Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Μαΐου 2023

Δεν έχω το κουράγιο να γράψω χωριστά για κάθε ένα από τα κομμάτια που απομένουν. Θα με συγχωρέσετε, είναι πιο πολλά απ’ όσο μπορώ να αντέξω και πολύ λίγα ξεπερνάνε τη χρυσή μετριότητα. Το γράφω αυτό με θλίψη.

1994: Μακεδονικό, εθνική ανάτασις, ο Σαββόπουλος πενήντα χρονών μοιάζει ήδη γέρος και εμφανίζεται στην τηλεόραση σαν σοφός συμβουλάτορας – και βγάζει τον πιο αδιάφορο δίσκο του. Τι έχουμε εδώ; Μια ρηχή νοσταλγία για την αγνή αριστερά του ’60 (άντε πάλι!), μια ακόμα προσπάθεια αυτοδικαίωσης (το ομώνυμο κομμάτι), δυο-τρία εντελώς άνευρα τραγούδια εθνικού περιεχομένου (Πρεσθλάβες, Ακτίνες του Βορρά – μέχρι και τον πατριάρχη έχωσε μέσα!) που δεν τα θυμάται ούτε ο ίδιος… Σώζονται δυο-τρία ερωτικά ας πούμε κομμάτια που προσπαθούν να μιμηθούν τα λαϊκά του Λοΐζου («Φιλημένη μες στους κινηματογράφους») ή, πιο επιτυχημένα, του Τσιτσάνη («Πώς με κατάντησε η αγάπη» – αυτό είναι πράγματι ωραίο τραγούδι, αλλά βέβαια λίγο για έναν δημιουργό αυτού του βεληνεκούς). Δύο τραγούδια κρατάω εγώ: «Το ρεφρέν, σ’ αγαπώ» (δηλαδή «σ’ αγαπώ, σε παντρεύομαι»), ένα ας πούμε Πρωινό ή Άσπα reloaded, όχι κάτι σπουδαίο αλλά που διασώζει μια καθημερινότητα και μια χαρά και κολλάει ευχάριστα στο μυαλό· και τον «Μικρό μονομάχο», που ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί με συγκινεί έτσι και δεν μπορώ να σας το εξηγήσω. Αυτά· είναι η πιο θλιβερή περίοδος του Σαββόπουλου αυτή, έβγαινε και μίλαγε ακατάπαυστα περί παντός του επιστητού και κυρίως για τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα, τυλιγόταν στη σημαία, έκανε άβολο να δηλώνεις θαυμαστής του εν γένει, ιδίως αν ήσουν στα είκοσι όπως εγώ. Είναι παράδοξο ότι αυτός ο δίσκος έμεινε περισσότερο στη μνήμη απ’ ό,τι το Κούρεμα, το οποίο, στην πραγματικότητα, παρουσιάζει κάπως μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσο και να μας σπάει τα νεύρα.

Ε, αυτή την εξάντληση μοιάζει να την κατάλαβε και ο ίδιος ο Σαββόπουλος. Δεν σταμάτησε να δίνει συναυλίες, προσπαθώντας πάντα να δώσει μια νέα οπτική: και ήταν ωραίες! τη μια με συμφωνικές ορχήστρες (Σαββόραμα), την άλλη με μικρά ηλεκτρικά γκρουπάκια (Πυρήνας), με διάφορους καλλιτέχνες που διάλεγε με το πάντα ευαίσθητο αισθητήριό του (Δεληβοριάς στο νέο ξεκίνημά του, Θανάσης Παπακωνσταντίνου)… Έβγαλε κάποιους δίσκους με παλιό υλικό, θεατρικό (Οδυσσεβάχ-Πλούτος) ή διασκευές (Ξενοδοχείο). Το ’99, στην παραμονή του νέου αιώνα, απομονώνεται στο Πήλιο και βγάζει έναν τεράστιο δίσκο (μία ώρα, διάρκεια ρεκόρ για άλμπουμ του με εξαίρεση τη διπλή Ρεζέρβα) μόνο με ακουστικά όργανα, τον Χρονοποιό – μετά πια, ο ίδιος δήλωσε ότι δεν είχε πια έμπνευση. Δυστυχώς, παρά την ειλικρινή προσπάθεια, ούτε αυτός ο δίσκος θα μείνει στη μνήμη: μετά τη θρησκεία (’83) και την πατρίδα (’94), εδώ πρωτεύοντα ρόλο έχει η οικογένεια. Ανασκοπήσεις του συζυγικού βίου, σκηνές από έρωτες και από καθημερινή ζωή, νοσταλγίες για τους απόντες, κάποιες σχεδόν σπαραχτικές στιγμές ενδοσκόπησης («Το φως στις δέκα π.μ.»), η γνωστή πια αισιοδοξία για τα εθνικά μας αποθέματα, ακόμα και ένα τραγούδι για την Αμερική (!) – τραγούδια που το καθένα τους στέκεται, δε λέω, αλλά κανένα στο ύψος του Σαββόπουλου που μάθαμε. Είναι και πολύ μεγάλα, σχεδόν όλα πάνω από τέσσερα, κάποια και έξι λεπτά. Καλύτερα να τα έβγαζε σε ποιητική συλλογή (γιατί όχι;).

