Αυτό το ποστ το έχω υποσχεθεί πολύ καιρό τώρα, και από την πολλή υπόσχεση θα κακοφορμίσει, φοβάμαι. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι να γράψω για τον Σαββόπουλο.
Μικρός όταν ήμουν τον ακούγαμε στο σπίτι (στην πραγματικότητα, ερχόταν κιόλας γιατί είχε γνωριστεί με τον παππού μου στον Πόρο· τον θυμάμαι, ψηλό με τα μούσια του, αλλά πέραν τούτου ουδέν, ήμουν τριών ή τεσσάρων χρονών). Θυμάμαι ότι με τον αδελφό μου ακούγαμε σαν το πύο του βυθού, και κάναμε πλάκα με το τίιιιι τρέχει; έγινε κατολίσθηση κι επέσε κάνας βράχος; Τέλος.
Αυτό που δεν μπορώ να θυμηθώ είναι πώς μούρθε και πήρα την πρώτη κασέτα από τους πειρατικούς κασετάδες του ΑΠΘ, γύρω στο ’91, στο πρώτο έτος της μακρινής φοιτητικής ζωής μου. Ούτε ποια ήταν· θυμάμαι ωστόσο ότι έπλενα τα πιάτα όταν από το κασετόφωνο άκουσα ξανά το τι τρέχει, και στο μέγα τράγο, τον πρωταγωνιστή, μ’ ένα πριόνι παράτησα τα πιάτα και έκατσα στο τραπεζάκι της κουζίνας: αυτό ήταν. Με συνόδεψε παντού· θυμάμαι ατέλειωτες αναμονές στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, ξημερώματα, όπου για να περάσω την ώρα μου σιγομουρμούριζα ολόκληρο το «Περιβόλι του τρελού» περπατώντας πέρα-δώθε στην αποβάθρα. Θυμάμαι την πρώτη συναυλία, στα κάστρα, γύρω στο ’92, που με απογοήτευσε οικτρά (όχι πως δεν ήξερα τι να περιμένω), θυμάμαι όμως και μιαν άλλη, γύρω στο ’96, στο ίδιο σημείο, όπου άκουσα ολόκληρο τον Μπάλο. Πολλές συναυλίες, τελικά, μέχρι που άρχισα να κουράζομαι, αν και συνεχίζω να ανατριχιάζω όταν ηχούν οι νότες του Κιλελέρ, ας πούμε.
Και φυσικά, εκείνες οι ατέλειωτες συζητήσεις (είμαι σίγουρος ότι θα ακολουθήσει άλλη μια, τώρα). Γιατί ήταν η εποχή που είχε βγει το Μητσοτάκ και ο Γιος που πάει στο στρατό και οι συναυλίες στα στρατόπεδα και στα πάρτι της ΔΑΠ και όλη η παρέα προδότη τον ανέβαζε, μαλάκα τον κατέβαζε, άκουγες μέχρι και ότι η γαλάζια προκυμαία στο «Καλοκαίρι» συμβόλιζε τη Νέα Δημοκρατία, και τα λοιπά και τα λοιπά. Κι εγώ επέμενα πεισματικά ότι δεν υπογράφει ο καλλιτέχνης κανένα συμβόλαιο με το κοινό του ότι θα το ακολουθεί ντε και καλά, έψαχνα με επιμονή μικρά διαμαντάκια μέσα στις στάχτες των χίλιων μύριων συνεντεύξεών του, έτσι να θυμίζουν τις σαρωτικές συνεντεύξεις του παρελθόντος, αναθαρρούσα με κάτι «Μικρούς μονομάχους» και «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου», κατέληγα ότι είναι συνεπής στην ασυνέπειά του -κι έτσι, μετά από όλα αυτά, δεν με πολυενδιαφέρει πια τι μπαρούφα θα πει ή δεν θα πει. Μπορώ να καταθέσω υπέρ του το ένστικτο στους νέους καλλιτέχνες -και θα βγει κάποιος να πει για την Καλομοίρα ή για τη Βίσση στους Ολυμπιακούς, και δίκιο θάχει. Αλλά τι νόημα έχει αυτή η κουβέντα; Είναι σαν να έχεις έναν παππού, θα σου πει σοφίες, θα σου πει και κοινοτοπίες, θα πετάξει και καμιά αρλούμπα. Υποθέτω πως έχει ένα υπερτροφικό εγώ που πρέπει να τρέφει συνεχώς, σα να του ζητάει φόρο, και υποθέτω ότι αυτό θα τον κάνει ίσως ανυπόφορο σαν άνθρωπο. Μπορεί και όχι.
Έχουν γραφτεί τόσα πολλά για το Σ. που κατά κάποιο τρόπο δεν ξέρω τι θα προσθέσω. Ορίστε για παράδειγμα (ένα φτωχό δείγμα, εύκολα μπορείτε να βρείτε πολύ περισσότερα, θυμάμαι ένα ωραίο κείμενο του Ξυδάκη ας πούμε) εδώ και εδώ για τη Ρεζέρβα, εδώ για τον «Πολιτευτή» και εδώ για τις «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου», το οποίο από την πρώτη φορά που το άκουσα με συγκίνησε ιδιαίτερα -συγκρίνοντας με το φίλο μου τον Κοσμά που είναι φανατικός Σαββοπουλικός όπως κι εγώ λέω ότι συγκινεί για κάποιο λόγο ιδιαιτέρως τους γονείς- σίγουρα υπάρχουν πολύ περισσότερα, και καλύτερα από ο,τιδήποτε θα μπορούσα εγώ να γράψω. Αλλά πρέπει να γράψω κάτι, οπότε αρχίζει η πολεμική:
Ποιο είναι τελικά το πρόβλημα με τον Σαββόπουλο (γιατί υπάρχει σαφώς ένα πρόβλημα, δε νομίζω να υπάρχει πιο διαμφισβητούμενος δημιουργός στην ελληνική μουσική); Ότι μουσικά και στιχουργικά έχει παρακμάσει μετά, ας πούμε, τις αρχές ή τα μέσα της δεκαετίας του ’80; Ε, αυτό είναι ένα πρόβλημα των ροκ δημιουργών, τόχουμε ξανακουβεντιάσει· δεν είναι έγκλημα. Ότι είναι -ενδεχομένως- κακός χαρακτήρας; Ας δεχτούμε ότι ισχύει -ε, κι ύστερα; Δεν ήταν επίσης ο Τσιτσάνης -απ’ όσα λέγονται, τουλάχιστον; Παρόμοιας φύσης: Ότι όσα λέει τα τελευταία δέκα ή είκοσι χρόνια είναι για τα μπάζα, οι συναυλίες του Βαρβιτσιώτη και η Καλομοίρα και κάτι εντελώς άκυρες δηλώσεις και το Μητσοτάκ και τα ρέστα -δεν το αρνούμαι. Κοιτάξτε, με τον Κοσμά (που ανέφερα προηγουμένως) συμφωνήσαμε σε αυτό που (πάλι) προανέφερα: ο Σαββόπουλος είναι συνεπής στην ασυνέπειά του. Θέλω να πω, ο άνθρωπος διεκδικεί το δικαίωμα που έχουμε όλοι μας να αλλάζουμε απόψεις (πώς το λέει ο Μπρεχτ; «Δεν άλλαξες καθόλου» «Ωχ!» είπε ο κύριος Κ. και χλώμιασε). Αν δεν συμφωνούμε με αυτές, τόσο το χειρότερο -για μας, ή γι αυτόν, αδιάφορο, είναι θέμα οπτικής γωνίας). Συμβόλαιο με μας, τους ακροατές του, δεν υπέγραψε ποτέ· μπορούμε πάντα να τον κρίνουμε, όπως ένα παλιό μας φίλο, δεν ξέρω αν μπορούμε να τον κατακρίνουμε όμως.
Φλυαρώ όπως συνήθως, όπως πάντα συμβαίνει στα μπλογκ -ή, τα κείμενα γενικώς- όταν γράφουμε κάτι σε δόσεις και με μεγάλη επεξεργασία. Η ουσία, είμαι βέβαιος, θα βγει στη συζήτηση, στα σχόλια. Δεν μπορώ τώρα να κάνω ούτε απαρίθμηση των λόγων για τους οποίους μ’ αρέσει ο Διονύσης ούτε να εξηγήσω γιατί τον συγχωρώ για όσα άστοχα έχει κάνει ή πει –δεν ήμουν εκεί, χτύπαγε τον αέρα-. Ορίστε εδώ, άλλο ένα λινκ· άτακτα και εριμμένα, να πω εδώ για τα παράδοξα ακόρντα που πρώτος εισήγαγε, για τις απίστευτες ενορχηστρώσεις (ίσως όχι δικές του, αλλά δεν ξέρω αν έχει σημασία: ας πούμε, όταν στο Ζεϊμπέκικο –στην εκτέλεση του ’72- πυκνώνει η μπάντα σε κάθε στροφή), για τους στίχους που είναι αυθεντική νεοελληνική ποίηση, την εποχή που οι συνάδελφοί του αρκούνταν να μελοποιούν ποιητές, για… τέλος πάντων, κακοφόρμισε όντως αυτή η ανάρτηση επειδή δεν την έγραψα τότε που έπρεπε.
Η ουσία είναι: μπορούμε να φανταστούμε την ελληνική μουσική -ή μάλλον, και σημαντικότερο, τον εαυτό μας, χωρίς τα τραγούδια του Σαββόπουλου; Οποιαδήποτε και αν είναι η απάντηση, η συζήτηση ίσως περιττεύει. Εγώ πάντως δεν μπορώ. Τώρα που το γράφω αυτό, σκέφτομαι ότι ωστόσο μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου -όχι όμως και την ελληνική μουσική- χωρίς το Χατζιδάκι, που παρόλα αυτά τον εκτιμώ περισσότερο τόσο ως άνθρωπο όσο και ως μουσικό. Θέμα ιδιοσυγκρασίας, βιωμάτων ή τι; Δεν ξέρω.
Τέλος. Ας δούμε τι θα βγει στη συζήτηση. Εδώ κάτι δικό του, αρχειακής σημασίας· και κλείνω με αυτούς τους στίχους του Μιχάλη Σιγανίδη (τους κλέβω από εδώ):
Ένα τραγούδι για τον Σαββόπουλο όπως τον βλέπω στα όνειρα
Όταν βλέπω τον Σαββόπουλο στον ύπνο μου
γεφυρώνει πατρικά την απουσία του χαδιού
που τόσο μού’λειψε στον ξύπνιο μου
του μιλώ με θαυμασμό και παρρησία
για τ’ακόρντα τις ιδέες και τα τραύματα
του αόρατου για τους πολλούς πολέμου
τους διαγώνιους λυγμούς και τα σκηνώματα των Αγίων του Μεσοπολέμου.
Δε μιλά. Ακούει κι αλλοιώνεται
του προσώπου του η παιδική απορία
γίνεται Άλλος, «σαν τους άλλους Αντώνηδες»
κι όταν χάνεται σκορπάει παρηγορία.
Πάει καιρός που επανέρχεται ασταμάτητα
σα να υπάρχει μια εκκρεμότητα να φέγγει
ίσως είναι αυτό που οι ψυχαναλυτές θα όριζαν
«ενοχή προς τον πατέρα-αφέντη».
Είναι όμως η ίδια αγάπη που τους πρόσφυγες
τους στριμώχνει με τσιγάρα στις γωνίες
το ίδιο γέλιο που περιφρονεί το θάνατο
το ίδιο δάκρυ μες στις εκκλησίες.
(Μιχάλης Σιγανίδης, Το τραίνο-φάντασμα φίλος, Θεσσαλονίκη 1995)
Δύτη σ’ ευχαριστώ! Ήμουν σίγουρη ότι είχα αποκτήσει διάφορα προβλήματα (διάσπαση προσοχής, αδυναμία συγκέντρωσης, αλλεργική αντίδραση υπνηλίας με τον υπολογιστή, αύξηση μυωπίας κά) αλλά τελικά αυτά που διαβάζουν φταίνε μάλλον. Μια χαρά το διάβασα το ποστ σου! Αδυνατώ ωστόσο να συμβάλω στην κουβέντα. Απλά Σαββόπουλο αγαπώ. Καλός ο Χατζηδάκης, αλλά ότι αγαπώ δεν το λέω…
Τις ενορχηστρώσεις δεν τις έκανε ο Σαββόπουλος, αλλά και ο κόσμος με τον οποίο επιλέγεις να συνεργαστείς για να βγάλεις ένα αποτέλεσμα (τις εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις στα κομμάτια του Σαββόπουλου) έχει σημασία.
Να ‘σαι καλά, Δύτη!
Aqua, ο Χατζιδάκις είναι ο καλύτερος, χωρίς συζήτηση. Αυτό που περιγράφω στην τελευταία πρόταση είναι μάλλον, πώς να το πω, βιωματικό ή και τυχαίο ίσως.
(τώρα που ξανακοιτάζω το ποστ δεν μ’ αρέσει καθόλου, ένα σωρό άλλα πράγματα ήθελα να γράψω, νομίζω το ξεπέταξα σαν υποχρέωση γμτ)
Έχω κι εγώ παλαιές αναμνήσεις από τον Σαββόπουλο, σε πιο μικρή ηλικία μάλιστα: με μεγαλύτερο αδερφό και ακόμη μεγαλύτερη ξαδέρφη, χωρίς ενήλικες, ν’ ακούω ( στα 12; ) Αχαρνής και να μου εξηγούν, καθότι μεγαλύτεροι, το νόημα των πραγμάτων που δεν καταλάβαινα. Θυμάμαι ακόμη μια περίεργη αίσθηση σπουδαίου, μακρινού και μεγαλεπήβολου πράγματος, αλλά με μια χρειά οικειότητας που μου επέτρεπε την είσοδο.
