Σήμερα το οθωμανικό αναγνωστικό προσφέρει ένα μικρό διήγημα, γραμμένο στα τέλη του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα, από ένα χειρόγραφο που σήμερα βρίσκεται στο Λέιντεν. Η παραπομπή είναι: Edith Gülçin Ambros και Jan Schmidt, «A Cossack Adopted by the Forty Saints: An Original Ottoman Story in the Leiden University Library», στο E. Kermeli και O. Özel (επιμ.), The Ottoman Empire: Myths, Realities and ‘Black Holes’. Contributions in Honour of Colin Imber (Κων/πολη 2006), σελ. 297-324. Οι «Σαράντα» είναι οι αμπντάλ, ο πέμπτος βαθμός της ιεραρχικής τάξης των αγίων του σουφισμού, οι οποίοι, άγνωστοι στους πολλούς, συμμετέχουν με την επιρροή τους στη διατήρηση της τάξης του σύμπαντος.
*
Όταν ταξίδευα, το έτος 1108 [1696/7], τα χρόνια που συνοδεύαμε τον αείμνηστο σουλτάνο Μουσταφά, γιο του σουλτάνου Μεχμέτ, που τώρα κατοικεί στους ουρανούς και εδρεύει στον παράδεισο -τον ίδιο χρόνο που ένα απομεσήμερο και ενώ όλοι ξεκουράζονταν αμέριμνοι ο αρχιστράτηγος του Γερμανού αυτοκράτορα Σάκσα [μάλλον ο Φρήντριχ Άουγκουστ φον Ζάξεν] επιτέθηκε στον σουλτανικό στρατό κοντά στον ποταμό Γενινεχίρ, δίπλα στην Τιμισοάρα· εκείνες τις μέρες (…) είχα ευχάριστες συζητήσεις με ένα ψηλό άντρα που ενέπνεε το φόβο (…)
Γύρισε προς το μέρος μου και είπε, «Ρώτα με για παράξενα γεγονότα και συναρπαστικά μυστικά. Η συζήτηση απαιτεί να αποκαλύψουμε πολλά κρυμμένα μυστικά ο ένας στον άλλο.
Η αλήθεια είναι ότι ήμαστε ένα συνοριακό σώμα, δηλαδή ζούμε στα σύνορα του Εστεργκόν. Ο κανόνας εκεί είναι πως δυο φορές το χρόνο, μια φορά την άνοιξη και μια το φθινόπωρο, ένας νεαρός ευγενής μπαίνει επικεφαλής θαρραλέων νέων και κάνουν επιδρομές. (Εξάλλου, αυτή είναι και η συνήθεια των απίστων). (…) Οι πολεμιστές της πίστης παίρνουν κάθε φορά αιχμαλώτους -κάποτε δέκα, κάποτε δεκαπέντε, άλλοτε ακόμα και είκοσι άθλιους απίστους. Κάποιοι από μας γίνονται μάρτυρες της πίστης, μερικές φορές κάποιοι αιχμαλωτίζονται από τους άπιστους. Μεταξύ μας υπάρχει λοιπόν ο κανόνας, πως ως λύτρα παίρνουμε πίσω όσους δικούς μας αιχμαλωτίζονται επιστρέφοντας τους δικούς τους αιχμαλώτους. Αυτή η αρχή ισχύει σε όλα τα σύνορα.
[Κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής, κατά την οποία αιχμαλωτίσαμε τριάντα απίστους στρατοπεδέψαμε τη νύχτα σε ένα ξέφωτο.] Δεν ήξερα αν είχε περάσει λίγη ή πολλή ώρα, όταν ένας από τους σκοπούς είπε: «Αρχηγέ, σήκω!»
Και όταν μεταξύ ύπνου και ξύπνου είπα, «Τι θέλεις; Ακόμα δεν φτάσαμε στην ακτή της ειρήνης του ύπνου»: «Σήκω γρήγορα!»
Είπα, «Ε τι! Τι συμβαίνει;»
«Κοίτα αυτούς τους ανθρώπους που μαζεύτηκαν γύρω σου!»
Όσο μπορούσα να δω στο σεληνόφως, ένα πλήθος ανθρώπων στεκόταν εκεί που τελείωνε το ξέφωτο και τα δέντρα πύκνωναν. Μέσα στη νύχτα, οι σκιές τους έμοιαζαν τρομακτικές και τεράστιες. Ξυπνήσαμε ο ένας τον άλλο και δείχναμε αυτό το τρομακτικό πλήθος· όλοι μας είμασταν γεμάτοι φόβο και δέος.
