Ένας συγγραφέας που αξίζει να ανακαλύψετε, αν δεν τον ξέρετε. Όταν τον πρωτοδιάβασα, μου θύμισε τον Τόμας Μπέρνχαρντ. Τώρα, νομίζω, ο Ζέμπαλντ μου αρέσει περισσότερο -νομίζω μάλιστα ότι είναι ένας από τους δυο-τρεις καλύτερους τεχνίτες των τελευταίων χρόνων. Αυτοί οι Γερμανοί δεν παύουν να με εκπλήσσουν· τι ειρωνεία, τα γερμανικά μου είναι σε νηπιακό επίπεδο, αλλά η γερμανόφωνη λογοτεχνία παραμένει η αγαπημένη μου, μαζί με την (παλιότερη κυρίως) αγγλική: Ρίλκε, Μαν, Μούζιλ, Μπροχ, Κανέττι, Μπέρνχαρντ, και τώρα ο Ζέμπαλντ. Αν πρέπει να διαβάσετε ένα μόνο, συνιστώ το Άουστερλιτς· αριστουργηματική περιήγηση στην ευρωπαϊκή ιστορία, αρχιτεκτονική και ό,τι άλλο θέλετε. Τέλος πάντων, δείτε μερικά αποσπάσματα από το τελευταίο που διάβασα:
…για να επιστρέψει λίγο αργότερα σερβίροντάς μου ένα ψάρι που ήταν το δίχως άλλο χρόνια ολόκληρα καταχωνιασμένο στην κατάψυξη, ενώ στην προσπάθειά μου να τρυπήσω τη μισοκαμένη πανέ κρούστα του, τα κατάφερα μάλιστα να στραβώσω τις μύτες του πιρουνιού μου. Πράγματι, χρειάστηκε να καταβάλω τόσον κόπο για να διεισδύσω στο εσωτερικό αυτού του σκευάσματος που, όπως σύντομα θα ανακάλυπτα, δεν αποτελούνταν παρά μόνο από το σκληρό του περίβλημα, ώστε μετά το τέλος της εγχείρησης το πιάτο μου να παρουσιάζει τραγική εικόνα. Η σως ταρτάρ, που χρειάστηκε να τη ζουλήξω για να ξεχυθεί από το πλαστικό σακουλάκι, είχε αναμειχθεί με τα καψαλισμένα θρύμματα της γαλέτας σε μια γκρίζα μάζα, ενώ ο ίδιο το ψάρι, ή ό,τι ήταν αυτό που το παρίστανε, πρόβαλλε διαμελισμένο κάτω από τα ανοιχτοπράσινα αγγλικά μπιζέλια και ό,τι άλλο είχε απομείνει από τις τηγανητές πατάτες που γυάλιζαν από το λίπος.
…όταν ξάφνου μου φάνηκε πως είδα μια ωχρόλευκη μάζα να σαλεύει στην ακρογιαλιά. Κυριευμένος από ξαφνικό πανικό, κάθισα ανακούρκουδα και κοίταξα πάνω από το χείλος του γκρεμού. Ξαπλωμένο εκεί κάτω, στη ρίζα του βράχου, ήταν ένα ζευγάρι, ένας άνδρας, σκέφτηκα, πεσμένος πάνω από το κορμί ενός άλλου πλάσματος που μόνο τα πόδια του ξεχώριζαν, λυγισμένα και ανοιγμένα διάπλατα. Μέσα στο ξαφνικό σάστισμα που ένιωσα στη θέα αυτής της εικόνας, μου φάνηκε πως τα πόδια του άνδρα τινάχτηκαν με έναν σπασμό, όπως συμβαίνει όταν κάποιος πεθαίνει στην αγχόνη. Εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος ήταν τώρα ακίνητος, όπως γαλήνια και ασάλευτη ήταν και η γυναίκα. Σαν ένα γιγάντιο μαλάκιο ξεβρασμένο στην ακτή κειτόταν εκεί κάτω σμίγοντας σε ένα δύσμορφο σώμα, ένα πολυπλόκαμο δικέφαλο θαλάσσιο τέρας παρασυρμένο από τα κύματα, το τελευταίο δείγμα ενός τρομερού είδους που ξεφυσώντας τον αέρα από τα ρουθούνια του βουλιάζει όλο και πιο βαθιά στο χαμό του.
