Σκαλίζοντας ως συνήθως έπεσα σε μια οθωμανική συλλογή ιστοριών, ανεκδότων και αξιοπερίεργων με το όνομα «Θαυμαστά έργα», γραμμένη από τον ποιητή Τζινανί που πέθανε το 1595 [Osman Ünlü επιμ., Cinânî: Bedâyiü’l-âsâr, 2 τόμοι, Χάρβαρντ 2009 (Sources of Oriental Languages and Literatures 93)]. Τέτοιος θησαυρός είναι φτιαγμένος για τον Δύτη και τους αναγνώστες του, σκέφτηκα αμέσως: από παραμύθια στυλ Χιλίων και Μιας Νυχτών μέχρι διηγήματα και νουβέλες, ενώ δεν λείπει στο τέλος και ένας κατάλογος «παράξενων» που θυμίζουν αντίστοιχα της μεσαιωνικής Δύσης. Λοιπόν, ελπίζω στο μέλλον να καταπιαστώ σοβαρά και να σας φιλοδωρήσω με μερικά τέτοια παραμυθάκια· για την ώρα είναι πιο εύκολο (είναι πιο σύντομα!) να ανθολογήσω κάποια από τα παράξενα, τα mirabilia τέλος πάντων, που μοιάζουν με τις ιστοριούλες του Μάντεβιλ (βλέπε προηγούμενο). Του στυλ, δέντρα που πέφτουν ή καίγονται και ξαναστήνονται μόνα τους θαυματουργώ τω τρόπω· μια πηγή που όταν, λέει, δεν έβγαζε νερό (τρεις μήνες, κάθε καλοκαίρι) έβγαζε ήχους από νταούλια και ζουρνάδες (στη Λόφτσα ή Λόβετς, στη Βουλγαρία)· μια άλλη πηγή, που βγάζει άσπρο νερό, το οποίο όμως βάφει τα υφάσματα μαύρα (στις Θείρες της Μικρασίας)· ένας θόλος με δύο στρογγυλές εισόδους σα μάτια, στην Ταυρίδα, που ήταν κάποτε ανθρώπινο κρανίο (λέγεται)· και λίγες ιστορίες φαντασμάτων, από τις οποίες διαλέγω δύο, αρκούντως ανατριχιαστικές νομίζω. Ως εξής:
17. Κάποιος Αχμέτ Τσαούς διηγείται ότι: στο κάστρο Ντιράτς [Δυρράχιο] του βιλαετιού της Αλβανίας, όταν κάποιος -μουσουλμάνος ή άπιστος- είναι σοβαρά άρρωστος χάνει το μυαλό του, και χωρίς να το καταλαβαίνει (και με διαταγή του Θεού) η ψυχή κάποιου πούχει πεθάνει μπαίνει στο σώμα του και αρχίζει να μιλά. Για παράδειγμα λέει «Ε, τύραννοι, γιατί δεν ψάχνετε την υπόθεσή μου; Είμαι ο Τάδε γιος του Δείνα και με βασανίζουν στον άλλο κόσμο. Εγώ έκανα τις τάδε αμαρτίες, τώρα με βασανίζουν υπέρμετρα γιατί κάθεστε σπίτι μου, φοράτε τα ρούχα μου και ξοδεύετε τους παράδες μου· γιατί δεν λέτε προσευχές και δεν κάνετε ελεημοσύνες για την ψυχούλα μου;» -αυτά διηγούνται όσοι ξέρουν. Μια φορά μάλιστα ένας άρρωστος ψυχορραγούσε δίπλα μου· στο σώμα του μπήκε ένας νεκρός και άρχισε να μιλά: «Εγώ είμαι η γυναίκα του Τάδε τσαούση. Όσο ζούσα μοιχευόμουν με κάποιον. Τώρα εκεί πέρα που είμαι όλο με βασανίζουν. Έχω καταστραφεί. Τόσα ρούχα και χρήματά μου τρώνε, γιατί οι κληρονόμοι μου δεν με καταλαβαίνουν;» -κι έτσι θρηνούσε. Λίγο αργότερα το μυαλό του αρρώστου ήρθε στο κεφάλι του. Ρωτήσαμε, δεν θυμόταν ούτε ήξερε τίποτα. (…) Αν [ο άρρωστος] είναι μουσουλμάνος, φέρνουν κάποιον ουλεμά, που διαβάζει λίγο από το Κοράνι και εμποδίζει το πνεύμα [του νεκρού]· αν είναι άπιστος, φέρνουν έναν παπά και διαβάζει το Ευαγγέλιο. (…)
