Το παραμυθάκι που ακολουθεί το κατέγραψε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Γ. Δρέττας σ’ ένα χωριό κοντά στην Αριδαία, στην τοπική (σλαβομακεδόνικη) διάλεκτο: G. Drettas, “Questions de vampirisme”, Etudes rurales 97-98 (1985), σελ. 215· το βρήκα μεταφρασμένο από την Αριάδνη Γερούκη, «Οι μεταφυσικοί φόβοι και η διαχείρισή τους: αφορισμένοι – βρυκόλακες», στο Σ. Ασδραχάς επιμ., Οι συλλογικοί φόβοι στην Ιστορία, Αθήνα: ΕΙΕ 2000, σελ. 29-30.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΟΒΟΤΑΝ
Ένα νεαρό αγόρι, που είχε πατέρα και μητέρα, δεν γνώριζε το φόβο. Συζήτησε με τη μητέρα του και αποφάσισε να ταξιδέψει. Η μητέρα δεν ξέρει τι να του δώσει να φάει και του βάζει, σαν προμήθεια για το ταξίδι, ένα περιστέρι μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί. Το αγόρι φεύγει και φτάνει το βράδυ σ’ ένα χωριό. Βλέπει ότι όλοι οι κάτοικοι φεύγουν τρέχοντας. Σταματάει τον παπά στο δρόμο και τον ρωτάει. Αυτός του λέει ότι κάθε βράδυ, το χωριό γεμίζει βρυκόλακες. Το άφοβο αγόρι αποφασίζει να μείνει. Ο παπάς του δίνει το ωμοφόρι του και τα κλειδιά του σπιτιού του και του λέει να φάει ό,τι θέλει. Το αγόρι εγκαταστάθηκε στο σπίτι του παπά και βάζει να ψήσει μια κότα.
Οι βρυκόλακες έρχονται, προσπαθούν να τον τρομάξουν πετώντας του διάφορα κομμάτια από ανθρώπινο σώμα: ένα χέρι, ένα κεφάλι. Αυτός, ενοχλημένος, γυρνάει και αρπάζει με το ωμοφόριο τον αρχηγό των βρυκολάκων: τότε αυτοί φοβούνται. Και τότε ο νεαρός κάνει μαζί τους μια συμφωνία: θ’ απελευθερώσει τον αρχηγό τους, αλλά αυτοί δεν θα ξαναπατήσουν στο χωριό. Οι χωρικοί τον γεμίζουν δώρα και το αγόρι ξαναφεύγει. Μόλις ξεκινάει, το περιστέρι κουνιέται μέσα στο κουτί. Το αγόρι ξαφνικά τινάζεται με τρόμο: έτσι έμαθε το φόβο.
Α ναι, το «μέρος Β΄» υπαινίσσεται κάτι εντελώς διαφορετικό: https://dytistonniptiron.wordpress.com/2009/07/23/seksek/
Ο φόβος παίρνει την έννοια του απρόσμενου δηλαδή…
Γεια σου Δύτη και χρόνια πολλά και από δω! Διάβασα και το Α’ μέρος που το είχα χάσει. Ούτε το Κουτσό έχω διαβάσει (ακόμα).
Η μητρική αξία και αγάπη. Το περιστέρι μέσα στο κουτί ήταν η καρδιά, η έγνοια της μάνας. Το παιδί φοβήθηκε μόνο όταν η μάνα του ήταν ταραγμένη κι ανήσυχη (= το περιστέρι κουνήθηκε μέσ’ στο κουτί).
Αυτό διαβάζω εγώ στην ιστοριούλα (+ λίγη προπαγάνδα του ιερατικού κλάδου: το ωμοφόριο είναι το Νο 1 άμφιο ενός επισκόπου, υψηλά συμβολικό, οπότε η ιστοριούλα υπαινίσσεται ότι είναι και γεμάτο μαγική δύναμη;)
Ωραίο Δύτη.
Μου θύμισε αυτό το κλασικό παραμύθι των αδερφών Γκρίμ. Πιστεύεις ότι ήταν λαϊκός μύθος το οποίο απλά κατέγραψαν το 1812 ή ότι η ιστορία αυτή έγινε τόσο γνωστή που είδε διάφορες τοπικές παραλλαγές;
Εμένα πάλι μου θύμισε, όλως επιφανειακώς, την πρόσφατη «Χιονάτη» του Αλμοδόβαρ (με τον πετεινό στην βαλίτσα της, για όσους δεν την είδαν).
Και μόνο αυτή η επανεμφάνιση αξίζει ένα ζήτω 🙂
Γεια σας παιδιά!
Mindkaiser, νομίζω το πρώτο (εξάλλου αυτό έκαναν οι Γκριμ, κατέγραφαν) –όπου θα χωρούσε και η ερμηνεία του Ηλία.
