Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘μου-μου-μουθική’ Category

Δεν έχω το κουράγιο να γράψω χωριστά για κάθε ένα από τα κομμάτια που απομένουν. Θα με συγχωρέσετε, είναι πιο πολλά απ’ όσο μπορώ να αντέξω και πολύ λίγα ξεπερνάνε τη χρυσή μετριότητα. Το γράφω αυτό με θλίψη.

1994: Μακεδονικό, εθνική ανάτασις, ο Σαββόπουλος πενήντα χρονών μοιάζει ήδη γέρος και εμφανίζεται στην τηλεόραση σαν σοφός συμβουλάτορας – και βγάζει τον πιο αδιάφορο δίσκο του. Τι έχουμε εδώ; Μια ρηχή νοσταλγία για την αγνή αριστερά του ’60 (άντε πάλι!), μια ακόμα προσπάθεια αυτοδικαίωσης (το ομώνυμο κομμάτι), δυο-τρία εντελώς άνευρα τραγούδια εθνικού περιεχομένου (Πρεσθλάβες, Ακτίνες του Βορρά – μέχρι και τον πατριάρχη έχωσε μέσα!) που δεν τα θυμάται ούτε ο ίδιος… Σώζονται δυο-τρία ερωτικά ας πούμε κομμάτια που προσπαθούν να μιμηθούν τα λαϊκά του Λοΐζου («Φιλημένη μες στους κινηματογράφους») ή, πιο επιτυχημένα, του Τσιτσάνη («Πώς με κατάντησε η αγάπη» – αυτό είναι πράγματι ωραίο τραγούδι, αλλά βέβαια λίγο για έναν δημιουργό αυτού του βεληνεκούς). Δύο τραγούδια κρατάω εγώ: «Το ρεφρέν, σ’ αγαπώ» (δηλαδή «σ’ αγαπώ, σε παντρεύομαι»), ένα ας πούμε Πρωινό ή Άσπα reloaded, όχι κάτι σπουδαίο αλλά που διασώζει μια καθημερινότητα και μια χαρά και κολλάει ευχάριστα στο μυαλό· και τον «Μικρό μονομάχο», που ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί με συγκινεί έτσι και δεν μπορώ να σας το εξηγήσω. Αυτά· είναι η πιο θλιβερή περίοδος του Σαββόπουλου αυτή, έβγαινε και μίλαγε ακατάπαυστα περί παντός του επιστητού και κυρίως για τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα, τυλιγόταν στη σημαία, έκανε άβολο να δηλώνεις θαυμαστής του εν γένει, ιδίως αν ήσουν στα είκοσι όπως εγώ. Είναι παράδοξο ότι αυτός ο δίσκος έμεινε περισσότερο στη μνήμη απ’ ό,τι το Κούρεμα, το οποίο, στην πραγματικότητα, παρουσιάζει κάπως μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσο και να μας σπάει τα νεύρα.

Ε, αυτή την εξάντληση μοιάζει να την κατάλαβε και ο ίδιος ο Σαββόπουλος. Δεν σταμάτησε να δίνει συναυλίες, προσπαθώντας πάντα να δώσει μια νέα οπτική: και ήταν ωραίες! τη μια με συμφωνικές ορχήστρες (Σαββόραμα), την άλλη με μικρά ηλεκτρικά γκρουπάκια (Πυρήνας), με διάφορους καλλιτέχνες που διάλεγε με το πάντα ευαίσθητο αισθητήριό του (Δεληβοριάς στο νέο ξεκίνημά του, Θανάσης Παπακωνσταντίνου)… Έβγαλε κάποιους δίσκους με παλιό υλικό, θεατρικό (Οδυσσεβάχ-Πλούτος) ή διασκευές (Ξενοδοχείο). Το ’99, στην παραμονή του νέου αιώνα, απομονώνεται στο Πήλιο και βγάζει έναν τεράστιο δίσκο (μία ώρα, διάρκεια ρεκόρ για άλμπουμ του με εξαίρεση τη διπλή Ρεζέρβα) μόνο με ακουστικά όργανα, τον Χρονοποιό – μετά πια, ο ίδιος δήλωσε ότι δεν είχε πια έμπνευση. Δυστυχώς, παρά την ειλικρινή προσπάθεια, ούτε αυτός ο δίσκος θα μείνει στη μνήμη: μετά τη θρησκεία (’83) και την πατρίδα (’94), εδώ πρωτεύοντα ρόλο έχει η οικογένεια. Ανασκοπήσεις του συζυγικού βίου, σκηνές από έρωτες και από καθημερινή ζωή, νοσταλγίες για τους απόντες, κάποιες σχεδόν σπαραχτικές στιγμές ενδοσκόπησης («Το φως στις δέκα π.μ.»), η γνωστή πια αισιοδοξία για τα εθνικά μας αποθέματα, ακόμα και ένα τραγούδι για την Αμερική (!) – τραγούδια που το καθένα τους στέκεται, δε λέω, αλλά κανένα στο ύψος του Σαββόπουλου που μάθαμε. Είναι και πολύ μεγάλα, σχεδόν όλα πάνω από τέσσερα, κάποια και έξι λεπτά. Καλύτερα να τα έβγαζε σε ποιητική συλλογή (γιατί όχι;).

