Αντιγράφω από μια πρώιμη οθωμανική κοσμογραφία, που έγραψε λίγο μετά την Άλωση ο Γιαζιτζίογλου Αχμέτ Μπιτζάν (αν και η ταύτιση αυτή του συγγραφέα αμφισβητήθηκε πειστικά πρόσφατα), δύο αποσπάσματα σχετικά με προσωπικότητες γνωστές μας κι από αλλού:
Μια μέρα στην προσευχή του ο προφήτης Μουσά [Μωυσής] είπε: «Άντε, είναι τόσο φοβερό πράγμα αυτός ο θάνατος;» Η τιμημένη φωνή [του Θεού] είπε: «Ω Μουσά, αν θέλεις θα μείνεις ζωντανός μέχρι τη Συντέλεια!». Ο Μουσά είπε: «Κύριε, θα πεθάνω τελευταίος, ή θα μείνω ζωντανός στον αιώνα;» Ο Ύψιστος Θεός είπε: «Εκτός από Εκείνον όλα θα πεθάνουν. Εκείνος προστάζει και όλοι σε Εκείνον θα επιστρέψετε.» Ο Μουσά απάντησε: «Αν στο τέλος είναι πάλι να πεθάνω, τι να το κάνω που θα ζήσω πολύ;»
Έφτασε τα εξήντα…. Ήρθε ο άγγελος του θανάτου και είπε: «Ω Μουσά, ήρθε ο καιρός του τέλους». Ο Μουσά είπε: «Την ψυχή μου από πού θα τηνε πάρεις;» Ο άγγελος του θανάτου είπε: «Απ’ το στόμα σου!» «Από το στόμα μου πώς θα την πάρεις; Ο Ύψιστος Θεός μου έδωσε την Πεντάτευχο, τη διάβασα [με το στόμα μου]!» Ο άγγελος είπε: «Απ’ το αυτί σου!» Ο Μουσά απάντησε: «Πώς θα την πάρεις, με το αυτί μου άκουσα το λόγο του Θεού». Ο άγγελος του θανάτου είπε: «Ω Μουσά, κρασί ήπιες καθόλου στη ζωή σου;» Ο Μουσά απάντησε: «Ω άγγελε του θανάτου, να απευθύνεσαι με ευγένεια σε κάποιον που ο Ύψιστος Θεός αποκάλεσε συνομιλητή του· που με αυτόν κατέστρεψε τον Φαραώ. Πώς μπόρεσες να μου πεις τέτοια λόγια;» Ο άγγελος του θανάτου του είπε: «Αν λες αλήθεια, άνοιξε το στόμα σου να μυρίσω!». Ο Μουσά άνοιξε το στόμα του, και ο άγγελος του θανάτου πήρε αμέσως την ψυχή του.
(Yazıcıoğlu Ahmed Bîcan, Dürr-i meknun: saklı inciler, επιμ. Necdet Sakaoğlu, Κων/πολη 1999, σελ. 104-105)
Αυτό το κτίριο [ο Ναός του Σολομώντα] υπήρχε μέχρι που πέθανε ο προφήτης Γιαχγιά [Ιωάννης]. Ο λόγος που έγινε μάρτυρας ήταν ότι τότε υπήρχε ένας μπέης των Γιων του Ισραήλ και αυτός ο μπέης είχε μια γυναίκα· αυτή η γυναίκα έγινε αιτία να μαρτυρήσει ο προφήτης. Αυτή η γυναίκα είχε μια κόρη από άλλον άντρα. [Ο μπέης] θέλησε να πάρει και την κόρη· να έχει σύζυγο και τη γυναίκα και την κόρη της… Έκανε το γάμο· φώναξε τον προφήτη Γιαχγιά να τον τελέσει. Ο Γιαχγιά είπε: «Αυτό στη θρησκεία του Ισλάμ είναι αμαρτία!» – και έφυγε. Η γυναίκα κράτησε έχθρα στον Γιαχγιά. Στόλισε την κόρη της, μέθυσε με κρασί τον άντρα της και του την έστειλε. Κείνος την είδε και θάμαξε: «Τι είναι τούτη, ουρί μήπως;» Η γυναίκα είπε: «Εγώ να στη δώσω, αλλά ο Γιαχγιά σε εμπόδισε να την πάρεις». Ο μπέης είπε: «Και πώς θα γίνει να την πάρω;». Η γυναίκα είπε: «Στείλε και σκότωσε τον Γιαχγιά, και μετά πάρτην». Ο μπέης έφερε τον Γιαχγιά: «Εσύ με εμποδίζεις να πάρω αυτό το κορίτσι;». Ο Γιαχγιά απάντησε: «Ναι· είναι αμαρτία». Ο μπέης θύμωσε και έβαλε και έσφαξαν τον Γιαχγιά σαν κριάρι.
