Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Μαρτίου 2009

Ίσως ξέρετε ότι το τελευταίο «Ποπ και Ροκ» κυκλοφορεί με αφιέρωμα στη Λένα Πλάτωνος. Ως γνωστός γκρινιάρης, περίμενα να βρω κάτι για να γκρινιάξω, αντίθετα όμως με μια πρώτη ματιά μου φάνηκε πολύ καλό. Τα κείμενα είναι καλά· το σιντί, με δεκαπέντε κομμάτια, είναι σαν επιλογή μάλλον επιτυχημένο. Εντάξει, λείπει Το σπάσιμο των πάγων και το Μη μου τους κύκλους τάραττε, αυτό όμως οφείλεται σε θέματα κοπιράιτ· από την άλλη, καθένας έχει τις προσωπικές του προτιμήσεις, οπότε δεν έχει νόημα να πω ότι θα ήθελα π.χ. να υπάρχει και το «Πάμε μια βόλτα στο σούπερ-μάρκετ» από το Σαμποτάζ ή το «Μπλε» από τις Μάσκες ηλίου, καταντά γεροντική γκρίνια πια. Η δε συνέντευξη περιέχει για μένα μια προσωπική δικαίωση, καθώς επιβεβαιώνει την αμοιβαία εκτίμηση της Πλάτωνος και του Σαββόπουλου. Νυν απολύοις…

Από την αρχή ήθελα να γράψω κάτι για την Πλάτωνος. Σε ένα παλιότερο ποστ είχα συγκρίνει τον τρόπο που στιχουργεί -κυρίως στους δίσκους της δεκαετίας του ’80, αλλά και μετά, και στις Αναπνοές π.χ.- με εκείνον του Μιχάλη Σιγανίδη· και οι δύο διακρίνονται για τη μεγαλοφυία στη χρήση των λέξεων, με διαφορετικό τρόπο βέβαια. Η αλήθεια είναι ότι το νήμα που διακρίνω ξεκινά ήδη από τους στίχους της Κριεζή στο Σαμποτάζ, στη συνέχεια όμως η Πλάτωνος το εξελίσσει σε ιλιγγιώδη ύψη. Οι λέξεις ακολουθούν η μία την άλλη με παρηχήσεις, ασύνδετες φαινομενικά ρίμες, αλλαγές γραμμάτων, αλλά κυρίως συνειρμικές αλυσίδες, και όμως ποτέ δεν δίνουν την εντύπωση του χωρίς νόημα εξεζητημένου (όπως συχνά π.χ. η Νικολακοπούλου):

(περισσότερα…)

Advertisement

Read Full Post »

Διάλογος στο λεωφορείο μεταξύ φοιτητών, πίσω μου:

Εκείνη αρ. 1: -Στο Βόλο μια φορά, είχε μια ομίχλη άλλο πράμα. Στην παραλία ήταν σα να ‘βλεπες να ανεβαίνει από τη θάλασσα μια γλίτσα.

Εκείνη αρ. 2: -Μια γκλίτσα;

Ο άλλος: -Ναι, κι όποιος την έπαιρνε γινόταν αρχιτσέλιγκας.

Read Full Post »

Κάποτε σου φαινόταν φυσικό να ανάψεις ένα τσιγάρο περιμένοντας το τραίνο στη Βικτώρια, τώρα σου φαίνεται φυσικό να προλάβεις να το τελειώσεις στο δρόμο, πριν κατέβεις στον υπόγειο. Πόσο γρήγορα προσαρμοζόμαστε, πόσο τέλεια, πόσο εύκολοι είμαστε τελικά.

Τι φυλή είναι αυτή που κατεβαίνει και ανεβαίνει στη Νερατζιώτισσα για το Μωλλ (δες κι εδώ). Όχι τα ξασμένα μαλλιά, τα γυαλιά-μύγα, οι φανερές ώρες μπροστά στον καθρέφτη· όσο το πόσο φυσικό τους έρχεται το ότι «πάνε Μωλλ» (πώς το γράφουν άραγε; μάλλον Mall). Εγώ ντρέπομαι να πατήσω το πόδι μου εκεί, μου φαίνεται ότι θα υπάκουα σε κάποια προσταγή που πλανάται και ότι όποιους θα έβλεπα εκεί, θα έπρεπε να κάνω πως δεν τους έβλεπα.