Η ανθρακοποίηση κάθε αναπτυγμένου φυτικού είδους, η ακατάπαυστη καύση κάθε καύσιμης ύλης αποτελεί κατά βάθος την κινητήρια δύναμη για την εξάπλωσή μας πάνω στη Γη (…) Η κατασκευή ενός αγκιστριού, ενός πορσελάνινου σκεύους και η παραγωγή ενός τηλεοπτικού προγράμματος έχουν σε τελευταία ανάλυση ως κοινό παρονομαστή τη δια του πυρός μετουσίωση. Όπως το σώμα και οι πόθοι μας, έτσι και οι μηχανές που έχει εφεύρει ο ανθρώπινος νους διαθέτουν εξίσου μια βραδυφλεγή καρδιά. Από τις απαρχές του κόσμου, ο τεχνολογικός πολιτισμός δεν ήταν παρά μια σπίθα που δυνάμωνε ώρα με την ώρα, δίχως κανείς να γνωρίζει μέχρι τίνος σημείου θα πυρακτωθεί και πότε θα αργοκυλήσει ξανά στο σκοτάδι.
(W. G. Sebald, Οι δακτύλιοι του Κρόνου: Μακρά οδοιπορία στην Αγγλία, μετάφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, Αθήνα 2009).
Και δική μου αγαπημένη η γερμανική λογοτεχνία, Δύτη. Και τα δικά μου γερμανικά νηπιακά.
Τον Ζέλμπαντ δεν τον ήξερα, αλλά πρόθυμα θα βουτήξω στα νερά του και θα τα πούμε τότε.
Εγώ είχα διαβάσει μόνο τους «Ξεριζωμένους» (απ’ την Άγρα και, νομίζω, τον ίδιο μεταφραστή με αυτόν των «δακτυλίων του χρόνου»), το οποίο, θυμάμαι, για κάποιον ανεξήγητο (;) λόγο, με είχε δυσαρεστήσει.
Όμως, επειδή ξέρω ότι το έχω εδώ, το απόγευμα-βράδυ θα το ξαναπιάσω και θα προσπαθήσω να το δω υπό το νέο, χλωμό, φως του Δύτη των νιπτήρων (ή, απλώς: του Δύτη -αλλά και οι νιπτήρες, θεωρώ ότι, χρειάζονται εν προκειμένω, για να δικαιολογήσουν το χλωμό πλην απαραίτητο εκείνο φως…)
Σπουδαίος συγγραφέας, προσπαθώ να πείσω φοιτητή μου να γράψει διδακτορικό για αυτόν και τον Benjamin.:-)
… των»δακτυλίων του Κρόνου», βεβαίως…
Οι «Ξεριζωμένοι», για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να προσδιορίσω, είναι το βιβλίο του Ζ. που μ’ άρεσε λιγότερο απ’ όλα. Μόνο το τελευταίο μέρος με ανέβασε κάπως στα ύψη του Αουστερλιτς.
Ζέμπαλντ και Μπένγιαμιν, βεβαίως: ιδίως η «Παιδική ηλικία στο Βερολίνο» του Μπ. συγγενεύει, μου φαίνεται. Στυλιστικά πάντως εμένα ο Ζέμπαλντ μου θυμίζει πάρα πολύ τον Μπέρνχαρντ. Α ναι, το έγραψα αυτό!
Και οι τέσσερες νουβέλες των «Ξεριζωμένων» είναι θλιβερές, κλειστοφοβικές, καταδικαστικές μέσα στις έξοχα περιγραμμένες λεπτομέρειές τους. Στην τρίτη, όμως, από αυτές («Αμπρόζ Άντελβαρτ»), πρέπει να παραδεχθείς ότι υπάρχουν θαυμάσιες αναμνήσεις μιας παρακμιακής οθωμανικής Κωνσταντινούπολης (σσ. 149-157), μεταξύ των οποίων μια πραγματικά αξιομνημόνευτη φράση: «…, όπως και ο ίδιος ο θάνατος, έτσι και τα κοιμητήρια της Κωνσταντινούπολης βρίσκονται στο κέντρο της ζωής» (σελ. 151).