Οι άγγελοι του ουρανού και της γης τον θρήνησαν. Μετά εμφανίστηκε ένας βασιλιάς με το όνομα Σεναχερίμπ. Ήρθε με εκατό χιλιάδες λάβαρα, με σκοπό να καταστρέψει την Ιερουσαλήμ και τον λαό της, ώστε να πάρει εκδίκηση για τον Γιαχγιά. Ο Ύψιστος όμως κατέστρεψε τον στρατό του… Λίγο μετά ο Σεναχερίμπ πέθανε. Στη θέση του βασιλιάς έγινε ο Μπαχτνάσρ [Ναβουχοδονόσωρ], εκείνος για να εκδικήσει τον πατέρα του ήρθε με μεγάλο στρατό, κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ και το ναό που είχε χτίσει ο προφήτης Σουλεϊμάν [Σολομώντας]. Δεν άφησε πέτρα στην πέτρα.
(στο ίδιο, σελ. 77)
Και ένα τρίτο, που ίσως κάτι σας θυμίσει. Μιλάει για το μυθικό πουλί, το Σιμούργκ, που είναι μόνο θηλυκό:
Αν ρωτήσουν [λέγοντας πως] ο Θεός ό,τι δημιούργησε το δημιούργησε διπλό: έμψυχο ή άψυχο, χώρο ή χρόνο – γιατί η μονάδα ταιριάζει σ’ Εκείνον… Τίποτε δεν υπάρχει που να είναι χωρίς ταίρι, οι ουρανοί και η γη, ο ήλιος και το φεγγάρι, η ξηρά κι η θάλασσα, η ζωή κι ο θάνατος, το αρσενικό και το θηλυκό – λοιπόν αυτό το Σιμούργκ είναι θηλυκό· το αρσενικό τι απέγινε; Η απάντηση είναι ότι είναι γραμμένο στις ιστορίες το εξής: ο Ύψιστος Θεός δημιούργησε δεκαοχτώ χιλιάδες κόσμους, και τους γέμισε με ένα σωρό πλάσματα: άλλον με αγγέλους, άλλον με κάθε είδους πλάσματα. Ένας από αυτούς τους κόσμους είναι ο κόσμος τούτου του Σιμούργκ, όπου ζουν με το αρσενικό τους και πετάνε, για να δουν αν υπάρχει κι άλλος κόσμος πέρα από τον δικό τους. Πετώντας, έφτασαν στο σύνορο του κόσμου. Αποφάσισαν να φτάσουν σε έναν ακόμη κόσμο: πέταξαν πιο ψηλά, πέρασαν θάλασσες. Το αρσενικό κουράστηκε, ήταν και λεπτεπίλεπτο. Κάποιοι λένε πως πέθανε, άλλοι πως γύρισε πίσω. Αν γύριζε όμως, θα γύριζε μαζί και το θηλυκό του. Η αλήθεια είναι ότι πέθανε. Αυτό λοιπόν το θηλυκό Σιμούργκ δεν είχε δυνάμεις να γυρίσει πίσω· με χίλια ζόρια έφτασε και έπεσε σε τούτον δω τον κόσμο του Κατοικημένου Τετάρτου [το κομμάτι του κόσμου μας, το 1/4 του δηλαδή, που είναι κατοικήσιμο], και έμεινε στο βουνό Καφ.
(στο ίδιο, σελ. 114-115)