Αυτό όμως μ’αρέσει στην Αθήνα· μια-δυο στάσεις λεωφορείου παρακάτω, άλλος κόσμος.

Read Full Post »

Όσοι έχετε παιδιά ή ανίψια ίσως ξέρετε ότι τα πράγματα έχουν δυσκολέψει αρκετά. Η προπαίδεια (που εγώ τη θυμάμαι στην Τρίτη ή Τετάρτη Δημοτικού) έχει στριμωχτεί στην Δευτέρα, και μάλιστα φτάνει πια μέχρι το 11 ή το 12.

Εγώ: Εμείς στην ηλικία σου μαθαίναμε μόνο μέχρι το 10.

Η κόρη μου (8 χρονών): Μπαμπά, ξέρεις, από τότε που πήγαινες εσύ δημοτικό, ο άνθρωπος έφτιαξε εργοστάσια, έκανε πολιτισμό, προχώρησε και στην προπαίδεια.

Read Full Post »

Από το ξεκίνημα τούτου δω του μπλογκ είχα υπόψη μου να βάλω μερικά ποιήματα του φίλου μου του Σταμάτη Πολενάκη. Είναι από τις συλλογές «Το χέρι του χρόνου» (Όμβρος, 2002) και «Τα γαλάζια άλογα του Φραντς Μαρκ» (Οδός Πανός, 2006)· την τελευταία («Νοτρ Νταμ», Οδός Πανός, 2008) δεν την έχω τώρα πρόχειρη. Ούτε στο σχολείο μ’ άρεσε να αναλύω ποιήματα, ούτε και τώρα, οπότε δεν θα προσθέσω κανένα σχόλιο. Μόνο ότι μου αρέσουν πολύ. Να’ σαι καλά, Σταμάτη!

 

ΣΥΝΤΟΜΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Χιόνι – βορείως του κόσμου

διασχίζαμε

αλύγιστες χιλιετίες στριμωγμένοι

στα βαγόνια

*

ΑΦΗΓΗΣΙΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΟΥ

Δια πυρός και σιδήρου

στη Βεγγάλη

ούτε ίχνος τίγρεων

*

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Ο τίτλος είναι από ένα διήγημα του αγαπημένου μου Κίπλινγκ, αλλά το διήγημα δεν έχει σχέση με αυτό που θέλω να πω. Σημαίνει περίπου «κακομεταχειρισμένη αυγή «. Αυτό που θέλω να πω είναι το εξής:

 Το WordPress σου δείχνει στον πίνακα ελέγχου τις πιο πρόσφατες αναρτήσεις στα μπλογκ του. Έτσι έπεσα πάνω σε ένα μπλογκ του οποίου το ακριβές όνομα δεν θυμάμαι· κάτι σαν «Έλληνας πατριώτης», στα ελληνικά ή στα αγγλικά (!), δεν είμαι σίγουρος, κατόπιν το σκέπασαν άλλα, πιο πρόσφατα ποστ. Ο τίτλος της ανάρτησης ήταν: «ΓΝΩΡΙΖΑΤΕΟΤΙΟΙΑΡΧΑΙΟΙΠΡΟΓΟΝΟΙΜΑΣΓΡΑΦΑΝΚΕΦΑΛΑΙΑΚΑΙΧΩΡΙΣΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ;». Από την κλασική περιέργεια του μπλόγκερ το επισκέφθηκα, και όντως, όπως περίμενα, επαναλάμβανε την ίδια πρόταση πιο αναλυτικά (και με μικρά, και με διαστήματα), προσθέτοντας την κλασική ιδέα (που μου θυμίζει έντονα το Μαύρο Βιβλίο του Παμούκ) ότι αυτό καταπολεμά τη δυσλεξία, τη βραδύνοια, ίσως δε και τον καρκίνο. Ωραία· όποιος γυρίζει το ίντερνετ τα βλέπει συχνά αυτά, και η πρώτη αντίδραση είναι «άντε πάλι, κάθε πικραμένος».