…
19. Κάποιος Μεβλανά Σεγίτ Μουχιντίν, που είναι τώρα καδής στο Μοριά, διηγείται τα εξής: Κάποτε πέθανε κάποιος στο βιλαέτι του Μοριά. Όπως συνηθίζεται εκεί, είχε μια δούλα (orfana). Τρεις-τέσσερις μήνες αφότου πέθανε αυτός, μια μέρα η δούλα του άρχισε να φωνάζει: «Ο αφέντης μου ήρθε, όπως έκανε όσο ζούσε ήρθε στο κρεβάτι μου και μ’ έκανε δική του». Όσοι το άκουσαν γέλασαν και δεν την πίστεψαν. Η καημένη η δούλα έλεγε «Ο αφέντης μου κάθε βράδυ έρχεται και σμίγει μαζί μου, σκίζει το άνθος μου. Μα δεν με πιστεύετε…» Τέλος έφυγε από το σπίτι, πήγε σε ένα άλλο και κοιμόταν δίπλα σε μερικούς ανθρώπους [για ασφάλεια]. Αλλά μόλις έμενε μόνη της [ο νεκρός] ερχόταν και πάλι και την έκανε δικιά του, δεν μπορούσε να βρει σωτηρία. Υπήρχε εκεί ένας ουλεμάς, ο Πιρί Ντεντέ με τ’ όνομα. Η γυναίκα πήγε και τον βρήκε και του εξιστόρησε το χάλι της. Ο αφηγητής λέει: Αυτός ο Πιρί Ντεντέ μου είπε τα εξής, «όταν ήρθε η γυναίκα δεν την πίστεψα, έκανε όμως φοβερούς όρκους, έτσι σκέφτηκα να πάω επί τόπου και να παραμονέψω. (…) Ήρθε ο σπιτονοικοκύρης και πήγαμε μαζί στο σπίτι. Περιμέναμε και οι δυο έξω, σε έναν σοφά· στείλαμε τη γυναίκα μέσα. Ήταν απόγευμα, κι ήταν ακόμα μέρα· η γυναίκα άρχισε να φωνάζει: «Βοήθεια, ήρθε ο αφέντης μου!» Σηκωθήκαμε και τρέξαμε μέσα. Μα την αλήθεια του Θεού που δημιούργησε με τη δύναμή Του τον κόσμο, είδα τον άνθρωπο όπως τον ήξερα εν ζωή -είχε μπει ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας, έσμιγε μαζί της, όπως έκανε όσο ήταν ζωντανός. Μόλις τον είδαμε εμείς ορμήσαμε πάνω του· είπαμε να τον χτυπήσουμε με κάποιο σπαθί ή μαχαίρι, μα δεν είχαμε πρόχειρο. Ψάξαμε πίσω απ’ την πόρτα, βρήκαμε μια σούβλα, αλλά μόλις την αρπάξαμε και ορμήσαμε εκείνος εξαφανίστηκε: δεν βλέπαμε πια κανέναν. Αλλά ήταν φανερό τι είχε πάθει η γυναίκα. Δέκα μέρες μετά πέθανε κι αυτή. Την έθαψαν δίπλα στον άντρα της. Αλήθεια τούτη την ιστορία την είδα με τα μάτια μου.» Ποια είναι η αλήθεια, δεν ξέρει κανείς παρά ο Θεός, διηγήθηκε [ο καδής].
Προσθέστε τις ιστορίες με τους οθωμανούς βρυκόλακες, και μπορούμε πια να φανταστούμε μια οθωμανική ταινία τρόμου. Εγώ βρήκα τον Ανατολίτη Πόε μου, πάντως.
Καταπληκτικά. Μου άρεσε στην πρώτη ιστορία η αντίληψη ότι τα μιλιέτια (μουσουλμάνοι, χριστιανοί) υπάρχουνε και στον Άλλο Κόσμο. Μου άρεσε το εμπειρίκειο «σκίζει το άνθος μου» ή η εικόνα να κυνηγάς ένα φάντασμα λάγνο κι αρκούντως σωματοποιημένο (ώστε να έχει ικανοποιητική στύση) με μια σούβλα που βρήκες πρόχειρη πίσω από την πόρτα.
Εντυπωσιακή επιστροφή! Καλή χρονιά και διαδικτυακά!