Ένα κομμάτι σώζεται για μένα, κι αυτό είναι παλιότερο αν δεν κάνω λάθος: οι Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου – δεν είμαι σίγουρος γιατί με συγκινεί τόσο, ίσως σα γονιό, αλλά μ’ αρέσει αυτή η αίσθηση της αλυσίδας που φέρνει προς την ιδέα εκείνη από τα Δέκα Χρόνια Κομμάτια, ότι ψάχνουμε δηλαδή τις ρίζες του παρελθόντος στο μέλλον – έχει και την ιδέα της γιορτής, αυτή τη φορά πιο σεμνή, οικογενειακή ας πούμε, σα μια σύνδεση με τα παιδικά χρόνια. Έτσι, θα πω ότι μ’ αρέσει που αυτό είναι το τελευταίο δισκογραφημένο τραγούδι του Σαββόπουλου. Ας το ακούσουμε από το Σαββόραμα (Δεκέμβρης του 2000):

Read Full Post »

1989, σαρανταπέντε χρόνων (πόσο νέος μου φαίνεται από την απόσταση των πενήντα!), από το ’83 με τα Τραπεζάκια Έξω έχει κάνει μια διετία εκπομπή, Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι, το ’86-’87, γεμάτη αισιοδοξία και αγάπη. Και ξαφνικά ξυρίζει τα μούσια, ποζάρει στα εξώφυλλα, και βγάζει δίσκο με αυτό ακριβώς το κούρεμα στον τίτλο: «Άλλαξα, κοιτάξτε!». Σαν από τη μια να θέλει να πει προκλητικά «αυτός είμαι, κι αν σας αρέσω», και απ’ την άλλη να μοιάσει πια σε όλους, γιατί βαρέθηκε να είναι διαφορετικός, γιατί θέλει -στο κλίμα του προηγούμενου δίσκου- να ενωθεί με τους πάντες. Κάπου τότε, χαρακτηριστικά, εμφανίστηκε σε ένα κέντρο με τον Πάριο, το πιο αταίριαστο ζευγάρι, θέλοντας απεγνωσμένα να ταιριάξει. Μα με ποιον; Με κάθε τι ελληνικό στον κόσμο αυτό; Τι κυκλοθυμία! Το κλίμα εδώ είναι το ακριβώς αντίθετο από το προηγούμενο, την αισιοδοξία στα Τραπεζάκια Έξω. Η δοξολόγηση της εθνικής ενότητας έχει κακοφορμίσει, των Ελλήνων οι κοινότητες έχουν γίνει δασύτριχοι αλήτες και, ακόμα χειρότερα, των συντρόφων τους θύτες. Ας μην επαναλαμβάνουμε τα γνωστά: τέλος δεύτερης τετραετίας του Ανδρέα, Κοσκωτάς, Κουτσόγιωργας, Αυριανή – άλλοι τα θυμόμαστε, άλλοι όχι, ήταν μια εποχή που φαινόταν να δικαιολογεί τους Κωλοέλληνες. Το θέμα ήταν -τότε- ότι ο Σαββόπουλος, με κάπως ακατανόητο ή απερίσκεπτο τέλος πάντων τρόπο για όσους έχουν τη βάσιμη υποψία ότι ενδιαφέρεται για την εικόνα του, τραβάει στα άκρα αυτή τη μανία για το πρόσκαιρο που πρωτοεμφανίστηκε στη μαντινάδα της Ρεζέρβας: όχι απλά αηδιάζω απ’ την κατάσταση, αλλά θα σας πω για τα σκάνδαλα, για τη Μιμή, ναι και για τον Μητσοτάκη. Ας μιλήσουν άλλοι για κίνητρα. Εγώ θα πω, τώρα που -πρώτη φορά- ακούω το δίσκο ολόκληρο, ότι μου βγάζει μια απόγνωση. Έτσι είναι: όταν έχεις δώσει τα πάντα σε καθετί ελληνικό στον κόσμο αυτό, η απογοήτευση θα τα πάρει όλα παραμάζωμα. Μαζί με την απόγνωση βέβαια, βλέπει κανείς και μια αυταρέσκεια, όπως πάντα στις κουβέντες περί γιδότοπου ήδη από την εποχή του Ραφαηλίδη. Μουσικά, διακρίνω μια φοβερή αμηχανία. Η μηχανή έχει στερέψει, και αυτός είναι ο πρώτος δίσκος που περιέχει όχι μόνο αδύναμα κομμάτια, αλλά και πραγματική φύρα.