Ωραίο, Δύτη! Λογική η ερμηνεία του Ηλία, αλλά γιατί υποψιάζομαι δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων (και δεν λέει τίποτε το δημοτικόν της προελευσης 😉 ). Αλήθεια, ξέρουμε ποιο είναι το χωριό της Αρκαδίας (κι αν είναι π.χ. στον Πάρνωνα);
…της Αριδαίας βρε, της Αριδαίας, όχι της Αρκαδίας! (Περισσότερα απ’ όσα έγραψα, δεν ξέρω)
Καλά, μιλάμε έγραψα! 🙂 Μα να διαβάζει το μάτι σου αυτό που περιμένει να δει,,, (γιατί άραγε). Τέσπα, μιλάμε για στιγμές μεγαλείου. 😦
ωραίο, ανήμερα του Θωμά_ σας φιλώ.
Η πάλη με τους δαίμονες θυμίζει αρχαιο Γεροντικό. Θα πρέπει να το ψάξω, μήπως υπάρχει παράλληλο/προηγούμενο.
Πολύ ωραία ανάρτηση. Δεν μπαίνω στο ειδικό μέρος που μάλλον καλύφθηκε. Συγχαρητήρια. Είσαι επιλεκτικός.
Πολύ ωραίο, Δύτη! Δες και αυτό αν θες: http://www.iaen.gr/epeksergasia_paramithiakon_tipon_kai_parallagon_at_300_499__t__a___b__-b-52*351.html
Αριδαίας, του νομού Πέλλας,αλλοιώς και Καρατζόβας ονομαζομένης*. Να αποπειραθώ να επεκτείνω την ερμηνεία του Ηλία; Ο φόβος και το θάρρος είναι χαρακτηριστικά που τα κρατάμε μέσα από την σχέση με την μάνα. Κι’ όχι με τον πατέρα, όπως θα υπέθεταν κάποιοι. Αυτό το διαπίστωσα μαθαίνοντας κολύμπι, πάει μισός αιώνας τώρα…
*έδρας του θαυμασίου συγκροτήματος πνευστών «Οι Χρυσοδάκτυλοι» , πατρίδος ανδρών ευρώστων κατά το δέμας και γενναίων κατά το φρόνημα, πλην όμως της ναυτοσύνης ακοινωνήτων. Γι’ αυτό και όσους από κείνα τα μέρη η τυφλή στρατολογία τους έστελνε στο Ναυτικό, τους βάζανε στην Ναυτονομία, έτσι ώστε «καρατζόβας» να σημαίνει τελικώς τον ναυτονόμο -ανεξαρτήτως καταγωγής- στο γλωσσικό ιδίωμα του πλήθους των κατά θάλατταν υπηρετούντων.
Καλημερίζω την ομήγυρη (και πανήγυρη!). Το λινκ του Γρηγόρη τα λέει όλα, πρέπει να πω.
Βασίλη (χρόνια και ζαμάνια), ώστε από κει βγήκαν οι καρατζόβες;
Ναι. Πρώτα ως ναυτονόμους τους τραγούδησα, κι’ ύστερα κάτι φίλοι από την Έδεσσα με ρώτησαν γιατί τους ναυτονόμους τους λέμε καρατζόβες εκεί χάμω.
Αδύνατο να θυμηθώ αν και στη δική μου θητεία τους λέγαμε έτσι. Βέβαια το μεγαλύτερο μέρος της πέρασε στα βουνά της Λήμνου, όπου υπήρχαν μόνο κατσίκια και καθόλου ναυτονόμοι.
Καράβι στο βουνό,ίσως δεις. Με δύο τρόπους. (Ο άλλος είναι στο ραντάρ.) Αλλά ναυτονόμους, αδύνατον.
Καταπληκτικό λινκ.
Νομίζω τελικά ότι η ιστοριούλα, στις διάφορες παραλλαγές της, απευθύνεται σε νέους άντρες, που έχουν έντονο ηρωικό – τυχοδιωκτικό στοιχείο μέσα τους («δεν ξέρουν τι είναι ο φόβος»), τους καλεί να αφήσουν τις περιπέτειες και να στρωθούν να κάνουν οικογένεια, να φροντίσουν τους γονείς τους κ.λπ.
Εγώ πάλι, σκέφτομαι μήπως το τέλος της ιστορίας (σε όλες τις μορφές της) είναι απλά μια ένδειξη του λαϊκού χιούμορ, ας πούμε.
Παρεμπιτουτ, βρίσκω παράξενο που κανείς δεν ανέφερε μέχρι τώρα τον Αστερίξ με τους Νορμανδούς (που δεν ξέραν τι θα πει φόβος). 🙂
Εγώ, εγώ το σκέφτηκα! (τον Αστερίξ εννοώ, αλλά άργησα να διαβάσω το άρθρο)
Είπα κι εγώ!
Toυ κιοτή η μάνα δεν έκλαψε ποτέ!