Εξακολούθησα να του έχω μια ήπια, εξ αποστάσεως, συμπάθεια ακόμη και στις δύσκολες εποχές που ήταν της μόδας να τον βρίζουν όλοι. Ο ένας λόγος ήταν ασφαλώς η εικόνα του παππού, με τα καλά και τα κακά του, που σωστά περιγράφεις. Ο άλλος λόγος, που έχει σχέση και με την πρώτη μου εντύπωση και με την εικόνα του παππού, ίσως είναι εκείνος που ψηλάφισε ο Αρανίτσης σε μια σειρά πολυσυζητημένων άρθρων για τον Χατζηδάκι, τον Θοδωράκη και τον Σαββόπουλο πριν περίπου πέντε χρόνια (δεν τα βρίσκω τώρα online): αν θυμάμαι καλά, και απλοποιώντας χονδροειδώς, έλεγε ότι κατά κάποιον τρόπο ο Σ. είναι μουσικοκοινωνικά σημαντικότερος από τον Χ. και τον Θ., με την έννοια ότι ήταν επιδραστικός (που λένε σήμερα) ξεκινώντας όμως από μια «από τα κάτω» μουσική αφετηρία, σε αντίθεση με τους άλλους δύο. Ίσως από εκείνα τα άρθρα είναι το γνωστό ρητό του Αρανίτση: «Παλιά, ντρεπόμαστε που δεν μοιάζαμε με τον Σαββόπουλο, σήμερα ντρεπόμαστε που μας μοιάζει».
Εύστοχο το ρητό του Ευγένιου. Ωστόσο, βέβαια, ο ίδιος ο Σ. το θέλησε: και το τραγούδι λέει πως παίρνω την ευθύνη – πως γίνομαι αρχηγός σας σ’ αυτό το πανηγύρι
Από το κείμενο του Σαββό στη Lifo, ένα πολύ ωραίο απόσπασμα:
Μετά από κάποιες ταλαιπωρίες που πέρασα στο Παρίσι και μετά τη φυλακή, σαν να ωρίμασα κάπως και σκέφτηκα ότι τα τραγούδια που γράφω είναι κάτι ανεξάρτητο από μένα. Σαν να ‘ναι παιδιά δηλαδή, που μάλιστα μπορεί να μουντζώσουνε και αυτόν που τα έγραψε, όπως τα παιδιά τον μπαμπά τους, ας πούμε, και βροντάν την πόρτα πίσω. Τα έργα μας έχουν μια δικιά τους ζωή, δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. (…) Πολλές φορές με ρωτούνε «εσύ που έγραψες εκείνο και εκείνο γιατί τώρα λες το δείνα και το άλλο;». Τους απαντώ «κρατήστε λοιπόν το τραγούδι και αφήστε εμένα, τι σημασία έχει;».
Ωραίο το ποστ δύτη, με έβαλες σε σκέψη ότι κάποτε πρέπει να γράψω κι εγώ κάτι σχετικό. Μια ατάκα που μου ήρθε τώρα, όσον αφορά τη μοναδικότητα του έργου του Σαββόπουλου στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και τον ρόλο του στην ελληνική μουσική σκηνή: ο Σαββόπουλος δεν είναι απλά ο «Έλληνας Μπομπ Ντύλαν», είναι οι Beatles, οι Stones κι ο Dylan μαζί.
Τα δύο κείμενα του Αρανίτση (γραμμένα το 2004) είναι αυτά εδώ:
Επίσκεψη στον Σαββόπουλο
Βρώμικο ψωμί, σκοτεινή μητέρα
Για την αμφιλεγόμενη (βλ. παρακμιακή) περίοδό του αξίζει να διαβαστούν και τα σχετικά κείμενα του Γιάννη Χάρη, υπάρχει ειδική κατηγόρια στο μπλογκ του (Σαββόπουλος). Ειδικά εκείνα που δημοσιεύτηκαν στο Αντί τη δεκαετία του ’80, υποθέτω ότι μεταφέρουν πολύ καλά την αμηχανία όσων είχαν σε εκτίμηση τον Σαββόπουλο από παλιά κι έβλεπαν τις τότε εκπομπές του στην κρατική τηλεόραση.
Γεια σου Head με το αρχείο σου! Αμάν αυτός ο Αρανίτσης… όλο με κλέβει… τι θα γίνει… 🙂
Στο μεταξύ, ομοβροντίες περίμενα, ακόμα δεν τις έχω δει. Να αφήσω την ασπίδα; Είναι και βαριά η άτιμη.
Την εικόνα του παππού την κατάπια εύκολα αλλά το «εύστοχο ρητό» μ’ έχει βγάλει απ’ τα ρούχα μου.
Έχω κι εγώ παλιές αναμνήσεις απ’ το Σαββό. Τραγουδούσαμε κάποια τραγούδια απ’ το φορτηγό στις σχολικές εκδρομές.
Αργότερα την περίοδο της πολιτικοποίησης σε διακοπές στην Αθήνα στριμωχτήκαμε στο Κύτταρο.
Η διάσταση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στον συμβατικό άνθρωπο που είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω λίγο αργότερα απο κοντά -ο κόσμος είναι μικρός- δεν πέρασε απαρατήρητη κι ασχολίαστη αλλά είπαμε αυτά συμβαίνουν, όλοι έχουμε αντιφάσεις και τουλάχιστον δεν διέκρινα καμιά υποκρισία.
Σιγά σιγά φτάσαμε στις αρχές της δεκαετίας του 80 και σ’ όσα έγραψε ο Ηλίας στο άλλο ποστ. Μετά τα τραπεζάκια έξω δεν έχω ακούσει τίποτα. Είχα μάθει για ένα μικροεπεισόδιο στο μαγαζί που τραγουδούσε, όταν η Συννεφούλα αποδοκίμασε τους Κωλοέλληνες αλλά ούτε αυτούς τους έχω ακούσει.
>ο Σαββόπουλος δεν είναι απλά ο «Έλληνας Μπομπ Ντύλαν», είναι οι Beatles, οι Stones κι ο Dylan μαζί.
Ε κόψε κάτι.
Πάω να διαβάσω τον Αραν.
Να, άρχισαν οι ριπές! 🙂
Αναρωτιέμαι αν η οπτική η δική μου ας πούμε ή του περίπου συνομήλικου -νομίζω;- Head έχει και μια ηλικιακή, να το πω έτσι, χροιά. Θέλω να πω, άλλο να ακούς έναν καλλιτέχνη που ανήκει λίγο πολύ στη γενιά σου ή εστω την προηγούμενη, που διαμορφώνεται μαζί σου ξερωγώ, και άλλο να πρόκειται για την «πατρική φιγούρα» -κατά τον Σιγανίδη, ο οποίος ωστόσο δεν είναι και τόσο νέος!- που μεγαλούργησε στο αρκετά μακρινό παρελθόν. Θέλω να πω, τηρουμένων των αναλογιών, λιγότερο διατεθειμένος είμαι να συγχωρήσω πράγματα στον Θανάση Παπακωνσταντίνου π.χ. ή στον Δεληβοριά, γιατί μπορώ με κάποιον τρόπο να τους συγκρίνω με τον εαυτό μου.
Για το επεισόδιο που λες, Μαρία, είχα διαβάσει κι εγώ, αλλά νομίζω ήταν λίγο πιο μπλεγμένο και δεν είχε να κάνει με τον ίδιο προσωπικά, εκείνη τη στιγμή, τέλος πάντων.
Σε περίμενα πιο επιθετική, όμως! 🙂 Η πραγματική ομοβροντία θα έρθει φαντάζομαι με τον Μπουκάν, ο οποιος μάλλον κάπου ταξιδεύει μαζί με τον εξαφανισμένο Ηλεφούφουτο…
Το επεισόδιο ξέρω απο πρώτο χέρι οτι δεν είχε σχέση μ’ αυτόν. Το ανέφερα ως τελευταία επαφή με το Σαββό.
Πιο επιθετική γιατί; Απ’ τη μια αγαπάω τα τραγούδια του κι απ’ την άλλη το γεγονός οτι έχουμε κοινούς φίλους με μπλοκάρει.
Παναγία μου,Head, παιδί μου είσαι! Δε ξέρω αν ήταν πρωτότυπο γιατί κατέκλεψε μελωδίες + το γεγονός οτι οι ενορχηστρώσεις δεν ήταν δικές του. Ιδιοφυές ναι.
Συγγνώμη για τη συντομία αλλά πρέπει να φύγω για σινεμά.
Μαρία, δεν εννοούσα βέβαια ότι είναι σημαντικότερος από τους τρεις (αλίμονο!), αλλά ότι για τα δεδομένα του ας-το-πούμε-ελληνικού-ροκ που αντιπροσωπευόταν από διάφορα ροκενρολλάκια της σειράς (τύπου «Τρελλοκόριτσο»), αυτό που δημιούργησε στη ελληνική μουσική ήταν τόσο πρωτότυπο και ιδιοφυές, που δε βλέπω να υπάρχει αντίστοιχο στον χώρο του την ίδια εποχή – σε αντίθεση δηλαδή με την πληθώρα σπουδαίων ονομάτων της παγκόσμιας ποπ/ροκ σκηνής (μπορεί να αδικώ κάποιους, οπότε δεκτές οι αντιπροτάσεις).
Δύτη, δε σε πρόλαβα! Έχεις δίκιο για την μορφή της «πατρικής φιγούρας», μπορώ να σου πω μάλιστα ότι υπήρξε και ένας από τους λόγους που αρχικά τον είχα ψιλοαπορρίψει (στη λογική του «τα ίδια με τους γονείς μου θα ακούω τώρα;») πριν κάτσω να ακούσω προσεκτικά τους παλιούς του δίσκους όταν ήμουν στο Λύκειο.
Περί ηλικιών, νομίζω ότι έχουμε διαφορά περίπου μιας δεκαετίας (εγώ late 20s, εσύ late 30s) ή κάνω λάθος;
έτσι πρέπει νάναι, εγώ είμαι στα 37 🙂
Α, εντάξει, δεν είναι 10, είναι 9 χρόνια τότε! 🙂
Μαρία, έχω την εντύπωση ας πούμε ότι τα περίεργα ακόρντα που χρησιμοποίησε ο Σ. τα εισήγαγε εκείνος πρώτος. Στις παρτιτούρες, χαρακτηριστικά, αναγκάζεται να τα αναλύει γιατί δεν είναι τα συμβατικά ματζόρε-μινόρε-εβδόμης (και εδώ σταματούν οι μουσικές μου γνώσεις). Καλό σινεμά!
Αν εννοείς τα ακόρντα στο Μπάλο ο Θόδωρος ο Παπαντίνας του τα ‘δειξε.
Βλέπω οτι έχεις φτάσει μέχρι τις πάρτες. Αυτό θα πει φαν.
Με το σινεμά την πάτησα, αλλά η περιέργεια πληρώνεται.
http://diskoryxeion.blogspot.com/2009/09/blog-post.html
Α, τώρα μούκοψε σε ποιον αναφέρεστε.
Ποιο είναι τελικά το πρόβλημα με τον Σαββόπουλο…
Αχ, να δεσμευτώ κι εγώ ότι κάποτε θα απαντήσω; Γιατί και μένα είναι/ήταν από τους αγαπημένους… Κι ας ξεκίνησε μ’ αυτόν ένα γιουρούσι στο ιταλικό τραγούδι που ακόμη συνεχίζεται…
Α, δεν θα είναι για το Νιόνιο, προσωπικά, η απάντηση.
Μαρία, έφτασα μέχρι τις πάρτες, αλλά το ακορντεόν μου δεν είχε τα αναγκαία ακόρντα. Αυτό με τις καινούριες συγχορδίες το είχε πει κάποιος του χώρου, ο Φαληρέας νομίζω. Το «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή» για παράδειγμα -πολύ σπάνια θα ακούσεις κάποιον ερασιτέχνη να το παίζει σωστά, η συνοδεία του είναι εντελώς ανορθόδοξη.
Τι είδες;
Στάζυ, αντίστοιχα με μένα ξεκίνησε το γιουρούσι στο γαλλικό. Άρχισα να ακούω Μπρελ και Μπρασένς, επειδή ο Νιόνιος έλεγε ότι τους άκουγε… Και ναι, η πραγματική απάντηση πρέπει να είναι για μας. Την περιμένω τη δική σου.
Συμπληρώνω στο παραπάνω ότι τα βιβλία που έβγαζε ο Νάκας (ένα για κάθε δίσκο, νομίζω) τα πήρα όχι για τις παρτιτούρες, αλλά για τις συνεντεύξεις. Για κάποιον ανάποδο λόγο είχα ξεκινήσει με τη «Ρεζέρβα» και μετά πήρα τα υπόλοιπα. Θυμάμαι ότι την είχα πάρει από ένα μικροσκοπικό βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης, στη διχάλα της Ιπποδρομίου προς Εγνατία, ονόματι «Η συνάντηση». Μαρία, το ξέρεις; Δεν νομίζω να υπάρχει ακόμα.
ΔΤΔ*:
Νομίζω πάντως οτι το πρόβλημα με το Σαββόπουλο δεν είναι ακριβώς το περιεχόμενο των δηλώσεων και των στίχων της περιόδου της παρακμής. Είναι μάλλον το οτι, ειδωμένα στο φώς αυτών των τελευταίων, τα χρόνια της δόξας μοιάζουν λιγότερο αυθεντικά. Ή μάλλον, ανάβει ξαφνικά μια (βασανιστική) αμφιβολία μήπως ο Σαββόπουλος πάντα τα ίδια έλεγε, μονάχα λίγο πιο αμφίσημα, έτσι ώστε να τα διαβάζουν/διαβάζουμε αλλιώς (πιο επαναστατικά, πιο προοδευτικά) όσοι ψοφάμε για αμφισβήτηση.
Μια καχυποψία, δηλαδή, μήπως ο Νιόνιος ήταν πάντα με τον τρόπο του ένας οπορτουνιστής.
Θα μου πείς, δεν έχει σημασία, τα τραγούδια του στέκονται και χωρίς αυτόν.
