Παραθέτω το βίο ενός οθωμανού αγίου, από τους μισότρελους της Κωνσταντινούπολης που οι Οθωμανοί σέβονταν και φοβόντουσαν. Πέθανε το 1721, λέει η πηγή (μια συλλογή τέτοιων βίων γραμμένη το 1723): Enfî Hasan Hulûs Halvetî, «Tezkiretü’l-müteahhirîn». XVI.-XVIII. asırlarda İstanbul velîleri ve delileri, επιμ. M. Tatcı και M. Yıldız, Κων/πολη 2007, σελ. 121-22. Τέτοιοι «άγιοι τρελοί», που θυμίζουν τους δια Χριστόν σαλούς του Βυζαντίου, αφθονούν στην οθωμανική γραμματεία. Απολαύστε (υπεύθυνα):
Σχετικά με τον Μπαϊρακτάρ Μεχμέτ Ντεντέ, τον εμπνευσμένο.*
Κάποιος γέρος είχε αδειάσει ένα δωμάτιο στο σπίτι του, στη γειτονιά που λέγεται Καρά Αγάτς μέσα από την Γενικαπί [Νέα Πύλη] των τειχών της Πόλης, στον τεκέ των Μεβλεβήδων. Μόλις βράδιαζε άναβε ένα μαγκάλι και έβαζε κερί σε ένα κηροπήγιο, έκλεινε την πόρτα του δωματίου και πήγαινε δίπλα στους δικούς του χωρίς να ξαναπατήσει πια στο δωμάτιο. Τη νύχτα έρχονταν ένας ένας ο Μπαϊρακτάρ Ντεντέ, ο Για Ιμάμ, ο Ιλχάμ Ντεντέ και άλλοι εμπνευσμένοι, μαζεύονταν εκεί, κουβέντιαζαν όπως ήθελαν μέχρι το πρωί, και την ώρα της πρωινής προσευχής σκορπίζονταν και περιφέρονταν ο καθένας και σε άλλο μέρος. Έτσι και ο Μπαϊρακτάρ Ντεντέ, [γύριζε] άλλοτε μέσα και άλλοτε έξω από τη Γενικαπί, μέχρι το βράδυ που ξαναμαζεύονταν.
Μια μέρα, μετά το απόγευμα, ο Μπαϊρακτάρ Ντεντέ στράφηκε προς τη Μέκκα, στο χείλος της τάφρου, και άρχισε να προσεύχεται. Ο Για Ιμάμ και ο Ιλχάμ Ντεντέ κάθονταν σε ένα πάγκο δίπλα στο νεκροταφείο. Ο Μπαϊρακτάρ σηκώνεται από τη θέση του και πηγαίνει δίπλα τους:
«Τι έκανες;» λένε. «Δεν πέρασε ο λόγος μου», τους λέει. «Λίγο ακόμα, λίγο άντεξε ακόμα να δούμε», λένε.
Ο Μπαϊρακτάρ ξαναπηγαίνει στον τόπο του. «Ω Θε μου! Ελέησέ μας, κάνε τη χάρη, στείλτο σε άλλο τόπο. Αυτή δω η Πόλη δεν το αντέχει»: έτσι έλεγε και παρακαλούσε, όταν εμφανίστηκαν τρεις άσωτοι άνθρωποι που είχαν μεθύσει στην πύλη Τοπκαπί. Καθώς περνούσαν ρίχνουν μια ματιά, βλέπουν τον Μπαϊρακτάρ Ντεντέ σ’ αυτή τη στάση και ένας από τους γλεντζέδες τον πλησιάζει, μια του πειράζει το τουρμπάνι, μια του τραβά το ρούχο.
«Άντε ρε παιδί μου, φύγε» του λέει εκείνος, αλλά ο μεθυσμένος δεν παίρνει από λόγια. Θυμώνει ο Μπαϊρακτάρ: «Ε, ο Θεός ας σας τιμωρήσει!», λέει, και πάει στους συντρόφους του.
Οι φίλοι του νεαρού: «Ορίστε, καλά τα κατάφερες! Θύμωσες τον τρελό του Θεού. Άντε να φύγουμε», λένε. Καθώς περνάνε την πύλη του κάστρου, μια πέτρα μεγάλη ίσαμε ένα μαξιλάρι πέφτει από ψηλά, από την εσωτερική πύλη και κάνει το κεφάλι του νέου πλάκα σαν παστουρμά.
Και αρχίζει ένας χαμός στην Κωνσταντινούπολη, κεραυνοί, αστραπές και βροντές: γειτονιές ισοπεδώθηκαν, μιναρέδες κάηκαν, έπιασε δυνατή βροχή, οι κάτοικοι της πόλης πάθανε μεγάλη ζημιά. Όμως ο Μπαϊρακτάρ Ντεντέ και οι άλλοι είχαν προείδει αυτή την καταστροφή, και είχαν παρακαλέσει τον Κύριο να τη σταματήσει. Έτσι ήταν η πρόνοια του Άγιου και Παντογνώστη Θεού.**
.
* el-meczûb: κατά το λεξικό του Χλωρού (1899), ο ελκυσθείς, ο ειλκυσμένος υπό του Θεού, εμπεπνευσμένος· παράφρων αβλαβής.
** Φράση από το Κοράνι, φυσικά.
ΥΓ. Το παρόν δεν γράφτηκε με τον ΔτΝ Generator. Είναι αυθεντικός Δύτης. Ή, για την ακρίβεια, Ενφί Χασάν ο Χαλβετής, που έγραψε τη βιογραφία.
Read Full Post »