
Τέλος του ’72. Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο – σκηνές ροκ. Μετά τα Μπουρμπούλια, είναι η Λαιστρυγόνα, ένα γκρουπάκι που όπως φαίνεται σχηματίστηκε σχεδόν στην τύχη: Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος (τούμπα), Θεολόγος Στρατηγός (κιθάρα, κλαρίνο), Γιώργος Γαβαλάς (μπάσο, τρομπέτα), Κώστας Καραμήτρος (ντραμς, βιμπράφωνο, κρουστά), Βαγγέλης Γερμανός (κιθάρα) και βέβαια το φλάουτο της Στέλλας Γαδέδη. Παίζει συνεχώς, Μπάλλο, τα καινούργια – εδώ μπορείτε να δείτε ένα μικρό-μικρό απόσπασμα που δείχνει πώς ήταν αυτά τα λάιβ:
Αυτό που δεν φαίνεται στο απόσπασμα είναι ότι στην παράσταση έχει και πεχλιβάνηδες, τον Τζίμη τον Τίγρη – τους πλανόδιους του φορτηγού δηλαδή, αυτούς που τρώνε το βρώμικο ψωμί, τον κόσμο τον αδιάβατο, και τον χωνεύουν για μας.
Και βγαίνει αυτός ο δίσκος. Όπως και στον Μπάλλο, και εδώ ο Σαββόπουλος κάνει ροκ. Τι ροκ όμως; Είχε πει κάπου ότι «τα παιδιά που παίζουνε ροκ στον τόπο μας, στην πλειοψηφία τους παίζουνε ροκ από ευχαρίστηση, κι όταν παίζουμε μια μουσική από ευχαρίστηση το μοναδικό αποτέλεσμα είναι να μην ευχαριστιόμαστε ούτε εμείς που παίζουμε, αλλά ούτε κι εκείνοι που μας ακούνε.» Και σε μια άλλη συνέντευξη, εξηγεί πώς βλέπει το ροκ (παραθέτω από μνήμης): μια κραυγή χωρίς λόγο, σαν τους επαναστάτες χωρίς αιτία, μια κραυγή που ήθελαν να βγάλουν οι Άγγλοι και Αμερικάνοι νέοι μετά τον πόλεμο για τον κόσμο που τους έπνιγε – και επειδή, συνεχίζει, δεν είχαν λόγο απτό για να πονάνε, δανείστηκαν την έκφραση από εκείνους που είχαν: τους μαύρους, τη τζαζ και το μπλουζ. Να λοιπόν! Αυτό που μας πνίγει και δεν ξέρουμε τι είναι (ή, όπως η χούντα, που ξέρουμε αλλά δεν μπορούμε να πούμε) θα το εκφράσουμε δανειζόμενοι τον πόνο εκείνων που ήξεραν τι είναι. Σε ένα σωρό συνεντεύξεις της εποχής (αλλά και παλιότερες) ο Σαββόπουλος διατρανώνει τον θαυμασμό του στον Καζαντζίδη, και κάπου λέει ότι τον άκουσε όλο για να γράψει το Ζεϊμπέκικο.

Μπορεί να πει κανείς ότι όλος ο δίσκος είναι ένα κόνσεπτ άλμπουμ: φτηνά ξενοδοχεία, στο Βαρδάρη και στη Βάθη, στα κουρεία και στα λουτρά, όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί, δηλαδή (εξηγεί) αυτό τον κόσμο, που είναι σαν φυλακή που περιμένει τον αποφυλακισμένο (σαν τα χρηματιστήρια και τις διακοπές της κυρίας Μάνου), αυτό τον κόσμο που σαν πηγή θολή και μολυσμένη μας ποτίζει. Η αγωνία που χαρακτήριζε τον «Μπάλλο», στο «Βρώμικο ψωμί» σα να έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια ατμόσφαιρα σκοτεινή μεν, που όμως κρατά μια υπόσχεση ανθοφορίας, ας πούμε. Κάπου είχα διαβάσει τον Σαββόπουλο να λέει ότι ο τύπος με το κράνος που του ψιθυρίζει στο εξώφυλλο συμβολίζει τον θάνατο: μια τέτοια συμφιλίωση (σ’ αυτό τον δίσκο ηχογραφείται το Ολαρία-ολαρά) εννοώ.