Ένα κομμάτι σώζεται για μένα, κι αυτό είναι παλιότερο αν δεν κάνω λάθος: οι Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου – δεν είμαι σίγουρος γιατί με συγκινεί τόσο, ίσως σα γονιό, αλλά μ’ αρέσει αυτή η αίσθηση της αλυσίδας που φέρνει προς την ιδέα εκείνη από τα Δέκα Χρόνια Κομμάτια, ότι ψάχνουμε δηλαδή τις ρίζες του παρελθόντος στο μέλλον – έχει και την ιδέα της γιορτής, αυτή τη φορά πιο σεμνή, οικογενειακή ας πούμε, σα μια σύνδεση με τα παιδικά χρόνια. Έτσι, θα πω ότι μ’ αρέσει που αυτό είναι το τελευταίο δισκογραφημένο τραγούδι του Σαββόπουλου. Ας το ακούσουμε από το Σαββόραμα (Δεκέμβρης του 2000):

Read Full Post »

1989, σαρανταπέντε χρόνων (πόσο νέος μου φαίνεται από την απόσταση των πενήντα!), από το ’83 με τα Τραπεζάκια Έξω έχει κάνει μια διετία εκπομπή, Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι, το ’86-’87, γεμάτη αισιοδοξία και αγάπη. Και ξαφνικά ξυρίζει τα μούσια, ποζάρει στα εξώφυλλα, και βγάζει δίσκο με αυτό ακριβώς το κούρεμα στον τίτλο: «Άλλαξα, κοιτάξτε!». Σαν από τη μια να θέλει να πει προκλητικά «αυτός είμαι, κι αν σας αρέσω», και απ’ την άλλη να μοιάσει πια σε όλους, γιατί βαρέθηκε να είναι διαφορετικός, γιατί θέλει -στο κλίμα του προηγούμενου δίσκου- να ενωθεί με τους πάντες. Κάπου τότε, χαρακτηριστικά, εμφανίστηκε σε ένα κέντρο με τον Πάριο, το πιο αταίριαστο ζευγάρι, θέλοντας απεγνωσμένα να ταιριάξει. Μα με ποιον; Με κάθε τι ελληνικό στον κόσμο αυτό; Τι κυκλοθυμία! Το κλίμα εδώ είναι το ακριβώς αντίθετο από το προηγούμενο, την αισιοδοξία στα Τραπεζάκια Έξω. Η δοξολόγηση της εθνικής ενότητας έχει κακοφορμίσει, των Ελλήνων οι κοινότητες έχουν γίνει δασύτριχοι αλήτες και, ακόμα χειρότερα, των συντρόφων τους θύτες. Ας μην επαναλαμβάνουμε τα γνωστά: τέλος δεύτερης τετραετίας του Ανδρέα, Κοσκωτάς, Κουτσόγιωργας, Αυριανή – άλλοι τα θυμόμαστε, άλλοι όχι, ήταν μια εποχή που φαινόταν να δικαιολογεί τους Κωλοέλληνες. Το θέμα ήταν -τότε- ότι ο Σαββόπουλος, με κάπως ακατανόητο ή απερίσκεπτο τέλος πάντων τρόπο για όσους έχουν τη βάσιμη υποψία ότι ενδιαφέρεται για την εικόνα του, τραβάει στα άκρα αυτή τη μανία για το πρόσκαιρο που πρωτοεμφανίστηκε στη μαντινάδα της Ρεζέρβας: όχι απλά αηδιάζω απ’ την κατάσταση, αλλά θα σας πω για τα σκάνδαλα, για τη Μιμή, ναι και για τον Μητσοτάκη. Ας μιλήσουν άλλοι για κίνητρα. Εγώ θα πω, τώρα που -πρώτη φορά- ακούω το δίσκο ολόκληρο, ότι μου βγάζει μια απόγνωση. Έτσι είναι: όταν έχεις δώσει τα πάντα σε καθετί ελληνικό στον κόσμο αυτό, η απογοήτευση θα τα πάρει όλα παραμάζωμα. Μαζί με την απόγνωση βέβαια, βλέπει κανείς και μια αυταρέσκεια, όπως πάντα στις κουβέντες περί γιδότοπου ήδη από την εποχή του Ραφαηλίδη. Μουσικά, διακρίνω μια φοβερή αμηχανία. Η μηχανή έχει στερέψει, και αυτός είναι ο πρώτος δίσκος που περιέχει όχι μόνο αδύναμα κομμάτια, αλλά και πραγματική φύρα.