Είναι όμως στ’αλήθεια έτσι;
*ΔΤΔ=δικηγόρος του διαβόλου
ΔΤΔ! ψυχολογικά ίσως έχεις δίκιο· θέλω να πω, από τη μεριά τη δική μας, των ακροατών. Επί της ουσίας όμως θα διαφωνήσω: τι οπορτουνισμό μπορεί να είχε μια «Μαύρη θάλασσα» εν έτει 1972, ή ένα Μακρύ ζεϊμπέκικο, ή… ή…; Σε ένα βιβλιαράκι του που τώρα έχω χάσει, ο Φώτης Τερζάκης έγραφε ότι και με το Φορτηγό ήδη ο Σ. ήταν μακριά από την καθιερωμένη αριστερά της εποχής του: στο «Ήλιε Ήλιε αρχηγέ» ή στο «Βιετνάμ», η αξία δεν ήταν ούτε μια αφηρημένη ανεξαρτησία ούτε η άνοδος των υλικών όρων διαβίωσης, αλλά ο ελεύθερος χρόνος: το ’64 έχω την εντύπωση πως έτσι ο Σ. ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του, στην Ελλάδα τουλάχιστον.
Ναι, οπορτουνιστής είναι λάθος όρος! Αυτό που θέλω να πώ είναι οτι κάποιος που αρνείται το ενδεχόμενο ο ποιητής του Φορτηγού να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον προπαγανδιστή της ποπ νεορθοδοξίας, είναι αναγκασμένος να αναζητήσει μια συνέχεια και η μόνη ευλογοφανής ερμηνεία είναι οτι τόσο στην περίπτωση της νεορθοδοξίας όσο και σ’αυτήν του προοδευτικού Μπομπντυλανισμού ο Σ. ήταν σαν να έβλεπε τις ιδεολογίες να περνούν σαν κάρα σκουπιδιάρικα που κάποια απ’αυτά τα καβαλούσε για όσο διάστημα θεωρούσε σκόπιμο.
Μ’άλλα λόγια, «θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι, θα’ναι όλη η παλιά μας συντροφιά, και θα πιούμε, από το ίδιο το ποτήρι, και την πιο πικρή γουλιά».
ΔΤΝ δεν μπαίνω σε καμία διαδικασία απόρριψης του Σαββόπουλου, του Θεοδωράκη, του Μαρκόπουλου και παμπολλων άλλων που έφυγαν από διάφορες ιδεολογικές ορθοδοξίες. Αυτό που με αφορά είναι το ποιητικό έργο του Πατρίκιου και όχι αν έγινε ΠΑΣΟΚ.
Σαφώς θαυμάζω του Χατζηδάκι την πολιτική σταθερότητα, αλλά το παραμύθι του Κότσιφα του κυρ-Σταύρου έχω την εντύπωση πως καμία κομματική ορθοδοξία δεν θα το άντεχε και δεν θα το δημιουργούσε.
Επομένως ο Σαββόπουλος έχει τη θέση και το βάρος που παίρενι στην ψυχή μας το έργο του.
Έτσι τα βλέπω εγώ…
εχμμμ… Βασικά, εννοούσα, Δύτη, ότι ο ΔΣ «δανείστηκε δημιουργικά» το μισό ιταλικό νέο κύμα… 😉
Α, μόνο αυτό;
Επομένως ο Σαββόπουλος έχει τη θέση και το βάρος που παίρνει στην ψυχή μας το έργο του.
Εάν στη θέση του Σαββόπουλου βάλουμε ό,τι μας έχει ακουμπήσει, τα χουμε πει νομίζω όλα…
Γιώργο και Ιμμόρ, γιαυτό λέω κι εγώ ότι δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς την παρουσία του Σαββόπουλου.
Στάζυ… ωχ… από αλλού το περίμενα! 🙂 Δεν ξέρω, η αλήθεια είναι ότι από ιταλικό τραγούδι λίγα σκαμπάζω για να πω. Αλλά μ’ αυτή την έννοια, και ποιος δεν «δανείστηκε δημιουργικά»;
Γιατί Δύτη, ποιός σου ζήτησε να τη φανταστείς; 😉
Στάζυ μπορεί να έχεις δίκιο (που έχεις), αλλά από την άλλη θα μπορούσε να απαντήσει κανείς ότι η πρωτότυπη δημιουργία είναι σχετική και διαφορα άλλα κλισέ του τύπου «παρθενογένεση στην τέχνη δεν υπάρχει» κτλ κτλ. Ασε που από αυτόν τον δημιουργικό δανεισμό κάποιοι μάθανε και το ιταλικό νέο κύμα. Εντάξει θα ήταν σωστότερο και ηθικότερο κάθε φορά που κάποιος δανείζεται δημιουργικά να αναφέρει και τον δανειστή του. Αλλά τότε ο κόσμος θα ήταν δίκαιος και αγγελικά πλασμένος ή μήπως όχι;
(Μηπως κάνω το δικηγόρου του Σαββόπουλου; Μήπως γίνομαι Δύτης στη θέση του Δύτη; μήπως τελικά η καταστασή μου είναι σοβαρή; ) (φατσούλα που δεν ξέρει τί της γίνεται…)
lazopolis, εγώ θα έλεγα το αντίθετο, ότι δηλαδή στην πραγματικότητα ο ποιητής του Φορτηγού είναι το ίδιο πρόσωπο με τον προπαγανδιστή της ποπ νεορθοδοξίας. Τα «Τραπεζάκια έξω» και των Ελλήνων οι κοινότητες υπάρχουν εν σπέρματι στη «Μαύρη Θάλασσα», ας πούμε. Αλλά ήθελα να τονίσω ότι όπως όλοι αλλάζουμε απόψεις και στάσεις, έτσι και ο Σ. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η αταλάντευτη συνέπεια σε ο,τιδήποτε πρεσβεύαμε στα είκοσί μας είναι εξ ορισμού επαινετέα, θέλω να πω γιατί κάθε αλλαγή να μεταφράζεται σε ξεπούλημα (δεν εννοώ εκ μέρους σου! επαναλαμβάνω μια συζήτηση που έλαβε χώρα πολλές-πολλές φορές σε διάφορα ξενύχτια πριν από είκοσι χρόνια και βάλε). Ενδεχομένως να συνέφερε, ας πούμε, τον Σ. να συνεχίσει να το παίζει επαναστάτης όπως φερειπείν ο Μικρούτσικος· δεν θα δυσκολευόταν, έχει πείρα στο να κάνει τον τρελό. Αντ’ αυτού, φορτώθηκε τις αντιφάσεις του, αποφάσισε πως θέλει να μοιάζει στην κοινωνία των γονιών του, να υψώνει τη συντήρηση ως πάθος -ε, τι να κάνουμε τώρα. Αυτό που λες με τις ιδεολογίες ως κάρα σκουπιδιάρικα, ας πούμε, το είχε πει κι ο ίδιος κάπου στα μέσα ή τέλη της δεκαετίας του ’70: το ροκ με στέγασε για πολύ καιρό, νιώθω όμως πως κάπου αλλού με περιμένει το σπίτι μου. Μπορεί να μη μας αρέσει αυτό το σπίτι, αδιάφορο. Μπορεί ούτε εκείνου να του αρέσει. Μπορεί και πράγματι να προσποιείται, βέβαια -αλλά και πάλι, ποιος δεν προσποιείται;
Ιμμόρ, αν γίνεσαι Δύτης στη θέση του Δύτη, η κατάσταση είναι σοβαρή! Για τον ορίτζιναλ Δύτη δηλαδή. 🙂 Ήθελα να πω πως δεν μου ζήτησε κανείς να φανταστώ κλπ., βέβαια· ωστόσο αν αντικαταστήσω το Διονύση με άλλα ονόματα (όχι όλα), μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου. Αυτό δεν σημαίνει κάτι, βέβαια, παρά μόνο για τη δική μου σχέση με το Σαββόπουλο -εννοείται.
Δύτη,
ένα έχω να του πω του Σαββάπουλου: «Κανένα πλάσμα του Θεού δεν ζει σ’αυτό το βάθος / όπου σ’αγάπησα πολύ κι απόμεινα μονάχος».
Τον έχω αγαπήσει κι εγώ πολύ. Ξέρω απέξω πολλά τραγούδια του και όντως κι εγώ σε στιγμές πλήξης (σε βαρετά μαθήματα π.χ.) έγραφα τους στίχους πίσω από σημειώσεις. Επίσης θεωρώ ότι έκανε στην ελληνική μουσική πράγματα πρωτοποριακά. Αλλά τον θεωρώ πια ανυπόφορα γελοίο. Εξαιρετικά ευφυής άνθρωπος έπιανε αμέσως πράγματα από γύρω-γύρω και γι’αυτό εξέφρασε τόσο καλά την εποχή του. Αλλά δεν είχε ποτέ κατά τη γνώμη μου πραγματικό βάθος σκέψης κι έτσι όταν η κοινωνία του άρχισε να τον τροφοδοτεί με σαχλαμάρες, άρχισε κι αυτός να γράφει σαχλαμάρες. Και, λυπάμαι, τα παλιά του τραγούδια ακόμα τα ακούω αλλά ο ίδιος με αηδιάζει. Παρεμπιπτόντως, αναρωτιόμουν τις προάλλες: πώς και δεν έχει κάνει ακόμα καμιά βαρύγδουπη δήλωση για την οικονομική κρίση; 🙂
k2, με λύπη μου θα διαφωνήσω μαζί σου 😦 (όχι τι περίμενες; 🙂 ) Λες δεν είχε ποτέ κατά τη γνώμη μου πραγματικό βάθος σκέψης κι έτσι όταν η κοινωνία του άρχισε να τον τροφοδοτεί με σαχλαμάρες, άρχισε κι αυτός να γράφει σαχλαμάρες. Εγώ πάλι νομίζω ότι όχι μόνον οι στίχοι του αλλά και οι συνεντεύξεις του μέχρι πριν από καμιά τριανταριά χρόνια έδειχναν πραγματικό βάθος σκέψης και κατανόησης, και τόλμης (ποιος -μη περιθωριακός όπως π.χ. η Γώγου, γιατί κακά τα ψέματα, περιθωριακός ο Σ. ποτέ δεν ήταν- θα έβλεπε με τόση διεισδυτικότητα την υπόθεση Κοεμτζή, για παράδειγμα;). Εγώ για παράδειγμα, μπορεί με την ορθοδοξία και τη θρησκεία γενικά να μην έχω σχέσεις, μπορώ να καταλάβω όμως τη στροφή του Σ. μετά το ’82-’83 σαν κάτι εσωτερικό, και όχι επειδή τον τροφοδότησε η κοινωνία με κάτι, και άλλωστε «θρησκευτικής» ξερωγώ τραγούδια όπως το Μυστικό τοπίο είναι γραμμένα με έμπνευση και βάθος. Θα επανέλθω στη Μαύρη Θάλασσα, μια που την τσιτάρεις κι εσύ, και θα επιμείνω ότι εκείνη την εποχή (ας με διορθώσει κάποιος παλιότερος αν κάνω λάθος) τέτοιοι στίχοι πρέπει να ακούγονταν σαν να είχαν έρθει απ’ τον Άρη. Εξακολουθώ να κυνηγώ τις συνεντεύξεις του, και πρέπει να πω ότι όποτε δεν αισθάνεται υποχρεωμένος (από μεγαλομανία ή ματαιοδοξία ίσως, δε λέω) να μιλήσει για την επικαιρότητα (πώς φοβάμαι ενδεχόμενες δηλώσεις του για την κρίση και το δντ, δε λέγεται…), εξακολουθεί και έχει το ίδιο βάθος σκέψης, μιλώντας ξερωγώ για το μυστήριο του χρόνου. Ένας ποιητής· ένας ποιητής μπορεί και να μην είναι συμπαθητικός ακριβώς.
Μερικές φορές πάλι, έχω την εντύπωση ότι η ματαιοδοξία του και -υποθέτω- η κολακεία του περιβάλλοντός του τον οδηγούν σε απίστευτες ελαφρότητες. Ας μιλούσε λιγότερο, δεν θα με χάλαγε.
Και κλείνω, λέγοντας ότι μου άρεσε η πρόσφατη παραδοχή του ότι δεν μπορεί πια να γράψει τραγούδια. Ο μόνος Έλληνας μουσικός που όσο γερνούσε τόσο καλύτερη μουσική έγραφε ήταν ο Χατζιδάκις, νομίζω.
Ας καταγραφεί και η άποψη που λέει το εξής: ο κύριος Σαββόπουλος είναι ένας καλλιτέχνης που έχει γράψει κάποια συμπαθητικά τραγούδια παλιότερα, κανά δυο ενδιαφέροντες στίχους, χωρίς ποτέ του να γίνει -για μένα, ομιλώ μόνο για μένα και όχι για περισσότερους- συγκλονιστικός. Σήμερα μάλιστα κάποιες απ’ τις ντιλανικές του προσπάθειες ακούγονται -στα δικά μου αφτιά- αφελείς, ενίοτε και αστείες.
Οι δε απόψεις του δεν με ενδιαφέρουν, δεν με αφορούν. Αφορούν μια κοσμοαντίληψη, μια πραγματικότητα που δεν την έχω ζήσει, που δεν είναι δική μου κτλ.
Αν αντιφάσκουν με το έργο του οι απόψεις του δεν με πολυνοιάζει. Ουτως ή αλλως το έργο τέχνης με ενδιαφέρει όχι ο καλλιτέχνης ή οι απόψεις ή ο χαρακτήρας του. Και δεν έχω καμία απαίτηση από κανέναν καλλιτέχνη να είναι συνεπής με την εικόνα που εγώ έχω σχηματίσει γι’ αυτόν μέσα απ’ το έργο του.
Στο φινάλε φινάλε ενίοτε αναρωτιέμαι πώς και γιατί αυτός ο άνθρωπος έχει καταφέρει κατά περιόδους να ξυπνά τέτοια πάθη.
Ας καταγραφεί και αυτή η άποψη, γιατί όχι; 🙂 Εξάλλου εγώ τόνισα ότι η δική μου σχέση με τον Σ. έχει εντελώς βιωματικό χαρακτήρα, ας πούμε (αρχίζει να μη μ’ αρέσει αυτή η λέξη, αλλά ποια άλλη να χρησιμοποιήσω;).