Μην περιμένετε αστειάκια

Κατευθείαν στην επικαιρότητα, σα να είναι νούμερο ενός απελπισμένου βαριετέ. Ο ιστορικός θα προσέξει την υπόγεια πίστη στο αγαθό, αγνό στοιχείο της περίφημης γενιάς του ’60 (ήδη φανερό από προηγούμενους δίσκους, από το Canto π.χ. ή ακόμα και το Αουντουαντάρια), ακόμα και μουσικά στη λατέρνα και το ακορντεόν που συνοδεύουν αυτή την κάπως αυτάρεσκη αυτολύπηση («εγώ που είμαι ο πιο φριχτός» – ποιος το πιστεύει;). Μουσικά βέβαια κάτι έχει να δώσει, σε ένα ξεψύχισμα του μελωδικού πλούτου που επιδείχθηκε στον προηγούμενο δίσκο.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Το 1983 ο Σαββόπουλος είναι τριανταεννιά χρονών. Η Ελλάδα είναι στον δεύτερο χρόνο ΠΑΣΟΚ, και ακόμα ζει το όνειρο της Αλλαγής. Έχει τέσσερα χρόνια να βγάλει δίσκο. Και βγάζει κάτι πολύ διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα. Κάτι συνέβη στο μεταξύ.

Υπάρχουν κάποιες σπάνιες ηχογραφήσεις από τις παραστάσεις της περιόδου ’80-’81: Γιγανταιώρημα, στον Σκορπιό – ήταν μια παράσταση (ξανά) με καραγκιόζηδες και περφόρμερ, με κάποιο είδος μονόπρακτου… το θέμα είναι ότι τα τραγούδια που έχουν διασωθεί (επειδή τα ξανάπαιξε μια φορά στο ραδιόφωνο) δεν έχουν καμία σχέση με το δίσκο που βγήκε το ’83. Είναι τραγούδια εξαιρετικά δύσκολα, τόσο στον στίχο (πάρτε μια ιδέα εδώ: https://twitter.com/dytistonniptir1/status/1640354949409193986 ) όσο και στη μουσική, που μοιάζει να χάνεται σε περίπλοκες μελωδίες που είναι αδύνατο να τραγουδηθούν χωρίς παρτιτούρα. Μοιάζει σα να τραβάει στο έπακρο τη γραμμή της Ρεζέρβας (σε κομμάτια όπως η Μικρή Ελλάδα ή η Άσπα φερειπείν). Δεν μοιάζει να έπιασε αυτό. Αντίθετα, κάποια κομμάτια που είχαν γραφτεί για τη Ρεζέρβα ή λίγο μετά, με εντελώς διαφορετική μουσική κατεύθυνση (στιλ του Καραγκιόζη, ας πούμε) θα βρουν το δρόμο τους: η Πρωτομαγιά, τον Χειμώνα ετούτο.