Κλείνω και πάλι με ένα διθύραμβο του Φώντα Τρούσσα, που έχει και πολλές πληροφορίες για τις βραδυές εκείνες στο Ροντέο και το Κύτταρο και το πώς στελεχώθηκαν: https://www.lifo.gr/culture/music/tetoies-meres-prin-apo-50-hronia-kykloforei-bromiko-psomi-toy-dionysi-sabbopoyloy (Το βιβλίο του Κάσδαγλη δεν αξιώθηκα να το πάρω ακόμα).
Έλσα σε φοβάμαι
Ξεκινά ο δίσκος χωρίς όργανα, μόνο φωνή, και μετά μπαίνει το μπάσο και όλα τα υπόλοιπα. Όπως και σε πολλά άλλα του δίσκου, η συνοδεία της μπάντας πυκνώνει όσο προχωρά το κομμάτι: περισσότερα κρουστά, πνευστά, μέχρι και το γνωστό σφύριγμα του Φορτηγού στο ρεφρέν. Μ’ αρέσει στο τέλος αυτή η ορμητική ανύψωση των πνευστών (θυμίζει κάπως τη Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ) που επιτείνει τον κάπως θριαμβευτικό χαρακτήρα του τραγουδιού: είναι η αγάπη μου η τρελή. Όταν ήμουν φοιτητής, λέγαμε ότι η Έλσα είναι το LSD – πιθανότατα μύθος, όπως ο αντίστοιχος για τη Λούση του Λένον, αλλά θα ταίριαζε, όπως και άλλες εκδοχές: Ελλάς, (ΕΑΤ-)ΕΣΑ – και ωστόσο γιατί να πάμε εκεί; Ας μείνουμε σε ένα ερωτικό τραγούδι που και πάλι δοξολογεί τον τρελό έρωτα, l’amour fou, πια όχι με την εφηβικότητα της Συννεφούλας, με την σκοτεινή ωριμότητα του σχεδόν τριαντάρη που γυρίζει σε δωμάτια φτηνού ξενοδοχείου.
Άγγελος εξάγγελος
Πάλι Ντίλαν. Προσωπικά προτιμώ την ενορχήστρωση του Παλιάτσου, κι αυτή όμως, πιο λιτή, με το φλάουτο και την κιθάρα σχεδόν μόνα τους, σα να επιστρέφει χρόνια πριν. Στο τελευταίο κουπλέ η ενορχήστρωση πυκνώνει (κόλπο που επανέρχεται συνεχώς στο δίσκο), ακόμα και το φλάουτο σολάρει πίσω από τα λόγια. Πρέπει να αναγνωρίσουμε, επίσης, ότι λίγα τραγούδια άφησαν τόσο αξιομνημόνευτους στίχους για κάθε περίσταση. Όπως μου επισήμαναν, στην αυτοκριτική «του λαού» (If you cannot bring good news, then don’t bring any) ο Σαββόπουλος πρόσθεσε κι εκείνη του αγγελιαφόρου («τα νέα που σας έφερα…»). Για να αναφερθεί στην αισιοδοξία του Φορτηγού; Δεν μπορώ να ξέρω.
