Διαβάζω στις σημερινές εφημερίδες την επιφυλλίδα του Ρούσσου Βρανά [τον οποίο πραγματικά συμπαθώ α) γιατί μ’ αρέσει η γραφή του, β) γιατί ξεκίνησε ως μεταφραστής του Ιουλίου Βερν, γ) γιατί έχει ωραίο μουστάκι] και μου κινεί το ενδιαφέρον γιατί γράφει περί Μάλερ. Στην πραγματικότητα, συνοψίζει το σχετικό άρθρο ενός βρετανού μουσικοκριτικού σε μια εφημερίδα της Αυστραλίας (το οποίο εντόπισα και ανέβασε τις μετοχές των αυστραλιανών εφημερίδων, με τις οποίες δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ασχοληθώ). Το ερώτημα που τίθεται στα άρθρα είναι το εξής: Γιατί ο Μάλερ; «Τι έχει αυτός που δεν το έχουν οι άλλοι σύγχρονοί του;», αναρωτιέται ο μουσικοκριτικός Νόρμαν Λεμπρέχτ στην εφημερίδα «Οστρέλιαν». «Γιατί μας αγγίζει τόσο άμεσα, όσο δεν μας άγγιξε ποτέ ένας Στράους, ένας Σιμπέλιους, ένας Ραχμάνινοφ;». Εύλογη και ενδιαφέρουσα ερώτηση (διανθίζεται με γεγονότα και ονόματα όπως, Χάρυ Πότερ ή Μιχαήλ Γκορμπατσόφ· στην Ελλάδα νομίζω αυτό τον καιρό κάπου ετοιμάζεται και μια παράσταση για την περίφημη γυναίκα του, την Άλμα Μάλερ, για την οποία είχε γράψει ένα πολύ ωραίο τραγούδι ο Χατζιδάκις και την οποία, ωστόσο, ο Ελίας Κανέττι περιγράφει ως μια μάλλον τερατώδη οντότητα).
Να όμως τι απομονώνει η ελληνική μετάφραση ως απάντηση: Ο Μάλερ ασχολήθηκε με ζητήματα οικεία: τον ρατσισμό, τους χώρους δουλειάς, τις ταξικές συγκρούσεις, την κατάρρευση των ανθρώπινων σχέσεων, την αλλοτρίωση, την κατάθλιψη, τις διαβρωτικές συνέπειες της αχαλίνωτης φιλοδοξίας. Με τις τρεις πρώτες συμφωνίες του «μιλάει» για την παιδική φτώχεια, την αλαζονεία της εκκλησίας και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Ο Μάλερ χρησιμοποίησε την ίδια του τη ζωή σαν ένα περίγραμμα για όλα όσα έγραψε, σαν ένα μέσον για να κατανοήσει την ανθρώπινη κατάσταση. Και η μουσική του εξέφραζε πάντα τη βαθιά του επιθυμία να θεραπεύσει τον κόσμο- έναν κόσμο που άλλοι, πολύ περισσότερο αρμόδιοι από εκείνον, δεν έδιναν δεκάρα για τη θεραπεία του.
Τώρα, δεν ξέρω πόσο πείθει εσάς αυτή η εξήγηση, εμένα ελάχιστα: κανείς δεν πάει σε μια συναυλία συμφωνικής μουσικής για να προβληματιστεί για το ρατσισμό ή την αλαζονεία της εκκλησίας, μου φαίνεται. Το πρωτότυπο κείμενο του Λεμπρέχτ πάει και λίγο παραπέρα, τονίζοντας ότι στη μουσική του Μάλερ το μέσο είναι πάντα σε πόλεμο με το μήνυμα, ή ότι η αμφισημία των μουσικών φράσεων εισάγει τη μουσική ειρωνεία, αλλά και πάλι δεν υπερβαίνει την ταύτιση της μουσικής με τη ζωή του συνθέτη. Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο να ξέρεις ο,τιδήποτε για τον Μάλερ για να σε αγγίξει το περίφημο αντατζιέτο της Πέμπτης Συμφωνίας, όσο και αν ο Βισκόντι πείραξε το διήγημα του Τόμας Μαν στο Θάνατο στη Βενετία ώστε να κάνει τον ήρωα εικόνα του συνθέτη και να καταλήξει στη χαρτογραφία του θανάτου πάνω στο πρόσωπο του Ντερκ Μπόγκαρτ υπό τους ήχους των ατέρμονων, αβάσταχτων εγχόρδων.