Και, πράγματι, η ιστορία με το σεξοφάντασμα δεν παίζεται (για πολλούς λόγους)! Κι αλήθεια, όταν λέει για την υπηρέτρια ότι «την έθαψαν δίπλα στον άντρα της» εννοεί αυτόν που είχε νομίμως παντρευτεί ή τον αφέντη της; Έχουμε πληροφορίες για το πού ακριβώς στο Μοριά διαδραματίσθηκε η ιστορία;
Καλημερίζω! Ήξερα ότι θα σας άρεσε ο Πόε-ζαντέ Εφέντης μου. Ρογήρε, μάλλον εννοεί τον αφέντη. Έχει ενδιαφέρον η χρήση της ελληνικής λέξης orfana. Στα τέλη του 19ου αιώνα, κατά το λεξικό του Ρεντχάουζ, σημαίνει και «πόρνη». Για το πού ακριβώς, όχι, η μετάφραση είναι πλήρης και χωρίς συντομεύσεις. 🙂 Μόνο αν ψάξει κάποιος τα κατάστιχα με τους διορισμούς των καδήδων, που δεν είμαι σίγουρος καν αν υπάρχουν για την εποχή αυτή.
Φιου… το να ψάξει κανείς τους διορισμούς των καδήδων μου φαίνεται απίστευτος κόπος.
Πάντως (και σκέφτομαι και τις ιστοριούλες από το βιβλίο του Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ που με είχε απασχολήσει στο πρόσφατο παρελθόν), τις ωραιότερες ιστορίες στον μουσουλμανικό κόσμο τις διηγούνται καδήδες. Τυχαίο;
Το μοτίβο στην ιστορία 17 είναι πολύ διαδεδομένο στη ΝΑ Ασία: κάποιος πέφτει βαριά άρρωστος, βλέπει σε όραμα/όνειρο ένα πνεύμα το οποίο μιλάει μέσα από το σώμα του, ο ασθενής συνέρχεται και δε θυμάται τίποτα.
Είναι σαμανισμός κατά βάση και πάντα ανταγωνιστικός με την τοπική θρησκεία. Στη ΝΑ Ασία αναπτύχθηκε, έγινε παράδοση αιώνων να επισκέπτεται κάποιος τους «ανθρώπους των πνευμάτων» για συμβουλή, μαντεία κ.λπ., οπότε και οι θρησκείες αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν – π.χ. στη βουδιστική Ταϊλάνδη και στο Λάος, τα πνεύματα έγιναν μαθητές του Βούδα (π.χ. δες εδώ μια αρκετά τυπική περίπτωση)
Απ’ ό,τι καταλαβαίνω όμως, οι σαμάνοι της Αλβανίας βρήκαν κάθετα απέναντί τους τον ιμάμη και τον παπά (οπότε τα πνεύματα έγιναν ψυχές νεκρών και το όλο φαινόμενο αντιμετωπίστηκε ως ανησυχητικό πρόβλημα στο οποίο πρέπει να δωθεί λύση)
Eδώ οι ιστοριούλες που υπαινίχθηκε ο Ρογήρος αλλά ντράπηκε να λινκάρει. 😉
Ηλία, μερσί -δεν ήξερα ότι σαμανισμός τέτοιου είδους υπάρχει και στη ΝΑ Ασία. Σίγουρα υπήρχε στην Κεντρική, και κατά κάποιο τρόπο η ιστορία του οθωμανικού «λαϊκού» ισλάμ είναι η ιστορία της σταδιακής (με κραδασμούς) απορρόφησης του προϊσλαμικού σαμανισμού από τη μουσουλμανική θρησκεία. Πολλές πρακτικές δερβίσηδων κλπ ανάγονται εκεί. Έχει ενδιαφέρον η, ας πούμε, «επίσημη» αντιμετώπιση τετοιων φαινομένων (στο λινκ με τους βρυκόλακες που έχω στο τέλος του ποστ).
Θυμάμαι και μια κουβέντα που είχαμε (στο ίδιο εκείνο ποστάκι με τους βρυκόλακες) σχετικά με δυτικά/ανατολικά φαντάσματα.
Ευχαριστούμε για μια ακόμη εξαίρετη κατάδυση! 🙂
Τον Τζινανί, Δόκτωρ μου, τον Τζινανί! 🙂
Τρε ζολί Δύτη!