Και, βέβαια, το αριστουργηματικό τέλος της νουβέλας: «Είναι φορές, …, που μου φαίνεται πως οι αναμνήσεις είναι εντελώς ανώφελες. Βαραίνουν το κεφάλι φέρνοντας ίλιγγο, σαν να μην ατενίζαμε το παρελθόν μέσα από την αλληλουχία του χρόνου, αλλά σαν να στέκαμε σ’ έναν πύργο που χάνεται μέσ’ στα σύννεφα, κοιτώντας από μεγάλο ύψος κάτω τη γη.» (σελ. 168)
-όχι άσχετο, οπωσδήποτε, με το μότο της πρώτης (: «Κι αυτό που απομένει το καταστρέφει η μνήμη») ή της δεύτερης (: «Υπάρχουν νέφη αδιαπέραστα από το μάτι»)…
Ένα καταδικαστέο βιβλίο.
Καταδικαστέο;
ω τι συμπτωσις! ετοιμαζόμουν να πετάξω την εφημεριδα -εκεινη που εγραφε για τα γκρικλις,ναι- και πεφτετι το μάτι μου στο ονομα της μεταφράστριας Ιωάννας Μειτάνη, του Ζεμπαλντ και του Αουστερλιτς (!)
τον Μπερνχαρντ για χρόνια που τον συνήστουν γαλλοι φίλοι αλλα εβρισκα τη γραφή του πολύ πυκνή για να τον διαβάσω στα γαλλικά. θα τον ψαξω οπωσδήποτε στα ελληνικά
(το ψάρι μού θυμίζει κάτι γνωστά μου χρυσόψαρα…) 🙂
tondouble, και είναι πολύ καλή μετάφραση!
Θεώρημα, μάλλον όχι πολύ ελκυστικά τα γνωστά σου χρυσόψαρα, υποθέτω.
Πάντως και τα τρία αποσπάσματα είναι βγαλμένα από τη ζωή (της Αγγλίας).
Ευχαριστώ για το τραταμέντο: θα πάω να πάρω και το Αούστερλιτς και τους Δακτύλιους.
Συνιστώ επίσης: «Η φυσική ιστορία της καταστροφής», σειρά διαλέξεων για την γερμανική λογοτεχνία των δεκαετιών του ’40 και του ’50, τόσο καλό που διαβάζεται και χωρίς να έχεις ιδέα για τους περί ων ο λόγος συγγραφείς (εγώ δεν είχα, ας πούμε), και «Εκ του φυσικού», κάτι σαν τρίπτυχο έμμετρων νουβελών.
Αγαπητέ Δύτη,
με συγκινεί η πίστη, με την οποία υπερασπίζεσαι το ενδεχόμενο της απονομής ενός Νόμπελ στον Ζέμπαλντ -εάν, βεβαίως, δεν τον προλάβαινε το μοιραίο αυτοκινητιστικό. Διαβάζω, επί παραδείγματι, το σχόλιό σου στον ιστότοπο του Νίκου Σαραντάκου, της 25ης Φεβρουαρίου (για «το μεσαίο δάχτυλο» κάποιας κυρίας): «Θα έπρεπε να το είχα πει στην αρχή, … στα νόμπελ της Γερμανίας, επειδή εγώ είμαι κολλημένος, θα πρόσθετα και τον F. G. Sebald, ως σίγουρα άξιο να πάρει ένα ακόμα. Ο καημένος πέθανε σε τρακάρισμα πριν την ώρα του, όμως.»
Πάντως, επίτρεψέ μου να σχολιάσω, με τη σειρά μου, ότι η σχέση αυτοκινητιστικού – Νόμπελ δεν είναι επ’ ουδενί καθοριστική ούτε καταδικαστική, δεδομένου του ότι ο Καμύ, ο οποίος πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια έπεσε επίσης θύμα αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, πρόλαβε να το πάρει.
Τώρα το βλέπω, με καθυστέρηση μηνών, και, σχεδόν, νοιώθω ντροπή γι΄αυτό: το σωστό είναι W. G. (Winfried Georg) Sebald !
