενώ κάπως το πιάνω, στην πράξη τα κριτήρια δεν είναι πάντα σαφή. Η κοσμική τύπισσα που κατρακυλά στο βούρκο και την ανωνυμία στο Like a rolling stone δεν ξέρω αν δύναται να ταυτίζεται με το κοινό του, ας πούμε.
Αν επικεντρώνεσαι σε λούμπεν φιγούρες ιταλικού νεορεαλισμού, φελινικές (Ζαμπανό και Τζελσομίνα, ας πούμε) ή καταραμένους και απόβλητους της κοινωνίας τότε μπορεί να έχεις κάποιο δίκιο. Αν και πρέπει να αφαιρέσουμε τους παράνομους, που είναι περιθώριο αλλά και λαϊκοί ήρωες, και συχνά βρίσκουμε σε τραγούδια.
Ο Ντίλαν, σ’ αυτό, είναι η εξαίρεση στο αγγλόφωνο τραγούδι ούτως ή άλλως. Και στο ελληνικό νομίζω δεν βρίσκεται εύκολα προηγούμενο (γι αυτό ανέφερα την «Οδό ονείρων»), εκτός αν δεχτούμε αυτό που λέει η Αγγέλα Παπάζογλου για τον άντρα της, ότι έβλεπε τα πρεζάκια απέναντι κλπ.
Mπράβο ρε συ, καλά έκανες και το μετάφερες. Να μείνει, αξίζει. Αναρωτιέμαι αν κατά τη μεταφορά εκμεταλλεύτηκες την απλοχωριά των μπλογκ για να πεις περισσότερα -αν και με μια πρώτη ματιά δεν βλέπω προσθήκες σε σχέση με τα τουίτ.
Όχι, ίσως πρόσθεσα μόνο κανένα λινκ. Ήδη ανέλαβα υποχρέωση που κανονικά δεν θα με έπαιρνε λόγω χρόνου, εννοώ το καθημερινό τακτικό τουί!
Αχ, το τιτίβισμα μας κλέβει μπλογκική απόλαυση. Κακούργο μπλε πτηνόν!
Αν δεν υπήρχε το τιτίβισμα, δεν θα υπήρχε αυτό το άρθρο πάντως. Πήρα την ιδέα από κάποιον Άγγλο που ξεκίνησε το ίδιο με τους Μπιτλς. Αλλά και από την ξαφνική συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι οι κάτω των σαράντα συνήθως ξέρουν τον Σαββόπουλο από τα «Τραπεζάκια έξω» και μετά! Ε, είπα να επανορθώσω αυτή την αδικία. Βέβαια τώρα σκέφτομαι ότι ο μέσος όρος ηλικίας του τουίτερ σίγουρα είναι άνω των σαράντα, οπότε τζίφος και πάλι…
> οι κάτω των σαράντα συνήθως ξέρουν τον Σαββόπουλο από τα «Τραπεζάκια έξω» και μετά!
Μάλλον οι κάτω των σαράντα είτε τον ξέρουν ως μαϊντανό και σχολιαστή, είτε δεν τον ξέρουν καθόλου.
Ε, κάπου θα ξέρουν και το «Ας κρατήσουν οι χοροί» ξερωγώ.
> Ε, κάπου θα ξέρουν και το «Ας κρατήσουν οι χοροί» ξερωγώ
Τιναφτό; τίποτα τραπ; 🙂
1. Μπράβο, Δύτη !
2. Συγνώμη, αλλά τραγούδια διαμαρτυρίας για την έλλειψη δικαιοσύνης υπάρχουν άπειρα. Είναι πολύ τραβηγμένο και βασικά δεν ισχύει, να πει κανείς ότι το Μακρύ Ζεϊμπέκικο μιμείται το Χαρικέην. Υπάρχουν και πολλές διαφορές για όσους θέλουν να ψιλολογήσουν. Ο Ντίλαν μιλάει για κάποιον αθώο που φυλακίστηκε άδικα, ο Κοεμτζής δεν ήταν αθώος με την ποινική έννοια, κάτι άλλο πήγε να πει ο Σ.