Ωστόσο: κοιτάζω στην πάνω δεξιά γωνία το λεγόμενο «αμπάουτ μι», και κάτι με σταματά. Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς πήγαινε, αλλά ήταν κάπως έτσι (θα προσπαθήσω να διατηρήσω από μνήμης τη στίξη, και το νόημα):

 «Γεια σας! Είμαι 17 χρονών, κάπου στη βόρεια Ελλάδα! Αποφάσισα να φτιάξω κι εγώ ένα μπλογκ, ελπίζω να σας αρέσει!»

-ή κάτι τέτοιο-

και η επόμενη ανάρτηση: περιγράφει ένα παιδί που ενδιαφέρεται για την ιστορία και τους αρχαίους, αλλά δεν βρίσκει ανταπόκριση στους συμμαθητές του που βρίσκουν χρήσιμες μόνο τις θετικές επιστήμες. Κάπως έτσι.

Τι κάνεις σ’ αυτή την περίπτωση; Τι σκέφτεσαι; Μπορεί να κάνω λάθος· μπορεί να με παρέσυραν τα θαυμαστικά του παιδιού, μπορεί η ηλικία του, δεν ξέρω -ένιωσα τον πειρασμό να του γράψω ένα σχόλιο, του στυλ αν θέλει να ακούσει κάποιον δύο δεκαετίες μεγαλύτερο, να το ψάξει λίγο καλύτερα, κρίμα τόσος ενθουσιασμός να πάει στον Λιακό και στον Στυλιανίδη, μπορεί να διαβάσει κάτι άλλο, κάτι ακόμα και μη ελληνικό, μπορεί… μπορεί… Γνώρισα τέτοια παιδιά, στο στρατό· θυμάμαι ένα παιδί, πάλι από τη βόρεια Ελλάδα (κάτι έχει και το τραβάει αυτό το μέρος) που ήταν βέβαιος ότι ο Αριστοτέλης είχε πάρει τις γνώσεις του από τους εξωγήινους. Γελάτε; Ξαναδιαβάστε το «αμπάουτ μι», σκεφτείτε αυτό το παιδάκι των 17 χρονών που μόνο του, όπως φαίνεται, παλεύει να μάθει κάτι επειδή το θέλει, ενάντια σε ό,τι ενδιαφέρει την παρέα του που μάλλον θα ασχολείται αποκλειστικά με τον μπάοκ. Προσέξτε -και πάλι- τα θαυμαστικά· λένε πολλά. Δείχνουν την ηλικία, δείχνουν την αφέλεια, δείχνουν τον ενθουσιασμό. Ο φίλος μου (έτσι τον νιώθω) θα μπλέξει νομοτελειακά με τους παρανοϊκούς του «ελληνοκεντρισμού»· πιθανόν να καταλήξει ένα φασιστάκι, πιθανόν να καταλήξει ένας ελληναράς χωρίς ενδιαφέροντα, πιθανόν ο,τιδήποτε. Αλλά δείτε την αυγή, κακομεταχειρισμένη· σκεφτείτε τι δυνατότητες έχει, αυτή τη στιγμή.

Μετανιώνω πικρά που το άφησα να περάσει, αυτό το ποστ του, χωρίς να δοκιμάσω έστω να του πω τη γνώμη μου. Ο «Έλληνας πατριώτης» ίσως να μην άλλαζε γνώμη· μου φαίνεται ότι θα με άκουγε με ευγένεια (αυτό το φαντάζομαι από τη χρήση των θαυμαστικών), μάλλον χωρίς να πεισθεί. Στο διήγημα του Κίπλινγκ, πρόκειται για έναν νέο με λογοτεχνικές φιλοδοξίες και μεγάλες υποσχέσεις, που χαραμίζει τη ζωή του για να εκδικηθεί κάποιον επηρμένο συνάδελφό του· στην περίπτωση που περιγράφω, η αυγή -θέλω να πιστεύω- κρατά ακόμα τις υποσχέσεις της. Αχ, 17χρονε της βόρειας Ελλάδας, αχ, Έλληνα πατριώτη, αχ, εφηβεία που δεν ξέρεις που πηγαίνεις. Σου εύχομαι κάθε καλό, και χαλάλι -τελικά- αν πιστεύεις ότι γράφοντας κεφαλαία και χωρίς διαστήματα θα καταφέρεις οτιδήποτε. Αρκεί να κρατήσεις τα θαυμαστικά.