Ε καλά, δεν είπα και να το δίνουμε μετά θάνατον σε όποιον τρακάρει! 🙂
Μιλάγαμε τον Μάρτιο για βραβεία, και ξέρουμε όλοι πόσο εφήμερα και σχετικά και υποκειμενικά και…κλπ. κλπ. είναι όλα αυτά (τι έλεγε ο Κορτάσαρ στα «Βραβεία»;), όμως αξίζει να πούμε εδώ ότι την προσεχή πέμπτη, 30 Σεπτεμβρίου, στο Ινστιτούτο Γκαίτε, απονέμονται τα Βραβεία Λογοτεχνικής Μετάφρασης 2010. Ενα από τα τρία υποψήφια, λοιπόν, της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, είναι το «Αίσθημα Ιλίγγου», του Ζέμπαλντ («Vertigo», είναι ο πρωτότυπος τίτλος του) από την Ιωάννα Μειτάνη. Το βιβλίο είναι, απλά, καταπληκτικό. (Κάπου γράφει, περίπου, «καημένοι ταξιδιώτες, -μηδέ εμού εξαιρουμένου, πάντοτε κάπου αλλού».
Τι άλλο μπορούμε να πούμε; Καλή Επιτυχία, ίσως!
(…αν και, το επαναλαμβάνω, τα σπουδαία βιβλία δεν τα κάνουν τα βραβεία, αλλά οι στιγμές του κενού μας που γέμισαν.)
Υ.Γ.: Θα είμουν άδικος αν το ξεχνούσα: για τα ίδια βραβεία, αλλά από την αγγλόφωνη λογοτεχνία, υποψήφιος και ο Κυριαζής, για τον τελευταίο Πύντσον του.
Και μόνο η έννοια της υποψηφιότητας γι΄αυτά τα βραβεία με κάνει να ζηλεύω.
Μιλώντας πάντα για τα Βραβεία Λογοτεχνικής Μετάφρασης του ΕΚΕΜΕΛ, η Ιωάννα Μεϊτάνη ήταν υποψήφια και το 2007, για τη μετάφραση του Αούστερλιτς, την ίδια χρονιά που ήταν υποψήφιος και ο Γιάννης Καλιφατίδης για τους Ξεριζωμένους, ο οποίος κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης για το ίδιο βιβλίο. 🙂
Το είδα κι εγώ.
Τα «Βραβεία» του Κορτάσαρ, μόνο βραβεία δεν ήταν, ή ήταν μόνο για ορισμένους.
και σε μένα αρέσει ο Sebald περισσότερο, αλλά υπάρχει και μια χρονική διαφορά ανάμεσά τους, μια εξέλιξη στη σπειροειδή σκέψη- γραφή, δεν μπορεί, έχει συμβεί…
είδες που ξαναγυρίζουν οι χαμένοι;
Ίσως ενδιαφέρει κι αυτό .
Και βέβαια ενδιαφέρει! Τώρα πρόλαβα να δω μόνο το τρέιλερ:
Μια σύντομη παρουσίαση από τη Γκάρντιαν: http://www.theguardian.com/film/2012/jan/29/patience-after-sebald-review
Μικρο σχετικο αποσπασμα απο κειμενο μου του 2011
«VΙ. Η γερμανική λογοτεχνία της απώθησης και της σιωπής (Η απάθεια και η αυτοαναισθητοποίηση υποδεικνύει προηγμένο μηχανισμό απώθησης του μεταπολεμικού γερμανικού τραύματος)
“…. η κατάθλιψη αλλάζει τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, άρα και τον τρόπο αυτοέκφρασης. Κινούμενος από το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως και προσπαθώντας να βρει λύση, ο άνθρωπος εμβαθύνει τα υπαρξιακά ζητήματα. Δημιουργεί έργα τέχνης επιθυμώντας να εκφραστεί και να ξεπεράσει την πραγματικότητα, με την οποία δεν μπορεί να εξοικειωθεί και συμβιβαστεί, να στείλει ένα μήνυμα στους συνανθρώπους του, να στρέψει την προσοχή τους στα επίκαιρα προβλήματα που μπορούν να λυθούν μόνο με κοινή προσπάθεια και συνεννόηση. Αυτή είναι η βάση του υπαρξισμού στην… τέχνη.”