Τραγούδι
Εδώ όμως ξεκινάμε κατευθείαν με τη μπάντα: πυκνή ηλεκτρική και τύμπανα, στιβαρή συνοδεία που προς το τέλος όπως και στην Έλσα απογειώνεται θριαμβευτικά. Η γνωστή εικονογραφία των βροχερών βραδιών, των δωματίων σε κακόφημες, φτηνές συνοικίες, φίλοι που λιώνουνε σαν το κερί, γιατροί σε χειρουργεία. Θυμάμαι πώς ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν είναι ερωτικό το τραγούδι, δηλαδή δεν απευθύνεται σε κοπέλα. Υπέθεσα ότι απευθύνεται στην παράδοση. Κάποτε που τον πέτυχα, τον ρώτησα και μου απάντησε (σκέφτηκε λίγο πρώτα) ότι απευθύνεται στην αριστερά. «Αν στραφώ να γίνω αλάτι, και να μη χαρώ το φως» και «είσαι σχήμα του θανάτου, δεν μπορείς χωρίς εμένα». Έστω κι έτσι, αν και προτιμώ τη δική μου ερμηνεία. (Στο δίσκο γράφει ότι οι στίχοι «ξεκίνησαν από μια ιδέα του Τάσου Φαληρέα», δεν ξέρω όμως άλλες λεπτομέρειες).
Ζεϊμπέκικο
Τι εμβληματικό κομμάτι! Ίσως εδώ φτάνει στο ποιητικό του αποκορύφωμα ο Σαββόπουλος: δεν ξέρω αν έφτασε ξανά σε τέτοιο απόλυτο συνδυασμό ποιητικής έκφρασης και νοηματικής καθαρότητας. Εδώ βρίσκει κανείς όλη την κοσμοεικόνα που διατρέχει τον δίσκο (αλλά και τον Μπάλλο): απρόσιτη μητέρα, μορφή από χώμα και ουρανό η παράδοση ή ο τόπος αυτός, και (όπως έλεγε τότε) ο κόσμος ακριβώς είναι το βρώμικο ψωμί που πρέπει να φαγωθεί για να γίνει κατανοητό και να αποκτήσει νόημα. Ρεμπέτες, πρόσφυγες, μοτοσυκλέτες και σκυλιά, τα παιδιά που χάθηκαν δηλαδή και οι παλιοί μας φίλοι, προσπαθούν με φωνές ηλεκτρικές να συγχρονιστούν με αυτό το βαρύ και χωμάτινο πράγμα που μας περικλείει και μας τρέφει.
Αναπόφευκτα η φόρμα είναι ζεϊμπέκικο: άκουσε, λέει, όλον τον Καζαντζίδη για να το γράψει, και φυσικά δεν είναι τυχαία η ηχογράφηση με την Μπέλλου. Αλλά τι φόρμα! Αρχίζει λιτά, μόνο με φωνή και ένα τζουρά (η φωνή είναι πιο σαββοπουλική παρά ποτέ), μετά σε κάθε στροφή μπαίνει κι από ένα όργανο, κιθάρα, μπάσο, ξαφνικά τύμπανα, ηλεκτρική κιθάρα, το τραγούδι ολοκληρώνεται και τότε απογειώνεται κιόλας: ξανά απ’ την αρχή, με συνοδεία που όλο και πυκνώνει από πίσω λες και κάθε όργανο σολάρει, όλο και πυκνότερα, και βέβαια η δεύτερη φωνή συμπληρώνει το κρυφό νόημα πετώντας γύρω από την πρώτη. Δώσε ρεύμα, βάλε στα όργανα φωτιά να αυτοπυρποληθεί η ψυχή βάζοντας στα ρούχα της φωτιά (Σεπτέμβρη του ’70 είχε αυτοπυρποληθεί ο Γεωργάκης στη Γένοβα, αναρωτιέμαι αν). Και η τρομερή μας η λαλιά βγάζει αυτό το αριστούργημα.