(αφού ο Δύτης ,μού κλεψε τους Νορμανδούς (μα να μη θυμάμαι πώς λέγαν τον πιτσιρικά …γιεγιεδίξ ή όχι;) είπα να πω μια σοφία περί γεναιότητας. 😦
Υπάρχει και η αντίστροφη, ας πούμε, ιστορία, με αντίθετη αφετηρία, του παιδιού που φοβάται τα πάντα, αλλά τελικά με την καλοτυχία και την καπατσοσύνη του τα καταφέρνει και νικάει τους κακούς και παίρνει το κορίτσι. Εγώ τη γνώρισα από το Βιζυηνό, αλλά μάλλον είναι και αυτή παραδοσιακός λαϊκός μύθος που κέντησε ο Βιζυηνός (δεν το ξέρω θετικά όμως). Επιτρέψτε μου να πω ότι από την ιστορία του εξ αρχής ατρόμητου, προτιμάω την ιστοριούλα του φοβισμένου που τελικά νικάει τους φόβους του, (όχι ότι έθεσε κανείς θέμα σύγκρισης δηλαδή, απλώς έτσι, κουβέντα να γίνεται). Το παραμύθι λέγεται Ο Τρομάρας 🙂
http://anemi.lib.uoc.gr/search/?dtab=m&search_type=simple&search_help=&display_mode=overview&wf_step=init&show_hidden=0&number=10&keep_number=10&cclterm1=&cclterm2=&cclterm3=&cclterm4=&cclterm5=&cclterm6=&cclterm7=&cclterm8=&cclfield1=&cclfield2=&cclfield3=&cclfield4=&cclfield5=&cclfield6=&cclfield7=&cclfield8=&cclop1=&cclop2=&cclop3=&cclop4=&cclop5=&cclop6=&cclop7=&isp=&display_help=0&offset=1&search_coll%5Bmetadata%5D=1&&stored_cclquery=creator%3D%28%CE%92%CE%B9%CE%B6%CF%85%CE%B7%CE%BD%CF%8C%CF%82%2C+%CE%93%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82%2C%29&skin=&rss=0&show_form=&export_method=none&display_mode=detail&ioffset=1&offset=10&number=1&keep_number=10&old_offset=1&search_help=detail
Πάντα με τους αντιήρωες ε; 🙂
Φαίνεται σίγουρη για τον εαυτό της και αρκετά ανεξάρτητη η Πακίτα Γκαλιέγο, ακούστε τι απάντησε όταν την ρωτήσαμε αν γνώρισε ποτέ το φόβο, να η απάντηση:
και το κεφάλαιο 68 της Rayuela
Quien malandra Balaklava.
Ευχαριστούμε
πάντως, Δύτη, για την ομοιότητα με το παραμύθι τών Γκριμ (και δεν ξέρω, ίσως και άλλων γλωσσών πέρα απ’ τα γερμανικά) δεν ξεμπερδεύουμε εύκολα : ασφαλώς κατέγραφαν οι γκριμ αλλά κατέγραφαν παραμύθια τού γερμανικο/γαλλικού χώρου (αποκλειστικά, νομίζω) -> όμως αν οι ίδιες ιδέες υπάρχουν σε πάρα πολλές γλώσσες, το πρόβλημα γίνεται πάραπολύ ενδιαφέρον (αλλά τα ξέρεις, υποθέτω 🙂 (τα’χει πει κι εκείνος ο προπ-πως-τον-λένε — απλώς είπα να πω κι εγώ το δικό μου τώρα μια που χαθήκαμε λίγο 😉 )
Γεια σου Χάρη!
Πάρε, ψάχνε, και βγάλε άκρη: http://en.wikipedia.org/wiki/Aarne%E2%80%93Thompson_classification_system 😉
ωχ. διάβασμα που μέ περιμένει 😀
(μερσί!)
Απόσπασμα από ένα βιβλίο του Bruno Snell:
THERE is a German fairy-tale in which a youth wants to know what fear is. He is so
stupid that he has never known fear. So his father, unable to cope with him, sends
him forth into the world to find this fear and thus satisfy his curiosity. The tale takes
it for granted that all men, far from needing to exert themselves, possess an
instinctive acquaintance with the terror inspired by the mysterious. To wean
ourselves from this fear we would have to go much farther than the hero of the story
goes on his quest. The fear of the uncanny controls much of the thinking of a child
before it becomes conversant with the order of the universe about it. It looms equally
large in the mentality of primitive peoples where it is usually precipitated in the form
of religious ideas. It may be asked, therefore, whether he who feels no fear is so very
stupid after all; and in fact the ending of the tale shows us what is meant: the fool
marries the king’s daughter and wins the charmed treasure precisely because he is
ignorant of fear. This wise simpleton, one of the ilk of Lucky Hans and Little Klaus,
has the right attitude towards life; after many a spook and ghost which fail to
produce their effect on him, he becomes terror-stricken when a maid pours a bucket
of fish into his royal bed. Among all his dreadful escapades, this was the only one
real enough to touch him.
Παγκόσμιος ο φόβος, ή μάλλον το ξάφνιασμα, λοιπόν!