Για τους Γερμανούς (και τους Aυστριακούς), τα πράγματα έμοιαζαν ακόμα χειρότερα. Τα φαντάσματα του ναζισμού κατατρύχουν έως σήμερα νεώτερους συγγραφείς όπως τον Mάρτιν Bάλζερ, τον Γκίντερ Γκρας (το «Tενεκεδένιο ταμπούρλο» είναι ένα ρέκβιεμ για τη Γερμανία του 1945), τους Aυστριακούς Tόμας Mπέρνχαρντ και Eλφρίντε Γέλινεκ. Ήδη από εκείνα τα ταραγμένα χρόνια, ο μετέπειτα νομπελίστας Xάινριχ Mπελ, βετεράνος του πολέμου…, μίλησε τόσο για τη φρίκη του μετώπου όσο και για την καθολική κρίση της Γερμανίας. Kαυστικός, ηθικολόγος αλλά και λυρικός, δεν εγκατέλειψε ποτέ το βαθιά ουμανιστικό του όραμα που συσχετιζόταν άμεσα με τα χριστιανικά του ιδεώδη – μολονότι η θρησκευτική του πίστη, …, ήταν θεμελιωμένη στην κινούμενη άμμο της αμφιβολίας.”
“…Η μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία σπαράσσει τις σάρκες της καθώς αναμετριέται με το ζοφερό ναζιστικό παρελθόν. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ, καίτοι Αυστριακός, …. συμμερίζεται τον σπαραγμό αυτής της μικρής ομάδας των γερμανών ομοτέχνων του και τη μαχητική τους στάση, στρέφει …την πλάτη στην παράδοση της αυστριακής μυθιστοριογραφίας με τα «διαφωτιστικά» ιδεώδη και τη «μεγαλοαστική» αβρότητά της και τροφοδοτεί τις αποθήκες της ανεξάντλητης και ριζοσπαστικής του επιθετικότητας από μια άλλη πηγή: το θέατρο και τη σάτιρα….”
“Μια από τις πλέον αποσιωπημένες και σκοτεινές πτυχές της ιστορίας – τις καταστροφές που υπέστησαν οι ίδιοι οι Γερμανοί- εξετάζει στα δοκίμια του ο W. G. Sebαld με τίτλο η φυσική ιστορία της καταστροφής (“Αεροπορικοί βομβαρδισμοί και λογοτεχνία (Luftkrieg und Literatur)”), όπου με «ασύγκριτη τόλμη και πνευματική ενάργεια ο σπουδαίος Γερμανός συγγραφεας απασχολείται με την ατομική και συλλογική μνήμη (η μάλλον την απώθηση της) , το τραύμα του β’ παγκοσμίου πολέμου και τις επιπτώσεις τους στο γερμανικό λαό. “Η ασύγκριτη εθνική ταπείνωση ….ουδέποτε διατυπώθηκε με λόγια.”
“…η ένδοξη πολεμική και μεταπολεμική εποποιια της Γερμανίας…. παραμένει ανιστόρητη, συνδέεται με αυτή μας την ανικανότητα …να αντιμετωπίσουμε το βάρος της απόλυτης ενδεχομενικοτητας (η συνειδητοποίηση και αποδοχή της πιθανότητας πραγματοποίησης ή μη ενός κοινωνικού συμβάντος εκ πρώτης όψεως ακατόρθωτου) γεννημένης από την βαθιά εμμονή μας για ευταξία.”