Ολαρία-ολαρά
Με αυτό το σκοπό τελειώνει ο Μπάλλος, και έτσι τελειώνει και η πρώτη πλευρά τούτου του δίσκου. Αυτό το γερμανικό εμβατήριο, που μάλλον από την Κατοχή θα ήταν τόσο γνωστό στην Ελλάδα, ούτε εδώ ούτε και στο τέλος του Μπάλλου έχει κάτι το απειλητικό (αν και μάλλον η στρατιωτική εκτέλεση από τα «Δέκα χρόνια κομμάτια» είναι προγενέστερη): μια κιθαρίτσα κρατάει το τέμπο, απόκοσμο το φλάουτο της Γαδέδη, και η φωνή του Σαββόπουλου, χωρίς φωνή και βραχνάδα, προβάλλει αυτό το όραμα μιας ουτοπικής συμφιλίωσης, μακρινής και ευτυχισμένης σε κάποιο χιονισμένο τοπίο. Ειρωνικό για την εποχή; Πιθανότατα ναι. Και ωστόσο έχει κάτι από το μέλλον, από τους Αχαρνής και την Πρωτομαγιά, από αυτή την τάση να ενωθεί, όχι να ξεχωρίσει (που κατά κάποιο τρόπο τον κατέστρεψε κιόλας). Έχει ίσως και τον παράξενο χριστιανισμό που υποδόριος αναδύεται στο Δέντρο («κι απ’ τους εχθρούς μας πιο πολύ»), μεταξύ άλλων.
Το μωρό
Ένα ακόμα από τα κομμάτια που μόνο ο Σαββόπουλος μπορούσε να γράψει και που δείχνουν τη διαφορά κλάσης με τους μουσικούς της γενιάς του (πλην ίσως του Λοΐζου). Η εικόνα των στίχων είναι παρόμοια με το Ζεϊμπέκικο: μες στην κοιλιά μου, λεχώνα, μαγειρεύω την τροφή του χειμώνα, το βρώμικο ψωμί δηλαδή τον κόσμο: θα καθαριστεί άμα καταβροχθιστεί. Τη σημασία του κόσμου, σα να λέμε, τη δίνουμε εμείς, τρώγοντάς τον μ’ άλλα λόγια ζώντας μες στη βρωμιά του (όγκοι κοπριά) και μεταμορφώνοντάς την σε έκφραση κάποιου είδους. Και εκεί κάπου ο ποιητής φεύγει, σα φεγγάρι τρελό, σα θαλάσσιος ελέφας (δεν χρειάζεται να πω πού παραπέμπει ο στίχος, I am the walrus), σαν τέρας, σαν ξένος. Κι όλο αυτό σε μια ωραία, παράξενη ροκιά, με ρεφρέν με διπλοτυπίες όπως (πάλι) στο Ζεϊμπέκικο, ωραία γέφυρα με τα πνευστά όπως και στα πρώτα κομμάτια του δίσκου πριν το τελευταίο κουπλέ. Ο ουρανός / είν’ ένας νόμος αδειανός / κι η χωματένια σου μορφή / είναι βρώμικο ψωμί.
Η Δημοσθένους λέξις
Χρόνια αναρωτιόμουν τι σημαίνει ο τίτλος. Πρόσφατα τον άκουσα να το εξηγεί σε ένα ταινιάκι, γυρισμένο στο Πήλιο κάπου στα εβδομήνταζ: ο Δημοσθένης είναι κάποιος που μάχεται ένα χαμένο αγώνα, ξεχασμένος και προδομένος απ’ όλους, κυνηγημένος από Αθηναίους και Μακεδόνες, μετέωρος. «Εμβατήριο ενός μετέωρου φυλακισμένου» ήταν άλλωστε ο πρωτότυπος τίτλος. Ρήτορες και λωποδύτες, ζητιάνοι εταίρες και προφήτες – είναι ο κόσμος που τον περιμένει έξω, φυλακή έξω από τη φυλακή, σαν τα πριζουνίκ πρατήρια της θείας Μάρως. Παράξενα ακόρντα, και εδώ πυκνώνει σταδιακά η συνοδεία (τι ωραία ηλεκτρική κιθάρα!) και μια υπέροχη τρομπέτα με πιατίνια σηκώνει την τρίχα μας λίγο πριν το τέλος.