Κράτησα τη φράση «Αν [ο άρρωστος] είναι μουσουλμάνος, φέρνουν κάποιον ουλεμά, που διαβάζει λίγο από το Κοράνι και εμποδίζει το πνεύμα [του νεκρού]· αν είναι άπιστος, φέρνουν έναν παπά και διαβάζει το Ευαγγέλιο. (…)»
Τελικά δουλεύει ό,τι πιστεύεις, αν πιστεύεις. Αν δεν πιστεύεις, μένουν τα πνεύματα μέσα σου και σωσμό δεν έχεις…
Και μένα μιλάει ο νεκρός μέσα μου ώρες-ώρες… (ωραία ιδέα για κείμενο ε;)
Στρώσου! 😉
Ωχ! Λάθος! Κάτι για το Μητσοτάκη έψαχνα και μ’ έβγαλε δώ μέσα …μπουχαχαχααχαααχααααα …
Μου έλεγε η γιαγιά ιστορίες με βρικόλακες, πνεύματα και νεράιδες -ιστορίες, όχι παραμύθια. Το σαρκίο π.χ. ενός ονομαστού τούρκου νταή σ’ ένα διπλανό χωριό (μέθυσου, τρόμου των χηρών κλπ.) δεν έλιωνε επί μήνες. Τον έβλεπαν τις νύχτες να γυρνά καβάλα στ’ άλογο και να τρομοκρατεί όλη την περιοχή. Κάπου εδώ διέκοπτε ο παπούς -άνθρωπος γραμματιζούμενος- και βεβαίωνε ότι ο πατέρας του είχε δεί τον καβαλάρη -αλήθεια. Διαδοχικά ανέλαβαν δράση διάφοροι ιμάμηδες και παπάδες με κοράνια, ευαγγέλια, ευχέλαια κλπ, αλλά τη λύση έδωσε ραββίνος. Μ’ έναν τελετουργικό χορό κατέστησε ορατό τον βρυκόλακα και τον σκότωσε με πιστόλι. Τους βρυκόλακες η γιαγιά τους έλεγε βρουκόλακες.
Νεοκίντ, ο Μητσοτάκης μιλάει μέσα μου.
arcades, καταπληκτική ιστορία -τόσο απίστευτη που την πιστεύω χωρίς δεύτερη κουβέντα. 🙂
Χαχα! Πολύ ωραίες! Και λέει αν γίνονται και αλλαξοσωματιές μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων; Μουσουλμάνος νεκρός μπαίνει σε σώμα ζωντανού και το αντίθετο; Αν έχεις όρεξη, ναι, να μας συνεχίσεις!!
Χα! Να κάτι που δεν σκέφτηκα (ούτε ο Τζινανί, καθώς φαίνεται).
Πολύ ωραία, δύτη, τα θαυμαστά, ειδικά η πηγή με την αγαπημένη μου ζυγιά.
Για να μπούμε σε αντρικό σώμα, πρέπει να είμαστε μοιχαλίδες;
Δηλαδής ορέ Δύτα , αν το σώμα μου ( εμέ του πολύπαθου ) το καταλάβει νεκρός τις , επειδή εβαπτίσθην κάποτε ακουσίως χριστιανός και μάλιστα ορθόδοξος , διατρέχω το κίνδυνο να με διαβάσει κανένας Αμβρόσιος ή Άνθιμος ;;;
Φαντάζομαι τότε ότι εξ αντιδράσεως θα εξέλθει το σώμα μου εκ του νεκρού και όχι το αντίστροφο 😉
καλώς επέστρεψες στο ιστολογείν αγαπητέ φίλε 🙂
Καλημερίζω (χα! ο Παπούλης μιλά για επιστροφή στο ιστολογείν! 😉 ) Βλέπω σας ιντρίγκαρε η πρώτη ιστοριούλα.
Ώστε orfana η δούλα και μετά η πόρνη, λες. Το κρατάω 😉
Στον λεγόμενο παλιό Redhouse, του 1890, βλέπω: orfana 1. An orphan (Greek) in an orphanage. 2. A Greek maid-servant. 3. A Greek prostitute. 4. The town of Orfana in the Egean (σικ, ρε) Sea. Ο Χλωρός (1899), πάλι, έχει μόνο τη σημασία «υπηρέτρια».
απ’ αυτό ευκόλως συνάγεται και η προδιαγεγραμμένη πορεία: ορφανή -> υπηρέτρα -> πουτανίτσα
γεια σου Δύτη, εξερευνώ τα όσα έχασα όπως κατάλαβες 😀
Ε ναι, ακριβώς, ακόμα και η σειρά στο λεξικό έχει τη σημασία της. (Φτηνό χιούμορ: και καταλήγει τσατσά, ξέρω γω -στην καλύτερη περίπτωση-, στα Ορφανά του Αιγαίου).
«είπαμε να τον χτυπήσουμε με κάποιο σπαθί ή μαχαίρι, μα δεν είχαμε πρόχειρο» οι κιοτήδες….
Εσύ δηλαδή τι θα ‘κανες, γενναίε μου; 😉
θα προχωρούσα στην επόμενη ιστορία….
Αχ, καλό! Και δεν έχω τίποτα για αντίδωρο….
Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει… 😉
[…] πλευρά αυτού εδώ του Δύτη έχει ιδιαίτερη αδυναμία σε φαντάσματα και βρυκόλακες. Δεν είναι όμως βαλκανική […]