Το βασικό ερώτημα του είναι: γιατί κράτησαν οι Γερμανοί σαν εφτασφράγιστο μυστικό τις τρομακτικές καταστροφές τους από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων το 1943-1945; Γιατί τόσο επίμονα αποσιώπησαν ότι η μεταπολεμική Γερμανία θεμελιώθηκε πάνω στα καταπλακωμένα πτώματα των βομβαρδισμών; Ποια βαθύτερη ανάγκη τούς έκανε να θάψουν για πολλές δεκαετίες στη σιωπή της Ιστορίας και της λογοτεχνίας, το γεγονός ότι σ΄ αυτούς τους βομβαρδισμούς, στους οποίους οι Βρετανοί έριξαν ένα εκατομμύριο τόνους βόμβες πάνω από την εχθρική επικράτεια, καταστράφηκαν τριάμισι εκατομμύρια κατοικίες, και ότι 131 πόλεις – ανάμεσά τους το Αμβούργο, η Κολωνία, η Νυρεμβέργη, η Δρέσδη- μετατράπηκαν σε σωρούς ερειπίων;
Οι κάτοικοι αυτών των πόλεων, σύμφωνα με τις λιγοστές μαρτυρίες της εποχής, έδειχναν απόλυτη απάθεια κυκλοφορώντας στα ερείπια, έχοντας περιέλθει σε κατάσταση τροφοσυλλέκτη και τρωγλοδύτη. Άλλοι τριγύριζαν πρόσφυγες από τη μια στην άλλη πόλη της Γερμανίας. Οι πρόσφυγες μόνο από το Αμβούργο ήταν 1.250.000 και οι συνθήκες αυτές για πολλούς κράτησαν τρία χρόνια. «Η βουβή ατμόσφαιρα», γράφει ο Ζέμπαλντ, «η εσωστρέφεια, η αποφυγή του βλέμματος των ανθρώπων που ζούσαν στα χαλάσματα, συγκλόνιζε τους επισκέπτες. «(…)Οι Γερμανοί, αυτοί που είχαν βαλθεί να αποκαθάρουν και να εξυγιάνουν ολόκληρη την Ευρώπη, αναγκάζονταν τώρα να συνειδητοποιήσουν ότι οι ίδιοι ήταν στην πραγματικότητα έθνος ποντικών».
Η σιωπή των συγγραφέων : Φυσικά, αυτή η απάθεια και η αυτοαναισθητοποίηση δείχνει έναν προηγμένο μηχανισμό απώθησης. Το ίδιο –άλλωστε- αποδεικνύει και η σιωπή των συγγραφέων. Ο Ζέμπαλντ μελέτησε τη συγγραφική παραγωγή Γερμανών λογοτεχνών και ιστορικών των πρώτων χρόνων μετά τον πόλεμο, και κατέληξε ότι η εντυπωσιακή ανεπάρκεια των αφηγήσεων δείχνει την αναγωγή του φαινομένου σε ταμπού. Οι ελάχιστοι που έγραψαν, όπως ο Κάσακ, ο Χανς Έριχ Νόσακ και ο διάσημος νομικός, συγγραφέας και σκηνοθέτης Αλεξάντερ Κλούγκε, αποτελούσαν εξαίρεση. Το μυθιστόρημα «Ο άγγελος σιωπούσε» που έγραψε ο νεαρός τότε Χάινριχ Μπελ, ακατάλληλο για το αναγνωστικό κοινό της εποχής, δημοσιεύθηκε μόλις το 1992.
Όμως, και σ΄ αυτά τα λιγοστά βιβλία, παρατηρεί ο Ζέμπαλντ, οι συγγραφείς μοιάζουν να καταφεύγουν σε τυποποιημένες εξπρεσιονιστικές εικόνες τύπου Φριτς Λανγκ, σε ανατολικά φιλοσοφήματα και θεωρίες μετενσάρκωσης, σε συμβολισμούς και αλληγορίες, χρήζοντας τον εαυτό τους θεματοφύλακα των αληθινών αξιών και προβάλλοντας μια πνευματική ελίτ «εσωτερικών εξορίστων», κρατώντας δηλαδή μια στάση που δεν βρίσκεται μακριά από τη φασιστική σκέψη. Διαβάζοντας τα κείμενα αυτά, παρατηρεί ο Ζέμπαλντ, έχει κανείς την εντύπωση ότι οι Γερμανοί δέχτηκαν τις θεόρατες φλόγες που τύλιξαν τις πόλεις τους, σαν δίκαιη τιμωρία για ένα κράτος, που είχε δολοφονήσει ή είχε εκμεταλλευτεί μέχρι θανάτου, εκατομμύρια ανθρώπων. … στη στάση αυτή αναγνωρίζουμε το μυθολογικό σχήμα θάνατος- ανάσταση, που επιτρέπει στους γράφοντες τη λυτρωτική σκέψη ότι η Γερμανία θα αναγεννηθεί μέσα από τα ερείπια- πράγμα που άλλωστε συνέβη.