Read Full Post »

Σήμερα το οθωμανικό αναγνωστικό προσφέρει ένα μικρό διήγημα, γραμμένο στα τέλη του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα, από ένα χειρόγραφο που σήμερα βρίσκεται στο Λέιντεν. Η παραπομπή είναι: Edith Gülçin Ambros και Jan Schmidt, «A Cossack Adopted by the Forty Saints: An Original Ottoman Story in the Leiden University Library», στο E. Kermeli και O. Özel (επιμ.), The Ottoman Empire: Myths, Realities and ‘Black Holes’. Contributions in Honour of Colin Imber (Κων/πολη 2006), σελ. 297-324. Οι «Σαράντα» είναι οι αμπντάλ, ο πέμπτος βαθμός της ιεραρχικής τάξης των αγίων του σουφισμού, οι οποίοι, άγνωστοι στους πολλούς, συμμετέχουν με την επιρροή τους στη διατήρηση της τάξης του σύμπαντος.

*

Όταν ταξίδευα, το έτος 1108 [1696/7], τα χρόνια που συνοδεύαμε τον αείμνηστο σουλτάνο Μουσταφά, γιο του σουλτάνου Μεχμέτ, που τώρα κατοικεί στους ουρανούς και εδρεύει στον παράδεισο -τον ίδιο χρόνο που ένα απομεσήμερο και ενώ όλοι ξεκουράζονταν αμέριμνοι ο αρχιστράτηγος του Γερμανού αυτοκράτορα Σάκσα [μάλλον ο Φρήντριχ Άουγκουστ φον Ζάξεν] επιτέθηκε στον σουλτανικό στρατό κοντά στον ποταμό Γενινεχίρ, δίπλα στην Τιμισοάρα· εκείνες τις μέρες (…) είχα ευχάριστες συζητήσεις με ένα ψηλό άντρα που ενέπνεε το φόβο (…)

Γύρισε προς το μέρος μου και είπε, «Ρώτα με για παράξενα γεγονότα και συναρπαστικά μυστικά. Η συζήτηση απαιτεί να αποκαλύψουμε πολλά κρυμμένα μυστικά ο ένας στον άλλο.

Η αλήθεια είναι ότι ήμαστε ένα συνοριακό σώμα, δηλαδή ζούμε στα σύνορα του Εστεργκόν. Ο κανόνας εκεί είναι πως δυο φορές το χρόνο, μια φορά την άνοιξη και μια το φθινόπωρο, ένας νεαρός ευγενής μπαίνει επικεφαλής θαρραλέων νέων και κάνουν επιδρομές. (Εξάλλου, αυτή είναι και η συνήθεια των απίστων). (…) Οι πολεμιστές της πίστης παίρνουν κάθε φορά αιχμαλώτους -κάποτε δέκα, κάποτε δεκαπέντε, άλλοτε ακόμα και είκοσι άθλιους απίστους. Κάποιοι από μας γίνονται μάρτυρες της πίστης, μερικές φορές κάποιοι αιχμαλωτίζονται από τους άπιστους. Μεταξύ μας υπάρχει λοιπόν ο κανόνας, πως ως λύτρα παίρνουμε πίσω όσους δικούς μας αιχμαλωτίζονται επιστρέφοντας τους δικούς τους αιχμαλώτους. Αυτή η αρχή ισχύει σε όλα τα σύνορα. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Όπου ακούς ανάδειξη (ή ανάπλαση), ανθρώπινο κρέας μυρίζει. Σήμερα διάβασα αυτό εδώ. Εν ολίγοις, ο Δήμος και η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Θεσσαλονίκης θέλουν να αναδείξουν τα βυζαντινά τείχη, και για το λόγο αυτό να κατεδαφίσουν ορισμένα από τα προσφυγικά σπιτάκια που εφάπτονται με το τείχος (τα γνωστά ως «καστρόπληκτα»), αφήνοντας τα υπόλοιπα να «αξιοποιηθούν για πολιτιστικές χρήσεις, ενώ θα δημιουργηθεί εκτεταμένη ζώνη πρασίνου, πλάτους περίπου είκοσι μέτρων, δίπλα στα βυζαντινά τείχη». Μάλιστα. Δυστυχώς δεν έχω φωτογραφίες αυτών των σπιτιών, σε ένα από τα οποία είχα φιλοξενηθεί κιόλας κάποτε. Μικρά προσφυγικά σπιτάκια, με αυλίτσες, σκάλες, μια χαρά ταιριαστά με το τείχος· επιπλέον, ας σημειώσω ότι τα βυζαντινά τείχη έχουν ήδη αναδειχθεί μια χαρά, υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια ζώνες πρασίνου όπως οι νέες που προγραμματίζονται. Αναρωτιέμαι ποιος θα θελήσει να τριγυρίσει τα τείχη και θα ενοχληθεί επειδή σε ένα σημείο τους θα δει εφαπτόμενα σπιτάκια από τη μια πλευρά· εκείνος πάλι που θέλει να τριγυρίσει στην Άνω Πόλη, τα Κάστρα όπως λέγαμε αλλιώς, μάλλον θα τα εκτιμήσει όπως και τα άλλα γύρω κτίσματα (όσα έχουν μείνει). Αλλά έτσι, πρέπει να μην μείνει κολυμπηθρόξυλο· πρέπει να προβάλλουμε παντού το βυζαντινό παρελθόν της πόλης, να το φωτίσουμε, να το αναδείξουμε. Όπως αναδεικνύουμε στις άλλες πόλεις, της Αθήνας συμπεριλαμβανομένης, τις πλατείες: χωρίς χαμόδεντρα και χώματα (για όνομα!), με πλάκες παντού έτσι για να λάμπουν στο μεσημεριανό ήλιο.