Δεν καταλάβες, δεν εννοώ σύγκριση και αντιγραφή-έτσι κι αλλιώς το καλό τραγούδι από τον δίσκο που ενέπνευσε τον Σαββόπουλο είναι το Joye, είναι ηλίου φαεινότερον- αλλά την ιδέα να υπερασπισθεί με το τραγούδι κάποιον καταδικασθέντα που έκανε ντόρο στην Αμερική. Πετυχημένες ιδέες αντέγραφε,η δική του ιδέα να πλέξει εγκώμιο του Μητσοτάκ, ήταν καταστροφική Επίσης δεν ξέρω για ταινιούλα, αλλά για τραγούδι που δεν έπιασε στην Ιταλία. Τώρα όσο για οπαδισμό…τι να πω, το να αναφέρεις επηρεασμούς του νεαρού Σ. χωρίς Ντύλαν …
Είναι αναμφισβήτητη η επιρροή του Ντίλαν αλλά όχι η μόνη. Προσωπικά βλέπω περισσότερο Μπρελ και Μπρασένς στο Φορτηγό. Όσο για το ότι μόνο αντέγραφε… ο Μπάλος ή η Μαύρη Θάλασσα ποιον αντιγράφουν; Τους Τζέθρο Ταλ; (το Thick as a brick βγήκε μόλις το ’72!)
Δεν «αντιγράφουν», αυτά είναι υπεροβολικά. Αλλά παίρνω έντονη γεύση από Φρανκ Ζάππα και άλλους ροκ ντανταϊστές (Soft Machine ίσως) στα δυο που αναφέρεις.
Οπωσδήποτε υπάρχουν επιρροές (αν και δεν ξέρω πού να τα άκουσε αυτά). Στη λούπα της Μαύρης Θάλασσας εγώ ο εμμονικός βλέπω Strawberry Fields.
(Προτρέχουμε…)
Ο Μπάλλος είναι αναμφισβήτητα η κορωνίδα του Σ.,η Μαύρη θάλασσα έχει κατά βάση κάτι θρακιώτικα(;) δημοτικά ή δεν θυμάμαι καλά ; Ενα τραγούδι που εμφανίζεται σε μια ταινία μπορεί να έχει γραφτεί χρόνια πριν, δεν ξέρω και δεν ψάχνω, σήμερα έμαθα πως υπάρχει σε ταινία. Κατανοώ όσους γνώρισαν τον Σ. πριν τον Ντ. και εντυπωσιάσθηκαν δικαιολογημένα -έτσι ήταν οι περισσότεροι φίλοι μου εκείνη την εποχή-αλλά να μην ξεχνάμε πως ο Ντύλαν πήρε το νόμπελ Λογοτεχνίας για τα τραγούδια του στον δεύτερο έως πέμπτο ελπι του, τότε που στην Ελλάδα τον ήξεραν τρεις κι ο … Σ. Νάσαι καλά .
Και ο Μπάλος περιέχει ένα ουγγρικό λαϊκό θέμα, και η Μαύρη Θάλασσα ένα θρακιώτικο, αλλά δεν λέω για αυτό, λέω για το να κάτσεις να ηχογραφήσεις δεκαπέντε λεπτά κομμάτι.
1966,Sad Eyed Lady of the Lowlands
Song by Bob Dylan, διάρκεια 11 και κάτι λεπτά (μια πλευρά του ελ-πι Blond on Blond), όποια πέτρα κι αν σηκώσεις …
Κάτι για τα ακούσματα, που ίσως φανεί χρήσιμο και στην πορεία. Οι Έλληνες μουσικοί δεν είχαν πολλά μέσα αλλά δεν ήταν αποκλεισμένοι από τα διεθνή δρώμενα όσο νομίζουμε. Μένοντας στον ήχο Σαββόπουλου -τον μετέπειτα, τον ροκ- είναι δεδομένο πως γνώριζαν τα τζαζ ροκ με πνευστά, τύπου Blood Sweat & Tears, Ides of March κλπ. Ο Ντάλλας είχε άκρες στο Λονδίνου, μέσω αυτού άκουσε ο Τσιλογιάννης (κατά δήλωσή του) και οι άλλοι, Zappa, McLaughlin κ.α. [Ειδικά το Ζαπικό Hot Rats έπαιξε ρόλο σ’ αυτό τον ήχο.]