Τι λοιπόν; Η μουσική του Μάλερ δεν έχει ούτε γαλήνη, ούτε μεγαλοπρέπεια, ούτε αστραφτερή εξυπνάδα, όπως π.χ. εκείνη του Μπαχ ή του Μπετόβεν ή του Στραβίνσκυ αντίστοιχα. Από μουσική δεν σκαμπάζω και πολλά, και έτσι δεν τολμώ να υπαινιχθώ ότι ξεχειλώνει την τονικότητα μέχρι τα ακρότατα όριά της προετοιμάζοντας τη διάλυσή της στον 20ό αιώνα. Η μεγαλοφυΐα του Μάλερ, θαρρώ, έγκειται στο πώς καταφέρνει ακόμα και με εύκολες, λαϊκές μελωδίες να δώσει την αίσθηση της αγωνίας, σα να υπάρχει μια διαρκής αναμονή για κάτι που δεν ξέρεις τι είναι, δεν ξέρεις αν θα είναι καλό ή κακό, αλλά ξέρεις ότι θα έρθει και ότι πιθανότατα θα είναι πιο μεγάλο από σένα, εξ ου και το αβάσταχτο -ένα επίθετο που πάντα μου φαινόταν πολύ ταιριαστό με το συνθέτη. Είναι σαν εκείνο τον πίνακα που για κάποιο λόγο θεωρείται πρόδρομος του σουρεαλισμού, με ένα πλήθος μαζεμένο την αυγή στην ακροθαλασσιά που περιμένει κάτι, δεν ξέρουμε τι (όποιος ξέρει τον πίνακα ας το πει, εγώ ούτε θυμάμαι ούτε μπόρεσα να το βρω με λίγο ψάξιμο).
Εξ ου και οι ανατριχίλες, εξ ου και η αγάπη. Αυτό μου μοιάζει πιο εύλογο από τη βασανισμένη ζωή του Μάλερ ή τις ανησυχίες του. Προσέξτε, δέχομαι ότι η μεγαλοφυΐα του έγκειται στο πώς πέρασε αυτό το αίσθημα διωγμού στη μουσική του: ο ακροατής όμως -να που διαφωνώ με τους προλαλήσαντες- εισπράττει τη μεγαλοφυΐα, όχι τη ζωή ή τις ιδέες της. Εκατό χρόνια τώρα, από την εποχή του Μάλερ μέχρι τώρα, η Ευρώπη περιμένει διαρκώς με αγωνία κάτι που την υπερβαίνει. Να γιατί επανέρχεται στον Μάλερ, θα έλεγα -αλλά μπορεί να λέω και βλακείες, μπορεί άσχετα από Ευρώπες και Ιστορίες ο καθένας μας να περιμένει με αγωνία κάτι που μας υπερβαίνει, ε;
*
Το βιντεάκι από την ταινία του Βισκόντι έχει κακό ήχο, φυσικά, οπότε βάζω και μια πλήρη εκτέλεση:
Εξοχο! Δεν μπορω να πω και γω πολλα. Αυτη η αγωνια παντως και η αναμονη για το απροσμενο (αντιφαση ε?), συνδυασμενη σε μας τους μεγαλυτερους με μια βαθεια νοσταλγια για μια νιοτη που, οχι δεν πηγε χαμενη, αλλα αφηνει ανεξιτηλα χναρια στο μνημονικο καθε φορα που αναδυεται απο μεσα κατι γνωστο και αγαπημενο. Παντοτε ο Μαλερ που δεν εχει ουτε το θριαμβευτικο του Μπετοβεν ουτε το παιχνιδιαρικο του Μοτσαρτ, αλλα πιο πολυ μοιαζει σαν αργο κολυμπι προς τον οριζοντα, χωρις πανι να φαινεται πουθενα. Σ ευχαριστω Δυτη γι αυτα τα 9.45!
Παντοτε ο Μαλερ……….τροφοδοτουσε με την αγωνια της προσμονης μιας γης, οχι απαραιτητα φιλοξενης.
Μπράβο βρε espectador, τόπες καλύτερα από μένα νομίζω!
Εξαιρετικά εύστοχες σκέψεις. Παρότι σκαμπάζω ακόμη λιγότερο από μουσική, θα τολμούσα να προσθέσω πως, εκτός από την αβάσταχτη αγωνία της αναμονής που ωραία περιγράφεις, διακρίνει κανείς και ένα πάθος γι’ αυτό που πρόκειται να έρθει, ένα πάθος όμως που όσο ανεβαίνει σε ένταση, τόσο τιθασεύεται με τον χαρακτηριστικό ευρωπαϊκό ευπρεπισμό.