Μην περιμένετε αστειάκια

Κατευθείαν στην επικαιρότητα, σα να είναι νούμερο ενός απελπισμένου βαριετέ. Ο ιστορικός θα προσέξει την υπόγεια πίστη στο αγαθό, αγνό στοιχείο της περίφημης γενιάς του ’60 (ήδη φανερό από προηγούμενους δίσκους, από το Canto π.χ. ή ακόμα και το Αουντουαντάρια), ακόμα και μουσικά στη λατέρνα και το ακορντεόν που συνοδεύουν αυτή την κάπως αυτάρεσκη αυτολύπηση («εγώ που είμαι ο πιο φριχτός» – ποιος το πιστεύει;). Μουσικά βέβαια κάτι έχει να δώσει, σε ένα ξεψύχισμα του μελωδικού πλούτου που επιδείχθηκε στον προηγούμενο δίσκο.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Το 1983 ο Σαββόπουλος είναι τριανταεννιά χρονών. Η Ελλάδα είναι στον δεύτερο χρόνο ΠΑΣΟΚ, και ακόμα ζει το όνειρο της Αλλαγής. Έχει τέσσερα χρόνια να βγάλει δίσκο. Και βγάζει κάτι πολύ διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα. Κάτι συνέβη στο μεταξύ.

Υπάρχουν κάποιες σπάνιες ηχογραφήσεις από τις παραστάσεις της περιόδου ’80-’81: Γιγανταιώρημα, στον Σκορπιό – ήταν μια παράσταση (ξανά) με καραγκιόζηδες και περφόρμερ, με κάποιο είδος μονόπρακτου… το θέμα είναι ότι τα τραγούδια που έχουν διασωθεί (επειδή τα ξανάπαιξε μια φορά στο ραδιόφωνο) δεν έχουν καμία σχέση με το δίσκο που βγήκε το ’83. Είναι τραγούδια εξαιρετικά δύσκολα, τόσο στον στίχο (πάρτε μια ιδέα εδώ: https://twitter.com/dytistonniptir1/status/1640354949409193986 ) όσο και στη μουσική, που μοιάζει να χάνεται σε περίπλοκες μελωδίες που είναι αδύνατο να τραγουδηθούν χωρίς παρτιτούρα. Μοιάζει σα να τραβάει στο έπακρο τη γραμμή της Ρεζέρβας (σε κομμάτια όπως η Μικρή Ελλάδα ή η Άσπα φερειπείν). Δεν μοιάζει να έπιασε αυτό. Αντίθετα, κάποια κομμάτια που είχαν γραφτεί για τη Ρεζέρβα ή λίγο μετά, με εντελώς διαφορετική μουσική κατεύθυνση (στιλ του Καραγκιόζη, ας πούμε) θα βρουν το δρόμο τους: η Πρωτομαγιά, τον Χειμώνα ετούτο.

Ξέρουμε ότι προσωπικά, ιδεολογικά ας πούμε, ο Σαββόπουλος πέρασε μια απότομη στροφή προς αυτό που λέμε νεο-ορθοδοξία. Αυτό κατά δήλωσή του έγινε όταν πέθανε ο παλιός του φίλος ο Λοΐζος, το Σεπτέμβρη του ’82. Μέσα σε ένα χρόνο (εικάζω) βρίσκει φόρα να βγάλει ένα δίσκο όπου η χαμηλόφωνη ενδοσκόπηση (Τοπίο μυστικό, Φλόγες) συνυπάρχει με τον χαρούμενο πανηγυρισμό (Ας κρατήσουν οι χοροί, Τσάμικο) και κυριαρχείται από το συναίσθημα της ένωσης με το σύνολο. Το στοίχημα που είχε βάλει με τους Αχαρνής δηλαδή, εδώ όμως η γιορτή έχει να κάνει με κάτι πιο συγκεκριμένο: των Ελλήνων οι κοινότητες, αρχαιότητες και ορθοδοξία, τοπίο μυστικό πλην όμως χαρμόσυνο. Έτσι στον πανηγυρισμό αυτό τη θέση της τούμπας παίρνει το κλαρίνο, ακούμε νταούλια, υπάρχει μια καλή πρόθεση πλησιάσματος στον κόσμο (είναι σαφής στις συναυλίες στα στάδια που ακολούθησαν, ή στην ωραία εκπομπή για το ελληνικό τραγούδι του ’86-’87) που όμως, να πούμε την αλήθεια, ακούγεται κάπως άψυχη. Τα ξερωγώ ανεβαστικά κομμάτια του δίσκου ακούγονται πολύ καλύτερα στις συναυλίες, ξεσηκώνοντας το κοινό και τον ακροατή. Στο δίσκο, όπως έχει γραφτεί, στην τρίτη ακρόαση κουράζεσαι, και βάζεις για εκατοστή φορά το Περιβόλι ή το Βρώμικο Ψωμί.

