Όλοι αυτοί οι άνθρωποι πίστευαν πως είναι ελεύθεροι. Δεν γνώριζαν καλά καλά τον άνθρωπο που τους έδινε το ψωμί τους και τη μαργαρίνη, το υποκατάστατο του βούτυρου και το άριστης ποιότητας φρέσκο βούτυρο. Κρατιόντουσαν ευθυτενείς και έτρεμαν την απόλυση, διαδήλωναν την Κυριακή και έκρυβαν τις πορνογραφικές αναμνηστικές κάρτες από τις γυναίκες τους, διαφέντευαν τα παιδιά τους και αγωνιούσαν για την αύξηση του μισθού τους, μιλούσαν για τα κύρια άρθρα των εφημερίδων και έβγαζαν το καπέλο μπροστά στον διευθυντή τους.
[…]
[κι εκείνος:] Πιστέψτε με, ο Γενικός Διευθυντής ανήκει στην πινακίδα του, την επαγγελματική του κάρτα, το ρόλο του, τη θέση του, το φόβο που σκορπάει, τους μισθούς που εγκρίνει, τις απολύσεις που ανακοινώνει, και όχι το αντίστροφο! Από αυτόν τον κίνδυνο εγώ απειλούμαι σήμερα κιόλας. Τα σύμβολα της δύναμής μου θα αρχίσουν να γίνονται πιο επιβλητικά από εμένα. Δεν θα είμαι πια σε θέση να ακολουθώ τις διαθέσεις μου που αποτελούν τη μοναδική χαρά μου.
(Γιόζεφ Ροτ, Δεξιά κι αριστερά, μετάφραση Πελαγία Τσινάρη, Αθήνα 2010)