>μπορώ να καταλάβω όμως τη στροφή του Σ. μετά το ’82-’83 σαν κάτι εσωτερικό
Εδώ γελάνε. Πρόκειται για σκέτη πόζα.
Αλλά εσύ, δύτη, συμπεριφέρεσαι σαν οπαδός. Γιατί να φοβάσαι ενδεχόμενες δηλώσεις του; Λίγη παπαρολογία έχουμε ακούσει απ’ το Μίκη;
Ας δεχτούμε οτι οι άνθρωποι αλλάζουν κι οτι όταν πρόκειται για καλλιτέχνες που έχουν συνδεθεί με την αμφισβήτηση, η μεταστροφή τους ενοχλεί. Γι’ αυτό άλλωστε δε γίνεται κι όλη η φασαρία; Αν δεν υπήρχε ο μετά τα τραπεζάκια Σαββό. , άραγε τι θα κουβεντιάζαμε τώρα;
Μαρία, για πόζα δεν ξέρω, αυτή τη γνώμη έχω σχηματίσει. Όταν λέω φοβάμαι τις δηλώσεις του, εννοώ ότι στενοχωριέμαι όταν λέει αρλούμπες. Απ’ το Μίκη έχουμε ακούσει υπερβολική παπαρολογία, αλλά πάλι ειλικρινής είναι ο άνθρωπος.
Η τελευταία παράγραφός σου συνοψίζει ωραία και νηφάλια όλη τη διαμάχη και τη δική μου θέση, επίσης.
τα 10 χρόνια κομμάτια παραμένει η κασέτα που έχω ακούσει περισσότερες φορές στη ζωή μου. Αν και στο σπίτι κυριαρχούσε ο θεοδωράκης (και η Αλεξίου) μόλις πρωτάκουσα Σαββό μου φάνηκε ότι ακούω κάτι πολύ νέο κάτι πολύ διαφορετικό κάτι που χτυπάει κατευθείαν στο ψαχνό. Και μιλάμε για 90’s. Η απογοήτευση απ’ τη στάση του σε ένα σωρό ζητήματα δεν μπόρεσε να μειώσει στο ελάχιστο την έκπληξή μου κάθε φορά που ανακάλυπτα άλλον εναν δίσκο του, στα οικογενειακά συρτάρια. Αυτό δε συμβαίνει συχνά.
νομίζω ο Αρανίτσης το λέει πολύ ωραία «Αν με απωθούν οι αισιόδοξες δηλώσεις του (..) ξέρω ότι η μουσική του μιλάει ερήμην των συνθηκών που ευνοούν τη συναίνεση και ότι η φωνή του παραμένει αυτό το μαγικό εργαλείο διά του οποίου μια μυστηριώδης συμφιλίωση των αντιθέτων λαβαίνει χώρα σ’ ένα αθέατο υπόστρωμα ψυχικής και πολιτικής αναζήτησης».
ωραίος δύτη.
υγ. και νομίζω στο σαββό έχουμε & μια εξαιρετική ακροβασία μεταξύ δύσης – ανατολής.
Είπα κι εγώ, βυτίο, έκανες την παραγγελιά (και περιμέναν καθισμένοι / και τα ηχεία το αναγγείλαν) και μετά χάθηκες; 🙂
Δεν ξέρω τι να προσθέσω, προσυπογράφω. Τόξερα ότι ο σχολιασμός θα ξεπερνούσε την αρχική ανάρτηση (μην παρεξηγηθείτε οι υπόλοιποι, αναφέρομαι σε όλα τα σχόλια!)
Είμαι λίγο μεγαλύτερος απο τους μεγαλύτερους εδώ και λίγο μικρότερος από την γενιά του Σαββόπουλου.
Εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχω καταλήξει οτι άλλο το έργο και άλλο ο δημιουργός.
Για παράδειγμα ο Σαλβαδόρ Νταλί : Κοιτώντας τους πίνακές του, καταλαβαίνεις ότι είναι έργα συνειδητά ιδεολόγου φασίστα, όπως αυτός δήλωνε ότι ήταν;
Έτσι, ξεκομμένα από τον καλλιτέχνη, πρέπει να βλέπουμε και τα έργα του Σαββόπουλου και σε επέκταση του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη και όλων των καλλιτεχνών.
Μπορεί ο άνθρωπος να με ενόχλησε (ο Σαββόπουλος για πολλά όπως γιατί υποστήριξε την δεξιά το 1989, ο Χατζιδάκις γιατί δήλωνε δεξιός, ο Θεοδωράκης γιατί έλεγε ότι στην Ελλάδα νοιώθει υπερωκεάνιο στην λίμνη των Ιωαννίνων, που μπορεί έτσι να ήταν αλλά δεν έπρεπε να το λέει για τον εαυτό του) η μουσική τους όμως με έχει σημαδέψει.
Δείτε στον «Έφηβο» ένα προπέρσινο post. Διαβάστε και τα σχόλια στα οποία συμμετέχω σαν “Καναλιώτης” και αν χρειαστεί θα επανέλθω.
http://efhbos.wordpress.com/2008/11/05/prevert/
….
σε ότι αφορά τα δύσκολα ακόρντα (συγχορδίες), για αυτούς που γνωρίζουν την jazz, δεν έχει νόημα η κουβέντα.
Είναι συγχορδίες που τις έχουμε δει πολλές φορές σε πολλά κομμάτια στην jazz.
Kanali καλώς ήρθες! Λίγο-πολύ δεν διαφωνούμε. Εμένα δεν με ενοχλεί ότι ο Χατζιδάκις δήλωνε δεξιός, αν θες ήταν και συνεπής στην τάξη του. Το είχα ξαναδεί το ποστ στον «Έφηβο», και η αλήθεια είναι -να μην το πω;- ότι μου έκανε εντυπωση η επιθετικότητα σε κάποια σχόλια (όχι στα δικά σου). Θέλω να πω, ότι το «Ήλιε αρχηγέ» είναι διασκευή ποιήματος του Πρεβέρ ήταν γνωστό έτσι κι αλλιώς, το έχει πει κι ο ίδιος ο Σ. αν όχι στο εξώφυλλο του δίσκου σίγουρα σε τοτινές συνεντεύξεις του.
Για τις συγχορδίες, είπα, οι μουσικές μου γνώσεις κάπου εδώ τελειώνουν, οπότε πάω πάσο!
Διαμαντάκι αυτό το ποστ, Δύτη. Από την πρώτη λέξη του κειμένου σου μέχρι την τελεία των σχολίων. Κανονικό εγκυκλοπαιδικό κομμάτι!
Τι ωραίο ποστ!
Στα πολιτικά συμφωνώ με τον Καναλιώτη.
Το Φορτηγό το ακούγαμε στο σπίτι σε βινύλιο, το είχε χαρίσει ο θείος μου στον πατέρα μου το 1968, θυμάμαι. Η γιαγιά μου το είχε αντιπαθήσει, γι’ αυτό όταν ερχόταν να κοιμηθεί μαζί μας έβαζα τη Ζωζώ ή το Δέντρο που την αγρίευαν, για να την πειράξω. Βγάλτον τον βρυκόλακα κακοχρονονάχεις, μούλεγε.
Θεώρημα και Νίκο, 😳
Εμένα πάντως, θα το ξαναπώ, το ποστ μου φαίνεται κακογραμμένο και πρόχειρο. Όλα τα λεφτά είναι στα σχόλια.
Νίκο, μ’άρεσε αυτό με το βρυκόλακα! υποτίθεται ότι ο Σ. τραγουδούσε στην οντισιόν της Λύρας τη «Μαϊμού» και έτρεχαν οι τεχνικοί να δουν τι έγινε.
πάντως επειδή η συζήτηση όλο πάει σ’ αυτό το δίπολο καλλιτέχνης – έργο, σκέφτομαι πως δεν είμαστε το ίδιο αυστηροί με τους συμβιβασμούς των ανθρώπων γενικά όσο με των καλλιτεχνών. Περιμένουμε περισσότερα μάλλον; έχουν οι καλλιτέχνες εξ’ ορισμού μεγαλύτερη ευθύνη; πιστεύουμε ότι οι πνευματικοί άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν μεγαλύτερες αντιστάσεις; τεσπα.
Για να αυτοαναιρεθώ, αχώνευτη σκηνή: αγκαλιά Σαββό, Ζουράρης, Λυκουρέζος (έλεος) να τραγουδάνε στη σκηνή
«Εμείς, του ’60 οι εκδρομείς,
(..) μα κι απ’ το καθεστώς
αμόλυντοι ευτυχώς, εμείς».
(δύτη είπαμε παρακολουθώ συνήθως σιωπηλά, οι υπόλοιποι σχολιαστές προσθέτουν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. )
Ποτέ δεν έχω διαβάσει κάπου να λέει ο Σαββόπουλος οτι το «Ήλιε αρχηγέ» είναι του Πρεβέρ και σίγουρα δεν το γράφει πάνω στον δίσκο. Αν το είχε πει, κάπου θα το είχα πετύχει και δεν θα έμενα άναυδος όταν έπεσα πάνω στο ποίημα.
Βέβαια είχε πει ότι έχει επιρροές από τον Πρεβέρ, όπως άλλωστε και εγώ έχω από τον Μάρξ αλλά δεν διεκδικώ το «κομμουνιστικό μανιφέστο». 🙂
Με τον Χατζιδάκι δεν με θύμωνε ότι δήλωνε δεξιός αλλά το ό, τι ενώ δήλωνε δεξιός ήταν από τους πλέον ελευθεριακούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει σχεδόν αναρχικός. Θύμωνα, λοιπόν, γιατί για έναν τέτοιο άνθρωπο, καμάρωνε η δεξιά. Τον ήθελα δικό μου (όπως και στην ουσία ήταν).
Αυτά όλα, και επιπλέον στους «καλλιτέχνες» ή «πνευματικούς ανθρώπους» ή τέλος πάντων όσους έχουν δημόσιο λόγο η όποια μεταστροφή ή συμβιβασμός φαίνεται πολύ περισσότερο, κάνει μπαμ -ενώ όταν εμείς οι κοινοί θνητοί αλλάζουμε, γίνεται ανεπαίσθητα. Μετά από καιρό μόνο κοιτώντας πίσω μπορούμε να διακρίνουμε τις αλλαγές.
Η σκηνή όμως με Ζουράρι και Λυκουρέζο όντως αχώνευτη, χειρότερα απ’ την τούρτα. Το γράφει και ο Γιάννης Χάρης στο λινκ του Head, παραπάνω. Απ’ την άλλη, έχω δει παρόμοιες σκηνές και στη μπλογκόσφαιρα, με μπλόγκερ άξιους κάθε εκτίμησης (από τη μια τουλάχιστον πλευρά), ο νοών νοείτω.
Το προηγούμενο πήγαινε στο βυτίο, Καναλιώτη δυστυχώς δεν προλαβαίνω να απαντήσω τώρα… προμηνύεται δύσκολο απόγευμα και κουραστικό βράδυ! 😦
Δύτη, κακή φάμπρικα ξεκίνησες: Πρέπει όλοι να ανταποκριθούμε στις κακοφορμισμένες υποσχέσεις μας; Ωχ!
Καθώς περνάει ο καιρός και οι παλιές γενιές περνάνε στο περιθώριο και η αξία των παλιών ειδώλων θα φανεί καλλίτερα. Περνώντας η συναισθηματική ταύτιση, θα φανεί η βαθύτερη βιωματική σχέση. Νομίζω ότι επενδύσαμε πάνω τους περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν να αποδώσουν. Και, όπως φαίνεται από την περίπτωση Σαββόπουλου, πιθανόν να επένδυσαν κι αυτοί πολλά στον εαυτο τους και το ταλέντο τους. Εντάξει, ενοχλητική η παρουσία της Καλομοίρας στο Ηρώδιο -εγώ προσωπικά βρίσκω πιο ενοχλητικό το παιχνιδάκι αυτοδικαίωσης που έπαιξε φέτος τα Χριστούγεννα-, αλλά το πραγματικά τρομακτικό είναι η αμηχανία του σε σχέση με τον χρόνο που περνάει, την χαμένη έμπνευση, το αναμάσημα παλιών ιδεολογημάτων και ιστοριών.
Κι επειδή το ανέφερες: Περπατούσα στην πόλη μου παραμονές του Πάσχα. Και ήταν νύχτα κι έκανε κρύο και όλα ήταν υγρά κι έσταζαν και τα λόγια και οι μουσικές μου ήρθαν αυτόματα στο μυαλό: Όταν την πόρτα σου χτυπήσω κάποια μέρα / τα παγωμένα θα κατέβεις τα σκαλιά / να θυμηθούμε λίγο – λίγο τα παλιά / που γίναν στάχτη και καπνός μες τον αέρα… Ναι, εγώ θα επέλεγα τον Χατζιδάκι. Νομίζω ότι, με διαφορετικό, αλλά παρόμοιο τρόπο, έγραψε λαϊκά τραγούδια, σαν τον Μάρκο Βαμβακάρη εκφράζει κάτι καθολικότερο. Ο Σαββόπουλος παραμένει η φωνή της γενιάς του.
Λοιπόν, τώρα, ελπίζω να μην γράψω αρλούμπες από την κούραση.
Κανάλι, εντάξει, μπορεί να μην το είχε πει, κι εγώ δεν είμαι βέβαιος. Πάντως θυμάμαι ότι το ότι το «Ηλιε ‘Ηλιε» είναι διασκευή από Πρεβέρ το ήξερα εδώ και αρκετά χρόνια. Δεν ξέρω, ενδεχομένως να του την είπανε ΄στο Φορτηγό γιαυτό και στους επόμενους δίσκους του ή στα βιβλία με τους στίχους πολύ προσεκτικά σημειώνει όσους στίχους είναι παρμένοι πχ από τον Ασλάνογλου ή τον Βασιλικό ή τον Εγγονόπουλο. Το άλλο που λες το καταλαβαίνω, βέβαια, αλλά μου φαίνεται λίγο παγίδα. Θέλω να πω, προφανώς ο καθένας μας θέλει τα είδωλά του (ή τέλος πάντων, όσους θαυμάζει για τον άλφα ή βήτα λόγο) δικά του. Αντίστροφα, εκείνοι μας θέλουν δικούς τους, ακόλουθους πιστούς: φαύλος κύκλος. Λες και είναι αδύνατον να διαλεχθούμε επί ίσοις όροις. Αν είναι έτσι, βαριά η καλλιτεχνική, πολύ βαριά!