Νέο Κύμα

Ήδη με το πρώτο κομμάτι μπαίνουμε σ’ αυτό το κλίμα της συμφιλίωσης. Δεν είναι πια ο αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι, μας λέει, είναι ένας ταπεινός καλλιτέχνης που πασχίζει να φτάσει το ύψος του κοινού του – το λέει τόσο πολλές φορές που αναπόφευκτα αναρωτιέται κανείς για την ειλικρίνειά του. Κάπου ξανά επαναλαμβάνεται το μοτίβο του τραυλίσματος, του δεν έχω ήχο δεν έχω υλικό, αλλά κάπου γίνεται φλύαρο, σχεδόν (ή εντελώς) αυτάρεσκο. Ένα ευχάριστο κομμάτι, στη γραμμή του Λαυρίου ας πούμε, που όμως μοιάζει να απευθύνεται σε όλους και σε κανέναν…

Μας βαράνε ντέφια

(περισσότερα…)

Read Full Post »

1979 και έχουν περάσει οχτώ χρόνια από τον τελευταίο κανονικό (όχι συλλογή, όχι παραγγελία) δίσκο! Παρότι όπως δείχνουν οι δύο δίδυμοι δίσκοι που προηγήθηκαν τα δυο προηγούμενα χρόνια, το Χάπι Ντέι και οι Αχαρνής, ο Σαββόπουλος δεν είχε μείνει άεργος και μάλιστα είχε προχωρήσει σε πολύ διαφορετικό στιλ, παραμένει το γεγονός ότι όσο και να μην είχε χρόνο έγραφε μεν τραγούδια, όχι όμως τόσα που να βγάλει δίσκο, ή που δεν ήθελε για κάποιο λόγο να τα βγάλει σε δίσκο. Το Πρωινό είναι μισογραμμένο το ’75, ο Πολιτευτής το ’74, η Κύπρος και τα Παιδιά που είναι στο Κόμμα το ’75 (!), η μελωδία από το Κανονάκι είναι από τους Αχαρνής και οι Εκλογές μαντινάδα είναι του ’77 (το ’77 αναφέρεται -στον δίσκο από τις συναυλίες στο Zoom- ότι γράφτηκε και η Πρωτομαγιά, έχει πει σε μια εκπομπή ότι δεν χωρούσε στο δίσκο). Για να μη γκρινιάζουμε, βέβαια, ο δίσκος είναι διπλός. Α – είναι η πρώτη φορά που μπαίνουν κανονικότατα δεύτερες φωνές και μάλιστα γυναικείες (δεν μετράω τους Αχαρνής που είναι παράσταση, ας πούμε).