Δεν μειώνει το ταλέντο του Σαββόπουλου και της μπάντας το γεγονός πως είχαν εκτεθεί σε παρόμοιες ενορχηστρώσεις και πειραματισμούς, δεν τους γέννησαν εκ του μηδενός. Ήδη με εντυπωσιάζει το πόσο στην αιχμή ήσαν, το ότι δεν έμειναν σε πιο στρωτές ροκ δομές.
Ναι μεν, aerosol, αλλά το πόπολο δεν είχε επαφή με την ξένη μουσική παρά μόνο σε ό,τι άρεσε στον Μαστοράκη και την γραμμή της εταιρίας του, έτσι «δεν υπήρχαν» εντελώς ή φυτοζωούσαν Μπητςμπόϋς που πούλαγαν όσο οι Μπητλς, Ντύλαν, Τζέφερσον και σχεδόν όλο το Γουντσοκ λίγο αργότερα. Το ότι εκείνη την εποχή η αναλογία Μπητλικών- Ρολλινγκστοουνικών ήταν 95-5 ήταν κατόρθωμα της πλύσης εγκεφάλου της Μιούζικ μποξ, το μέλλον (Χατζηδάκις στο τρίτο ) έδειξε πως ποντάρανε στο κουτσό χορς, πέρα από συναισθημαικά δεσίματα με τραγούδια της νιότης που στην ουσία ταυτιζότουσαν με αντίστοιχους νεανικούς έρωτες ή καψούρες. Επειδή εκείνα τα χρόνια ασχολιόμουνα με τουρίστριες,η αναλογία εκει μεταξύ Μπ. και Ρ.Σ. ήταν μάλλον με τους Ρ.Σ. και μετά το 70 συντριπτικά με Ρ.Σ.
Όλα θα τα πούμε στα επόμενα ποστ. Σε έντεκα μέρες το Περιβόλι του Τρελού.
Τζι, εντάξει, αυτή η μανία σου να επιμένεις ότι η επιτυχία των Μπητλς ήταν δημιούργημα της πλύσης εγκεφάλου των εταιρειών… με ξεπερνά κάπως. Αν θες να τους συγκρίνεις ντε και καλά με τους (υπέροχους) Στόουνς, πάρε το Abbey Road και βάλτο στο Polythene Pam: δες πώς απλά και αβίαστα δείχνουν ότι μπορούσαν να είναι και Στόουνς αν ήθελαν… και μετά, με ένα look out! και ένα γύρισμα για να αρχίσει το She came in through the bathroom window, ότι όμως είναι κάτι άλλο… γιατί μπορούν.
Οι Στόουνς προσπάθησαν κι αυτοί να δείξουν ότι μπορούσαν να είναι και Μπητλς αν το ήθελαν. Δεν νομίζω ότι κανένας θεωρεί τεράστια επιτυχία το Satanic Majesties Request, όμως.
Σε ένα άσχετο θέμα, έκανα το λάθος να ξαναδώ την παλιά σου ανάρτηση για τον ΔΣ, δώδεκα χρόνια πριν. Και μ’ έπιασε η ίδια θλίψη που με πιάνει όποτε βλέπω δείγματα, πώς να το πω, νεανικού μου διαδικτυακού λόγου (νέοι δεν ήμασταν ούτε τότε, αλλά ήμασταν νέοι στη χαλαρή, κάπως αυτοσχέδια, αλλά συμπυκνωμένη γραφή, που δεν ήταν ούτε προφορικός λόγος, ούτε δοκιμιακός). Νιώθω ότι στη διαδικτυακή νεότητα γράφαμε πιο ουσιαστικά και πιο συγκροτημένα. Βαρύγδουπα καμιά φορά και με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας ίσως, αλλά κανονικά. Και συνειδητοποιώ πόσο μας αλλάζει, με την αρνητική έννοια, το ξεφύλλισμα του σύγχρονου διαδικτυακού περιεχομένου και η βιασύνη κι η χαριτωμενιά του τουιτερικού λόγου.
Έχουμε γίνει πιο βιαστικοί.