Θα σας το βάλω σε ένα κλιπάκι από εκπομπή της εποχής, νομίζω μάλιστα από το «Χαίρω πολύ Σαββόπουλος» του μακαρίτη Λάκη Παπαστάθη, που καταφέρνει να δείξει την Αθήνα μέσα σ’ αυτή την ερημιά των στίχων, σα φυλακή:
Μαύρη θάλασσα
Δεν θα μπορούσε ο πιο ροκ ελληνικός (ή, αν προτιμάτε, ο πιο ελληνορόκ) δίσκος να μην περιέχει ένα τέτοιο κομμάτι. Με τι μοιάζει τούτο δω; Είναι σαν Μπάλλος αλλά κάπως πιο πλούσιος μουσικά, δηλαδή μοιάζει πιο δουλεμένος από τη μπάντα – παρότι η γνωστή ηχογράφηση (χωρίς λόγια) στο δίσκο «Ζωντανοί στο Κύτταρο» είναι σαφώς κατώτερη. Αν θυμίζει κάτι είναι Τζέθρο Ταλ, και πράγματι το Thick as a brick είχε μόλις βγει το Μάρτη του ’72. Με ιδιοφυή τρόπο η μουσική φέρνει στο νου τη θάλασσα: τα βότσαλα (τα κρόταλα στην αρχή), τα κύματα (οι ηλεκτρικές κιθάρες μετά) και τον αφρό τους (το φλάουτο). Αξέχαστα ριφ διαδέχονται το ένα το άλλο με ένα αμυδρό φολκ στοιχείο από ποντιακά ή θρακιώτικα πριν καταλήξουν στο γνωστό ζωναράδικο του δεύτερου μέρους. Και τα λόγια: μια σχεδόν κάθιδρη εικόνα αρχέγονων μύθων, Σκύθες, Θράκες και Βυζαντινοί (μαλλιαροί τοξότες της Σκυθίας – με κοιτάζουν μέσα από εικόνες Παναγίας), ακατάληπτες φωνές, ψηλαφώντας κάτι που δεν ψηλαφείται γιατί δεν υπάρχει ήχος, δεν υπάρχει υλικό. Καταλαβαίνει κανείς πως είναι το ίδιο υλικό που έβγαλε το Ζεϊμπέκικο, μια μοναδική ισορροπία που αναμετριέται με ό,τι λέγεται παράδοση αλλά με όπλα ηλεκτρικά και ιπτάμενα καράβια, χωρίς την βεβαιότητα που επρόκειτο γλυκά-γλυκά να τον χωνέψει τις επόμενες δεκαετίες. Τι ιδέα, ένα τραγούδι για τον Εύξεινο Πόντο το 1971! Δεν μπορώ να το εξηγήσω παρά μόνο με τη σκέψη ότι τον απασχολούσε η προσφυγιά, η καταγωγή του (Κωνσταντινούπολη, Ρωμυλία) – εξ ου και το Ζεϊμπέκικο – ίσως η σχέση με τον πατέρα; Παραδόξως, απ’ όσο θυμάμαι, είναι το κομμάτι για το οποίο δεν έχει μιλήσει σχεδόν ποτέ, ούτε τότε, ούτε τώρα – έχει πει για το «δεν έχω ήχο», αλλά πώς και τον απασχόλησε εν μέσω ’71 κάτι σαν τη Μαύρη Θάλασσα που δεν είχε συνέχεια στο έργο του για δεκαετίες, δεν ξέρω και δεν πολυκαταλαβαίνω. Εκτός αν δούμε τη συνέχεια με τον Μπάλλο διότι εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε. Α, και η λούπα στο τέλος, μην την ξεχάσω, άλλη μια επιρροή από Μπιτλς και πολύ χαίρομαι γι’ αυτό.