Φώτη, έλεγα κι εγώ πώς δεν εμφανίστηκες! Συμφωνώ για την αυτοδικαίωση, τα είχαμε πει και στά μέρη σου τότε. Η αμηχανία και η χαμένη έμπνευση, δεν ξέρω αν είναι τρομαχτικά για μας -θέλω να πω, η κοινή μοίρα έτσι είναι συνήθως- αλλά για κείνον πρέπει να είναι ώρες-ώρες.
Το άλλο: χμ, σε τέτοιες στιγμές κι εγώ παλαντζάρω μεταξύ Διονύση, Μάνου και Μάρκου (η σειρά αλφαβητική)· για μάλλον προσωπικούς λόγους (επειδή έτσι έτυχε να μεγαλώσω την κρίσιμη δεκαετία των είκοσι χρόνων) θα μούρθει στο μυαλό πρώτος ο Διονύσης. Οπότε, πρώτον, θα συμφωνούσα για το καθολικότερο των ΜΜ και το της γενιάς του Σ., αλλά δεύτερον, εγώ δεν ανήκω στη γενιά του, τριάντα χρονάκια με περνάει (εικοσιεννιά μάλλον), οπότε; Και θα προχωρήσω λίγο παραπέρα: δεν έχεις την αίσθηση -ακόμα και από τα σχόλια εδώ- ότι θυμωμένη με τον Διονύση είναι ακριβώς η γενιά του, ενώ εμείς οι νεότεροι είμαστε πιο διατεθειμένοι να συγχωρήσουμε τις αστοχίες του; Ερώτηση προς όλους, αυτή (κάτι έγραψα σχετικό και λίγο παραπάνω).
Πολύ σωστή παρατήρηση. Θα επέμενα και νωρίτερα στην κουβέντα στην εικόνα του φωτογενούς παππού με τα καλά του και τα στραβά του, την οποία -πάλι σωστά- έβαλες στην αναρχική ανάρτηση, αλλά φοβήθηκα την κατακραυγή των μεγαλυτέρων. 🙂
Δεν έχω στο μυαλό μου τόσο την πατρική φιγούρα, όσο την -ταύτιση να το πω; πιο άμεση σχέση να το πω; που έχει κανείς με κάποιον της δικής του γενιάς, όχι αναγκαστικά ηλικιακά: όταν βλέπεις το έργο εν τω γίγνεσθαι ας πούμε, με αποτελεσμα να αρχίσεις κάποια στιγμή να απογοητεύεσαι. Και επίσης, πιο εύκολα συγκρίνεις την πορεία (των ιδεών ή της προσωπικής παρουσίας) ενός λίγο-πολύ συνομήλικου με τη δική σου αντίστοιχα, ή με το πώς τέλος πάντων προσλαμβάνεις τη δική σου πορεία. Για παράδειγμα, εγώ απογοητεύτηκα (εντάξει, όχι τραγικά) από το μισό «Διάφανο» και το «Σαμάνο» του Παπακωνσταντίνου, ενώ νομίζω ότι η κόρη μου π.χ. (αν επιλέξει να της αρέσει) θα δει πιο συνολικά το έργο του.
Κοίτα να δεις, τα βρήκαμε για τον Σαββόπουλο, θα τα χαλάσουμε για τον Παπακωνσταντίνου (για τον Διάφανο· για τον Σαμάνο δεν διαφωνώ). Όχι τίποτε άλλο, είναι και υποχρεωτικό άκουσμα στα ταξίδια -κυρίως λόγω του γιου μου, που από τα 4 του δεν διανοείται μακρινό ταξίδι χωρίς αυτό. Χμμ, τώρα καταστρέφω το επιχείρημά μου για το χάσμα γενεών, ε; 🙂
Τα τρία πρώτα τραγούδια (Διάφανος, Στην Αμερική, Περσεφόνη) στέκονται στο ύψος τους, νομίζω, τα άλλα λίγο σαν να βιάστηκε να τα μαζέψει σε ένα δίσκο. Δεν επιμένω· για να μην ξεφύγουμε, μπορούμε να συνεχίσουμε την κουβέντα στο ειδικό νήμα περί ελληνικού τραγουδιού: https://dytistonniptiron.wordpress.com/2010/01/07/23kokkinafwta/
Μα τι έπαθα; πρώτη φορά κάνω redirecting σε νήμα… 🙂
Βρε κόλλημα με τον παππού!
>εγώ απογοητεύτηκα (εντάξει, όχι τραγικά)
Φαντάζομαι αισθητικά. Το πρόβλημα όμως με το Σαββό. είναι οτι η περίοδος της παρακμής συμπίπτει με τις ιδεολογικές του κωλοτούμπες.
Αυτό είναι ίσως η καρδιά του (όποιου) προβλήματος…
Κρατιέμαι, κρατιέμαι, αλλά δεν μπορώ. Πολύ βιωματικό το θέμα σου, σ’ ευχαριστώ, ω Δύτα.
Δεν χρησιμοποίησα πολύ το «βιωματικός», άρα δικαιούμαι να πω ότι με τον καλλιτέχνη έχω πολύ βιωματική σχέση.
Η φωνή του στο ραδιόφωνο κάτι μού έκανε από μικρό παιδί. Μετά τον ξέχασα και τον ξαναβρήκα στην εφηβεία, τον ανακάλυψα σαν Ελντοράντο ένα πράμα. Είχε ήδη βγάλει τα τραπεζάκια του έξω κι εγώ έναν έναν χωριστά αγόραζα τους δίσκους του ξεκινώντας από το Φορτηγό (όχι ψέματα εκείνον τον αντέγραψα σε κασέτα) και τους έλιωνα στο πικάπ. Τρέλα μιλάμε. Όταν διάβαζα για πανελλήνιες, μετέφραζα τα τραγούδια του Φορτηγού στ Αρχαία. Και αφού έδωσα το μάθημα, το «Άγγελος Εξάγγελος» έβαλα στο πικάπ (είχε πέσει και θέμα σχετικό!!). Και μετά, πρωτοετής φοιτητής, έλεγα ότι, αν δεν είχα την πετριά με τα γλωσσολογικά, θα ήθελα να κάνω διδακτορικό στην ποίηση του Σαββόπουλου. Μετά όμως είδα κάτι πολύ κακόγουστο επ’ αυτού και κρύωσα.
Θα πω και για το χάσμα με τη γενιά των συνομηλίκων του Σαββό, διότι εμένα όχι μόνο δεν με χάλαγαν τα διάφορα «προδοτικά» που άρχιζε τότε να κάνει, αλλά αντίθετα με διασκέδαζαν περισσότερο. Καθώς είχα άχτι τους ψευτόμαγκες της Μεταπολίτευσης και τους τότε «προοδευτικούς» με τις βεβαιότητές τους, το διασκέδαζα πολύ που ερχόταν ο Σαββό και τους τα ανέτρεπε όλα και τους έκανε να βγάζουν καντίλες.
Πίστευα ότι κατά βάθος ήταν ο ίδιος, ανατρεπτικός, αριστοφανικός (πλάι στον επικό Θεοδωράκη και στον λυρικοελεγειακό Χατζιδάκι) κι ότι ως ένα έπρεπε να τον βλέπεις, από το Φορτηγό μέχρι τα καμώματά του στην εκπομπή του στην ΕΡΤ.
Αυτό που με έκανε να μην μπορώ να τον παρακολουθώ από ‘κει και πέρα δεν ήταν οι απόψεις που εξέφραζε καθαυτές. Ήταν το κιτς που τις συνόδευε. Μια κακή αισθητική παντού. Γεμάτος καλή προαίρεση είχα πάρει το Κούρεμα και καθόλου δεν με ενοχλούσε που είχε τραγούδι για το Μητσοτάκη. Εκείνο που κρύωσε τον ενθουσιασμό μου ήταν ο κιτς διδακτισμός του, οι ανέμπνευστοι στίχοι. Όλα τραβηγμένα απ τα μαλλιά, για να περάσει το μήνυμα που είχε προαποφασίσει να περάσει, το ίδιο και με τις νεορθόδοξες διδαχές του σε επόμενα τραγούδια. Και το κιτς τελειωμό δεν είχε. Στις εμφανίσεις του με τον Πάριο, στις μπουρδολογίες του από τηλεοράσεως, στα δημοσιοσχεσίτικά του, στις στρατιωτικές συναυλίες του και μετά όταν έβγαινε να απαλύνει τις εντυπώσεις που δημιουργούσε ο φαντάρος που δήλωνε ότι τους πήγαν υποχρεωτικά όλους να παρακολουθήσουν τη συναυλία. Χάλια μαύρα δηλαδή. Όχι ότι μετά σταμάτησα ν ακούω τα τραγούδια που ‘χα αγαπήσει αλλά ο ίδιος ο Σαββό δεν ήταν για μένα πια σταρ. Ούτε καν κριθάρ! Ούτε ψωμί από βρώμη!
Μ’ άρεσε το σχόλιο του Κ2 για τις σαχλαμάρες της εποχής μας και πώς περνούν και στο έργο του καλλιτέχνη. Μου θύμισε πόση ανάγκη έχω κι εγώ από πλαίσιο (κι ας μην είμαι τραγουδοποιός) και πόσο υποφέρω κατά καιρούς στη σκέψη ότι πολύ κωλοεποχή μού έτυχε.
Ουφ, δεν τα ‘πα όλα! Δεν ξαλάφρωσα!
Πουλάκι μου, ξέροντας αυτό για το διδακτορικό, απορώ πώς κρατήθηκες.
Η εμπάθειά σου όμως για τους προοδευτικούς σε τύφλωνε και δεν κατάλαβες οτι αυτές οι απόψεις στο στόμα του Σαββό. ήταν κάλπικες και κιτς.
Δεν διαβασα τα σχόλια των υπολοίπων. (Θα το κάνω σε πρώτη ευκαιρία). Εγω απο τον Σ. κρατάω πρώτα….τον Βαφειάδη (Καθηγητή στο Ε Γυμνάσιο θεσσαλονίκης-τον μνημονεύει στους Αχαρνης) φανατικο Αρειανο (ποδοσφαιρικά εννοώ) που κατανάλωνε τις ώρες του σε ποδοσφαιρκές συζητήσεις (Λογική θυμάμαι μας έκανε-σαχλαμάρες δηλ), οπότε ήταν μοιραίο να συζητάμε για ποδόσφαιρο 🙂 Και κατι αλλο που είπε ο Δ.Σ. σε μια συνέντευξη του, που σε ενα βαθμό ισχύει και για μένα.
Οποιος περπατούσε στους παλιούς χωματινους δρόμους της θεσσαλονίκης, παρ όλο που ήξερε απ έξω τις λακκούδες τους, σκονταφτε πάντα στα ίδια σημεία. Αυτό γινόταν ακόμη και όταν στρώθηκα όλοι οι δρόμοι με άσφαλτο. Οι λακκουβες είχαν στοιχειώσει.
Μαρία, να βγάλουμε τις εμπάθειές μας, να τις μετρήσουμε 🙂
Όχι, το «εμπάθεια» δεν το δέχομαι. Δεν θα πω εμπάθεια την αποστροφή για κάτι άσχημο που τείνει να γίνει καθεστώς. Λέω άσχημο για το συνδυασμό βολέματος με κούφια (και αδικιολόγητη, όπως φάνταζε τότε) επαναστατικότητα και καθεστώς για τον τρόπο που ασκούσαν την επιρροή τους στο χώρο του πολιτισμού, άλλωστε ο Καραμνλής με τα κόλπα τα έξυπνα που έμαθε στα Παρίσια φρόντισε να τους παραχωρήσει το χώρο του πολιτισμού σαν προνομιακό για να εκτονώνονται και να φθείρονται σιγά σιγά με την επαφή τους με το επίσημο κράτος.
Καλώς τον Ηλεφού! χαίρομαι που τα σαββοπουλικά μου σε ώθησαν να βγεις από την βλόγειο νάρκη. 🙂 Ναι, δεν θα αρνηθώ το κιτς της δεκαετίας του ’90. Έχω την εντύπωση ότι την τελευταία δεκαετία, όμως, κάπως άνέκαμψε. Όχι βέβαια στα επίπεδα των προηγούμενων.
espectador, ωραίο αυτό με τις λακούβες, το θυμάμαι κι εγώ (που το διάβαζα, εννοώ). Κατά τον Σ., ωστόσο, ο Βαφειάδης του έμαθε αρχαία τόσο καλά που μετέφρασε-διασκεύασε μόνος του τους Αχαρνής.
Καλημέρα Δύτη!
Διάβασα την ανάρτηση σου αυτή κάμποσες φορές και κάθε φορά που επιχειρούσα να γράψω κάτι σχετικό άλλαζα διαμετρικά γνώμη-μας μπέρδεψες για τα καλά αυτή τη φορά!
Τέλος πάντων, βρήκα τυχαία αυτό το βίντεο σήμερα και σε σκέφτηκα. Enjoy!
Έμπαινε Χάρρυ, που έλεγε κι ο Λουκιανός!
Ο Σ. έπαιζε και σε μια από τις δυο μεγάλου μήκους του Χ.Κ., το Αλαλούμ νομίζω, στο ρόλο του βομβιστή. Το είχα πετύχει τυχαία στη Λήμνο.
Τρέξιμο και μεγάλο άγχος με κράτησε -με κρατάει, δηλαδή- έξω από την κουβέντα σας και συγγνώμη (απολογούμαι, που λένε κι εδώ στην Κύπρο).