(…)
[Στείλαμε ανιχνευτές οι οποίοι] προχώρησαν μέχρι που έφτασαν το πλήθος. Κανείς όμως δεν σηκώθηκε, ούτε κινήθηκε να τους συναντήσει. Βλέπαμε, και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Οι απεσταλμένοι μας στάθηκαν για λίγο έξω από τον κύκλο των ξένων, ύστερα γύρισαν και άρχισαν να επιστρέφουν σε μας, κανείς όμως από τους συγκεντρωμένους δεν τους ακολούθησε. Οι απεσταλμένοι μας ήρθαν με αργό βήμα. Ο τρόπος που περπατούσαν με απάλλαξε από το φόβο, και ρώτησα, «Καλά νέα, ελπίζω;»
Είπαν, «Καλά.»
«Τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί και γιατί ήρθαν εδώ;»
Είπαν: «Δεν ξέρουμε ποιοι είναι, από πού ήρθαν και πού πηγαίνουν. Φαίνεται να είναι πάνω από σαράντα. Τους μετρήσαμε πολλές φορές, αλλά μέσα στη νύχτα μπερδευτήκαμε. Κάποιοι είναι αγόρια, άλλοι γέροι. Δεν στράφηκαν διόλου προς το μέρος μας και δεν ρώτησαν ποιοι είμαστε. (…)»
Όταν άκουσα αυτά τα λόγια, είπα: «Ωραία, ας ελπίσουμε πως είναι για καλό. Τώρα χρειάζεται προσοχή. Έχουμε δει πολλούς εχθρούς να εμφανίζονται ως φίλοι, πολλές ζωές χάθηκαν με απάτη. Βάλτε το μπρίκι στη φωτιά!» (…)
Ενώ καθόμασταν, είδαμε ότι τρεις από τους ξένους άφησαν τους συντρόφους τους και έρχονταν προς το μέρος μας. Μας χαιρέτησαν, και αντιχαιρετήσαμε. Στην πραγματικότητα όμως φοβόμασταν απίστευτα· κανείς δεν τολμούσε ούτε καν να ρωτήσει κάτι!
Πλησίασαν τους δεμένους αιχμάλωτους και τους κοίταξαν έναν-έναν, ύστερα ξανάρθαν και μας ξαναχαιρέτησαν. (…)
Ένας από τους τρεις, ένας ευλογημένος γέρος, είπε: «Ω πολεμιστές της πίστης! Μεταξύ των αιχμαλώτων, ακριβώς στη μέση, έχετε έναν δυνατό πολεμιστή με πληγωμένο χέρι. Παραχωρήστε τον μας.»
Απάντησα: «Δεχόμαστε, αν μας πείτε για ποιο λόγο.»
Πήγαμε μαζί και τον κοιτάξαμε· ήταν ένας ξυρισμένος Κοζάκος με γκρίζα μαλλιά, δυνατός, γύρω στα τριάντα. Είπα: «Αυτός είναι δυνατός, επίφοβος, οπωσδήποτε επικίνδυνος. Είναι και πληγωμένος στο χέρι! Τι τον χρειάζεστε; Κοιτάξτε εδώ αυτούς, τους νεαρούς!»
Είπαν: «Αυτόν εδώ χρειαζόμαστε· και όλους τους άλλους να μας έδινες, θα αρνιόμασταν».
(…)
Είπαν: «Αν όχι με το καλό, μας είναι εύκολο να τον πάρουμε παρά τη θέλησή σας. Ο τρόπος ζωής μας όμως είναι η ευπείθεια. Θα σας εξηγήσουμε τη σοφία και το μυστικό μας. Είμαστε οι Σαράντα που ταξιδεύουμε τον κόσμο από τη μια άκρη στην άλλη. Επειδή το διάστημα της ζωής ενός από τους αδελφούς μας έφτασε στο ορισμένο τέλος του, και αντάλλαξε τούτο τον κόσμο με τον άλλο, ο αριθμός μας έγινε ελλιπής. Είναι εύκολο να τον συμπληρώσουμε χάρη στη σοφία του Θεού. Η χάρη του Θεού και η καθοδήγησή Του έδειξε στον πρεσβύτερό μας ότι αυτός δω ο αιχμάλωτος προορίζεται να γίνει ένας από μας· έτσι σας βρήκαμε. Έτσι έχουν τα πράγματα.»
Μόλις τα είπε αυτά, σηκώθηκα αμέσως, έτριψα το πρόσωπό μου στο στρίφωμα του φορέματός του και είπα: «Σουλτάνε μου, έχω μετρήσει εξήντα μάχες για την πίστη, δεκαεφτά φορές προσκύνησα στη Μέκκα, και έχω κάνει πολλές ευσεβείς πράξεις και θεάρεστα έργα. Σε παρακαλώ αξίωσέ με με αυτή την τιμή, δώσε μου αυτό το προνόμιο’.