π2, ανταποδίδω: εξαιρετικά εύστοχη σκέψη! 🙂 Αυτό ακριβώς, αλλά εδώ ο ευπρεπισμός -εκ του αποτελέσματος- έχει θέση σοφίας. Τολμώ να συγκρίνω με τα έγχορδα στην αρχή του I’m the walrus, με παρόμοια υπόγεια ένταση που χαρακτηριστικά η αγγλική κουλτούρα καταπνίγει ή μάλλον, όπως λες, τιθασεύει -δίνοντας της τελικά περισσότερη δύναμη.
Ίσως δεν θα έπρεπε να μιλήσω, γιατί ποτέ δεν υπήρξα φανατικά μαλερικός. Το σφάλμα είναι μάλλον δικό μου γιατί ποτέ δεν έδωσα στη μουσική του Μάλερ την ευκαιρία να με κατακτήσει. Κι όμως, έβλεπα στενούς φίλους, βαθύτερους γνώστες της κλασσικής, να ορκίζονται στο όνομά του. Υποθέτω ότι αυτό που κερδίζει τον ακροατή είναι η εγκεφαλικότητα, η σύνθετη τελειότητα της μουσικής, που κατά κάποιο τρόπο φτάνει τη μεγάλη αυστρογερμανική μουσική παράδοση στα όρια της δημιουργικότητάς της, σε τέτοιο σημείο που σχεδόν προετοιμάζει την «αποδόμησή» της από τη μουσική του 20ού αι. Ούτε εγώ νομίζω ότι είναι το πολιτικό μήνυμα της μουσικής του Μάλερ αυτό που κατακτά τους ακροατές της. Η σχέση είναι πρωτίστως μουσική.
Όπως λες «εκατό χρόνια τώρα, από την εποχή του Μάλερ μέχρι τώρα, η Ευρώπη περιμένει διαρκώς με αγωνία κάτι που την υπερβαίνει». Και η Ευρώπη και όλοι μας θα περιμένουμε διαρκώς κάτι τέτοιο. Αν και υποθέτω (και φοβάμαι) ότι η Ευρώπη το έχει ήδη ζήσει και ίσως περισσότερες από μία φορές (αν μετρήσουμε τους δύο μεγάλους πολέμους και την προσπάθεια ένωσής της μετά τον δεύτερο).
Ρογήρε, εγώ έχω την εντύπωση ότι στον Μάλερ δεν υπάρχει ούτε τελειότητα ούτε εγκεφαλικότητα, αλλά ίσα ίσα βασανιστική ατέλεια. Σα να έφτασε στο τέλος της τονικότητας, στο τέλος του ρομαντισμού, στο τέλος της μορφής, και να κοιτά με δέος τι υπάρχει εκεί έξω, χωρίς να ξέρει αν το θέλει ή πώς να το εκφράσει.
Α! και ιδού τι βρισκόταν εκεί έξω: Άλμπαν Μπεργκ, Κοντσέρτο για βιολί («στη μνήμη ενός αγγέλου»).
(πρώτο μέρος) και
(δεύτερο μέρος) και
(τρίτο μέρος)
Εξαίρετες οι παραπομπές στον Μπεργκ!
Νομίζω είναι ο πιο άμεσος απόγονος του Μάλερ… Και φυσικά πρέπει να είσαι μεγαλοφυΐα για να βγάλεις ρομαντικά δωδεκάφθογγα..
Ένα ακόμα αγαπημένο μου του Μάλερ. Das Lied von der Erde – der Abschied. Σε τέσσερα μέρη, ακολουθάτε το λινκ εδώ.
Έζησε δύσκολα χρόνια, στα όρια της ταραχής. Η σχέση του με την Άλμα και ο φόβος ότι θα την έχανε τον τσάκιζε. Ψυχαναλήθηκε από τον ίδιο τον Φρόϋντ, αλλά πρόσκαιρα μόνο γαλήνεψε.
Ε, δεν ήταν δυνατόν αυτός ο ψυχισμός να μην περάσει και στη μουσική του με το αίσθημα της ήμερης, ελεγχόμενης αγωνίας που γράφουν και οι προλαλήσαντες σχολιαστές.
sissa ben dahir (καλωσήρθες!), ναι -εγώ προσπάθησα να εξηγήσω το πώς προσλαμβάνει ο ακροατής αυτό το αίσθημα.
Αξίζει πάντως να δει κανείς πόσο απωθητικά περιγράφει την Άλμα ο Ελίας Κανέττι στην αυτοβιογραφία του -μια δεσποτική, εγωίστρια γυναίκα, λέει, που κρατούσε γύρω της μια αυλή υποτακτικών κλπ. Βέβαια, τη γνώρισε μεγάλη πια, πολύ μετά το θάνατο του Μάλερ. Αντίθετα, μόνο καλά λόγια έχει να πει για τον καημένο τον Άλμπαν Μπεργκ, απ’ όσο θυμάμαι.