Ξέρουμε ότι προσωπικά, ιδεολογικά ας πούμε, ο Σαββόπουλος πέρασε μια απότομη στροφή προς αυτό που λέμε νεο-ορθοδοξία. Αυτό κατά δήλωσή του έγινε όταν πέθανε ο παλιός του φίλος ο Λοΐζος, το Σεπτέμβρη του ’82. Μέσα σε ένα χρόνο (εικάζω) βρίσκει φόρα να βγάλει ένα δίσκο όπου η χαμηλόφωνη ενδοσκόπηση (Τοπίο μυστικό, Φλόγες) συνυπάρχει με τον χαρούμενο πανηγυρισμό (Ας κρατήσουν οι χοροί, Τσάμικο) και κυριαρχείται από το συναίσθημα της ένωσης με το σύνολο. Το στοίχημα που είχε βάλει με τους Αχαρνής δηλαδή, εδώ όμως η γιορτή έχει να κάνει με κάτι πιο συγκεκριμένο: των Ελλήνων οι κοινότητες, αρχαιότητες και ορθοδοξία, τοπίο μυστικό πλην όμως χαρμόσυνο. Έτσι στον πανηγυρισμό αυτό τη θέση της τούμπας παίρνει το κλαρίνο, ακούμε νταούλια, υπάρχει μια καλή πρόθεση πλησιάσματος στον κόσμο (είναι σαφής στις συναυλίες στα στάδια που ακολούθησαν, ή στην ωραία εκπομπή για το ελληνικό τραγούδι του ’86-’87) που όμως, να πούμε την αλήθεια, ακούγεται κάπως άψυχη. Τα ξερωγώ ανεβαστικά κομμάτια του δίσκου ακούγονται πολύ καλύτερα στις συναυλίες, ξεσηκώνοντας το κοινό και τον ακροατή. Στο δίσκο, όπως έχει γραφτεί, στην τρίτη ακρόαση κουράζεσαι, και βάζεις για εκατοστή φορά το Περιβόλι ή το Βρώμικο Ψωμί.

Νέο Κύμα

Ήδη με το πρώτο κομμάτι μπαίνουμε σ’ αυτό το κλίμα της συμφιλίωσης. Δεν είναι πια ο αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι, μας λέει, είναι ένας ταπεινός καλλιτέχνης που πασχίζει να φτάσει το ύψος του κοινού του – το λέει τόσο πολλές φορές που αναπόφευκτα αναρωτιέται κανείς για την ειλικρίνειά του. Κάπου ξανά επαναλαμβάνεται το μοτίβο του τραυλίσματος, του δεν έχω ήχο δεν έχω υλικό, αλλά κάπου γίνεται φλύαρο, σχεδόν (ή εντελώς) αυτάρεσκο. Ένα ευχάριστο κομμάτι, στη γραμμή του Λαυρίου ας πούμε, που όμως μοιάζει να απευθύνεται σε όλους και σε κανέναν…

Μας βαράνε ντέφια

(περισσότερα…)

Read Full Post »

1979 και έχουν περάσει οχτώ χρόνια από τον τελευταίο κανονικό (όχι συλλογή, όχι παραγγελία) δίσκο! Παρότι όπως δείχνουν οι δύο δίδυμοι δίσκοι που προηγήθηκαν τα δυο προηγούμενα χρόνια, το Χάπι Ντέι και οι Αχαρνής, ο Σαββόπουλος δεν είχε μείνει άεργος και μάλιστα είχε προχωρήσει σε πολύ διαφορετικό στιλ, παραμένει το γεγονός ότι όσο και να μην είχε χρόνο έγραφε μεν τραγούδια, όχι όμως τόσα που να βγάλει δίσκο, ή που δεν ήθελε για κάποιο λόγο να τα βγάλει σε δίσκο. Το Πρωινό είναι μισογραμμένο το ’75, ο Πολιτευτής το ’74, η Κύπρος και τα Παιδιά που είναι στο Κόμμα το ’75 (!), η μελωδία από το Κανονάκι είναι από τους Αχαρνής και οι Εκλογές μαντινάδα είναι του ’77 (το ’77 αναφέρεται -στον δίσκο από τις συναυλίες στο Zoom- ότι γράφτηκε και η Πρωτομαγιά, έχει πει σε μια εκπομπή ότι δεν χωρούσε στο δίσκο). Για να μη γκρινιάζουμε, βέβαια, ο δίσκος είναι διπλός. Α – είναι η πρώτη φορά που μπαίνουν κανονικότατα δεύτερες φωνές και μάλιστα γυναικείες (δεν μετράω τους Αχαρνής που είναι παράσταση, ας πούμε).