“Το έργο τους…χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή η εσφαλμένη συνείδηση των γεγονότων … σε μια ηθικά πέρα ως πέρα στιγματισμένη κοινωνία.” “Ο ολοκληρωτικός όλεθρος δεν παρουσιάζεται ,…, ως η φρικτή κατάληξη μιας συλλογικής διαστροφής, αλλά μάλλον ως το πρώτο σκαλοπάτι προς την λαμπρή ανοικοδόμηση.”
Και ασφαλώς, …πως να κατηγορήσει τους Βρετανούς για την καταστροφική στρατηγική τους, αφού ο Χίτλερ ήταν εκείνος που … έθεσε πρώτος σε εφαρμογή τους σφοδρούς βομβαρδισμούς εναντίον αμάχων στην Γκερνίκα, τη Βαρσοβία, το Βελιγράδι και το Στάλινγκραντ (Αύγουστος 1942 βομβαρδισμός με 1.200 γερμανικά αεροπλάνα). Κατά τον Ζέμπαλντ, η ανάνηψη στη γερμανική λογοτεχνία ήρθε με μια στροφή προς την τεκμηρίωση και τη λογοτεχνία του ντοκουμέντου….»
Κοινωνική αμνησία: η περίπτωση της Αυστρίας «Τόμας Μπέρνχαρντ, Αφανισμός: Η σιωπή του λαού μας γι’ αυτά τα … μυριάδες εγκλήματα είναι το μεγαλύτερο από όλα αυτά τα εγκλήματα, έλεγα στις αδελφές μου. Η σιωπή αυτού του λαού είναι το πιο ανησυχητικό, έλεγα. Η σιωπή αυτού του λαού είναι το πιο φοβερό, η σιωπή αυτή είναι ακόμα πιο φοβερή από το ίδιο το έγκλημα.»”
VΙΙ. Η ψυχιατρική παρέχει τα ερμηνευτικά εργαλεία για τον γερμανικό μεσοπόλεμο;
Τέλος, προσπαθώντας να απαντήσει στο πάντα φλέγον ερώτημα «πώς συνέβησαν όλα αυτά;», ο Ζεμπάλντ διερευνά και εντοπίζει όλους εκείνους τους παράγοντες που συνέτειναν στην εξαχρείωση των Γερμανών: την εσωστρέφεια και τον περιορισμό των συναισθημάτων εντός της οικογένειας, τις ανδρικές αδελφότητες με τυφλή αφοσίωση σε έναν αρχηγό, τις ομάδες ελίτ από κατώτερα στρώματα, όπως τα SS, που αντικατέστησαν την ελίτ της κληρονομικής αριστοκρατίας. Ανάγει το παραληρηματικό όραμα της καταστροφής και τις πρακτικές των ομαδικών εξοντώσεων και των βασανιστηρίων, σε αποτέλεσμα της επιθυμίας για ολοκληρωτική κυριαρχία στον άλλον, για εξουσία πάνω στο πνεύμα και τη σάρκα του και σε όργιο αχαλίνωτης αυτοεκτόνωσης.
Αίτια : Ανωριμότητα, νευρώσεις, μεγαλομανία, παρεμποδίζονταν να κατακτήσουν όλα αυτά που δικαιούνταν βαθιά εμμονή για ευταξία.
Συνέπειες: Ματαίωση μεγαλεπήβολων προσδοκιών, εξαχρείωση, συναισθηματική αναπηρία, ανδρικές αδελφότητες-μεσσιανισμός, (κρυπτο) ομοφυλοφιλία, επιθυμία για ολοκληρωτική κυριαρχία….»
Κι ετούτο:
http://www.newyorker.com/books/page-turner/w-g-sebald-and-the-emigrants
Α ωραία, μπράβο!