Είναι φανερό ότι σα να ένιωθε ότι, μετά τον ροκ οργασμό της περιόδου ’68-’72 κάτι δεν πήγαινε καλά, κάπου είχε χάσει την ορμή του, κάπου, δηλαδή, το Φορτηγό είχε μείνει από λάστιχο και χρειαζόταν, βέβαια, μια ρεζέρβα. Ο Σαββόπουλος είναι τριανταπέντε χρονών, too old to rock and roll, too young to die: το ροκ δεν τον καλύπτει πια, μπάζει, ψάχνει όπως είχε πει άλλο σπίτι. Υπάρχει ακόμα βέβαια το ροκ στοιχείο, σε κομμάτια όπως ο Πειρατής, ωστόσο κυριαρχεί ένα άλλο, νέο στιλ, εντελώς προσωπικό και ιδιόρρυθμο, δύσκολο να περιγραφεί: πνευστά (όπως και στους παλιότερους δίσκους, αλλά εδώ με πιο στοχαστική ας πούμε χρήση), παραδοσιακά όργανα, εναρμόνιση και ενορχήστρωση πάντα με έμφαση σε διαφωνίες και ιδιότυπα ακόρντα, μελωδικές γραμμές που μοιάζουν να έχουν γραφτεί με πολύ κόπο και που δύσκολα θα τραγουδηθούν από μια παρέα π.χ. Ήδη με την πρώτη εκδοχή του Πρωινού, του ’75, είχε φανεί αυτή η στροφή προς κάτι πιο προσωπικό και πιο λυρικό. Η Ρεζέρβα είναι αυτή η χρυσή ισορροπία, όπου δεν θέλει να μιλήσει στο όνομα κανενός, θέλει να μιλήσει σχεδόν πρώτη φορά (μετά το Περιβόλι, ίσως) για τον εαυτό του, όχι μόνο όμως, και για τον τόπο του και τους ανθρώπους του με λιγότερο θυμό και περισσότερη αγάπη (ισορροπία, η μαγική λέξη). Τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα είναι παρόντα όσο ποτέ, και φέρνουν τα μηνύματα από κόσμους χαοτικούς και διαλυμένους, σε έναν άνθρωπο που αρχίζει να νιώθει κατασταλαγμένος και κάπως σίγουρος – όχι πολύ: περισσότερο από τότε που δεν είχε ήχο και υλικό, λιγότερο από τότε που (στο κοντινό μέλλον) θα αποφάσιζε να ταυτιστεί με κάτι. Ένας δίσκος με επαγγελματίες μουσικούς και ωράριο εργασίας, αλλά όμως και με ψυχή, και με πάθος. Ισορροπία – νομίζω αυτή είναι η λέξη κλειδί για τη Ρεζέρβα.

Πρωινό

Ξαναδουλεμένο το κομμάτι που κλείνει τα Δέκα χρόνια κομμάτια: σκηνές από ένα γάμο, που διατηρεί την ορμή του παρά τις δυσκολίες, την πλήξη, την καθημερινή τριβή χάρη σε μια θέληση για ξαναρχίνισμα («θα ξαναβρούμε τους φίλους μας…»). Η ανδρική και η γυναικεία φωνή διαλέγονται, ενώ μια ηλεκτρική κιθάρα σα να σολάρει από πίσω δημιουργώντας ένα χάος φωνών μέσα από το οποίο ανυψώνεται η γαλήνια μελωδία του ρεφρέν. Προσωπικά προτιμώ την πρώτη εκδοχή, ωστόσο, σα να είναι κάπως μπαρόκ αυτή η πολυφωνία μου φαίνεται.

Για την Κύπρο

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Από το ’72 λοιπόν και το Βρώμικο Ψωμί περνούν εφτά χρόνια μέχρι να βγει ξανά κανονικός δίσκος, δηλαδή συλλογή από κομμάτια που έγραψε από μόνος του ας πούμε ο Σαββόπουλος. Γράφει κομμάτια, αλλά δεν τα βγάζει σε δίσκο γιατί δεν είναι αρκετά (κάνει βέβαια και παραγωγές στη Λύρα, με σημαντικότερη του Παπάζογλου το ’78). Έλλειψη έμπνευσης, καθώς εγκαταλείπει το ροκ και ψάχνει το νέο του σπίτι; Ναι και όχι. Τα Δέκα χρόνια κομμάτια μπορεί να έχουν ένα μόνο πρωτότυπο τραγούδι, ωστόσο το ’76, την επόμενη χρονιά, ο Σαββόπουλος γράφει τη μουσική για το Happy Day του Βούλγαρη: μια έκκεντρη ταινία για τη Μακρόνησο, χωρίς σκληρές εικόνες βασανιστηρίων αλλά με θέμα μια επιβαλλόμενη γιορτή, το υποτίθεται χαρούμενο γλέντι που υποχρεώνονται να στήσουν οι κρατούμενοι ενόψει μιας επίσημης επίσκεψης. Ήδη τα Δέκα χρόνια γιορτάζουν μια επέτειο, και το θέμα της γιορτής απασχολεί το Σαββόπουλο σε όλη αυτή την αρχή της μεταπολίτευσης (όπως το θέμα των πλανόδιων τα πρώτα χρόνια μέχρι το ’69 και η τρύπα της ύπαρξής μας στη συνέχεια). «Να κάνουμε τη γιορτή-κουρέλα, αληθινή όσο ποτέ» γράφει στο οπισθόφυλλο.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Είναι εντυπωσιακή η δισκογραφική σιωπή μετά το Βρώμικο Ψωμί. Βγαίνει ο επόμενος δίσκος το ’75, τρία χρόνια μετά, και δεν είναι πραγματικός δίσκος, είναι μια συλλογή από τραγούδια ή δοκιμές ή ιδέες που λογοκρίθηκαν ή δεν ηχογραφήθηκαν ή δεν κυκλοφόρησαν τα προηγούμενα χρόνια, και μάλιστα κυρίως την προδικτατορική περίοδο, ’64-’67. Υπάρχει μόνο ένα κομμάτι πρώτη ηχογράφηση από το Περιβόλι του Τρελλού (’68, η θεία Μάνου), το Ολαρία ολαρά σε λάιβ εκτέλεση προγενέστερη του δίσκου και το Ζεϊμπέκικο σε δεύτερη εκτέλεση, ένα κομμάτι από Κύτταρο-Ροντέο (ο Καραγκιόζης), και ουσιαστικά ένα μόνο καινούργιο κομμάτι, το τελευταίο, επέτειος και υπόσχεση. Όλα αυτά «μαζί και ταυτοχρόνως» με τα σχολιάκια που διανθίζουν την ιστορία αυτών των δέκα χρόνων με περιστατικά: φωτογραφίες, αναμνήσεις, θάνατοι.