Έχω πολύ καιρό να ανέβω Θεσσαλονίκη, και ακόμα περισσότερο να πάω στα Κάστρα. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει ακόμα ένας παππούς που είχε σκαρώσει μια παράγκα από τσίγκο και λαμαρίνα· ανέβαινες με μια σκάλα, και σε όλο το μήκος της είχε φτιάξει τσίγκινες πινακίδες όπου έγραφε τα διατάγματά του προς το λαό. Βλέπετε, θεωρούσε τον εαυτό του μεγαλοφυή βασιλιά· τα διατάγματα, απ’ όσο θυμάμαι, είχαν κυρίως να κάνουν με συμβουλές ηθικού και πρακτικού περιεχομένου, αλλά και προγνώσεις για το μέλλον του Ελληνισμού. Υπήρχε μάλιστα και ένα ταινιάκι μικρού μήκους (που στην εποχή του είχε κάνει αίσθηση επειδή ήταν γυρισμένο κατευθείαν σε βίντεο), ονόματι «Σπιτάκια ελαφρού τύπου», όπου ο παππούς-βασιλιάς εξηγούσε μεταξύ άλλων την πρωτοποριακή ιδέα του για αντισεισμικά σπίτια, προφανώς στο πρότυπο του δικού του.

Ε ναι, καλύτερα μια πόλη ελαφρού τύπου, έστω και από τσίγκο (σαν αυτή, ας πούμε), από τους μεγαλόπνοους αναμορφωτές του παρελθόντος μας.

Ονειρεύομαι τον παππού-βασιλιά να επελαύνει, καβάλα σε μηχανικό άλογο δικής του κατασκευής, εκτοξεύοντας στα κεφάλια των ξιπασμένων κατακτητών της Άνω Πόλης τις κεραίες τηλεόρασης που δεκαετίες πρέπει να μάζευε.

Αργοναύτη μέσα στα σκοτάδια / με όπλα ηλεκτρικά, και ιπτάμενα καράβια

α ου βι, προς τ’ άστρα της αβύσσου / προς τους ουρανούς φωταγωγήσου

Read Full Post »

Το κείμενο που δημοσιεύω σήμερα είναι κομμάτι από μια ανέκδοτη ακόμα μετάφραση που είχα κάνει πριν από χρόνια. Πρόκειται για κάποια αποσπάσματα από τις επιστολές της Ασιγέ Χατούν (Κυρίας Ασιγέ), η οποία έζησε στα Σκόπια κατά τα μέσα του 17ου αιώνα. Η Ασιγέ διάλεξε το δρόμο του σουφισμού, καθώς όμως ο σεΐχης της βρισκόταν σε άλλη πόλη, αναγκάστηκε να του στέλνει τα όνειρά της γραπτώς. Φύλαγε τα προσχέδια αυτών των γραμμάτων στο σπίτι της. Μετά το θάνατό της τα προσχέδια αυτά, γραμμένα από το χέρι της, καθώς και κάποιες απαντήσεις στις επιστολές της, βρέθηκαν στο κομοδίνο της (που χρησιμοποιούσε ως γραφείο;) και ο αντιγραφέας έκανε από αυτές τις σημειώσεις το αντίγραφο που διαθέτουμε.

