Δεν έχω το κουράγιο να γράψω χωριστά για κάθε ένα από τα κομμάτια που απομένουν. Θα με συγχωρέσετε, είναι πιο πολλά απ’ όσο μπορώ να αντέξω και πολύ λίγα ξεπερνάνε τη χρυσή μετριότητα. Το γράφω αυτό με θλίψη.
1994: Μακεδονικό, εθνική ανάτασις, ο Σαββόπουλος πενήντα χρονών μοιάζει ήδη γέρος και εμφανίζεται στην τηλεόραση σαν σοφός συμβουλάτορας – και βγάζει τον πιο αδιάφορο δίσκο του. Τι έχουμε εδώ; Μια ρηχή νοσταλγία για την αγνή αριστερά του ’60 (άντε πάλι!), μια ακόμα προσπάθεια αυτοδικαίωσης (το ομώνυμο κομμάτι), δυο-τρία εντελώς άνευρα τραγούδια εθνικού περιεχομένου (Πρεσθλάβες, Ακτίνες του Βορρά – μέχρι και τον πατριάρχη έχωσε μέσα!) που δεν τα θυμάται ούτε ο ίδιος… Σώζονται δυο-τρία ερωτικά ας πούμε κομμάτια που προσπαθούν να μιμηθούν τα λαϊκά του Λοΐζου («Φιλημένη μες στους κινηματογράφους») ή, πιο επιτυχημένα, του Τσιτσάνη («Πώς με κατάντησε η αγάπη» – αυτό είναι πράγματι ωραίο τραγούδι, αλλά βέβαια λίγο για έναν δημιουργό αυτού του βεληνεκούς). Δύο τραγούδια κρατάω εγώ: «Το ρεφρέν, σ’ αγαπώ» (δηλαδή «σ’ αγαπώ, σε παντρεύομαι»), ένα ας πούμε Πρωινό ή Άσπα reloaded, όχι κάτι σπουδαίο αλλά που διασώζει μια καθημερινότητα και μια χαρά και κολλάει ευχάριστα στο μυαλό· και τον «Μικρό μονομάχο», που ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί με συγκινεί έτσι και δεν μπορώ να σας το εξηγήσω. Αυτά· είναι η πιο θλιβερή περίοδος του Σαββόπουλου αυτή, έβγαινε και μίλαγε ακατάπαυστα περί παντός του επιστητού και κυρίως για τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα, τυλιγόταν στη σημαία, έκανε άβολο να δηλώνεις θαυμαστής του εν γένει, ιδίως αν ήσουν στα είκοσι όπως εγώ. Είναι παράδοξο ότι αυτός ο δίσκος έμεινε περισσότερο στη μνήμη απ’ ό,τι το Κούρεμα, το οποίο, στην πραγματικότητα, παρουσιάζει κάπως μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσο και να μας σπάει τα νεύρα.
Ε, αυτή την εξάντληση μοιάζει να την κατάλαβε και ο ίδιος ο Σαββόπουλος. Δεν σταμάτησε να δίνει συναυλίες, προσπαθώντας πάντα να δώσει μια νέα οπτική: και ήταν ωραίες! τη μια με συμφωνικές ορχήστρες (Σαββόραμα), την άλλη με μικρά ηλεκτρικά γκρουπάκια (Πυρήνας), με διάφορους καλλιτέχνες που διάλεγε με το πάντα ευαίσθητο αισθητήριό του (Δεληβοριάς στο νέο ξεκίνημά του, Θανάσης Παπακωνσταντίνου)… Έβγαλε κάποιους δίσκους με παλιό υλικό, θεατρικό (Οδυσσεβάχ-Πλούτος) ή διασκευές (Ξενοδοχείο). Το ’99, στην παραμονή του νέου αιώνα, απομονώνεται στο Πήλιο και βγάζει έναν τεράστιο δίσκο (μία ώρα, διάρκεια ρεκόρ για άλμπουμ του με εξαίρεση τη διπλή Ρεζέρβα) μόνο με ακουστικά όργανα, τον Χρονοποιό – μετά πια, ο ίδιος δήλωσε ότι δεν είχε πια έμπνευση. Δυστυχώς, παρά την ειλικρινή προσπάθεια, ούτε αυτός ο δίσκος θα μείνει στη μνήμη: μετά τη θρησκεία (’83) και την πατρίδα (’94), εδώ πρωτεύοντα ρόλο έχει η οικογένεια. Ανασκοπήσεις του συζυγικού βίου, σκηνές από έρωτες και από καθημερινή ζωή, νοσταλγίες για τους απόντες, κάποιες σχεδόν σπαραχτικές στιγμές ενδοσκόπησης («Το φως στις δέκα π.μ.»), η γνωστή πια αισιοδοξία για τα εθνικά μας αποθέματα, ακόμα και ένα τραγούδι για την Αμερική (!) – τραγούδια που το καθένα τους στέκεται, δε λέω, αλλά κανένα στο ύψος του Σαββόπουλου που μάθαμε. Είναι και πολύ μεγάλα, σχεδόν όλα πάνω από τέσσερα, κάποια και έξι λεπτά. Καλύτερα να τα έβγαζε σε ποιητική συλλογή (γιατί όχι;).