Είπε όμως: «Αγαπητή μου ψυχή, αυτό λέγεται χάρη του Θεού, και θεία καθοδήγηση. Ανυψώνεις όποιον Εσύ θέλεις και ταπεινώνεις πάλι όποιον Εσύ θέλεις. Η εύνοια έρχεται με διαταγή του Θεού· στον αιώνα των περασμένων αιώνων, είχε οριστεί για αυτόν εδώ. Δεν είμαστε παρά υπηρέτες του θελήματός Του». Αφού τα είπαν αυτά -και φαινόταν σαν να είχε αλλάξει το παρουσιαστικό τους- πήγαμε, ελευθερώσαμε τον αιχμάλωτο από τα δεσμά του και τους τον παραδώσαμε. Και απομείναμε έτσι να τους κοιτάζουμε.
Το αμπντάλ πρέπει να είναι το αραβικό abd al. Τα Αμπντούλ, Αμπντέλ παραλλαγές του ή όχι;
Ξέρεις μήπως πώς ο αμπντάλης έφτασε να σημαίνει τον άχαρο; Σκέφτομαι μήπως οι αμπντάλ περιφρονώντας τα υλικά αγαθά αδιαφορούσαν για την εμφάνισή τους.
Το abd al-… σημαίνει «δούλος του…», και πιστεύω ότι τα Αμπντούλ κλπ. είναι συντομεύσεις του Αμπντουλλάχ (και των συνωνύμων Αμπντουραχμάν, Αμπντουλμενάν κ.α.) που σημαίνουν «δούλος του Θεού». Το abdal είναι λίγο μυστήρια λέξη, είναι πληθυντικός του bedel που σημαίνει «1. αντίτιμο, ισότιμο 2. αξία, τιμή… 6. άγιος» (λεξικό Redhouse). Αμπντάλ λοιπόν είναι οι άγιοι, το ωραίο είναι ότι έχει και αυτό πληθυντικό, το γνωστό «μπουνταλά». Τώρα, επειδή αυτοί συχνά συγχέονταν ή ταυτίζονταν με τους «άγιους τρελούς» ή (στη χριστιανική εκδοχή) τους «δια θεόν σαλούς», μάλλον κατέληξαν οι λέξεις «απτάλης» και «μπουνταλάς» να σημαίνουν ό,τι σημαίνουν. Θα προσπαθήσω τις επόμενες μέρες να προσθέσω περισσότερες πληροφορίες΄ απ’ό,τι θυμάμαι, η ιεραρχία των αγίων βασίζεται καταρχήν στο έργο του Ιμπν Αράμπι (ή του αλ-Γαζαλί; δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή).
Και Λέιντεν, σε παρακαλώ, όχι Λάιντεν (στις Κάτω Χώρες είναι, όχι στη Γερμανία).
Ναι, ξέρω, είμαι ψείρας και δεν ακολουθώ θεραπεία. 😉
Nicolas, το σχόλιό σου με χαροποιεί ιδιαίτερα! Για χρόνια έλεγα Λέιντεν, και έτσι το έβαζα σε όλες τις μεταφράσεις μου κλπ. Φέτος κάποιος που σπουδάζει εκεί μου το είπε Λάιντεν (για την ακρίβεια είναι αυτός ο φθόγγος μεταξύ -α- και -ε-, αν θυμάμαι καλά). Τώρα με ενθαρρύνεις και θα επιστρέψω στο ωραίο Λέιντεν (μ’άρεσε πιο πολύ από το Άμστερνταμ!).
Το διόρθωσα και στο κείμενο.
Lugdunum Batavorum στον Καίσαρα.
Πολύ έχω χαρεί με τα κείμενα που ανεβάζεις!
Ήξερα κι εγώ για την ευαισθησία των Ολλανδών να μη λέει ο κόσμος «Λάιντεν», εδώ που τα λέμε όμως κι όπως το προφέρουν αυτοί δεν έχει τόσο μεγάλη διαφορά. Πρόσεξα ότι ανάλογη ευαισθησία
επέδειξε ο Nicola και στο μπλογκ του Σαραντάκου. Τον συνέλαβα να αναφέρεται στην ωραία Βρύγη, καύχημα, διάδημα και απαντοχή της απανταχού Φλαμανδοσύνης (οι ίδιοι προφέρουν την πόλη τους Μπρέχε) και να τη γράφει με την ολλανδική γραφή της παρ’ όλο που πολλοί Φραγκοφονίες θα έλεγαν «Βέλγικη πόλη είναι, γαλλικά θα τη γράψουμε».
Διάβαζα που και που σχόλια σου σε άλλα μπλογκς, τώρα θα σε διαβάζω κι από εδώ. Καλωσήρθες λοιπόν…
silentcrossing, καλώς βρεθήκαμε!