Το κείμενο, το οποίο έχει μεταγράψει στη σύγχρονη τουρκική γραφή ο γνωστός οθωμανολόγος Τζεμάλ Καφαντάρ (Asiye Hatun: Rüya mektupları, επιμ. Cemal Kafadar, Κων/πολη 1994), παρουσιάζει εξαιρετικές ιδιαιτερότητες από πολλές πλευρές: είναι μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, σε μια εποχή κατά την οποία τέτοιες αφηγήσεις φαίνονται να σπανίζουν· είναι γραμμένη από χέρι γυναίκας, σε μια εποχή και μια κοινωνία όπου η γυναίκα πολύ σπάνια αρθρώνει το δικό της λόγο· η γυναίκα αυτή ανήκει σε μια δερβισική αδελφότητα, τους Χαλβετήδες· τέλος, στο κείμενο καταγράφονται όνειρα, κάτι που το καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρον για μια ιστορία των νοοτροπιών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τους έλληνες αναγνώστες, επιπλέον, η ιστορία της Ασιγέ Χατούν υπενθυμίζει ότι στο βαλκανικό χώρο δε ζούσαν μόνον έλληνες και σλάβοι χριστιανοί ορθόδοξοι, αλλά και τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι, ο πολιτισμός των οποίων μοιάζει σήμερα να έχει ξεχαστεί εντελώς.

 

 

Κείμενο (αποσπάσματα)

Αντίγραφο επιστολής: Ενδοξότατε, μακάριε κύριέ μου, φιλώ τα ευλογημένα χέρια της αγιότητάς σας, σας στέλνω με πολύ σέβας τις προσευχές μου. Κύριέ μου, ξέρετε ότι εδώ και μερικά χρόνια εισήλθαμε αίφνης και χωρίς να το ζητήσουμε στην οδό του Θεού.