Εμένα μερικές φορές μου φαίνονται φλύαρα αυτά που έγραφα τότε.
Αγαπητέ Δύτα , όχι «η επιτυχία των Μπητλς ήταν δημιούργημα της πλύσης εγκεφάλου των εταιρειών» αλλά το μέγεθος της επιτυχίας στην Ελλάδα !! Κι όπως ίσως έχεις αντιληφθει ο,τιδήποτε υπερεκτιμημένο με ενοχλεί. Επίσης όταν λέω Μπήτλς εξαιρώ τον Τζορτζ Χάρισσον που ήταν στριμωγμένος μέσα στο σχήμα από τα πολλά του … Πολ. Επειδή έχω ζήσει αυτή την εποχή, τότε τα συγκροτήματα έπρεπε να είχαν τραγουδιστή, οι Ανιμαλς τον λευκό με φωνή νέγρου Ερικ Μπάρτον , οι Ρ.Σ τον απίστευτο Μικ Τζάγκερ και οι Μπήτλς…το μακρύ μαλλί που τους καθιέρωσε ! (είχα αφήσει και εγω μακρύ μαλλι μέχρι που κάποιος που έβλεπε την πλάτη μου μου φώναξε » Ε, δεσποινίς» και πήγα και τόκοψα)
Εχουν γράψει το υπέροχο Χέη Τζουντ και στα πρώιμα το πολύ καλό Ιν μάι λάιφ αλλά κοι οι Φορ Τοπς έχουν πει το Α΄λ μπη δερ, δεν φτάνει όμως.
Το πως δεν είχαν τίποτε άλλο να παρουσιάσουν φάνηκε νωρίς όταν ό Τζορτζ ψαχνόταν στην Ινδία και οι άλλοι χρειαζότουσαν συμφωνική ορχήστρα για να τους «εκφράσει» πριν διαλυθούν για να βρει ο Τζορτζ τον δρόμο του κι ο Τζον το μονοπάτι του. Οι Ρ,Σ και οι Μπητσμπόυς γράφανε και στα 50 τους, το Σαίιντ οφ μι ή το Πόκομόουκ δεν ήταν τυχαία τραγούδια.
Τεσπα, καθένας υπερασπίζεται αυτά που αγαπά (και καλά κάνει )
Όπως το λες στο τέλος 🙂 Καλά κούλουμα!
Günaydın sevgili arkadaşım,
Πρόσφατα τον άκουσα στο Δεύτερο, όπου τα είπε όλα, ακόμη και συγγνώμη:
https://www.ertecho.gr/radio/deftero/show/i-katallili-ora-deyter0/article/309284/o-dionysis-savvopoulos-se-mia-eksomologitiki-synenteyksi-sto-deytero-programma-11-02-2023-14-00/
Ωραία εκπομπή.
Ο Αριστοφάνης ήταν όλες οι δραχμές. Γελούσε η μικρή αδερφή μου με τα βρομόλογα.
Όταν έβγαλε τα τραπεζάκια, είχαμε αλλάξει στέκια. Οπότε είμαστε της πρωτοσαββοπουλικής εποχής. Θυμάμαι τις αντιδράσεις στην Ρεζέρβα από τους νοσταλγικούς (σιγά την νοσταλγία, να ΄ούμ΄ για δέκα χρόνια δουλειά!).
[Tu n’as pas oublié quelque chose ? pas grave, on a changé le programme και κάηκε το πελεκούδι! κλικ στο λίνκι]
Την ίδια εκπομπή άκουσα κι εγώ, και εκεί μου έκανε εντύπωση που έπαιζε μόνο τραγούδια των τελευταίων δεκαετιών. Κάπως έτσι το αποφάσισα να διαφωτίσω τον κόσμο με τις σοφίες μου!
(Όντως σε ξέχασα, γιατί μας έπεσαν πολλά και συνεχίζουν…)
Κάπως έτσι :
ε, αυτό πήγαινε πιο πάνω, τελοσπάντων, καλά κούλουμα !
Κάπως έτσι όντως – καλά κούλουμα!
Ήρθαμε και από εδώ. Είπαμε, πολύ ωραίες αναλύσεις.
Ευχαριστώ!