Είναι φανερό ότι σα να ένιωθε ότι, μετά τον ροκ οργασμό της περιόδου ’68-’72 κάτι δεν πήγαινε καλά, κάπου είχε χάσει την ορμή του, κάπου, δηλαδή, το Φορτηγό είχε μείνει από λάστιχο και χρειαζόταν, βέβαια, μια ρεζέρβα. Ο Σαββόπουλος είναι τριανταπέντε χρονών, too old to rock and roll, too young to die: το ροκ δεν τον καλύπτει πια, μπάζει, ψάχνει όπως είχε πει άλλο σπίτι. Υπάρχει ακόμα βέβαια το ροκ στοιχείο, σε κομμάτια όπως ο Πειρατής, ωστόσο κυριαρχεί ένα άλλο, νέο στιλ, εντελώς προσωπικό και ιδιόρρυθμο, δύσκολο να περιγραφεί: πνευστά (όπως και στους παλιότερους δίσκους, αλλά εδώ με πιο στοχαστική ας πούμε χρήση), παραδοσιακά όργανα, εναρμόνιση και ενορχήστρωση πάντα με έμφαση σε διαφωνίες και ιδιότυπα ακόρντα, μελωδικές γραμμές που μοιάζουν να έχουν γραφτεί με πολύ κόπο και που δύσκολα θα τραγουδηθούν από μια παρέα π.χ. Ήδη με την πρώτη εκδοχή του Πρωινού, του ’75, είχε φανεί αυτή η στροφή προς κάτι πιο προσωπικό και πιο λυρικό. Η Ρεζέρβα είναι αυτή η χρυσή ισορροπία, όπου δεν θέλει να μιλήσει στο όνομα κανενός, θέλει να μιλήσει σχεδόν πρώτη φορά (μετά το Περιβόλι, ίσως) για τον εαυτό του, όχι μόνο όμως, και για τον τόπο του και τους ανθρώπους του με λιγότερο θυμό και περισσότερη αγάπη (ισορροπία, η μαγική λέξη). Τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα είναι παρόντα όσο ποτέ, και φέρνουν τα μηνύματα από κόσμους χαοτικούς και διαλυμένους, σε έναν άνθρωπο που αρχίζει να νιώθει κατασταλαγμένος και κάπως σίγουρος – όχι πολύ: περισσότερο από τότε που δεν είχε ήχο και υλικό, λιγότερο από τότε που (στο κοντινό μέλλον) θα αποφάσιζε να ταυτιστεί με κάτι. Ένας δίσκος με επαγγελματίες μουσικούς και ωράριο εργασίας, αλλά όμως και με ψυχή, και με πάθος. Ισορροπία – νομίζω αυτή είναι η λέξη κλειδί για τη Ρεζέρβα.

Πρωινό

Ξαναδουλεμένο το κομμάτι που κλείνει τα Δέκα χρόνια κομμάτια: σκηνές από ένα γάμο, που διατηρεί την ορμή του παρά τις δυσκολίες, την πλήξη, την καθημερινή τριβή χάρη σε μια θέληση για ξαναρχίνισμα («θα ξαναβρούμε τους φίλους μας…»). Η ανδρική και η γυναικεία φωνή διαλέγονται, ενώ μια ηλεκτρική κιθάρα σα να σολάρει από πίσω δημιουργώντας ένα χάος φωνών μέσα από το οποίο ανυψώνεται η γαλήνια μελωδία του ρεφρέν. Προσωπικά προτιμώ την πρώτη εκδοχή, ωστόσο, σα να είναι κάπως μπαρόκ αυτή η πολυφωνία μου φαίνεται.

Για την Κύπρο

(περισσότερα…)

Read Full Post »