Και τότε γιατί να βγάλει δίσκο; Γιατί όπως αποδεικνύεται θα ήταν κρίμα να μην τα έβγαζε. Αλλά και γιατί κλείνει δέκα χρόνια από το πρώτο σινγκλάκι και, καθώς φαίνεται, δεν ξέρει τι να κάνει, είναι σε ένα σταυροδρόμι. Κάπου εκείνη την εποχή έλεγε ότι το ροκ δεν είναι το σπίτι του, τον στέγασε για καιρό και ευχαριστεί για τη φιλοξενία, αλλά προαισθάνεται ότι αλλού είναι το σπίτι του – νιώθεις ότι σα να έμεινε από λάστιχο μετά τον ζωντανό οργασμό των τριών ή τεσσάρων χρόνων μετά την επιστροφή στην Ελλάδα, και δεν ξέρει τι να κάνει (δεν είναι τυχαία η επιλογή του επόμενου δίσκου: Ρεζέρβα). Να τι γράφει (μεταξύ άλλων, σε ένα απολαυστικό κείμενο) στο οπισθόφυλλο: «αυτά τα δέκα χρόνια δεν ήταν εντελώς τυχαία θα γυρεύουν θεμέλιο στην κάθε μέρα που θάρχεται θέλω να γιορτάσω για να βρω τη δυνατότητα να συνεχίσω». Να λοιπόν, αυτή είναι η ιδέα: όχι τα περασμένα θεμέλιο του μέλλοντος, τα μελλοντικά κομμάτια, εκ των υστέρων, θέλει να θεωρηθούν θεμέλια αυτής της δεκαετίας που του μοιάζει μετέωρη και προσωρινή. Το μέλλον να δικαιώσει το παρόν, τα στερνά να τιμήσουν τα πρώτα. Τι ειρωνικό!

Αλλά και τι ωραίος δίσκος.

Οι Δεκαπέντε (Αμνηστεία ’64)

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Τέλος του ’72. Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο – σκηνές ροκ. Μετά τα Μπουρμπούλια, είναι η Λαιστρυγόνα, ένα γκρουπάκι που όπως φαίνεται σχηματίστηκε σχεδόν στην τύχη: Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος (τούμπα), Θεολόγος Στρατηγός (κιθάρα, κλαρίνο), Γιώργος Γαβαλάς (μπάσο, τρομπέτα), Κώστας Καραμήτρος (ντραμς, βιμπράφωνο, κρουστά), Βαγγέλης Γερμανός (κιθάρα) και βέβαια το φλάουτο της Στέλλας Γαδέδη. Παίζει συνεχώς, Μπάλλο, τα καινούργια – εδώ μπορείτε να δείτε ένα μικρό-μικρό απόσπασμα που δείχνει πώς ήταν αυτά τα λάιβ:

Αυτό που δεν φαίνεται στο απόσπασμα είναι ότι στην παράσταση έχει και πεχλιβάνηδες, τον Τζίμη τον Τίγρη – τους πλανόδιους του φορτηγού δηλαδή, αυτούς που τρώνε το βρώμικο ψωμί, τον κόσμο τον αδιάβατο, και τον χωνεύουν για μας.