Μάλερ – Κατσαρίδες 0-1
🙂
Είδες; είπα να γράψω κάτι πχιοτικό αλλά τα ζωΰφια, πώς να το κάνουμε, έχουν μεγαλύτερο σουξέ.
Πάντως επειδή μόλις τώρα διάβασα κάτι που έγραψες κάπου άλλου (με αρέσω που είμαι έτσι αόριστος), στα ονόματα των αρθρογράφων που θέλουν… αποδόμηση, αλλά τους λατρεύει ο ιντερνετόκοσμος, θα πρόσθετα και τον κύργιο Πάσχο.
Δύτη, ε, καλοκαιράκι, λίγο κρασί λίγο θάλασσα και ο Μάλερ μου, δεν κολλάει.
Κάνε ένα ποστ για κουνουπια και θα δεις σουξέ! :Ρ
Α, δεν κάνω άλλο καλοκαιρινό ποστάκι, είδες τι έγινε με την κατσαρίδα. Θα σας ταράξω στην πχιότητα στο εξής.
(λίγο κρασί λίγο θάλασσα και ο Μάλερ μου, καλό!)
είναι διαόλι ο συνειρμός
μα ίντα να κάμω τούτο μού φερε..
ελπίζω να το απολαύσεις
melen, δεν ξέρω τι συνειρμός ήταν, απολαυστικός πάντως. Ε, ας ρίξω κι εγώ τη σκηνή με τον καθρέφτη (αν δεν έχετε χρόνο, κατευθείαν στο 4.10′!)
Δύτη μ’ άρεσαν οι σκέψεις σου για τον Μάλερ, αν κι εμένα ποτέ δεν με ταρακούνησε (!) ιδιαίτερα η μουσική του – μ’ αρέσαν όμως πάντα τα Τραγούδια των Νεκρών Παιδιών με την Κάθλην Φεριέ – ειδικά.
Ως προς την Άλμα, δεν νομίζω ότι έχει ιδιαίτερο βάρος η γνώμη τού Κανέτι – γνωμη μου βέβαια! Από τα πολλά μουσικά που έγραψε (νομίζω είχε αρχίσει και μια όπερα) διασώθηκαν μόνο Τραγούδια της (Lieder) αλλά αυτό που μούκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν η στάση τού άντρα της (τού Μάλερ εννοώ) ως προς την μουσική της δημιουργικότητα : όταν επρόκειτο να παντρευτούνε τής έβαζε διάφορους όρους (ως συνήθως τότε – αλλά μόνο; (άλλο αυτό)) και όταν εκείνη τού είπε «και θα υπάρχει και η μουσική μου» εκείνος της απάντησε (κάτι σαν) «δεν εχεις καμία μουσική εσύ».
Πάντως (αυτό είναι προς τιμήν του) λέγεται ότι, πολύ αργότερα, όταν άκουσε όντως κάποιες μουσικές της, είπε «Μού φαίνεται ότι έκανα λάθος»…
συνεπώς σού στέλνω ένα τραγουδάκι της :
Ωραίο -αλλά δεν είναι σαν του Γκούσταβ! (γνώμη μου βέβαια… 😉 ) Παραδέχομαι ότι ο Κανέττι ήταν λίγο παράξενος τύπος, επίσης.
[…] με τους συνθέτες του 20ού αιώνα, τους δωδεκάφθογγους επιγόνους του Μάλερ (put the blame on Cortazar). Τον πρώτο χρόνο σ’ αυτό το σπίτι […]
[…] κομμάτι στη θέση του, θα ήταν πιθανότατα εκείνο το αντατζιέτο του Μάλερ, ή αυτό εδώ από το Μάρκο (αν και, τελικά, είναι του […]
[…] ή, βεβαίως, το θανατερό στοιχείο στον Σούμπερτ ξέρω γω ή (φυσικά) τον Μάλερ. […]
Όταν ξεκινούσα αυτό το ποστ με το όνομα του Ρούσσου Βρανά δεν φανταζόμουν την ιστορία του. Αφήνω αυτό το σχόλιο στη μνήμη του: http://news.in.gr/greece/article/?aid=1231222398
Δες το, ως 30/11
https://webtv.ert.gr/ert3/ntokimanter-ert3/to-megaleio-tis-technis/16noe2019-to-megaleio-tis-technis-emmoni/