Θίγεις ένα ωραίο θέμα: Ποια γενιά θύμωσε με τον Σαββόπουλο και ποιοι δεν τον συγχωρούν για τα όσα υποστήριζε στις αρχές του ’90;
Νομίζω ένα κομμάτι της γενιάς του, όχι όλη. Είμαστε συνομίλικοι, αλλά εγώ έζησα εκείνη την περίοδο από άλλη γωνιά και σας διαβεβαιώνω ότι ένα μεγάλο κομμάτι της γενιάς του ταυτιζόταν απολύτως με τις επιλογές του. Επιλογές που, για όποιον τον παρακολουθούσε από πιο κοντά, δεν τον εξέπληταν: Πρόχειρα θυμάμαι συνεντεύξεις του και άρθρα στην «Σύναξη» του Γουνελά, την ομιλία του στο συμπόσιο που είχε γίνει για το πολυτονικό -ακόμα και στο «Ζήτω» χρησιμοποίησε πολυτονικό τουλάχιστον για μια φορά- τα όσα έλεγε στα εορταστικά για Χριστούγεννα και Πάσχα που ετοίμαζε στην κρατική τηλεόραση. Ακόμα και τα «Τραπεζάκια έξω», οι άνθρωποι εκείνου του ιδεολογικού ρεύματος, οι νεοορθόδοξοι, «δικά τους» τα θεωρούν και μάλλον έτσι είναι, δηλαδή.
Για να το συμμαζέψω: Η ιδεολογική πορεία του Σαββόπουλου είναι κοινή / παρόμοια με ένα μεγάλο κομμάτι της γενιάς του -ακόμα και ο Ντίλαν ανακάλυψε τον Θεό και τραγούδησε μπροστά στον Πάπα με φράκο, ας μην το ξεχνάμε. Κάποιοι συνομιλικοί του ταυτίστηκαν μαζί του και στα ύστερα χρόνια, κάποιοι δεν του συγχώρησαν την αλλαγή -ας μην γελιόμαστε: Οι περισσότεροι, πενηντάρηδες και πια, είχαν σταματήσει να ασχολούνται και να αγοράζουν δίσκους. Δίσκους αγοράζουν και παθιάζονται με την τέχνη οι εικοσάρηδες -εγώ, εσύ, οι άλλοι φίλοι. Εμείς, μπορεί να είχαμε τον απόηχο από τα παλιά του, αλλά το «Κούρεμα» ήταν ο πρώτος του δίσκος που αγοράσαμε. Αυτόν τον Σαββόπουλο γνωρίσαμε – δεν υπήρχε λόγος να του κρατήσουμε κακία, να μην τον συγχωρήσουμε για κάτι.
Τώρα εγώ δεν προλαβαίνω να γράψω περισσότερα! Λέω κι εγώ ότι υπάρχει ένα κοινό νήμα στην όλη πορεία του, και παρέπεμψα στη «Μαύρη Θάλασσα»· και πράγματι συνόδεψε ένα κομμάτι της γενιάς του, πόσο μεγάλο δεν ξέρω (αλλά πάλι, πόσο μπορούμε να γενικεύουμε τέτοιες κουβέντες;). Προσωπικά πάντως, το «Κούρεμα» δεν το αγόρασα, στην πραγματικότητα δεν αγόρασα κανένα δίσκο -κάποια στιγμή που αποφάσισα να τα αποκτήσω σε σιντί, πήρα έναν τόμο-συνοδεία με «τον Σαββόπουλο στη Λύρα» μαζί με ένα πάκο φωτογραφίες και συνεντεύξεις, που πουλιόταν τότε σε τηλεπωλήσεις (!). Μια και μετά τα «Τραπεζάκια Έξω» πρέπει να άλλαξε εταιρεία, εξακολουθώ λοιπόν να μην έχω το «Κούρεμα» ή τον «Χρονοποιό». Το «Μην πετάξεις τίποτα» το είχα κι αυτό σε κασέτα, αλλά πέρα από δυο-τρία τραγούδια δεν μου πολυάρεσε.
Περιμένω τώρα και τον Γρηγόρη, που χρειάζεται ειδική πρόσκληση! 🙂
Όχι, δεν ήθελα ειδική πρόσκληση, χρόνο ήθελα κι εγώ…
Για το αν είναι καλός ή κακός τραγουδοποιός, έκλεψε ή πρωτοτύπησε, καθώς συνεχίζει να ακούγεται ακόμα κι αυτό κάτι σημαίνει.
Ωραία, λοιπόν, ο Σαβ. έκανε όλη αυτή τη στροφή / κωλοτούμπα/ αλλαγή / μετάλλαξη (ανάλογα από ποια σκοπιά το βλέπει και το ερμηνεύει κανείς). Δεν είχε και δεν έχει το δικαίωμα; Μήπως ήταν ή θέλησε να είναι ο αρχηγός κάποιας πολιτικής ομάδας και άλλαξε γραμμή πλεύσης καταπατώντας καταστατικό, δίχως να συνέλθει έκτακτο συνέδριο ή αγνόησε της αποφάσεις κάποιας κεντρικής επιτροπής, γραμματείας (και ό,τι άλλο συμπληρώστε).
Νομίζω πως έχει δίκιο όταν λέει:
Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
μα ούτε και στους μεγάλους.
Πάει καιρός που έχω μάθει ξαφνικά,
πως είμαι ασκημοπαπαγάλος.
Πώς να τα κρύψεις όλα αυτά….
Ε;! Αυτό ήταν όλο;;!!;;
Ετοιμάζομαι για τα θεσσαλικά ενδότερα, γιαυτό.
Νομιζω οτι αδικα παιδευομαστε. Εμεις οι μεγαλυτεροι ακουμπησαμε με μεγαλη ευκολια εκεινη την δυσκολη εποχη σε τετοιες φωνες σαν του Σ. Παραλληλα με τα χατζηδακια και θοδωρακια μηκε και ο δικος του λογος-πρωτα αυτος-στην αδιαμορφωτη ακομη αποψη μας για τον κοσμο. Μας βοηθησε να τον καταλαβουμε? Αλλους ναι αλλους λιγοτερο. Εξαλλου δεν ξερω αν ειναι αυτος ο σκοπος ενος που βγαινει στο κλαρι και λεει πεντε πραγματα , καινουρια , με καινουριο τροπο.
Ε και μετα ο κοσμος αλλαζε γυρω-γυρω. Βγηκαν κι αλλες φωνες και διεκδικησαν το δικο τους μεριδιο. Ο Νιονιος «ανακαλυψε» κι αυτος καποιες ριζες που ξεριζωνονταν οριστικα, ουτοπιες που εγιναν αυταπατες, μπηκε και η εικονα στην ζωη μας και νατα τα καινουρια μαντατα! Μην βασανιζεστε…για ολους εχει το μαγαζι. Για μενα πια ειναι ξεπερασμενος. Στα 65 μου ανακαλυπτω και ακουω καινουρια πραγματα, η φωνη του μου θυμιζει πια τον παλιο τελαλη στο χωριο. Παλια ξυνα σταφυλια. Τα βινυλια στο χρονοντουλαπο της ιστοριας. Ο τουπές του(εδω χρειαζεται τονος :)) παλιομοδιτικος. Η γλωσσα του θυμιζει δημοδιδασκαλο.
Ο Νιονιος ανηκει πια μονο στην…Ασπα 🙂
espectador, εξαιρετικό σχόλιο -με συγκίνησε, για κάποιο λόγο.
Στην οδό Βουλής στη Ρουλότα γνώρισα δύο καλλιτέχνες. Τον Κώστα Χατζή και το Νιόνιο. Εκείνοι τραγουδούσαν και εμείς τρώγαμε τραχανά. Αυτές οι εποχές μοιάζουν να βρίσκονται σε ένα παράλληλο σύμπαν. Μετά ο Πατσιφάς πρότεινε σε όλους τους φίλους και τους γνωστους το Φορτηγό. Λίγο μετά -όπως μεταφέρει φίλος- στη Μπουμπουλίνας τραγουδούσε την Κυρία Μάνου και τον Αντύπα.
Μετά, μετά, μετά…Κάποιοι σε αυτή την πορεία επένδυσαν πολλά πάνω του, κάποιοι άλλοι κράτησαν τις αποστάσεις τους. Δεν ξέρω ποιοί είναι οι πραγματικά κερδισμένοι και ποιοί οι χαμένοι.
Έχω αυτή τη στιγμή την αίσθηση πως ο ίδιος ο Νιόνιος -μάλλον ασυνείδητα- είχε περιγράψει την πορεία του σε μια φράση του τραγουδιού του 1967, εξ ου και το προσαρτώ:
Αγαπητε Αλφρεδο γμτ την εκανες την ζημια 🙂 Στα καλα καθουμενα, ακουγοντας την…προσαρτηση σου, νατο το φιδακι ο Διαμαντης-που νομιζα οτι με ειχε εγκαταλειψει οριστικα. Νασαι καλα!
Δυτη σ ευχαριστω!
Κι όποιος αδερφός δε συμφωνεί / ας έρθει κι ας μου δώσει ένα φιλί (αλλιώς το παραφράζαμε με τον συγκάτοικό μου, θυμάμαι). Για ποιο Διαμαντή λέτε, το γνωστό φιδάκι της Αιόλου;
Μ’ άρεσε η (τυχαία;) επιλογή της εκτέλεσης του ’89 (ή ’90;) γιατί στις συναυλίες εκείνες συμμετείχε και η Λένα Πλάτωνος. Δεν είχα μπορέσει να πάω, όμως, θυμάμαι.
Συμπληρώνω: ούτε το είχα επιδιώξει πολύ, η μανία μου ήρθε ένα-δυο χρόνια αργότερα.
Δυτη, πολυ συνοπτικα η αποψη μου: Δεν μ’ αρεσει ο Σ. απο τοτε που εβγαλε τα τραπεζακια εξω. Μια χαρα ηταν με τα τραπεζακια μεσα! 😛
Μην ακούω βλακείες.
Είναι σαν να λέει κάποιος οτι «η Φίφη ήταν πανέμορφη γυναίκα, έκανε καταπληκτικό έρωτα και είχε καταπληκτικό μυαλό αλλά όσο ήταν με μένα. Από την στιγμή που χωρίσαμε έγινε μια μαλάκω και μισή». Εγώ τις παλιές μου αγάπες (και ας μαλακεύουν για μένα) τις αγαπώ, για αυτό που ήταν και για αυτό που μου έδωσαν.
Άκουσα με ευλάβεια μια συναυλία του κ. Σαββόπουλου στην Κέρκυρα με το παιδί μου πριν 4 χρόνια. Επίσης από τις πολύ καλές μου εμπειρίες ήταν πρόσφατα ο ήχος που άκουσα στην παράσταση με το όνομα «Πυρήνας» με τους Σταύρο Λάντσια και τον Γιώτη Κιουρτσόγλου.
Μια και έγινε κουβέντα για συγχορδίες και τεχνική, να ένα πολύ καλό παράδειγμα καλής τεχνικής
καλή διασκέδαση 🙂
Βουλάγξ, νομίζω κανείς δεν θα αρνηθεί ότι εκεί κάπου αρχίζει η κάμψη, και μιλάω κυρίως για το χάσιμο της ορμής στη σύνθεση και τη στιχουργία, όχι για τα ιδεολογικά.
Κανάλι, προς στιγμήν σκέφτηκα ότι ήμασταν στην ίδια συναυλία. Και γω στην Κέρκυρα, με το παιδί μου… αλλά πριν 8 χρόνια.
(άντε μελαγχολήσαμε πάλι)
Δικέ μου,
στην ίδια συναυλία ήμασταν. Πριν 8 (ή 9 χρόνια) ήταν. Πως περνάνε τα χρόνια!!!.
Μέσα στο παλαιό φρούριο. Όταν το ρολόι του καμπαναριού κτύπησε δώδεκα και ο Σαββόπουλος το «ένταξε» στο κομμάτι που έπαιζαν.
Μικρός ο κόσμος…
Κανάλι, !!! τι να πω! Παρεμπιπτόντως, είσαι ακόμα Κέρκυρα; Εγώ έφυγα πριν από πέντε χρόνια…
Ωραία η εκτέλεση του κιθαρίστα. Αλλά θα με συμπαθάς αν προτιμήσω την πιο άτεχνη: 🙂
Κέρκυρα μόνο κάθε Αύγουστο, δυστυχώς.
Παρεμπλιμπλίκι, από έναν άλλο Κερκυραίο περιμένω κάτι μπινελίκια εδώ, πούν’τος;
Ο Φίφης ήταν κούκλος κλπ αλλά μόλις άρχισε να γίνεται μαλάκας τον χώρισα. Πάντα τέτοιος ήταν,«κωλόπαιδο», είπε ο Μπουκάν, που υποσχέθηκε οτι θα περάσει…
Όλο υποσχέσεις… Έχω τον πειρασμό να συνεχίσω την παρομοίωση («…μαλάκας ξεμαλάκας όμως, …»), αλλά θα αντισταθώ!
Μπορεί να περάσει όταν το ρολόι σημάνει μεσάνυχτα. Έχει πλάκα να βρισκόταν κι αυτός στην Κέρκυρα την ίδια εποχή. Τι μήνας ήταν;
Για συνέχισε, αν δεν έχεις να κάνεις κάτι πιο σοβαρό:-)
καλοκαίρι, πιστεύω. Ιούλιος, Αύγουστος, άντε και Σεπτέμβριος του ’01. Το θυμάμαι γιατί μόλις είχαμε μετακομίσει και η κόρη ήταν τεσσάρων-πέντε μηνών, την ταΐζαμε με το μπιμπερό στη μέση της συναυλίας.
Να συνεχίσω; δεν είναι προφανές; «Μαλάκας ξεμαλάκας, στο κρεβάτι όμως…» 🙂 Πιο σοβαρά θέλεις; «Παλιοχαρακτήρας ίσως, αλλά τέτοια τραγούδια δεν ξαναγράφτηκαν.»
Το κρεβάτι κόβεται μαζί με τη διάγνωση της μαλακίας. Άσε που έχει τα πιο απωθητικά χέρια που έχω δει ποτέ.
Ο χαραχτήρας είπαμε δε μας ενδιαφέρει.