Και βγαίνει αυτός ο δίσκος. Όπως και στον Μπάλλο, και εδώ ο Σαββόπουλος κάνει ροκ. Τι ροκ όμως; Είχε πει κάπου ότι «τα παιδιά που παίζουνε ροκ στον τόπο μας, στην πλειοψηφία τους παίζουνε ροκ από ευχαρίστηση, κι όταν παίζουμε μια μουσική από ευχαρίστηση το μοναδικό αποτέλεσμα είναι να μην ευχαριστιόμαστε ούτε εμείς που παίζουμε, αλλά ούτε κι εκείνοι που μας ακούνε.» Και σε μια άλλη συνέντευξη, εξηγεί πώς βλέπει το ροκ (παραθέτω από μνήμης): μια κραυγή χωρίς λόγο, σαν τους επαναστάτες χωρίς αιτία, μια κραυγή που ήθελαν να βγάλουν οι Άγγλοι και Αμερικάνοι νέοι μετά τον πόλεμο για τον κόσμο που τους έπνιγε – και επειδή, συνεχίζει, δεν είχαν λόγο απτό για να πονάνε, δανείστηκαν την έκφραση από εκείνους που είχαν: τους μαύρους, τη τζαζ και το μπλουζ. Να λοιπόν! Αυτό που μας πνίγει και δεν ξέρουμε τι είναι (ή, όπως η χούντα, που ξέρουμε αλλά δεν μπορούμε να πούμε) θα το εκφράσουμε δανειζόμενοι τον πόνο εκείνων που ήξεραν τι είναι. Σε ένα σωρό συνεντεύξεις της εποχής (αλλά και παλιότερες) ο Σαββόπουλος διατρανώνει τον θαυμασμό του στον Καζαντζίδη, και κάπου λέει ότι τον άκουσε όλο για να γράψει το Ζεϊμπέκικο.

Μπορεί να πει κανείς ότι όλος ο δίσκος είναι ένα κόνσεπτ άλμπουμ: φτηνά ξενοδοχεία, στο Βαρδάρη και στη Βάθη, στα κουρεία και στα λουτρά, όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί, δηλαδή (εξηγεί) αυτό τον κόσμο, που είναι σαν φυλακή που περιμένει τον αποφυλακισμένο (σαν τα χρηματιστήρια και τις διακοπές της κυρίας Μάνου), αυτό τον κόσμο που σαν πηγή θολή και μολυσμένη μας ποτίζει. Η αγωνία που χαρακτήριζε τον «Μπάλλο», στο «Βρώμικο ψωμί» σα να έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια ατμόσφαιρα σκοτεινή μεν, που όμως κρατά μια υπόσχεση ανθοφορίας, ας πούμε. Κάπου είχα διαβάσει τον Σαββόπουλο να λέει ότι ο τύπος με το κράνος που του ψιθυρίζει στο εξώφυλλο συμβολίζει τον θάνατο: μια τέτοια συμφιλίωση (σ’ αυτό τον δίσκο ηχογραφείται το Ολαρία-ολαρά) εννοώ.

Κλείνω και πάλι με ένα διθύραμβο του Φώντα Τρούσσα, που έχει και πολλές πληροφορίες για τις βραδυές εκείνες στο Ροντέο και το Κύτταρο και το πώς στελεχώθηκαν: https://www.lifo.gr/culture/music/tetoies-meres-prin-apo-50-hronia-kykloforei-bromiko-psomi-toy-dionysi-sabbopoyloy (Το βιβλίο του Κάσδαγλη δεν αξιώθηκα να το πάρω ακόμα).

(περισσότερα…)

Read Full Post »

1971. Ψάχνοντας τα πατήματά του πίσω στην Ελλάδα, γνωρίστηκε με μουσικούς, έφτιαξε το πρώτο σχήμα, έπαιξε στο Ροντέο. Τα Μπουρμπούλια: János Lambizi ηλεκτρική κιθάρα, Σπύρος Καζιάνης φαγκότο, τρομπόνι, Νίκος Μουρίκης κόρνο, Βασίλης Ντάλλας μπάσο και Νίκος Τσιλογιάννης ντραμς. Ήχος ηλεκτρικός, μακρύ μαλλί, φλοράλ πουκάμισα, άνθρωποι που είχαν επαφή με τη μουσική του κόσμου. Και να! ΤΙΙΙ ΤΡΕΧΕΙ; Έγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάνας βράχος; Δεν έχει εδώ ορχήστρα, εδώ μπαίνουμε ορμητικά στο ροκ. Μόνο που δεν είναι απλώς ένα ροκ ελληνόφωνο, δεν είναι δωδεκάμετρα και ήχος ηλεκτρικός: φλογέρες, γκάιντες, χάλκινα πνευστά, μουσικές θρακιώτικες ή βαλκανικές – να που το Ντιρλαντά, που τόσο μου σπάει τα νεύρα, βρίσκει δικαίωση σαν σκεφτείς ότι περιέχει το σπόρο αυτού που ακούμε τώρα. Το ανυπέρβλητο εξώφυλλο του Ακριθάκη λέει ακριβώς αυτό: Βαλκάνια και ψυχεδέλεια, μια σύζευξη που δεν ξανάγινε ούτε επαναλήφθηκε. Κάπως έτσι με θυμάμαι, πρωτοετή, να πλένω τα πιάτα ακούγοντας τον «Μπάλλο» και εκεί που φτάνει στον μέγα τράγο, τον πρωταγωνιστή, να τα παρατάω, να κάθομαι στην καρέκλα και να ξέρω ότι βρήκα το σάουντρακ της ζωής μας.