Fun fact: δεν θυμάμαι να είχα ακούσει ποτέ το Τραγούδι.
Δεν το παίζει ποτέ. Ούτε τα ραδιόφωνα το παίζουν.
Δεν είχες ακούσει ποτέ ολόκληρο το δίσκο;
Δεν θυμάμαι. Στη γνωστή ξαδέρφη που άκουγα πιτσιρικάς ελληνική μουσική τους Αχαρνείς και τον Μπάλο είχαμε λιώσει. Στο πρώτο ήξερα τους στίχους απ’ έξω.
Και φτάσαμε στην εποχή που πια δεν καταπίνω αμάσητα αλλά όπως όταν κοιτάζεις ένα αριστούργημα ζωγραφικής χάνεις την ομορφιά της εικόνας και ψάχνεις την ομορφιά της λεπτομέρειας- κι αν την βρίσκεις λες αριστούργημα, αν όχι πας παρακάτω χωρίς να πισωγυρίσεις, άκουσα τον δίσκο. θαύμασα την φωνή της Μπέλλου (με διπλή φωνή του Σαββόπουλου που κυκλοφόρησε μαλλον για οικονομικούς λόγους είναι περίπου για γιαπωνέζους), η Ελσα μου αρέσει στην βερσιόν της Φλέρυ(ς), αποδίδει ολόσωστα το τραγούδι χωρίς νυξεις πως η Ελσα είναι κάτι άλλο και επαναλαμβάνω αν έχεις υπ’όψιν σου εκτέλεση με Βασίλη (ένας είναι ο Βασίλης) του τραγουδιού » η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ) ;
Τι ωραία η τζαζέ Φλέρυ!
Αυτή την εκτέλεση του Βασίλη την έχεις αναφέρει πάλι. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να τη βρω – για την ώρα.
Ευχαριστώ πολύ
όταν κοιτάζεις τιον πίνακα από κοντά,με φακό (γμτ)
Δεν είχα ακούσει ποτέ πλήρες το άλμπουμ, οπότε αγνοούσα Το Μωρό και το Τραγούδι. Ευχαριστώ για την αφορμή, λοιπόν! Και βέβαια… υπάρχουν τουλάχιστον τρία εκπληκτικά κομμάτια εδώ μέσα (και ξέρω πως είμαι αυστηρός), πράγμα που σημαίνει πως το σερί αυτών των άλμπουμ του Σαββό είναι όντως εντυπωσιακό.
Πραγματολογικόν: το ίδιο το Wicked Messenger του Ντύλαν νομίζω έχει έντονη επιρροή από το αγγλικό παραδοσιακό John Barleycorn (που το ’70 το διασκεύασαν θαυμάσια και οι Traffic).
Προσωπικό ενορχηστρωτικό κόλλημα: δεν θέλω καθόλου να αδικήσω τη Στέλλα Γαδέδη αλλά (ξέρω, επαναλαμβάνομαι…) αυτός ο ήχος του ελληνικού ροκ -ή «ροκ» ενίοτε- που τελικά κυρίως το φλάουτο σολάρει, πάντα θα με ξενίζει. Μόνο ο Ίαν Άντερσον κατάφερε να δώσει τραχιά, απρόβλεπτη, ροκ χρειά και τρόπους στο φλάουτο. Η λεπτή, γλυκειά, φωνή του είναι μάλλον αταίριαστο να μπαίνει κυρίαρχη πάνω στο σαματά μιας ροκ μπάντας.
Τα δύο αυτά κομμάτια παίζει να είναι τα πιο άγνωστα του έργου του, χαίρομαι που έδωσα την αφορμή.
Με αυτό που λες για το φλάουτο, συνειδητοποίησα ότι απουσιάζουν τελείως τα σόλα της κιθάρας (ενώ ακόμα και το μπάσο σολάρει στον Μπάλλο).