Προσπάθησα και εγώ όσο ήταν δυνατόν και έδειξα πολλή αφοσίωση στο σεΐχη. Σύμφωνα με τους κανόνες του τάγματος υποτασσόμουν στη διαταγή του. Ό,τι πρόσταζε το δεχόμουν με την ψυχή μου. Του είχα πολλή αγάπη και εμπιστοσύνη. (…) Εν συντομία, το μάτι της ψυχής μου άρχισε να ανοίγει λίγο. Όντας σ’ αυτή την κατάσταση, -έτσι το ζήτησε η σοφία του Θεού-, χωρίς λόγο η αγάπη μου προς το σεΐχη μου μειώθηκε. Καθώς δεν υπήρχε τίποτα σε εκείνον που να με ενοχλεί ούτε ανοικτά ούτε εσωτερικά, η αγάπη μου θα αδυνάτισε από τα λάθη των δικών μου παθών. Και κατά τα άλλα η κατάστασή μου χειροτέρευσε: σάμπως να είχα μείνει στο σκοτάδι· όσο και αν προσπάθησα να βάλω τάξη στο χαρακτήρα μου, δεν μπόρεσα. Όντας έτσι σε ανησυχία και σε θλίψη, ήρθε στην καρδιά μου η αγάπη για τον αγιότατο σεΐχη Μουσλιχουντίν Εφέντη στο Ούζιτσε. Και άρχισε να αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Πρόσφατα μίλησα για το ζήτημα με τον πατέρα μου και με κάποια δικαιολογία στείλαμε άνθρωπο, για να υπάρχει μια γνωριμία. Μετά τη γνωριμία, η σοφία του Θεού αύξησε την αγάπη, έτσι ώστε αυτή τώρα πια τόσο πολύ κατέλαβε τον εαυτό μου, που η καρδιά μου δεν μπορεί να κάνει χωρίς εκείνον ούτε μια ώρα, ούτε μια στιγμή. Η αγάπη εγκαταστάθηκε στο θρόνο της ψυχής. Σε τέτοιο βαθμό που νιώθω υποχρεωμένη να θυσιάσω την ψυχή μου, αν είναι δυνατό, στο χώμα που πατούν τα πόδια του. Όσο όμως εδραιώνεται η αγάπη εκείνου, τόσο αδυνατίζει η αγάπη του προηγούμενου. Μολονότι, ωστόσο, ο βρόχος της καινούργιας αγάπης δένεται στο λαιμό μου, πάλι σάμπως να επιστρέφω λίγο-λίγο στην προηγούμενη κατάσταση (…) Τώρα, κύριέ μου, ζητώ να γίνετε αδελφός μου σ’ αυτόν και τον άλλο κόσμο. Σας έχω πιο αγαπητό και από τους ίδιους τους αδελφούς μου. Κύριέ μου, σεις είστε σοφός. Με τη δύναμη της γνώσης και του νου, τι βρίσκετε συνετό και τι προτείνετε; Είναι πρέπον να γνωστοποιήσω στον αγιότατο σεΐχη την κατάστασή μου, ή μήπως είναι καλύτερη η σιωπή; Εάν είναι πρέπον να το γνωστοποιήσουμε κρυφά, με τη δική σας μεσολάβηση, ας το γνωστοποιήσουμε. Ας μείνει όμως μυστικό. Ας μην κακοκαρδίσει με εμένα ο σεΐχης μου, γιατί στ’ αλήθεια μου έδωσε πολλά πράγματα. Αλλά δεν είναι στο χέρι μου, τι να κάνω; Να του γράψω κρυφά και να του το πω; Κύριέ μου, στο όνομα του Υψίστου, βρείτε μια λύση για τον πόνο μου με τη δύναμη της γνώσης και του νου. Υποφέρω πολύ. Δεν ξέρω, αυτή η κατάσταση είναι σημείο χάρης ή ένα παιχνίδι των παθών μου; Δεν είναι μια κατάσταση που τη ζήτησα, [μόνη της] εμφανίστηκε. Κύριέ μου, τι προστάζετε;

*

  (περισσότερα…)

Read Full Post »

Το αναγνωστικό της ημέρας: Τζον Λε Καρέ, Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι, μετάφρ. Μ. Μακρόπουλος, Αθήνα 2008.

 «Το πολύ νερό της φωτιάς κάνει κακό στους γενναίους», είπε με σοβαρό τόνο ο Τζέρι. Επί χρόνια έλεγαν αυτό το ινδιάνικο αστείο, θυμήθηκε με θλίψη ο Σμάιλι.

«Χάου«, είπε ο Σμάιλι.

«Χάου«, είπε ο Τζέρι και ήπιαν.

….. ….. … … … … ….

Τα νεύρα του ήταν τόσο τεντωμένα και οι προσδοκίες του τόσων λογιών, που για μια στιγμή είδε σ’ όλη την αρχιτεκτονική εκείνης της νύχτας μια συντέλεια· οι σηματοδότες στη σιδηροδρομική γέφυρα μετατράπηκαν σε αγχόνες και οι βικτοριανές αποθήκες σε γιγάντιες φυλακές με τα παράθυρά τους καγκελόφραχτα κι αψιδωτά μπροστά στον καταχνιασμένο ουρανό.

… … … … … … … …

Σαν ηθοποιός, είχε την αίσθηση ενός επικείμενου απογοητευτικού τέλους προτού η αυλαία να πέσει, μια αίσθηση μεγάλων πραγμάτων που όδευαν προς μια μικρή και ταπεινή κατάληξη, όπως ο ίδιος ο θάνατος του φαινόταν μικρός και ταπεινός ύστερα από τις μάχες στη ζωή του.

… … … … … … … …

Και τότε την είδε· το σαράβαλό της να έρχεται προς το μέρος του από τη λωρίδα που έλεγε «Λεωφορεία μόνο» και την Ανν στο τιμόνι να κοιτάει προς τη λάθος κατεύθυνση. Την είδε να βγαίνει αφήνοντας το φλας να αναβοσβήνει, και να μπαίνει στο σταθμό για να ρωτήσει· ψηλή και σκανταλιάρα, απίστευτα όμορφη, ουσιαστικά γυναίκα ενός άλλου.

Read Full Post »

Older Posts »