Εντάξει, τώρα σπεκουλάρουμε στο τι θα έλεγε ή θα πει ο Μπουκάν, αλλά τέλος πάντων, θα σταματήσουμε να τον ακούμε; Κάτι μου διαφεύγει στην παραβολή του Φίφη όπως εξελίσσεται…
Α όχι, ο Φίφης δεν έχει σχέση με το Μπουκάν. Διόρθωσα απλώς τον Κανάλι. Η παραβολή έτσι κι αλλιώς μπάζει απο παντού.
Πάλι καλά που δεν έχω καμιά σχέση με το Φίφη – δε θα το άντεχα. 🙂
Ήμουνα Κέρκυρα το Ένα, την εποχή που λες. Αν ήρθε τότε ο Έτσι, δεν το θυμάμαι, ε, ξέρεις, περνάνε όλες οι φίρμες κάθε καλοκαίρι, και οι πιο φίρμες παίζουν στο Φρούριο, δε δίνω σημασία, που να θυμάμαι.
Λιτός και περιεκτικός, μπινελίκια περιμέναμε… Τεσπά, τι να γίνει, κάπου πρέπει και να διαφωνήσουμε, τι διάολο! 🙂
Μετά από τόσο καιρό, δε θαρχίσω με το που ήρθα τα προβλεπόμενα μπινελίκια. Κι έπειτα, δεν τα έχω όρεξη.
Τη γνώμη μου την είπα τότε, στο άλλο.
Πάντως, η συζήτηση για τις μεταστροφές (ο αντάρτης νέος που έγινε λαπάς γέρος, ο επαναστάτης που έγινε δεξιός και όλο αυτό το φολκλορικό υλικό) μου φαίνεται άστοχη και άσχετη με το κυρίως θέμα. Που είναι εντελώς διαφορετικό φαινόμενο.
Αυτά.
Δύτη, είσαι καλά;
μέχρι που η Φίφη βρήκε τον Φίφη και μόνο τότε κατάλαβαν τι έχαναν τόσα χρόνια. 😉
αύγουστος ήταν. μόνο αύγουστο είμαι εκεί.
έχει ο μικρός ένα αυτόγραφο κάπου στα συρτάρια του αν θέλουμε να το ψάξουμε περισσότερο.
καλώς, σας αφήνω τους δυο Κερκυραίους να βρείτε άκρη
Μπουκάν, μια χαρά είμαι, ευχαριστώ! παραμένει ένα πρόβλημα συγκέντρωσης, που με βασανίζει εδώ και κάτι μήνες.
Κι εγώ έχω αυτόγραφο απ’ τη Βουγιουκλάκη.
Μπορώ να σας δώσω αυτόγραφο σε δικό μου βιβλίο. Μόνο που υπάρχουν δύο προϋποθέσεις. Η μια να με συναντήσετε ή να σας συναντήσω και η δεύτερη ότι πρέπει πρώτα να διαβάσετε το βιβλίο και να εκφράσετε -έστω και αρνητική- γνώμη.
Α! Και Δύτη μη νομίζεις ότι δεν προσέχω τη kışkırtma (ή μήπως είναι σωστότερο meydan okuma? 😆 )
Αλφρέδε, (α) πολύ ευχαρίστως! (μετά θα μπορώ και να σας εκβιάζω 🙂 ) (β) η πρόκλησις είναι στο παιχνίδι μου… ή θάθελα νάναι.
Δύτη,
τo βιβλιοπωλείο “Η συνάντηση” στη Θεσσαλονίκη υπάρχει ακόμη κι επιμένει…..
Χαίρομαι!
πώς φοβάμαι ενδεχόμενες δηλώσεις του για την κρίση και το δντ, δε λέγεται…
Εεχμ, γκουχ γκουχ:
“Σκέφτομαι πως υπάρχουν κάποιοι, μετρημένοι στα δάχτυλα, Έλληνες επιχειρηματίες στο εξωτερικό ή εδώ οι οποίοι αποδείχτηκαν στον τομέα τους νικητές μέσα στις πιο σκληρές συνθήκες του διεθνούς ανταγωνισμού. Αυτοί σε θα μπορούσαν να πουν κάτι; Να ζητηθεί η γνώμη τους; Εγώ αν κατείχα θέση θα τους ρωτούσα.”
“Ο κόσμος είναι διατεθειμένος να υποστεί σκληρά μέτρα.”
“Αυτήν την κυβέρνηση έχουμε κι αυτήν πρέπει να στηρίξουμε.”
“Εγώ τον αγαπώ τον Γιώργο γιατί είναι τίμιος και καθόλου εγωιστής. Πεισματάρης είναι. Ακούστε, ο κόσμος είναι διατεθειμένος για θυσίες. Ξέρουμε επίσης ότι ένας πολιτικός ή μια κυβέρνηση που εφαρμόζει τόσο σκληρά μέτρα δεν αντέχει για καιρό. Όμως ένας πολιτικός ή μια κυβέρνηση που θα έβλεπε μέσα σ’ αυτή την δύσκολη κατάσταση μια ευκαιρία ανόρθωσης για μια κοινωνία δημιουργική και νοικοκυρεμένη και θα μπορούσε να εμπνεύσει τον κόσμο, τότε όχι μόνο δεν θα έχανε, αλλά θα ήταν ο πολιτικός παρόντος και μέλλοντος.”
“Κοιτάξτε, ο Γαλλικός Μάης συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο αλλά καμιά βιτρίνα δεν έσπασε.”
“Από την άλλη, δεν καταλαβαίνω, απεργούν οι ναυτεργάτες και αποκόπτονται τα νησιά, μα για ποιο λόγο; Οι εικόνες που δίνουμε κάνουν τον γύρο του κόσμου και την άλλη μέρα βλέπεις και εκτοξεύονται τα spreads.”
(πηγή)
Φακ. Φακ. Φακ.
Δεν θέλω να πω τίποτε άλλο, μου έφτιαξες τη μέρα βρε Head, γιατί βρε παιδάκι μου, γιατί.
Άργησε αλλά το άνοιξε! Τόση ανοησία και υποκρισία ούτε κι εγώ την περίμενα.
Σε ποια εφημερίδα;
Εδώ τελικά

Πάντως δεν μπορείς να πεις, μεγάλη καρδιά ο πνευματικός άνθρωπος: και το Γιώργο αγαπάει και τον Κώστα αγαπούσε και γενικά κακιά κουβέντα δεν θα πει για τα πολιτικά μας (σημεία και) τέρατα. Δεν δάγκωνες τη γλώσσα σου καλύτερα βρε δύτη; 🙂
Έχω να πω μόνο ότι το σχόλιό σου, silent, ήταν το υπ’ αριθ. 3.333. Και έτερον ουδέν… 😦
Εντυπωσιακό πράγματι, ακόμα κι από ένα τέτοιο κωλόπαιδο. Ήταν γνωστό ότι παρότι εθνορθοδοξοβαρεμένος, υποτίθεται, έγλυφε ταυτόχρονα και τους εκσυγχρονιστές – αλλά εδώ το παρακάνει. Επιπλέον, νάτος και δίπλα στην Παπαρήγα («δεν έσπασε βιτρίνα» – μα καλά ούτε φωτογραφία δεν έχει δει από το Μάη; Προφανώς κι έχει δει, οπότε…). Συνολικά, θα έλεγα ότι ζήλεψε την πολιτική σταθερότητα του Μίκη – παλιό απωθημένο («εσείς τρώτε και πίνετε»).
Οι «πετυχημένοι έλληνες επιχειρηματίες» είναι, φαντάζομαι, εκείνοι που άνοιξαν μπακάλικο στα Σκόπια.
Ιδιαίτερα εξοργιστικό, ακόμα και σ’ αυτό το επίπεδο κωλοπαιδισμού, είναι το σχόλιο για τους ναυτεργάτες. Άμα γνωρίζει κανείς ότι, μέσα στην τελευταία δεκαετία, οι εφοπλιστές (με τη σταθερή υποστήριξη του υπουργείου εφοπλιστών βέβαια) τους έχουν γαμήσει κανονικά τους νησιώτες, ειδικά στις Κυκλάδες, και η επικοινωνία έχει γίνει μόνιμα δυσκολότερη.
Αλλά (ξαναδιάβασα όσα έγραψα), τελικά τίποτα δεν είναι εντυπωσιακό και όλα ήταν προβλεπόμενα. Απλώς κι εγώ μαρτυράω κάτι δυτοειδή εφηβικά κολλήματα, με ηλικία πάνω από τα τριάντα.
ε αυτό δε το περίμενα απο σένα, οτι θα μπεις στον κόπο να σχολιάσεις το αχαρακτήριστο
Εγώ δεν απορώ ιδιαίτερα, όλα τα περίμενα. Μια άσχετη σημείωση όμως: η πορεία από την αριστερά στην εθνορθοδοξοπληξία κι από κει στον εκσυγχρονισμό δεν έχει μοναδικό εκπρόσωπο τον ΔΣ. Κι ο Ράμφος έναν παρόμοιο δρόμο τράβηξε, κι άλλοι, λιγότερο επιφανείς, είμαι βέβαιος. Σε πολύ πιο ήπια μορφή, με πολύ πιο καθαρό μυαλό, την ίδια πορεία μπορώ να αναγνωρίσω και σε ανθρώπους που εκτιμώ, οπότε το φαινόμενο πρέπει να ερμηνευτεί, και το παράδειγμα του Μίκη δεν αρκεί, γιατί ο Μίκης χρησιμοποιεί έναν άλλου τύπου μπούσουλα (ο βασανισμένος λαός, οι κακοί ξένοι και οι λακέδες τους που τον επιβουλεύονται) στις οβιδιακές μεταμορφώσεις του. Εδώ, τολμώ να πω αυτοσχεδιάζοντας, έχουμε μ’ έναν άλλου τύπου μπούσουλα, ταυτόχρονα πιο εσωτερικό και πιο αποπολιτικοποιημένο: μια προσχηματική ελληνικότητα του νοικοκύρη, βγαλμένη από τη γενιά του ’30, αλλά μπολιασμένη με τον φόβο του παρ’ ολίγον επαναστάτη.
Πιδύε, είναι λάθος να συγκρίνεις την πορεία του οποιουδήποτε διανοητή ή των ανθρώπων που εκτιμάς με την περίπτωση Δ.Σ. Γιατί απλούστατα δεν έχουμε να κάνουμε με καμιά πορεία αλλά για καθαρό καιροσκοπισμό.
Γιατί είναι λάθος, Μαρία; Τα αγαθά ή μη κριτήρια επιλογής αυτής της διαδρομής, η μεγαλύτερη ή μικρότερα ακεραιότητα όσων την ακολούθησαν μικρή σημασία έχουν. Για μένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η προσπάθεια κατανόησης, ιδίως από τη στιγμή που δεν την έχω κάνει αυτή τη διαδρομή και δεν μ’ ενδιέφερε ποτέ.
κάτι δυτοειδή εφηβικά κολλήματα
Εντάξει, αυτό μου φτάνει. 🙂
ο μπουκανιέρος μιλάει κ για μένα. Αυτο δε με το Μάη που δεν έσπασε ούτε τζάμι, σε κάνει ν’ αρχίζεις να αναρωτιέσαι γενικώς για το μέγεθος του κωλοπαιδισμού.
>Για μένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η προσπάθεια κατανόησης
Σύμφωνη για την προσπάθεια μόνο που κατά τη γνώμη μου διαλέγεις λάθος παράδειγμα. Δε βλέπω καμιά διαδρομή. Κάποια στιγμή στο έργο του φλερτάρει με τη νεοορθοδοξία (πόζα για μένα, επιφανειακή και ρηχή) και μετά μια στο καρφί και μια στο πέταλο μέχρι τις πρόσφατες δηλώσεις που δεν αξίζει τον κόπο να τις αντικρούσει κανείς.
Ίσως δεν ήμουν σαφής. Πάμε πάλι. Το γεγονός ότι ο ΔΣ, έστω από πόζα, έστω ως ΟΦΑ, έστω βάλε ό,τι θες, ακολουθεί την ίδια πορεία με άλλους ανθρώπους που το εννοούσαν, με παραάλλους ανθρώπους που το πέρασαν ξώφαλτσα, αλλά όλοι τους, ανεξαρτήτως κινήτρων, συνθηκών, κλπ. ακολούθησαν τη διαδρομή αυτή, σημαίνει για μένα πως η διαδρομή έχει κάποια σημασία που προσπαθώ να ανιχνεύσω.
Αν είναι να κάνουμε αυτή την κουβέντα, εγώ συντάσσομαι με τον προβληματισμό του π2, είναι όντως εντυπωσιακή η κοινή πορεία του Σ. με πολλούς άλλους της γενιάς του. Αλλά σ’ αυτό το πεδίο, πράγματι, ο βαθμός ειλικρίνειας του ΔΣ είναι δευτερεύον ζήτημα· άλλος πείθεται, άλλος όχι, το θέμα παραμένει.
Κι εγώ λοιπόν λέω οτι το να γίνεται αυτή η κουβέντα με αφορμή το Σαββό. προσβάλλει τις αγωνίες κάποιων ανθρώπων.
Παρόλο που δε μ’ αρέσει να παίζω με τις λέξεις, ποια «κοινή» πορεία, δύτη; Ανήκε ο Σαββό. σε κάποια συλλογικότητα κατά τη διάρκεια αυτής της «πορείας» που λέτε;
Μα βρε Μαρία, δεν μιλάμε για συλλογική πορεία, απλά κοινή. Δηλαδή δεν υπήρξε όντως ένα συγκεκριμένο ρεύμα κάποιων ανθρώπων, κάποιων λέμε, από μια άλφα ριζοσπαστική αριστερά στην δεκαετία του ’70 στην ανακάλυψη της παράδοσης και της ορθοδοξίας τη δεκαετία του ’80, και από κει σε έναν νοικοκυραίικο εκσυγχρονισμό, που λέει κι ο π2, από το ’90 και μετά;
Στο κάτω κάτω, άστον Σαββόπουλο, όπως είπε και ο π2 μπαίνουμε εδώ σε μια άσχετη σημείωση.
