Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Μαΐου 2013

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι πίστευαν πως είναι ελεύθεροι. Δεν γνώριζαν καλά καλά τον άνθρωπο που τους έδινε το ψωμί τους και τη μαργαρίνη, το υποκατάστατο του βούτυρου και το άριστης ποιότητας φρέσκο βούτυρο. Κρατιόντουσαν ευθυτενείς και έτρεμαν την απόλυση, διαδήλωναν την Κυριακή και έκρυβαν τις πορνογραφικές αναμνηστικές κάρτες από τις γυναίκες τους, διαφέντευαν τα παιδιά τους και αγωνιούσαν για την αύξηση του μισθού τους, μιλούσαν για τα κύρια άρθρα των εφημερίδων και έβγαζαν το καπέλο μπροστά στον διευθυντή τους.

[…]

[κι εκείνος:] Πιστέψτε με, ο Γενικός Διευθυντής ανήκει στην πινακίδα του, την επαγγελματική του κάρτα, το ρόλο του, τη θέση του, το φόβο που σκορπάει, τους μισθούς που εγκρίνει, τις απολύσεις που ανακοινώνει, και όχι το αντίστροφο! Από αυτόν τον κίνδυνο εγώ απειλούμαι σήμερα κιόλας. Τα σύμβολα της δύναμής μου θα αρχίσουν να γίνονται πιο επιβλητικά από εμένα. Δεν θα είμαι πια σε θέση να ακολουθώ τις διαθέσεις μου που αποτελούν τη μοναδική χαρά μου.

(Γιόζεφ Ροτ, Δεξιά κι αριστερά, μετάφραση Πελαγία Τσινάρη, Αθήνα 2010)

Advertisement

Read Full Post »

Το παραμυθάκι που ακολουθεί το κατέγραψε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Γ. Δρέττας σ’ ένα χωριό κοντά στην Αριδαία, στην τοπική (σλαβομακεδόνικη) διάλεκτο: G. Drettas, “Questions de vampirisme”, Etudes rurales 97-98 (1985), σελ. 215· το βρήκα μεταφρασμένο από την Αριάδνη Γερούκη, «Οι μεταφυσικοί φόβοι και η διαχείρισή τους: αφορισμένοι – βρυκόλακες», στο Σ. Ασδραχάς επιμ., Οι συλλογικοί φόβοι στην Ιστορία, Αθήνα: ΕΙΕ 2000, σελ. 29-30.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΟΒΟΤΑΝ

Ένα νεαρό αγόρι, που είχε πατέρα και μητέρα, δεν γνώριζε το φόβο. Συζήτησε με τη μητέρα του και αποφάσισε να ταξιδέψει. Η μητέρα δεν ξέρει τι να του δώσει να φάει και του βάζει, σαν προμήθεια για το ταξίδι, ένα περιστέρι μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί. Το αγόρι φεύγει και φτάνει το βράδυ σ’ ένα χωριό. Βλέπει ότι όλοι οι κάτοικοι φεύγουν τρέχοντας. Σταματάει τον παπά στο δρόμο και τον ρωτάει. Αυτός του λέει ότι κάθε βράδυ, το χωριό γεμίζει βρυκόλακες. Το άφοβο αγόρι αποφασίζει να μείνει. Ο παπάς του δίνει το ωμοφόρι του και τα κλειδιά του σπιτιού του και του λέει να φάει ό,τι θέλει. Το αγόρι εγκαταστάθηκε στο σπίτι του παπά και βάζει να ψήσει μια κότα.

Οι βρυκόλακες έρχονται, προσπαθούν να τον τρομάξουν πετώντας του διάφορα κομμάτια από ανθρώπινο σώμα: ένα χέρι, ένα κεφάλι. Αυτός, ενοχλημένος, γυρνάει και αρπάζει με το ωμοφόριο τον αρχηγό των βρυκολάκων: τότε αυτοί φοβούνται. Και τότε ο νεαρός κάνει μαζί τους μια συμφωνία: θ’ απελευθερώσει τον αρχηγό τους, αλλά αυτοί δεν θα ξαναπατήσουν στο χωριό. Οι χωρικοί τον γεμίζουν δώρα και το αγόρι ξαναφεύγει. Μόλις ξεκινάει, το περιστέρι κουνιέται μέσα στο κουτί. Το αγόρι ξαφνικά τινάζεται με τρόμο: έτσι έμαθε το φόβο.

Read Full Post »