Ξέρω, περιμένετε κάτι επετειακό για την 25η Μαρτίου από τον τουρκολόγο της γειτονιάς. Η αλήθεια είναι πως κάτι πολύ ταιριαστό που ετοιμάζω στην άλλη ζωή μου, έχει πολύ δρόμο μπροστά του μέχρι να μπορώ να το παρουσιάσω· επίσης, ότι ίσως το πιο ταιριαστό, από πολλές πλευρές μέρες που είναι, θα ήταν το ποστ της περασμένης βδομάδας, με τον σουλτάνο να κατηγορεί για την Ελληνική Επανάσταση τους δημόσιους υπάλληλους. Τέλος πάντων, σας βρήκα άλλη μια αστυνομική ιστορία με κλέφτες, βασισμένη στο εξής απόσπασμα από τον πέμπτο τόμο του οθωμανού ιστορικού Ναϊμά [1]· το γεγονός έλαβε χώρα το 1654:
Ο καδής της Λάρισας (Γενισεχίρ), Σαριαλήζαντε, όταν έφτασε στην πόλη δεν μπόρεσε να τα πάει καλά με τους εκεί προύχοντες· ιδίως με έναν από τους (πρώην) καδήδες που έμεναν εκεί, ένα γέρο ονόματι Γιουσούφ Εφέντη, που με τον πλούτο και την υπόληψή του ήταν διάσημος. Σε κάποια χωριά, ληστές (haydud) πάτησαν σπίτια των ραγιάδων και σούβλισαν ένα μουσουλμάνο με τη γυναίκα του. Ο καδής όρισε άνδρες και τους έπιασε: αποδείχτηκε πως ήταν εκείνοι, καθώς βρέθηκαν πάνω τους πράγματα που είχαν ληστέψει από τα σπίτια, και έτσι ο καδής τους παλούκωσε. Ωστόσο, οι ληστές εκείνοι ήταν τσομπάνηδες του Γιουσούφ Εφέντη που προανέφερα. Ο τελευταίος οργίστηκε λοιπόν με τον καδή και ξεσήκωσε τον κόσμο να του επιτεθεί. Τους οδήγησε εναντίον του, φωνάζοντας «ο καδής έγινε αντάρτης». Ο Σαριαλήζαντε Εφέντης δεν είχε άλλη λύση παρά να φύγει μέσα στη νύχτα για την Ελασσόνα, και από κει για τη Θεσσαλονίκη. Όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, είχαν έρθει και αντιπρόσωποι από τη Λάρισα με κατηγορίες εναντίον του. Εξετάστηκαν κατ’ αντιπαράσταση στο συμβούλιο του πασά, παρουσία του καδή της Κωνσταντινούπολης, αλλά δεν μπόρεσε να αποδειχτεί τίποτε. Οι στασιαστές διώχτηκαν, και στη Λάρισα στάλθηκε καδής ο Χιμάρ-καπάν Εφέντης, από το ιεροδιδασκαλείο Σελιμίγε.
Χιμάρ-καπάν είναι το σαράκι του ξύλου. Πλάκα μας κάνει; Βλέπω πάντως μια κάπως παρόμοια υπόθεση δίπλα, στα Τρίκαλα, (περισσότερα…)
Read Full Post »