Έχει τελειώσει η δεκαετία του ’60, η άνοιξη, η καλοκαιριά, το φως του Αιγαίου και ο Σαββόπουλος σα να γυρίζει την πλάτη σε όλα αυτά και να κοιτάζει μέσα, πίσω, στα βουνά και τα σκοτεινά φαράγγια: σε τούτα τα Βαλκάνια, σε τούτο τον αιώνα, μόνο το πανηγύρι θα μας σώσει. Προοιωνίζεται ίσως η μεταμόρφωσή του στις επόμενες δεκαετίες; Μπορεί – εδώ όμως η αγωνία, εδώ βλέπει την τρύπα και την υψώνει θριαμβευτικά. Αγωνία, σκοτάδι, κάτι το υπόκωφο είναι το πνεύμα αυτού του δίσκου.

Δείτε και τους διθύραμβους του Τρούσσα εδώ (απ’ όπου και η εικονογράφησή μου).

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Είμαστε στο 1969. Τρία χρόνια έχουν περάσει από το Φορτηγό – τι χρόνια όμως! Δεν ξέρω τι ετοίμαζε μουσικά μέχρι τον σκληρό Απρίλη του ’67 ο Σαββόπουλος, ξέρουμε όμως πως τον πιάσανε, ταράτσα – κι απομόνωση. Μετά από σαράντα μέρες στην Ασφάλεια βγαίνει. Παντρεύεται, φεύγει εξωτερικό και καλά για ταξίδι του μέλιτος: Παρίσι, Μιλάνο, κάπου αναφέρει και Ισραήλ. Γυρνάει τέλος του ’68. Και βγάζει το δίσκο.

Τα μισά τραγούδια είναι γραμμένα στη φυλακή (Θαλασσογραφία, Θεία Μάρω/Μάνου, Δημοσθένους λέξις που δεν θα βγει παρά το ’72), τα άλλα μισά στις περιπλανήσεις στο εξωτερικό. Είχε πει όταν βγήκε ο δίσκος ότι το κυρίαρχο συναίσθημα είναι η νοσταλγία, όχι η νοσταλγία για κάτι συγκεκριμένο, παρά η νοσταλγία όταν είσαι άρρωστος, στο νοσοκομείο, και νοσταλγείς την κανονική ζωή έξω. (Τα πέρα μέρη· το περιβόλι· την παιδική σου φίλη.)

Είναι όμως και κάτι άλλο. Αυτός δεν είναι πια ο Σαββόπουλος του Φορτηγού. Μπορεί να μην έχει ψηθεί ακόμα με γκρουπάκια και μουσικούς, έχει όμως ακούσει το ροκ – καλοκαίρι του ’67 με καλοκαίρι του ’68, αν υπολογίζω σωστά, σε Παρίσια και Μιλάνα, πρέπει να άλλαξαν ριζικά τη μουσική του αντίληψη κι ας μην το λέει. Στην πραγματικότητα, και του Φορτηγού τα κομμάτια θα μπορούσαν να είναι ροκ, αν τα ενορχήστρωνε με γκρουπάκι, δεν είναι το στιλ Μπρασένς που τόσο θαύμαζε. Στο Περιβόλι του Τρελλού (τι τίτλος!) έχει την ανεκτίμητη βοήθεια του Γιώργου Κοντογιώργου στις ενορχηστρώσεις, και νομίζω πάντα θα τον μνημονεύω ακούγοντας τη Θαλασσογραφία ή την Ωδή.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Όταν -τώρα πια- την ακούω (όπως την άκουγα δεκαετίες τώρα μια και αυτό είναι από τα πρώτα τραγούδια που αγάπησα) να τραγουδά γιατί να κάθεσαι να λες / πως πια δε με γνωρίζεις είναι σα να ακούω γενιές, φωνές, εποχές ολόκληρες σχεδόν, να μας ρωτούν με παράπονο, με ένα είδος περήφανου παράπονου.

 

Read Full Post »

Older Posts »