Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Μαρτίου 2011

Δυο αποσπάσματα από την Άβυσσο της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, μετάφραση Ιωάννας Χατζηνικολή, Αθήνα 1980. Το πρώτο θα μπορούσε σήμερα να έχει, ας πούμε, μπλογκολογικό χαρακτήρα:

Καταλήγομε να καμαρώνουμε για ένα υπονοούμενο που τα αλλάζει όλα, σαν ένα σημείο αρνητικό, διακριτικά τοποθετημένο μπροστά από ένα ποσό. Μηχανευόμαστε με ποιο τρόπο θα κάνουμε μια τολμηρή λέξη ν’ αντιστοιχεί μ’ ένα κλείσιμο του ματιού, με το στιγμιαίο ανασήκωμα ή κατέβασμα της μάσκας που αμέσως ξαναδένεται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Μ’ αυτό τον τρόπο, γίνεται μια επιλογή ανάμεσα στους αναγνώστες μας. Οι ανόητοι μας πιστεύουν. Άλλοι ανόητοι, πιστεύοντάς μας πιο ανόητους απ’ τους ίδιους, μας εγκαταλείπουν. Όσοι καταφέρνουν να τα βγάζουν πέρα μ’ αυτόν το λαβύρινθο μαθαίνουν να πηδούν ή να παρακάμπτουν το εμπόδιο του ψέματος.

Το δεύτερο περιέχει μια υπέροχη φράση:

-Αφήστε με να το αποδώσω στα γαλλικά, είπε ο λοχαγός, γιατί έχω την εντύπωση ότι τα λατινικά του φαρμακολογίου έχουν σβήσει για σας όλα τ’ άλλα. Αυτός ο γερο-ακόλαστος, ο Εύμολπος, απευθύνει στους δυο κομψευάμενους, τον Ενκόλπιο και τον Γείτονα λόγια που έκρινα άξια να εγγράψω στο ευχολόγιό μου: «Ανόητοι που είστε» λέει ο Εύμολπος (…) Θα μπορούσατε να ήσασταν ευτυχείς και όμως διαλέγετε μια ζωή άθλια, υποβάλλοντας κάθε μέρα τους εαυτούς σας σε μια θλίψη χειρότερη από της προηγούμενης. Όσο για μένα, έζησα την κάθε μου ημέρα σαν η ημέρα που ζούσα νάμελλε νάταν η τελευταία, δηλαδή, με όλη την ησυχία μου». Ο Πετρώνιος, εξήγησε ο λοχαγός, είναι ένας από τους αγίους μου.

-Το ωραίο, συμφώνησε ο Ζήνων, είναι πως ο συγγραφέας σας δεν διανοείται πως θα μπορούσε να περάσει ένας σοφός την τελευταία μέρα του αλλιώς από ήσυχα.

Σημειωτέον ότι αυτή η τελευταία φράση, με το ωραίο id est in summa tranquillitate (το οποίο η Γιουρσενάρ ξαναγράφει ως in summa serenitate, «με πλήρη γαλήνη», στο επιλογικό της σημείωμα) ανήκει όχι στο κείμενο του Πετρώνιου αλλά στη συγγραφέα, ένα ευγενές απόκρυφο όπως το χαρακτηρίζει.

Βρήκα, παρεμπιπτόντως, το Σατυρικόν του Πετρώνιου, δεν ξέρω αν έχω όρεξη να το διαβάσω. Περισσότερο θα ήθελα να ξαναδώ την ομώνυμη ταινία του Φελίνι, αυτή την επιστημονική φαντασία του παρελθόντος, που με είχε συνεπάρει ξημερώματα σε κάποια κατάληψη της Φιλοσοφικής στη Θεσσαλονίκη. Πριν ακόμα τη δω, είχα διαβάσει την ωραία περιγραφή της από τον ίδιο το Φεντερίκο σε μια συνέντευξή του, και είχα δει κάποιες εικόνες σε ένα ωραίο κόμικ του Μίλο Μανάρα που έχω πια χάσει. Θα την ξαναδώ ένα βράδυ, με όλη την ησυχία μου.

Advertisement

Read Full Post »

Είναι τέτοιες οι μέρες (για καλό, μην ανησυχείτε) που δύσκολα προλαβαίνω να γράψω και ποστ. Είχα υποσχεθεί να γράψω χτες για την οθωμανική ποίηση, μέρα που ήταν, αλλά θέλει δουλειά και ψάξιμο. Έχω υποσχεθεί να γράψω για τους οθωμανούς παραμυθάδες, ούτε αυτό πρόλαβα. Είπα να γράψω κάτι για τη Λιβύη, έχοντας σκορπίσει κάποιες απόψεις από δω κι από κει. Σκέφτηκα ότι ψαχουλεύοντας στο δίκτυο, και με τη βοήθεια διαφόρων και ιδίως της Μαρίας και του Τάλω, έχω αρχίσει να σχηματίζω μια εικόνα. Ύστερα ένιωσα κάπως σαν τον Μπόρχες στην Αναζήτηση του Αβερρόη, που συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι περιγράφει κάποιον για τον οποίο, στην πραγματικότητα, δεν ξέρει τίποτα και ο Αβερρόης του διαλύεται μπροστά στον καθρέφτη. Είπα, αρκετά βάσανα έχει η Λιβύη, μη διαλυθεί και μέσα στο νιπτήρα του Δύτη.

Μετά σκέφτηκα να γράψω κάτι για τον Ιμπν Χαλντούν, το μέγιστο Τυνήσιο ιστορικό και πολιτικό στοχαστή του 14ου αιώνα, και τη θεωρία του (ανάμεσα σε άλλα επίκαιρα) για τη φυλετική αλληλεγγύη, τα νομαδικά κράτη και το πώς μετατρέπονται σε εγκατεστημένα και παρακμάζουν μετά από τρεις γενιές· σκέφτηκα όμως, πάλι οριενταλιστή θα με πουν, ή ίσως ημιοριενταλιστή που είναι μάλλον χειρότερο.

Και λέγοντας «οριενταλιστή» θυμήθηκα τις Nouvelles orientales, τα (αφιερωμένα στον Ανδρέα Εμπειρίκο) «Διηγήματα της Ανατολής» της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ που ξαναδιάβασα προχτές, και εκείνο το υπέροχο, μοναδικό θλιμμένο διαμάντι, την Χαριστική βολή… Σκέφτομαι ότι η Άβυσσος, που ξαναδιαβάζω αυτές τις μέρες, με όλη της την προσεκτική ανασύσταση της ταραγμένης και ανήσυχης εποχής της Μεταρρύθμισης, ή αντίστοιχα ο Αδριανός, δεν μου προκαλούν τέτοια συγκίνηση όσο εκείνες οι μικρές νουβέλες. Τα έχω διαβάσει από δύο φορές και το μόνο που θυμάμαι καθαρά είναι οι επίλογοι ή τα δοκίμια, όπου η Γιουρσενάρ διηγόταν την ιστορία της συγγραφής τους. Από την Άβυσσο, μου έχουν έτσι μείνει στο μυαλό τα πρακτικά της ανάκρισης του Τομάζο Καμπανέλα· από τον Αδριανό, το πώς η Γιουρσενάρ, σε κάποια μετακόμιση της ώριμης ηλικίας, ανακαλύπτει σε ένα σεντούκι ένα χειρόγραφο που αρχίζει Αγαπητέ μου Μάρκο. Άρχισα να σκέφτομαι, λέει, ποιος ξεχασμένος φίλος ή εραστής ήταν αυτός,  και μετά συνειδητοποίησα πως ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος, και το χειρόγραφο η ξεχασμένη αρχή του μυθιστορήματος που είχα ξεκινήσει στα νιάτα μου, γράφει.

Να, αυτή ήταν μια ωραία ιστορία.

Read Full Post »

Τέτοιες μέρες, δυο χρόνια πριν, ξεκίνησαν οι καταδύσεις του Δύτη. Δεν έχω πολλά να πω γιαυτό, πέρα από το ότι σας ευχαριστώ όλους που με διαβάζετε και με σχολιάζετε (κουτσομπόληδες…).

Είχα διάφορες ιδέες αυτές τις μέρες για το τι να γράψω για αυτή την κοσμοϊστορική επέτειο. Το πεπρωμένο του Δύτη όμως άλλα εκέλευε: πολλή δουλειά· ένας ιός (ειρωνικά, εκ παλαιού ποστ προερχόμενος) που με άφησε χωρίς υπολογιστή στο σπίτι για δυο μέρες· κάτι σαν ημικρανία που με τυράννησε προχτές, ακριβή ημερομηνία της επετείου· και τα λοιπά. Οπότε δεν θα προτείνω ξανά παλιές αγαπημένες αναρτήσεις. Σκέφτομαι λίγο την εμπειρία αυτών των δύο χρόνων, αλλά αυτή τη φορά όχι ως συγγραφέας αλλά ως αναγνώστης.

Μια βδομάδα πριν ήμουν σε ένα, ας πούμε μπλογκοπάρτυ, νάναι καλά η αγαπημένη Κρότκαγια. Γνώρισα διάφορους μπλόγκερ που αγαπώ (και που φυσικά με απογοήτευσαν όλοι). Επειδή πρόσφατα είχα μια σχετική συζήτηση, προσπαθούσα να καταλάβω αν όντως το δικό μου μπλογκ εκπέμπει μελαγχολία και μοναξιά, κάτι που αν ισχύει είναι εντελώς λάθος, καθώς είμαι οικογενειάρχης (μ’ αρέσει επίσης ο χαρακτηρισμός πάτερ φαμίλιας, που πάντα μου φαινόταν της καθομιλουμένης, να το πω έτσι, και που ποτέ δεν μπόρεσα να συνδέσω με τη λατινική του προέλευση: ο πάτερ φαμίλιας, του πάτερ φαμίλια) και χαρούμενος άνθρωπος. Προσπαθούσα να πω ότι, παρά την ξέρω γω ευαισθησία και ανθρωπίλα που μοιάζει να βγάζει ο Δύτης, εγώ είμαι άνθρωπος επιφανειακός και επιπόλαιος: η σκληρή, οδυνηρή και τόσο θλιβερή κατά βάθος πραγματικότητα περνάει από πάνω μου όπως το θαλασσινό νερό στο ψάρι. Περιττό να πω (και σας προλαβαίνω) ότι δεν με πίστεψε κανείς.

Και όμως. Το να λες ότι ξέρεις ένα μπλόγκερ είναι λάθος: ξέρεις μόνο τις απόψεις του. Δεν είμαστε όμως οι απόψεις μας. Οι απόψεις μας είναι ό,τι έχουμε χρήσιμο για τους άλλους, ενώ για τους φίλους και τους δικούς μας ανθρώπους οι απόψεις μας είναι το λιγότερο. Πλατιάζω: όταν ξεκίνησα διάλεξα να προβάλω τις απόψεις, ας πούμε, όχι τον εαυτό μου, που είναι ίσως βαρετός ή και κρυόκωλος (αυτό το είπε ένας από τους δυο-τρεις καλύτερους φίλους μου, αλλά διόρθωσε μετά στο φλεγματικός, που φυσικά μου αρέσει περισσότερο, όντας αγγλόφιλος). Πλατιάζω, ξανά (και δεν έχω καν το χάρισμα του εξαίσιου Μποστ, τον ηθελημένο πλατειασμό): τέλος πάντων, όπως έγραψε ο Κοκτώ (καταραμένε εστέτ Δύτη), είμαι ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια.

Ας τελειώσω λοιπόν με το κομμάτι που στάθηκε αιτία να κολλήσει ο υπολογιστής μου, κατά κάποιο τρόπο το άλτερ έγκο μου δηλαδή, τον καταραμένο ιό των τελευταίων ημερών. Σταμάτησα να παίζω ακορντεόν όταν κατάλαβα ότι ποτέ δεν θα έφτανα τέτοια ύψη:

Σας ευχαριστώ και πάλι, παίδες και κόρες. Νάμαστε καλά να κουβεντιάζουμε.

Read Full Post »

Για διάφορους λόγους, η σημερινή μέρα ήταν μέρα πολυτέλειας για τον Δύτη σας. Δεν μου συμβαίνει κάθε μέρα να είμαι καλεσμένος για μεσημεριανό σε πρεσβεία (για επαγγελματικούς, ας πούμε, λόγους), ούτε για καφέ στη «Μεγάλη Βρετανία»-και-δεν-εννοώ-το-νησί. Σήμερα έγιναν και τα δύο. Γεύμα με τις θέσεις των καλεσμένων σε χαρτάκια πάνω σε δίσκο, με το μενού με χρυσή μπορντούρα και οικόσημο δίπλα στο πιάτο, κρασιά διαφόρων ειδών που εναλλάσσονται και φαγητό -ομολογουμένως- εξαιρετικό, για μένα που είμαι και λιχούδης. Η αλήθεια είναι ότι το γεύμα αυτό μου στοίχισε σαράντα ευρώ, όσο δηλαδή η ανθοδέσμη που σκέφτηκα να πάρω για να μην πάω με άδεια χέρια και επειδή βιαζόμουν την πήρα από δίπλα, μιλάμε για Κολωνάκι και η τιμή με κατέλαβε εξ απίνης. Ήταν όμως από τα γεύματα, υποθέτω, που όπως λένε αξίζουν τα σαράντα ευρώ (με κρασί). Το δε καφενείο καφέ της Μεγάλης Βρετανίας είναι πράγματι εντυπωσιακό, με τους καναπέδες, το ημίφως, τα χαλιά, τη σερβιτόρα που γεμίζει το ποτήρι νερό μόλις αδειάσει, τον κατάλογο που έχει 50 γρμ. χαβιάρι Μπελούγκα με 580 ευρώ, τα τεράστια κινέζικα βάζα, τα μισοκλεισμένα με κουρτίνες σεπαρέ όπου -σαν σε ταινία- βλέπεις όχι τα πρόσωπα αλλά μόνο χέρια, κρατώντας ένα ποτήρι κρασί να δίνουν απόμακρες εντολές που κρίνουν τις μοίρες λαών (λένε τα βιβλία).

Εντελώς ασυνήθιστος σε κάτι τέτοια, ωστόσο τα απολαμβάνω με διάφορους τρόπους, και ευχαρίστως θα δεχόμουν να μου χάριζαν τριάντα τέτοιες μέρες, με υπηρέτες και σερβιτόρους και χαλιά και πρώτο πιάτο σούπα. Και χαβιάρι των 580 ευρώ, πάει λένε ωραία με τη βότκα.

Αυτά έλεγα βγαίνοντας, και μετά περάσαμε από ένα στενό πεζοδρόμιο ανάμεσα τοίχο και κλειστό περίπτερο. Με την πλάτη στον τοίχο του περίπτερου και τα μάτια στον απέναντι τοίχο, ζητιάνευε καθιστή μια οικογένεια, πατέρας, μάνα και παιδί. Είναι όμως δύο κόσμοι, είχε έρθει η απάντηση ήδη πριν. Πρέπει να διαλέξεις.

-Διαλιέχτε, αντιλάλησε η φωνή του λαχειοπώλη.

Read Full Post »

Χτες το βράδυ, στο Ζωγράφου, περιμένουμε να πληρώσουμε σε μια έβγα (ουσιαστικά μίνι μάρκετ) μια δεκάδα μπύρες που πηγαίνουμε σε ένα πάρτι. Η τηλεόραση παίζει την Σούδα, και στο καπάκι τους απεργούς πείνας. Ο μπάρμπας-ιδιοκτήτης χαζεύει σε ένα τραπεζάκι, το ταμείο το κρατά η γυναίκα του, και μονολογεί: Να πάνε να πνιγούνε όλοι. Μας τους έφεραν εδώ. Έπρεπε να βουλιάζαμε τα καράβια με όλους μέσα.

Η συμβία  ίσα που κατάφερε να πει ένα «δεν συμφωνώ, λυπάμαι για την πάρτη σας». Ένιωσε αποκαρδιωμένη, μου είπε μετά. Ακριβώς αυτό. Όσο για μένα, είχα ξανά εκείνο το κάθιδρο και απελπισμένο όραμα της Αθήνας να βομβαρδίζεται, μύδρους επί δικαίων και αδίκων, χλωρά μαζί με ξερά.

Καλή σαρακοστή, λέει: ο μπάρμπας και η γυναίκα του θα νηστέψουν με ικανοποίηση το λάδι και το κρέας, ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους. Δεν έχουν κάποιον να τους υποκινήσει να νηστέψουν ακόμα και το νερό, βλέπεις. Κωλότοπος. Κωλότοπος.

Read Full Post »