Κάποιοι είπαν πως δεν υπήρχαν πολύ ικανοί στη ροκ κιθάρα τότε, εκτός -υποτίθεται- του Τέρρυ Παπαντίνα, ο οποίος λέγεται πως έπαιξε στο Μπάλλο χωρίς να αναφέρεται. Αλλά δεν πείθομαι καθόλου, και αδικεί κάμποσους καλούς κιθαρίστες.
Πιστεύω πως ήταν ενορχηστρωτική ατολμία και ανησυχία μήπως ο Σ. φανεί φασαριόζος, όχι επαρκώς σοβαρός και σκεπτόμενος, παλιογιεγιές! Και, παρά τα μεγάλα λόγια στην συνέντευξη που είδα στο άρθρο του Τρούσσα, σίγουρα δεν «χτίστηκε ζωντανός» μέσα στο ροκ, δε πιστεύω πως ένιωσε όντως την αισθητική του. Οπότε προέκυψε ένα ροκ προχωρημένο σε κάποιους τομείς αλλά συντηρητικό σε άλλους. Από μια οπτική το φοβήθηκε, και το εγκατέλειψε όχι γιατί το ροκ πέθανε το ’72 (!) αλλά γιατί ακριβώς δεν μπήκε στο πετσί του.
Πάλι: αυτές οι παρατηρήσεις δεν τον μειώνουν ως δημιουργό, έβγαλε δισκάρες.
Ο Παπαντίνας, είχα δει κάπου, έλεγε ότι έδειξε στον Σ. αυτά τα παράξενα ακόρντα που χρησιμοποιεί.
Σκέψου ότι το ροκ το γνώρισε σε ηλικία που είχε ήδη διαμορφώσει γούστα και ύφος, όχι μικρός όπως όλοι μας. Και νομίζω δεν είπε ότι πέθανε το ροκ, είπε ότι νιώθει πως δεν είναι πια το σπίτι του – οπότε ναι, δεν ένιωσε ποτέ τελείως άνετα όπως φαίνεται να ένιωθε στο μεταρεζερβικό του στιλ. Παράδοξο ότι έκανε τα αριστουργήματά του νιώθοντας ψιλοάβολα: ο ίδιος, αν το σκεφτόταν, σίγουρα θα το εξηγούσε με κάποιο επιχείρημα για το φως που μπαίνει μέσα από τις τρύπες μας κλπ.
Η αναφορά μου στο 1972 είναι για την άποψη του Φαληρέα (όπως την αναφέρει ο Τρούσας, εγώ δεν τη γνώριζα) από τον Φλεβάρη του ’72 πως το ροκ έχει τελειώσει διεθνώς, άποψη που υποτίθεται πως επηρέασε και τον Σαββόπουλο.
Αν σταθώ στα αρχικά λόγια του Σ. περί ροκ… θα γίνω κακούλης. Φαίνεται να κανοναρχεί, δείχνοντας σε άλλους τα ίδια τα αμπελοχώραφά τους. Δεν είναι τυχαίο που, παρά την ύπαρξη αυτών των τριών δυνατών άλμπουμ, άλλοι θεωρούνται πατέρες του ροκ στην Ελλάδα. Πιστεύω στην παραδοξότητα που παρατηρείς. Άντλησε από το ροκ όσα στοιχεία μπορούσε ο ίδιος να εκτιμήσει (κι όσα οι μουσικοί του πρόσφεραν) και μετά πήγε παρακάτω. Συμφωνώ, πολύ πιο σεβαστή η μετέπειτα δήλωσή του πως δεν είναι πια το σπίτι του. Προς τιμή του το ότι άντλησε κάποια προχωρημένα στοιχεία, αλλά ίσως ήταν απλά ένας ταλαντούχος φιλοξενούμενος.
Αεροζόλ, για την κιθάρα που λέγαμε: ξανάκουγα το Κιλελέρ, εκεί ίσως μπορείς να πεις ότι έχεις την εξαίρεση με σόλα.