Ένα κομμάτι σώζεται για μένα, κι αυτό είναι παλιότερο αν δεν κάνω λάθος: οι Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου – δεν είμαι σίγουρος γιατί με συγκινεί τόσο, ίσως σα γονιό, αλλά μ’ αρέσει αυτή η αίσθηση της αλυσίδας που φέρνει προς την ιδέα εκείνη από τα Δέκα Χρόνια Κομμάτια, ότι ψάχνουμε δηλαδή τις ρίζες του παρελθόντος στο μέλλον – έχει και την ιδέα της γιορτής, αυτή τη φορά πιο σεμνή, οικογενειακή ας πούμε, σα μια σύνδεση με τα παιδικά χρόνια. Έτσι, θα πω ότι μ’ αρέσει που αυτό είναι το τελευταίο δισκογραφημένο τραγούδι του Σαββόπουλου. Ας το ακούσουμε από το Σαββόραμα (Δεκέμβρης του 2000):
Πάλι να πω μπράβο συνολικά για όλες τις σχετικές αναρτήσεις. Δεν ξέρω αν έχεις σκοπό να πιάσεις το Ξενοδοχείο -πήρα φόρα από σένα και το άκουσα, δεν το είχα ακούσει όλο. Εγώ έθαψα το Κούρεμα αλλά εδώ δεν μπήκα καν στον κόπο να ψάξω περί τίνος πρόκειται. Δυστυχώς δεν βρίσκω νόημα να στήσω αυτί στα περαιτέρω πονήματα του Σ. Κάτι που βέβαια δεν εξαφανίζει την συνολική προσφορά του στην ελληνική μουσική, ούτε με κάνει να βγάλω από την καρδιά μου παλιότερα σπουδαία τραγούδια του.
[Ποιός καλλιτέχνης ακολουθεί μετά; Λέω… τώρα που γυρίζει, μήπως…; 😉 ]
Δεν χρειάζεται ούτε σου συνιστώ να ακούσεις τους δίσκους αυτούς, αλλά κάνε μια εξαίρεση για τις Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου.
Και ευχαριστώ ε; Δεν νομίζω να έχω χρόνο να το ξανακάνω, σίγουρα όχι φέτος. Θα ήθελα να το κάνω πχ για την Πλάτωνος ή τους Χειμερινούς, που έχουν σμαϊτζέβελη εργογραφία (για τον Χατζιδάκι πχ θα μπορούσα μόνο δίσκο-δίσκο). Η έμπνευσή μου, ξέρεις, ήταν ένας τύπος από τη Γλασκ΄ώβη στο τουίτερ που κάνει το ίδιο για τους Μπητλς: https://twitter.com/hashtag/BigBeatlesBlether?src=hashtag_click&f=live
Τελικά, βρε δύτη, εντάξει, αγαπάμε. Αλλά ειλικρινά, πόσα τραγούδια είναι το έργο του το αξιόλογο; Από πού κι ως πού έγινε κριτής, όπως θες πες το, του ελληνικού τραγουδιού; Στην τελική, θα βρει κανείς περισσότερες αξιόλογες παραγωγές του σε τρίτους, παρά αξιόλογους δικούς του δίσκους. Άδικος είναι ο χαρακτηρισμός του καλλιτεχνικού τεμπέλη;
Εξήντα με ογδόντα, αν κρίνω από την αρίθμηση της Σαββοπουλιάδας. Δεν τα λες και λίγα. Και η επιδραστικότητα, συγκρίνεται μόνο με τους πολυ μεγάλους, Μίκη, Μάνο, Τσιτσάνη ξερωγω.
Θα διαφωνήσω για το μέγεθος της επιδραστικότητας. Και μάλλον μετράς ξανά τα ίδια τραγούδια σε διαφορετικούς δίσκους.