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artId=333349&dt=23/05/2010
Αλλά γενικώς παρατηρώ ότι αλλάζω κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια περίπου και κάθε φορά έχω δίκιο.
Δε μας χέζεις ρε
ΝταλάραΣαββόπουλε!Ήρθα φουριόζα να κοτσάρω το λίνκι αλλά με πρόλαβες.
Ο ΓΑΠ βολιδοσκοπεί τον Σαββόπουλο για δήμαρχο Θεσσαλονίκης (via Ποντίκι) | Αααααααααααααααα (κραυγή απόγνωσης)
Αυτό, εντάξει, ούτε εγώ θα το αντέξω… (έχει ξανακουστεί, πάντως)
Έπιασε κι ο Δύτης πάτο (για λογαριασμό του Σαββόπουλου) !!!!!
Τα δικά μου όρια αντοχής είχαν σπάσει τότε με την κοινή εμφάνιση Σαββόπουλου – Πάριου στο Ζουμ. Τις πολιτικές οβιδιακές μεταμορφώσεις μπορώ και να τις παραβλέπω όταν δεν είμαι σίγουρος ότι κάτι γλοιώδες υπάρχει από πίσω.
Το Ράμφο πάλι σταμάτησα να τον ακούω/διαβάζω μετά τη συνέντευξή του στο «Διαβάζω» του 2003, όχι για τη μεταστροφή του όσο για την αηδιαστικά ρηχή επιχειρηματολογία του, κούφια σαν τον λόγο της διαφήμισης. Διαισθάνθηκα ιδιοτέλεια. Άλλες φορές στο παρελθόν, κι όταν δεν με έπειθε, μια πρωτοτυπία σκέψης σε σχέση με άλλους τού την αναγνώριζα και τον άκουγα πάντα με ενδιαφέρον. Και μόνο το ότι με αφορμή εκείνη τη συνέντευξη είχε σπεύσει ο Νίκος Δημου να υπερασπίσει το δικαίωμα του πνευματικού ανθρώπου να αναθεωρεί έφτανε.
Δύτη, ετοιμαζόμουν να στο στείλω, αλλά με πρόλαβε ο Στάζυβος. Ανέβασα εδώ το σχετικό κομμάτι, για όποιον θέλει να το δει.
Κι εγώ πιστεύω (κι ελπίζω) να μη γίνει είτε επειδή ο ίδιος θα αποφασίσει να προφυλάξει τον εαυτό του είτε λόγω απόρριψης της ιδέας από πλευράς ΠΑΣΟΚ. Πάντως τρόμαξα, γιατί μετά τις γνωστές πρόσφατες δηλώσεις ΓΑΠ για τον τουρισμό με το ροκ κλάιμπινγκ και τους Μαμα Μία γάμους, δεν το βρίσκω καθόλου περίεργο να του μπήκε κι αυτή η ιδέα…
Τόπα και πριν, πάντως, πάνε τρία-τέσσερα χρόνια που ακούω αυτή την είδηση, οπότε ελπίζω και φέτος να είναι μούφα. Νομίζω ότι ο Σ. έχει -έστω από ιδιοτέλεια, ή ματαιοδοξία- αρκετό γνώθι σαυτόν ώστε να προστατέψει την όποια υστεροφημία του από τέτοιες εξυπνάδες.
Ορίστε τα καλά του διαδικτύου! Πέφτεις, κατά τύχη, πάνω σε μπλογκ όπως αυτό και χαίρεσαι να διαβάζεις (κι ας πονάνε τα μάτια τόση ώρα μπροστά στην οθόνη).
Στα φοιτητικά μου χρόνια τον άκουγα χωρίς σταματημό. Μέχρι και η κοπέλα μου, αγανακτισμένη κάποιο απόγευμα, πάτησε με μίσος το στοπ στο κασετοφωνάκι της κακιάς ώρας που χρησιμοποιούσα τότε και βγήκε από το δωμάτιο μουρμουρίζοντας «πειράζει που σήμερα εγώ δε θέλω ν’ακούσω για το σοσιαλισμο;» Ακόμα γελάω όταν το θυμάμαι.
Τι να πω για το Σαββόπουλο; Έχουν ειπωθεί και γραφτεί τόσα πολλά, που φοβάμαι ότι απλά θα αναμασήσω τα χιλιομασημένα. Ξέρω όμως ότι ακόμα τον αγαπώ κι ας μ’ έχει πικράνει ή και σοκάρει κατά καιρούς. Νομίζω, τελικά, εκεί είναι η ουσία…σ’αυτό που αφήνει ο καλλιτέχνης στην ψυχή σου και το κουβαλάς μαζί σου για πάντα. Δεν ξέρω αν ακούγομαι γλυκανάλατος, αλλά έτσι αισθάνομαι, τόσο για το Νιόνιο όσο και για άλλους δημιουργούς.
Να είστε όλοι πάντα καλά, όντα μικρά χρωματιστά…
Από την πόλη έρχομαι, σ’ ευχαριστώ, και καλώς ήρθες!
Πιάνομαι από την τελευταία σου φράση και αναρωτιέμαι, δεν είναι οι περσόνες μας στο δίκτυο μες στον καθρέφτη κλειδωμένες;
Να το αφήσω αυτό εδώ;
Να το αφήσεις βέβαια! ευχαριστώ.
Δυτάκο ελπίζω να βλέπεις ΝΕΤ, έχει την αδυναμία σου 😉
Το γ@μήσανε σήμερα… Το περασμένο Σάββατο την γλυτώσαμε με Γλυκερία μόνο, αλλά απόψε κινδυνεύουμε. Και Χατζή, και Κότσιρα, και.. Κετιμέ! Ωιμέ! Και στο ενδιάμεσο ν’ ακούς Νιόνιο. Α, ευτυχώς έφυγε. Μας έμεινε ο Γιωργουσό ακόμη.
Δεν το παρακολούθησα, ήταν βραδιά ιδιωτικής προβολής απόψε και δεν την έχανα με τίποτα…
Θα αφήσω εδώ αυτό, να βρίσκεται:
http://tovraki.blogspot.gr/2013/03/blog-post_9.html
Τι ωραία που τα λέγατε 🙂
Είδες; (και διηγώντας τα να κλαις 😦 )
Ξαναβλέποντας τη συζήτηση θυμήθηκα ότι όταν μπόρεσες φρόντισες να αποφύγεις να ζητήσεις βιβλία. 😀
Μα δεν καταφέραμε να συναντηθούμε (εισέτι)!
Ναι μωρέ 😦
Autres temps, autres mœurs !
Λοιπόν κατάλληλη ευκαιρία να εμφανιστούν και άλλοι εκουσίως αποσυνάγωγοι όπως Immor, Τιπούκειτος, Μαρία και βλέπουμε… 😀
Δύτα, μου αρκεί προς το παρόν το «εισέτι». Για να δγιούμε!
https:// http://www.youtube.com/watch?v=ekYic7DzRbc
Μίλησε κανείς;
Μίλησε κάπoιος «παραπονεμένος» που αγνόησες ενδόμυxη προσμονή σχολιασμού προηγούμενου αρθριδίου του. 😉
Ε, όχι και παραπονεμένος! Όλη η αφάν γκατέ σχολίασε το magnum opus σου! 🙂
Εντάξει, εντάξει, κατάλαβα. Θα ετοιμάσω κάτι σύντομα (ελπίζω). Έπεσε πολλή δουλειά βρε παιδιά!
Πλην Λακεδαιμονίων (καί κάποιων Κρητικών-κριτικών)! 😦
https:// http://www.youtube.com/watch?v=hCLVyvzIrmk
https:// http://www.youtube.com/watch?v=NMeiHPVVFZ4
Καλημέρα.
Και η δικαίωση:
http://www.thetoc.gr/politiki/article/tzimeros-o-sabbopoulos-idaniki-epilogi-gia-proedros-tis-dimokratias
Δεν άντεξες να το βάλεις και δημοσίως ε; Αυτό καταντάει καθαρή κακία! 🙂
Ε, οι σωστές πρωτοβουλίες πρέπει να γίνονται γνωστές! 🙂
[ξέχασες ένα «μην»]
Συγχύστηκα και το ξέχασα όντως 😉
Αφήνω εδώ αυτό για τις ωραίες φωτογραφίες: http://www.lifo.gr/team/music/55944
Ξέρω ότι θα σε συγχύσω αλλά για δες τι είπε o στόμας του «μου την πέφτουν και δεκαεφτάχρονες παρθένες σαν τα κρύα τα νερά αλλά εγώ πιστός στο στεφάνι μου λέω όχι» για την αδυναμία σου…
Βρε, κάτι έχεις μπερδέψει: για τον Σαββόπουλο λέμε εδώ, αυτός είναι η αδυναμία μου, όχι ο Πανούσης!
Δύτη μου καλό μου παιδί, δεν διαβάζεις προσεκτικά τους λίκνους, δεν τους διαβάζεις 🙂
Α, κατάλαβα, ο στόμας του «μπλαμπλαμπλά», όχι ο στόμας του: μπλαμπλαμπλά. Εσύ φταις με τα σημεία στίξης σου 🙂
Τώρα, νταξ, ο καθένας λέει ό,τι θέλει, τι να πω εγώ.
Ναι το κόμμα που λείπει μετά από το συγχύσω έφταιγε 🙂
Τώρα, σίγουρα ο καθένας ό,τι θέλει λέει αλλά αυτός μια ζωή το ξεφτίλιζε… (Το συμπαθώ πολύ και δεν κρύβεται. )
Και εντάξει, εγώ να στο κάνω λιανά, αλλά δεν ήθελα να στερήσω την ευτυχία να διαβάσεις και τις θέσεις για το ΚΚΕ και το πόσο άλφαμέηλ είναι ο Τζιμάκος.
Αναθεωρείτε πράγματα μεγαλώνοντας; Ή είστε ακόμα εκείνο το παιδί με τα μούσια που λέει χοντράδες και περιμένει την επανάσταση;
Δεν έχω αλλάξει. Και δεν πιστεύω ότι αλλάζουνε οι άνθρωποι. Απλώς κοιτάμε με μια ρομαντική (κακώς εννοούμενα ρομαντική) διάθεση το παρελθόν. Το αναπολούμε νοσταλγικά. Ο κόσμος είναι ο ίδιος, εγώ είμαι ο ίδιος… Ο άνθρωπος διαμορφώνεται μέχρι 8-10 χρονών. Σου λέει «α, ο τάδε ήτανε Αριστερός και άλλαξε…». Δεξιός ήταν, από τότε που γεννήθηκε. Απλώς ήτανε μόδα η Αριστερά. Αυτό μου το είχε πει ο Διονύσης.
Ο Σαββόπουλος;
Ναι. Αναγκάστηκε λόγω της εποχής. Δεν είναι Aριστερός. Είναι ένας συντηρητικός άνθρωπος, που γράφει ωραία τραγούδια. Γυμνασιάρχης του εαυτού του. Μου το ‘πε και ο ίδιος: «Αναγκάστηκα». Είχε γίνει τότε μια ιστορία, μου είχε κόψει το βιντεοκλίπ του «Κάγκελα Παντού» από την εκπομπή του. Με είχε καλέσει σπίτι του το πρωί λοιπόν και μου λέει «Τζίμη, εγώ δεν είμαι Αριστερός, μπλέχτηκα λόγω της κατάστασης». Αυτός ήθελε να γίνει αξιωματικός, κάτι τέτοιο. Έμπλεξε.
Μαγκιά του που το είπε…
Κοίτα, εντάξει, ο Σαββόπουλος έχει δύο προσωπικότητες. Όταν τον έχεις κατά μόνας είναι άλλος άνθρωπος, κανονικός. Όταν έχει κοινό, κουνάει τα χέρια, βγάζει πούρα, ρητορεύει, τρελαίνεται (γέλια). Είναι άλλο πράγμα.
Ναι, ναι, εντάξει, το διάβασα, τι να κάνω τώρα; Είπαμε ο καθένας λέει ό,τι θέλει. Δεν έπεσα κι απ’ τα σύννεφα, τη γνώμη μου για τον Πανούση την έχω πει και πρόσφατα — αλλά τι είναι το άλφαμέηλ;
Αlpha male 🙂
Ας το αφήσω να υπάρχει κι αυτό: http://www.lifo.gr/articles/arxeio_articles/105542
Ν’ αφήσω κι αυτό; Δεν θυμάμαι αν τόχουμε αναφέρει ξανά:
Φλέρυ Νταντωνάκη, χάθηκα μέσα μου στο βιβλίο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου .αντίο παλιέ κόσμε!
Εντάξει, πες μου αν έχει δίκιο όμως ότι τα τραγούδια δε μένουν.
Ναι, μένουν. Ωστόσο με την προσωπική αίσθηση για πολλά από αυτά ότι κάπου τα ‘χω ξανακούσει, σε άλλη γλώσσα, ή σε άλλο στυλ, παραδοσιακή μουσική, κλπ. -δεν θυμάμαι αν το έχω αναφέρει ξανά.
Ναι, το έχεις περίπου ξανααναφέρει («ένα γιουρούσι στο ιταλικό τραγούδι» κλπ). Εγώ πάλι, να πω την αλήθεια, δεν έχω αυτή την αίσθηση. Μπορεί και να φταίει ότι ξεκίνησα με τον Νιόνιο!
[…] Όπως έγραψε και ο Δύτης «μπορούμε να φανταστούμε την ελληνική μουσική -ή μάλλον, και σημαντικότερο, τον εαυτό μας, χωρίς τα τραγούδια του Σαββόπουλου; Οποιαδήποτε και αν είναι η απάντηση, η συζήτηση ίσως περιττεύει. Εγώ πάντως δεν μπορώ.» […]
Αφήνω κι αυτό εδώ: http://www.lifo.gr/videos/lifo_picks_people/156439
Το καραβάκι που παίζουν τα σαββοπουλάκια στην αρχή, το είχα κι εγώ θαρρώ, μόνο πιο μικρό.
Πολύ καλό το κείμενό σου!
Μερσί!
Τα μαζεύω τώρα εδώ: