Υπήρξε μια περίοδος στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού όπου κάποιος μπορούσε να γράφει -μεταξύ άλλων- λογοτεχνία που απευθυνόταν εξίσου σε μικρούς και μεγάλους, και υπήρξε μια χώρα -Αυτοκρατορία, τότε- όπου αυτή η λογοτεχνία ήταν υψηλότατου επιπέδου. Έτσι, ενώ ας πούμε Βερν ξαναδιαβάζω μόνον όταν με πιάνει κάποιου είδους νοσταλγία για τα παιδικάτα μου, τώρα που το κεφάλι μου είναι βαρύ και ίσως με λίγο πυρετό διαβάζω ξανά τον Κίπλινγκ (ή τον Στήβενσον, ή τον Κόναν Ντόυλ) με την ίδια απόλαυση που τον διαβάζω εν πλήρει διαύγεια. Έχω ξαναμιλήσει γιαυτό.
Στη λογοτεχνία αυτή, δεν υπάρχει καθόλου το στοιχείο του έρωτα. Όχι από ανικανότητα (ο Κίπλινγκ έχει γράψει συγκινητικές ή διεισδυτικές ερωτικές ιστορίες), αλλά μάλλον επειδή ακριβώς σ’ αυτό το είδος δεν υπάρχει λόγος για να μπει τέτοιο στοιχείο. Έτσι, ο Κίπλινγκ γράφει αυτό το μυθιστόρημα, το Δαίμονες των κυμάτων (δεν είναι από τα καλύτερά του, νομίζω), με ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο που πέφτει από το κατάστρωμα ενός υπερωκεάνειου και το περιμαζεύει ένα ψαράδικο, με αποτέλεσμα να μάθει τη ζωή, καταπώς λένε, τριγυρνώντας στα λημέρια του μπακαλιάρου στον βόρειο Ατλαντικό. Πολύ πριν διαβάσω το βιβλίο είχα δει την ταινία, με τον Σπένσερ Τρέισυ -τότε που η τηλεόραση έδειχνε τέτοιες ταινίες. Τώρα ξαναδιαβάζω την παράξενη αυτοβιογραφία του Κίπλινγκ, και γράφει σχετικά:
Ένα εκατομμύριο -ή μπορεί να ήταν και μόνο σαράντα- χρόνια αργότερα, ένας μεγιστάνας του κινηματογράφου διαπραγματευόταν μαζί μου τα δικαιώματα για να μεταφέρει το βιβλίο στον κινηματογράφο. Στο τέλος της συζήτησης το Δαιμόνιό μου με προέτρεψε να ρωτήσω αν είχε προταθεί να προστεθεί περισσότερο «ερωτικό στοιχείο» στο σπουδαίο έργο. «Βεβαίως», είπε εκείνος. Μα, ένας θηλυκός βακαλάος, που έχει έναν ευτυχισμένο γενναίο γάμο, γεννά περίπου τρία εκατομμύρια αυγά σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο. Αυτό του είπα πάνω κάτω. Εκείνος είπε: «Σοβαρά;» Και συνέχισε να μιλά για «ιδεώδη»…
(Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Κάτι από τη ζωή μου, μετάφρ. Σοφία Παυλίδου, Αθήνα 2002, σελ. 140-41)
Για την ιστορία, απ’ όσο θυμάμαι (ελάχιστα) την ταινία, και απ’ ό,τι είδα και στη βικιπαίδεια, τελικά μάλλον ψέματα είπε του Κίπλινγκ ο παραγωγός.
.
(αδυνατώ, για κάποιο λόγο, να σχολιάσω την επικαιρότητα, αν και είχα ξεκινήσει κάτι για τη θεοποίηση της επαρχίας με αφορμή ένα άρθρο του Ξυδάκη στην Καθημερινή. Ξέρω όμως ότι δεν σας πειράζει 🙂 Επίσης, χάριν του φίλου μου του Κοσμά που με κατηγόρησε για διανοουμενισμό, προσπάθησα αυτή τη φορά να αποφύγω το ανηλεές namedropping, αλλά μάλλον δεν τα κατάφερα. Τι να γίνει.)
Μη μασάς για το namedropping! Σ’ αρκετούς μπορεί και να αρέσει. 😉
Τώρα δίκιο έχεις για τον Κίπλινγκ και τα χαρακτηριστικά της γραφής και των βιβλίων του, αλλά νομίζω ότι αδικείς κάποιες λογοτεχνίες περιορίζοντας τα εξαιρετικά βιβλία που απευθύνονται σε όλες τις ηλικίες μόνο στη βρετανική αυτοκρατορία. Νομίζω ότι τα χαρακτηριστικά που σ’ απασχολούν στην παρούσα ανάρτηση αφορούν περισσότερο μια εποχή, παρά μια χώρα ή (μάλλον) μια γλώσσα.
Γειά σου Δύτη,
Πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό.Πάντα μένει κανείς με την εντύπωση, ότι η Βρετανική περιπέτεια είναι γραμμένη για παιδιά.Το ίδιο κι ο Ντίκενς.Το έχω παρατηρήσει, αλλά δεν έχω αναρωτηθεί. Πραγματικά,Δύτη, το κοινό τους ήταν και οι μεγάλοι; Άν ναι, τι σημαίνει αυτό;
Και γιατί άλλες μεγάλες λογοτεχνίες, π.χ. η Ρώσικη του 19ου, δεν είναι για παιδιά, και σίγουρα όχι για αγόρια;
Η σχέση του κλασσικού μυθιστορήματος ,πάντως, και σινεμά , ίσως κάτι να εξηγεί.Πως δηλαδή το ένα αντικατέστησε το άλλο.
Ο Αιζενστάιν με αφορμή τη σκηνή που ο καλός κύριος περιμένει τον Όλιβερ να γυρίσει, αφού τον έστειλε για θέλημα δίνοντάς του λεφτά, εξηγεί σε κάποιο γραφτό του πώς ο Ντίκενς, γράφοντας, άθελά του ντεκουπάρει μια σκηνή κλασσικού μοντάζ.
Πάντως ο Ουγκώ θεωρούσε οτι τα δράματα είναι για τις γυναίκες, οι περιπέτειες για τα παιδιά, ενώ για τους άντρες καλύτερη είναι η κωμωδία.
Η λογοτεχνία του είδους που αναφέρεις, μ΄αρέσει και μένα πολύ.
Δεν θα πω το τετριμμένο, ότι αδικείται που θεωρείται παιδική.
Αλλά μπορεί να την διαβάσει κάποιος και να γουστάρει σε όλες τις ηλικίες, 9 έως 99 ετών, όπως τιτλοφορείς το άρθρο σου. (σε επιτραπέζια δεν το έγραφε αυτό ;;)
Ψηφίζω όμως Στίβενσον δαγκωτό. Τον θεωρώ ιδίου διαμετρήματος με τον Ντοστογιέφσκι (και πιο ευχάριστο στην ανάγνωση, εννοείται).
Σε όποιον δεν το έχει διαβάσει, (για να καταλάβει το θράσσος μου να συγκρίνω Στίβενσον και Ντοστογιέφσκι), προτείνω το βιβλίο The Ebb Tide, (στην Ελλάδα μεταφράστηκε ως Τυχοδιώκτες). Καθαρά «Ντοστογιεφσκικό» βιβλίο είναι και «Ο άρχων του Μπαλαντρέ», με κεντρικό ήρωα εναν κακό, μα πολύ κακό τύπο.
Ο Στίβενσον σαν καλός παραμυθάς, διανθίζει και τα μυθιστορήματά του με ερωτικές ιστορίες, π.χ. Στις περιπέτειες του Ντέιβιντ Μπάλφουρ (Απαγωγή και Κατριόνα).
Η ίδια η ζωή του Στίβενσον είναι σαν παραμύθι, για όποιον ενδιαφέρεται και για τις βιογραφίες των συγγραφέων.
Η πλοκή του «Δαίμονες των κυμάτων» (που δεν το έχω διαβάσει), μου θύμισε τον «Θαλασσόλυκο» του Τζακ Λόντον, που το έχω διαβάσει.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F_%CE%B8%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%83%CF%83%CF%8C%CE%BB%CF%85%CE%BA%CE%BF%CF%82.
Ο Κόντογλου (άλλη περίπτωση) έχει μεταφράσει καταπληκτικά και τις βιογραφίες κουρσάρων του Καρόλου Τζόνσον, (ο οποίος μάλλον ήταν ο Ντάνιελ Ντεφόε)
Ο Βερν έχει γράψει και μια καταπληκτική δυστοπία, τύπου 1984, «Τα 500 εκατομμύρια της Μπεγκούμ»
Το φινάλε του «Ο άνθρωπος που τον έλεγαν Πέμπτη», παραμένει μια από τις αναπάντητες απορίες μου. Τι ήθελε να πει ο ποιητής ;;;, (χαζή ερώτηση, το ξέρω, αυτό που αξίζει είναι η περιπέτεια και η πλοκή).
Συγγνώμη για την πολυλογία. Μ΄αρέσει να μιλώ για πράγματα που μ΄αρέσουν.
Για τον Κίπλιγκ , όλο αυτό το αυτοκρατορικό και το προσκοπικό…δεν ξέρω.
Ένα από τα πιο αστεία πράγματα που έχω δή στην τηλεόραση, είναι μιά παλιά εκπομπή του BBC που έδειχνε τον Άλεκ Γκίνες να απαγγέλει το ποίημα We and They με τον τρόπο που θα το απήγγειλε χαζό βικτωριανό κοριτσάκι της ανώτερης τάξης.
Πάντως μετά απ’ αυτό
δεν μπορώ να σκεφτώ τους Βικτωριανούς λογοτέχνες αλλιώς.
‘Ισως έτσι:
Ρογήρε, ποιους άλλους έχεις όμως υπόψη σου; Το σκέφτηκα λίγο πριν το γράψω, και δεν μου ήρθε κανένας στο νου -ίσως ο Μαρκ Τουαίν.
Μπετατζή, τι καταπληκτικό βιβλίο οι «Τυχοδιώκτες»! Ο Στήβενσον είναι νομίζω ο δεύτερος πόλος των μεγάλων Άγγλων της εποχής, που ήταν και δεν ήταν μέινστριμ. Τα «500 εκατομμύρια» δεν ξέρω αν θα τα έλεγα δυστοπία, έχουν την πλάκα τους σαν καρικατούρα των Γερμανών (γράφτηκαν και αμέσως μετά τον πόλεμο του 1870, νομίζω).
ΚαπετάνΈνα, τα μυθιστορήματα του Κίπλινγκ ήταν όλα σχεδόν παιδικά, αλλά έχαιραν μεγάλης εκτίμησης και στον καιρό τους, μου φαίνεται. Τα διηγήματά του, αντίθετα, ίσως ακόμα καλύτερα, είναι λιγότερο περιπέτεια και περισσότερο διείσδυση και φαντασία. Δεν ξέρω πάντως πώς να το συνδέσω όλο αυτό με τη βρετανικότητα. Πρέπει να το σκεφτώ.
Έχε όμως υπόψη σου ότι ο Κίπλινγκ, ενώ έμοιαζε να εκφράζει όλο το βικτωριανό κατεστημένο, στην πραγματικότητα ήταν ένας μάλλον μοναχικός άνθρωπος που λίγο-πολύ έκανε του κεφαλιού του. Και που ελάχιστη σχέση είχε με τον πομπώδη δημόσιο λόγο της εποχής του.
Άν και δεν είμαι πολύ της λογοτεχνίας, θεωρώ ,οτι ένα από τα σοφότερα πράγματα που έχουν γραφτή,είναι μία από τις μικρές ιστορίες του Στήβενσον: «τα πρόσωπα της Ιστορίας».
Μια φράκταλ δομή. Οι χαρακτήρες του έργου σε σχέση με τον δημιουργό τους και ο δημιουργός τους σε σχέση με τον Δημιουργό του. Και το ηθικό πρόβλημα: άν δεν υπήρχαν οι καλοί π’ως θα τελείωνε η Ιστορία. Αλλά αν δεν υπήρχαν οι κακοί, πως θα άρχιζε;
Άλλωστε, πάντα σχεδόν ο κακός είναι πιο ενδιαφέρων από τον καλό. Ποιος θυμάται τον καλό στο νησί των θησαυρών; Ο δε Ντίκενς ως προς αυτό,τούχει βγάλει τα μάτια.
Καλησπερούδια.
Πειράζει που από τα δέκα μου, οπότε τον πρωτογνώρισα, μέχρι σήμερα που είμαι… χμ… τόσο… 😉 ο Ροβινσώνας Κρούσος εξακολουθεί να είναι μια πολύ μεγάλη μου αγάπη; Και ελαφρώς παραδίπλα ο Καίσαρ κασκαμπέλ;
Μα τι μου θυμίσατε τώρα βραδιάτικα 😆
@Καπετάνιε, ακριβώς, ο κακός είναι πιο ενδιαφέρων -αυτό φαίνεται πολύ στον Ντοστογέφσκι, πιστεύω.
Και κάτι για την βικτωριανή ποίηση. Ορίστε λίγος ποιητικός Κίπλινγκ (διαβάζεται μεγαλοφώνως). Ούτε προσκοπικός, ούτε καν αυτοκρατορικός, παρότι λέει για πόλεμο:
INFANTRY COLUMNS
We’re foot-slog-slog-slog-sloggin’ over Africa –
Foot-foot-foot-foot-sloggin’ over Africa –
(Boots-boots-boots-boots-movin’ up an’ down again!)
There’s no discharge in the war!
Seven-six-eleven-five-nine-an’-twenty mile to-day –
Four-eleven-seventeen-thirty-two the day before –
(Boots-boots-boots-boots-movin’ up an’ down again!)
There’s no discharge in the war!
Don’t-don’t-don’t-don’t-look at what’s in front of you.
(Boots-boots-boots-boots-movin’ up an’ down again)
Men-men-men-men-men go mad with watchin’ em,
An’ there’s no discharge in the war!
Try-try-try-try-to think o’ something different –
Oh-my-God-keep-me from goin’ lunatic!
(Boots-boots-boots-boots-movin’ up an’ down again!)
There’s no discharge in the war!
Count-count-count-count-the bullets in the bandoliers.
If-your-eyes-drop-they will get atop o’ you!
(Boots-boots-boots-boots-movin’ up an’ down again) –
There’s no discharge in the war!
We-can-stick-out-‘unger, thirst, an’ weariness,
But-not-not-not-not the chronic sight of ’em –
Boot-boots-boots-boots-movin’ up an’ down again,
An’ there’s no discharge in the war!
‘Taint-so-bad-by-day because o’ company,
But night-brings-long-strings-o’ forty thousand million
Boots-boots-boots-boots-movin’ up an’ down again.
There’s no discharge in the war!
I-‘ave-marched-six-weeks in ‘Ell an’ certify
It-is-not-fire-devils, dark, or anything,
But boots-boots-boots-boots-movin’ up an’ down again,
An’ there’s no discharge in the war!
@Bernardina, έχει ρέντα ο Κασκαμπέλ στο ίντερνετ τελευταία.
Γειά σου Μπερναρντίνα, ο Κρούσος μας θυμίζει την παιδική μας ηλικία που χάθηκε, αλλά δυστυχώς τώρα πια, θυμίζει και μιά παιδική ηλικία του κόσμου που έχει χαθεί, και ουσιαστικά είχε αρχίσει να χάνεται από την Αναγένηση.
Παλιά μπορούσε κανείς να φύγει από τον πολιτισμό και να βρεθή σε ένα παρθένο νησι. Η θάλασσα ήταν ανοιχτή και το μέγεθός της άπειρο. Τώρα πια ο κόσμος έκλεισε γύρω μας.Δεν υπάρχουν τα νησιά του Ροβινσώνα και του Πρόσπερου και το ξέρουμε.
Λένε για μια οικογένεια, που έψαξε να βρή ένα μέρος μακρυά από τον πολιτισμό, και διάλεξαν να εγκατασταθούν στα Φώκλαντς . Μήνες μετά, ο πολιτισμός ήρθε και τους βρήκε, με βόμβες και τορπίλες.
Έχει ρέντα ο Καίσαρ; Αλήθεια; Πού; Δεν το έχω αντιληφθεί, για ρίξει σύρμα…
Ναι, Δύτη, έχει κι άλλα τέτοια, από τότε που σκοτώθηκε ο γυιός του στο πόλεμο. Κι αυτή τη φράση, που τη χρησιμοποιούν πολύ οι ειρηνιστές για το Ιρακ:
If any question why we died
Tell them, because our fathers lied
Καπετάνιε, (την καλησπέρα μου),
νομίζω ότι εκείνο που με είχε γοητεύσει περισσότερο στην περίπτωση του Ροβινσώνα ήταν αυτή η αντίστιξη ανάμεσα στο πρώτο κομμάτι της ζωής του που λίγο πολύ παράδερνε κυριολεκτικά και μεταφορικά, και τη μετά το ναυάγιο πολύχρονη περίοδο. Αφού χρειάστηκε να ξεβραστεί σχεδόν νεκρός στο πουθενά, να βιώσει την απόλυτη μοναξιά (ως την εμφάνιση των ιθαγενών και την άφιξη του Παρασκευά στη ζωή του, τουλάχιστον) και να μετουσιώσει αυτή την απόλυτη απουσία άλλου ανθρώπινου πλάσματος σε ό,τι πιο δημιουργικό, ό,τι πιο επινοητικό, ό,τι πιο δεμένο με την ύπαρξη υπήρχε, κάνοντας φυσικά και μια βαθιά βουτιά μέσα στο ίδιο του το είναι. Θυμάμαι ολοζώντανα αν και έχω χρόνια να διαβάσω εκείνο το πρώτο βιβλίο με το σκληρό εξώφυλλο που βρίσκεται ακόμα στη βιβλιοθήκη μου, τις εικόνες που σε ένα δεύτερο επίπεδο δεν ήταν παρά αλληγορία για κάτι σαν αυτό που λέει -αν δεν απατώμαι- και ο Όσκαρ Ουάιλντ: ότι στη ζωή του ανθρώπου υπάρχουν τρεις φάσεις -αυτή της αθωότητας λόγω άγνοιας, η δεύτερη της εμπειρίας, και η τρίτη της επιλογής του ποιος θα είσαι, βασιζόμενος στα συμπεράσματα αυτής της εμπειρίας, οπότε και δεν δικαιούσαι πλέον να επικαλείσαι το ελαφρυντικό της άγνοιας…
Bernardina, κάνε κλικ πάνω στις λέξεις «έχει ρέντα» 🙂
Για τον Κρούσο, αύριο, τώρα δεν σκέφτομαι τίποτα. 🙂 Αλλά ας βάλω ένα πιο χαρούμενο ποίημα του Κίπλινγκ, από ένα όντως παιδικό βιβλίο, το Just So Stories (στα ελληνικά θα το βρείτε ως «Ιστορίες ζώων») που το ξαναθυμήθηκα βλέποντας τον Μπέντζαμιν Μπάτον. Και πάλι, διαβάζεται δυνατά:
I’VE never sailed the Amazon,
I’ve never reached Brazil;
But the Don and Magdelana,
They can go there when they will!
Yes, weekly from Southampton,
Great steamers, white and gold,
Go rolling down to Rio
(Roll down–roll down to Rio!)
And I’d like to roll to Rio
Some day before I’m old!
I’ve never seen a Jaguar,
Nor yet an Armadill
O dilloing in his armour,
And I s’pose I never will,
Unless I go to Rio
These wonders to behold–
Roll down–roll down to Rio–
Roll really down to Rio!
Oh, I’d love to roll to Rio
Some day before I’m old!
Oh, I’d love to roll to Rio
Some day before I’m old!
Βρε για δες που έχουμε το ίδιο όνειρο 😆
thanks για την παραπομπή. Και για τη συζήτηση που ανοίξαμε. Πολύ τη γουστάρω!
Για την ώρα θα πω καληνύχτα -κόπωσις γαρ- και «ες αύριον τα σπουδαία».
Δύτη Δύτη, γιατί βάζεις τον Βερν μόνο του απέναντι και στον Κίπλιγκ και στον Στήβενσον και στον Σερ Αρθουρ;
α) Είναι ο Σερλοκ Χολμς «παιδική λογοτεχνία»;
β) Μήπως να θυμηθούμε και τον Μωρίς Λεμπλάν; Είχε ιδρώσει ο Σέρλοκ στα βιβλία του και μας σύστησε στον πιο ενδιαφέροντα και γοητευτικό κακό της λογοτεχνίας θαρρώ… 😉
ΟΚ, βγάζω τον Κόναν Ντόυλ από την εξίσωση -γιαυτό δεν έβαλα και τον Τσέστερτον.
Αλλά κάποτε θα γράψω (λέω) κάτι για τον λαμπρό 19ο αιώνα της ακμαίας αστικής τάξης. Με γκραβούρες από τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, και θάχει και Βερν και απ’ όλα. Και μην πει κανείς ότι ξεχνάω την άλλη πλευρά, του προλεταριάτου -μπορούμε όμως να μιλήσουμε για την αρχαία Ελλάδα χωρίς να αναφερθούμε στους δούλους, αρκεί να το ξέρουμε.
Θα περιμένουμε με αγωνία 😉
Πολύ ωραία όλα αυτά Δύτη, δυστυχώς όλες οι αναφορές εδώ μέσα μου είναι άγνωστες-έτσι, δεν μπορώ να συνεισφέρω για την ώρα, παρά μόνο να σου ευχηθώ περαστικά για τον πυρετό (ομοιοπαθής κι εγώ…).
Α, το θα έλεγες για λίγο Herman Hesse; Έγραφε τις καλύτερες ιστορίες για μικρά και μεγάλα παιδιά 🙂
Silent, ποιο βιβλίο του Έσσε θα διάβαζες στα δεκατρία ή δεκατέσσερά σου, ας πούμε;
Εγώ Ντέμιαν και Σιντάρτα στα 14 τα (πρωτο)διάβασα, αλλά υπάρχουν και Τα τρυφερά χρόνια ενός μάγου, που είναι για όλα τα παιδιά 🙂
Τι μου θύμισες τώρα αγαπητέ Δύτη. Το «Δαίμονες των Κυμάτων» σε παιδική διασκευή, εκδόσεις Άγκυρα αν θυμάμαι καλά, με πορτοκαλί εξώφυλλο. Το είχα λιώσει. Ωραίες μνήμες.
Καλημέρα,
μόλις θυμήθηκα και την Ιστορία Χωρίς Τέλος (ή Ατελείωτη Ιστορία) του Μίχαελ Έντερ, που στον Μοντ χαρακτηστίστηκε ως το μεταπολεμικό αριστούργημα, με τον λατρεμένο καλότυχο λευκοδράκοντά της, τον Φούχουρ.
Τη Μάνα, της Περλ Μπακ.
Και τη Βασίλισσα του Χιονιού του Άντερσεν, την τόσο τραυματική για κάποιες τρυφερές παιδικές ψυχές…
Αλλά και τι να πω για τον Χάρι Πότερ που διαβάζουν μετά μανίας κάτι συνομήλικοί μου;
ΥΓ Να κάνω ένα πηδηματάκι στο πλάι και να μιλήσω για την Ιλιάδα και την Οδύσσεια; Ή μήπως τα σημερινά παιδιά δεν τις διαβάζουν πια σαν παραμύθι; 😉
Περισσεύει ένα «ρ» ή μου φαίνεται;
Καλημέρα, Δύτη!
Μια παρένθεση: τι εννοούσαν και πως όριζαν την παιδική ηλικία την εποχή που γράφει ο Κίπλινγκ κ.λπ.; (Αφήνω στην άκρη πόσα παιδιά μπορούσαν να διαβάζουν και είχαν πρόσβαση στο βιβλίο τότε). Μήπως τελικά έγραφαν αποκλειστικά για ενήλικες, καθώς η παιδική (όπως και η νεανική λογοτεχνία) ως αυτόνομο είδος εμφανίστηκαν πολύ αργότερα;
Καλημέρα παίδες και κόρες!
Θα απαντήσω πολύ βιαστικά, γιατί αυτές τις μέρες πνίγομαι λίγο. Η διαφορά των Άγγλων του ύστερου 19ου αι. με τον Έντε, ας πούμε, είναι ότι τα δικά τους βιβλία απευθύνονταν εξαρχής και σε μικρούς και σε μεγάλους, νομίζω. Αλλά ο Γρηγόρης έχει δίκιο: αν διαβάσει κανείς το «Στάλκυ & Σία», όπου ο Κίπλινγκ αναπλάθει τα σχολικά του χρόνια, βλέπει έφηβους και προέφηβους να ανακαλύπτουν τον Τέννυσον ή τον Ράσκιν σε μια ηλικία που σήμερα (ειδικά σήμερα, ίσως όχι πριν από είκοσι χρόνια) θεωρείται πολύ πρώιμη. Δεν λέω ότι ο ίδιος ο Κίπλινγκ έγραφε τον «Κιμ» ας πούμε έχοντας στο μυαλό του το παιδικό κοινό, αντίθετα το καταδιασκέδαζε· αλλά, οπωσδήποτε, δεν μπορεί να μην έβλεπε τη διαφορά με τα διηγήματά του ή τις νουβέλες στυλ «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς». Άλλωστε, τη φήμη του τη χρωστούσε περισσότερο στα καταπληκτικά διηγήματα και την ποίησή του, παρά στα μυθιστορήματα.
Φαντάζομαι ότι όλα είναι ζήτημα ταξινόμησης, αλλά δεν είμαι απόλυτα βέβαιος ότι έχω καταλάβει ποια ακριβώς είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων ο οικοδεσπότης κατατάσσει ένα βιβλίο στην κατηγορία των απευθυνόμενων εξαρχής σε ανήλικους κι ενήλικους (ποιό εντάσσει/ ποιό αποκλείει/ ποιά πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά… μύλος 😉 ).
Π.χ., γιατί ο Ουγκώ δεν πληροί τα κριτήρια;
Ρογήρε, παρά το προηγούμενο ποστ, δεν έχω πολύ σαφή κριτήρια ταξινόμησης. 😉 Αλλά ο Ουγκώ, ας πούμε: όλοι διαβάσαμε τους Άθλιους σε διασκευή σε παιδική ηλικία. Φαντάσου όμως να διαβάζαμε το πλήρες κείμενο, με τις παρεκβάσεις περί αργκό, ή την απαρίθμηση των θανάτων μες στα σκατά στο κεφάλαιο με τους υπονόμους. Εγώ θυμάμαι που σε διασκευή είχα διαβάσει την περιγραφή του θανάτου σε κινούμενη άμμο, και μετά με είχε στοιχειώσει. Χώρια που η ανάγνωση του Ουγκώ χρειάζεται πλήρη γνώση της γαλλικής ιστορίας τεσσάρων ή πέντε αιώνων…
Να υποθέσω δηλαδή ότι όταν διάβασες τον «Μιχαήλ Στρογκώφ» η σκηνή που τον είχαν θάψει μέχρι το λαιμό και τα όρνια κόβαν βόλτες πάνω από το κεφάλι του ή άλλη που του περάσαν το καυτό σπαθί μπροστά από τα μάτια για να τον τυφλώσουν σε άφησαν ανεπηρέαστο; 😉
Είχε όμως καλό τέλος!
Πλάκα πλάκα, εντάξει, ενδεχομένως ο Ρογήρος έχει ένα δίκιο, αυτά είναι χαρακτηριστικά όλης της λογοτεχνίας της ακμάζουσας αστικής ανάπτυξης του ύστερου 19ου. Αλλά κάτι έχουν οι Εγγλέζοι μου που ξεχωρίζει, θέλω να πω ωραίος ο Βερν, αλλά δεν θα τον πεις υψηλή λογοτεχνία, ενώ Στίβενσον ή Κίπλινγκ…
(ο Ουγκώ είναι προγενέστερος, ανήκει αλλού θάλεγα)
Εγώ πάλι λέω ότι είσαι προκατειλημμένος υπέρ της πάλαι ποτέ αντίπαλης αυτοκρατορίας και σε καταγγέλλω ανερυθρίαστα 😛
Επίσης λέω ότι οι Στίβενσον ή Κίπλινγκ έτυχαν πολύ καλής μεταφραστικής απόδοσης στα ελληνικά ενώ ο Βέρν κακόπεσε όσο δεν παίρνει.
(Επίσης λέω ότι πρέπει να αγνοώ το μπιπ που κάνουν τα μαιλ όταν έρχονται.)
Είμαι προκατειλημμένος, το λέω ανερυθρίαστα!
Ο Βερν γιατί κακόπεσε; Εγώ έχω δει πολύ ωραίες μεταφράσεις, αρχίζοντας από την κλασική έναρξη της «Μυστηριώδους Νήσου»:
-Αναβαίνομεν;
-Όχι.
-Καταβαίνομεν;
-Ούτε.
-Τότε;
-Πίπτομεν κύριε Κύρε, πίπτομεν!
Στ’ αλήθεια σου αρέσει αυτή η μετάφραση;
ε, εντάξει, από άλλη το είχα διαβάσει, εδώ που τα λέμε. Αυτή έχει πλάκα. 🙂
🙂 🙂 🙂
Είμαι προκατειλημμένος, το λέω ανερυθρίαστα Καλά σε είχα καταλάβει ότι είσαι με τους απέναντι 🙂
Πάντως ανεξαρτήτως της παράθεσης, ο Βερν έχει πετσοκοφτεί στα ελληνικά και κάπου κάναμε αυτή τη συζήτηση στο Νίκο αλλά εγώ δεν έχω το ταλέντο της Μαρίας στην αρχειακή αναζήτηση και θα πρέπει να την περιμένεις να σε παραπέμψει.
Αν έχεις υπομονή να ψάξεις…: http://www.google.gr/#hl=el&source=hp&biw=1599&bih=842&q=site%3Asarantakos.wordpress.com+%CE%92%CE%B5%CF%81%CE%BD&aq=f&aqi=&aql=&oq=&gs_rfai=&fp=1be1ca42e316bfbd
Χαίρομαι που είμαστε πολλοί που αγαπάμε αυτού του είδους τα μυθιστορήματα, αλλά το απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Κ. μου θύμισε την γνωστή ιστορία με τον Jack Warner -έναν από τους bros που ίδρυσαν το γνωστό στούντιο:
Του είχαν προτείνει κάποτε να γυρίσουν ταινία τον Τρωικό πόλεμο. Ο Τζακ είπε «καλή ιδέα» και ζήτησε περίληψη του σεναρίου. Του την έφεραν και την απέρριψε ασυζητητί. Όταν τον ρώτησαν γιατί, απάντησε: Too many Greeks!!!!
Συνεπώς, τα ιδεώδη που εννοούσε ο παραγωγός, μπορεί να ήταν το προτεινόμενο love-story
Αγαοητέ Δύτη, δεν περιγράφεται η χαρά μου που βρέθηκα σε ένα βλογ όπου συχνάζουν λάτρεις του Βερν, του Κόναν Ντόυλ και του Στήβενσον, που είναι η αδυναμία μου. Αρπάζω από τα μαλλιά την ευκαιρία να πω ότι η «Λέσχη της Αυτοκτονίας» του Στήβενσον είναι από τα συναρπαστικότερα αναγνώσματα που έχω διαβάσει ποτέ και να ρωτήσω από ποια έκδοση είναι η απολαυστική μετάφραση της «Μυστηριώδους Νήσου» που παραθέτεις στο σχόλιό σου.
Φώτη, Too many Greeks! 😀 Πολύ καλό!
Πάντως, επαναλαμβάνω, απ’ όσο θυμάμαι το love story τελικά δεν μπήκε στην ταινία. Παρεμπιπ, τι ωραίος ο Σπένσερ Τρέισυ. Παλιά η τηλεόραση έδειχνε συχνά ταινίες του -αυτή, τον Γέρο και τη Θάλασσα, και θυμάμαι και μία που δεν κατάφερα να εντοπίσω από τη βίκι, με δυο τύπους (τον Σπένσερ τον έλεγαν Σόρτυ -Κοντούλη, στους υπότιτλους) που έψαχναν πετρέλαιο στην Αριζόνα.
Mary Poppins, καλώς ήρθες! Ίσως σε στενοχωρήσω, αλλά η «Λέσχη της Αυτοκτονίας» δεν είναι από τα αγαπημένα μου του Στήβενσον. Προτιμώ τα μυθιστορήματά του, και αυτά τα ανατριχιαστικά διηγήματα τρόμου και φαντασίας.
Το Σαββατοκύριακο που θα είμαι Αθήνα θα κοιτάξω να τσεκάρω στην πατρική βιβλιοθήκη την έκδοση της Μυστηριώδους Νήσου.
(χαίρομαι κι εγώ που είμαστε περισσότεροι απ’ ό,τι φανταζόμουν!)
Ωχ, σε βάζω σε φασαρίες…
Πάντως είσαι τυχερός που έχεις τέτοια πατρική βιβλιοθήκη 🙂
Λοιπόν η ταινία ήταν το Boom Town. Κοίτα να δεις τι θυμούνται τα παιδιά: επειδή ήξέρα τότε τον Σπένσερ Τρέισυ από τις άλλες δυο ταινίες, δεν είχα ιδέα μέχρι τώρα ότι ο συμπρωταγωνιστής του ήταν ο Κλαρκ Γκέιμπλ. Ουάου.
«αδυνατώ, για κάποιο λόγο, να σχολιάσω την επικαιρότητα»
Δυστυχώς, αυτό είναι το μείον όλων των διανοούμενων…γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που φτάσαμε…έτσι ανέλαβαν οι δημοσιογράφοι και τά καναν κι αυτοί μαντάρα!…
Ε, καλά, για τώρα μιλάω, αλλιώς την έχω σχολιάσει ποικιλοτρόπως. Κάνε κλικ στην κατηγορία «Μικρά και μεγάλα επίκαιρα» να δεις. 🙂
(Διανοούμενος; Δηλαδή;)
Σιγά μην κάτσω να διαβάσω τί έγραφες τον καιρό του νώε. Είπες κάτι, σχολίασα για αστείο και συ το συνεχίζεις! «Δηλαδή; Δηλαδή»; Όλο ερωτήσεις. Αυτό είναι διαννοούμενος, τσίκιρ τσίκιρ, το κάθετί το θές αναλυμένο.
Δεν ξανασχολιάζω, βαριέμαι να εξηγώ.
Καλά ντε! κι εγώ τη φατσούλα τι την έβαλα, βρε παιδί μου;
(απλά δεν νομίζω ότι φτάσαμε όπου -τέλος πάντων- φτάσαμε επειδή οι όποιοι διανοούμενοι μιλάν ή δεν μιλάν…)
Για ποιό λόγο τότε φτάσαμε εδώ ;
Ξέρω ότι στέλνω τη μπάλα λίγο στην εξέδρα με τον Κίπλιγκ.
Πρώτα-πρώτα θα πρέπει να πω ότι η πρώτη μου επαφή μαζί του ήταν στους Προσκόπους όπου μεταξύ άλλων παίζαμε και το παιχνίδι του Κιμ. Μετά γνώρισα τα άλλα του κείμενα.
Εξακολουθώ να του πιστώνω δύο ποιήματα. Το ένα το πασίγνωστο «Αν» το οποίο προτιμώστην απόδοση του Νίκου Καρβούνη.
Το άλλο είμαι βέβαιος ότι ελάχιστοι από τους συνδαιτημόνες θα έχουν διαβάσει οπότε το επισυνάπτω σε ίνκι γιατί είναι μακρυνάρι:
http://www.daypoems.net/poems/1866.html
Το παιχνίδι του Κιμ. «Η θρησκεία σου απαγορεύει… το κάρυ;» Αυτή τη φράση θυμόμουν εγώ από την πρώτη ανάγνωση του Κιμ, στην κατασκήνωση, μέχρι που το ξαναδιάβασα πριν από πέντε χρόνια περίπου. Κάπου ανάμεσα είχα δει και την ταινία, με τον Πήτερ Ο’Τουλ να κάνει τον λάμα.
Το μασονικό δεν το ήξερα, είναι χαρακτηριστικό όμως! Για το «Αν», ορίστε τι λέει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του:
«…περιείχε συμβουλές τελειότητας που είναι πολύ εύκολο να δοθούν. Άπαξ και ξεκίνησε, οι μηχανισμοί της εποχής διέδωσαν τις συμβουλές σαν χιονοστιβάδα, κατά τρόπο που με ξάφνιασε. Σχολεία και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα θεώρησαν ότι οι συμβουλές του ποιήματος έχουν να κάνουν κάτι με τα βάσανα της νιότης, κάτι που δε βοηθούσε καθόλου τη σχέση μου με τους νέους όταν τους συναντούσα. («Γιατί το γράψατε αυτό; Με έβαλαν να το γράψω δυο φορές για τιμωρία»). Το τύπωσαν σε κάρτες που κρεμάστηκαν σε γραφεία και υπνοδωμάτια, το ανέλυσαν και το ανθολόγησαν μέχρι εξαντλήσεως. Είκοσι επτά έθνη το μετέφρασαν σε είκοσι επτά γλώσσες και το τύπωσαν σε κάθε είδους ύφασμα.»
Παρόλα αυτά, και μένα μ’ αρέσει.
Τον Κίπλινγκ τον έχω κατατάξει σε μια άλλη κατηγορία (τι λέγαμε για τις ταξινομήσεις;) που την έχω τιτλοφορήσει «Λεβαντίνοι Βρετανοί». Και, ναι, μ’ αρέσει.
Τον Βερν ακούγεται σα να τον αδικείς (αλλά είναι σε άλλη κατηγορία).
…Λέγεται ότι κάποια μέρα ο Γουίλιαμ Μόρις μπούκαρε σ’ ένα δωμάτιο όπου βρήκε ένα παιδάκι μόνο του και βάλθηκε να του δηγιέται μια σκοτεινή και ματοβαμμένη νορδική ιστορία. Το παιδάκι που τον άκουγε θαμπωμένο ήταν, λέει, ο Κίπλινγκ.
Καλώστονα (γρήγορα τα ξανασυνήθισες τα ελληνικά! 😉 ). Σε περίμενα εδώ! Ορίστε η ιστορία όπως τη διηγείται ο ίδιος ο Κ., αυτή τη φορά σε μετάφαση Κοσμά Πολίτη:
Η ξαδέρφη μου η Μάργκαρετ κι εγώ -θα ήμουν τότε ως οχτώ χρονών- βρισκόμασταν στην κάμαρα των παιδιών (…) όταν ακούσαμε το «θείο Τόπσυ» να καλεί από το χολ, όπως ήταν η σνήθειά του, τον «Νεντ» ή τη «Γεωργία». Ήταν μια υποθεση έξω από τον κόσμο μας. Για τούτο μας έκανε ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση όταν, μη βρίσκοντας τους μεγάλους, μπήκε στην κάμαρά μας και είπε πως θα μας διηγότανε μια ιστορία. Εγκατασταθήκαμε κάτω από το τραπέζι (…) κι εκείνος, σοβαρός όπως πάντα, ανέβηκε πάνω στο μεγάλο κουνιστό μας άλογο. Αποκεί, αργολάμνοντας μπρος πίσω, ενώ έτριζε το καημένο το ζώο, μας διηγήθηκε μια ιστορία γεμάτη συναρπαστικές φρικαλεότητες σχετικά μ’ έναν άνθρωπο που ήταν καταδικασμένος να βλέπει κακά όνειρα. Σε ένα από τα όνειρά του, μια γελαδίσια ουρά κυμάτιζε μέσ’ από ένα σωρό παστά ψάρια. Έπειτα έφυγε απότομα όπως είχε έρθει. Ύστερ’ από πολλά χρόνια, όταν ήμουν πια αρκετά μεγάλος ώστε να καταλαβαίνω το βασάνισμα ενός δημιουργού, μου ήρθε στο νου πως εκείνο το παραμύθι που ακούσαμε πρέπει να ήταν ο Θρύλος του Μπορντ Νιολ, που απασχολούσε τον Μόρις εκείνο τον καιρό. Μια κι έλειπαν οι μεγάλοι, και καθώς τον πίεζε η ανάγκη ν’ αρθρώσει φωναχτά αυτή την ιστορία και να την αποσαφηνίσει, μεταχειρίστηκε εμάς.
(μια σημείωση στην άλλη μετάφραση διευκρινίζει ότι στην πραγματικότητα ήταν «το έργο The Story of the Ere-Dwellers (the Eyrbyggja Saga), μια από τις ισλανδικές σάγκα που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1892»). Ας το ψάξει εδώ όποιος έχει υπομονή…
Μιλάμε γι αυτόν τον άνθρωπο. Είδα την εικονογράφησή του στα «Ρουμπαγιάτ» σε μια έκθεση στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, τα χριστούγεννα.
Έχεις πάει και στο Γουολθαμστόου;
Ναι, μπράβο.
Ο Νεντ ήταν βέβαια ο ζωγράφος Έντουαρντ Μπερν-Τζόουνς. Η γυναίκα του, η Τζορτζιάνα, ήταν θεία του Κίπλινγκ (από κει η όλη σύνδεση).
Εδώ: http://www.sagadb.org/eyrbyggja_saga (για το κείμενο).
Μπουκάν, δεν έχω πάει, όχι. Φαντάζομαι θα έχει αλλάξει πολύ από τότε που περνούσε τα καλοκαίρια του ο μικρός Κίπλινγκ.
Ρογήρε, μερσί -έχω και παραπάνω ένα λινκ με τη μετάφραση του Μόρις. Ποιος θα εντοπίσει όμως τη γελαδίσια ουρά μέσα στα παστά ψάρια; 🙂
Ίσως θα τον διασκέδαζε η ιδέα ότι στο γυμνάσιο του Γουόλθαμ Φόρεστ, τη δεκαετία του ’90, η δεύτερη υποχρεωτική γλώσσα μετά τα γαλλικά ήταν τα ουρντού.
Μια χαρά ήταν (είναι) οι Δαίμονες των Κυμάτων. Εμένα με γαλούχησαν και πολιτικά κατά κάποιον τρόπο διότι -ενδεχομένως λανθασμενα- κατάλαβα πως «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη (ναύτη, ψαρά, γεωργού, φοιτητή, συμβασιούχου κτλ. κτλ.)».
Ως πότε θα συμπίπτουμε, ω ΠάνωΚ;
Κατάλαβα το σκεπτικό σου. Βλέπω όμως δεν ταυτίστηκες με τον αυτοδημιούργητο μεγιστάνα των σιδηροδρόμων στο τέλος, όπως εγώ 😉
Ο φίλος και μαθητής του Μπόρχες Alberto Manguel, έχει γράψει στο βιβλίο του με αναμνήσεις από τον μεγάλο φίλο του «Στου Μπόρχες» («Chez Borges»), ότι ένα βράδυ, συνομιλώντας για τον Κίπλινγκ, τον οποίον, επίσης, θαύμαζε απεριόριστα ο Μπόρχες (δική του είναι η μία από τις δύο ανθολογήσεις διηγημάτων του στην «Άγρα»), εκείνος τού σχολίασε ότι το «Κάτι από τη ζωή μου» έχει, στην πραγματικότητα, λάθος τίτλο: «Πολύ λίγο από τη ζωή μου», θα έπρεπε να λέγεται, είπε…
Ναι· αν εξαιρέσουμε, νομίζω, την αφήγηση των παιδικών του χρόνων, και εκείνων της Ινδίας. Μετά γίνεται πολύ-πολύ ελλειπτικός, σαν να συνομιλεί ειρωνικά με τον εαυτό του…
Ο Κίπλινγκ τώρα δικαιώνεται
Σαχλαμάρες, δηλαδή.
Ξεκινάς με σκοπό να αποδείξεις κάτι που ήδη θεωρείς αλήθεια, οπότε μένει να βρεις τα δεδομένα που σε βολεύουν και να τα διαβάσεις με τον τρόπο που θες. Βάλε κι ότι είναι γενικό το κακό οι κοινωνικοί επιστήμονες να χρησιμοποιούν εργαλεία μαθηματικών /στατιστικής με τυφλοσούρτη, χωρίς να καταλαβαίνουν τι σημαίνουν τα αποτελέσματα που παίρνουν, τι μένει; Να προσθέσεις στο τέλος ένα «αχ, έχουμε και κάποιες εξαιρέσεις, αλλά κάνουμε πως δεν τις βλέπουμε…»
Ελπίζω σχολιάζεις τον πειραματικό ψυχολόγο και όχι τον Ράντγιαρντ! 🙂
Εμ, ο συγγραφέας δεν υποστηρίζει ότι κάνει επιστήμη… 🙂
Αυτή όμως η επιστημονική ανακάλυψη;
http://tinyurl.com/2uftdfh
θα αποδειχτεί ότι η κατανάλωση φαγητού ειδικά τις νύχτες έχει μεγάλη επίπτωση στην παχυσαρκία, κυρίως αν συνδυάζεται με την καθιστική παρακολούθηση τηλεόρασης ή υπολογιστή μέχρι αργά το βράδυ
Άντε ρε!
Εγώ ναι μεν όπως θα ξέρετε κάθομαι στον υπολογιστή μέχρι αργά το βράδυ, δεν τρώω όμως μπροστά του και έτσι διατηρούμαι στα ελάχιστα κιλά μου (ακόμα ένα προσωπικό δεδομένο που κοινοποιεί ο Δύτης)
Δύτη τρως και του γυρνάς την πλάτη; Αυτό είναι το μυστικό; Αμα τον κοιτάς παχαίνεις; 😛
Ανακάλυψη – λαπαλισάδα!
Μη το λες! Το απόσπασμα του δύτη που έχει προσθέσει το ντερλίκωμα είναι παραπλανητικό. Το φως τους παχαίνει.
ναι, σαν το βάτραχο στο ανέκδοτο, που χωρίς πόδια δεν ανταποκρίνεται στο «πήδα», άρα δεν ακούει.
Εμάς το φως μάλλον μας αδυνατίζει.
Licht, mehr Licht!
(είπε ο Γκαίτε πεθαίνοντας, γιατί του είχαν κλείσει τις κουρτίνες. Μετά έγινε σλόγκαν ημών των Διαφωτιστών) 🙂
Σε λίγο θα ανακαλύψουν ότι όταν το όνομα του διαδικτυακού alter ego σου περιέχει και το «δ» και το «υ» ενώ ταυτόχρονα το βαφτιστικό σου περιέχει το «σ/ς» ο μεταβολισμός σου είναι σταθερός στις 2300 θερμίδες ανα εικοσιτεράωρο ανεξαρτήτως από τα πόσα κηρία φωτεινής ακτινοβολίας θα δέχεσαι ανά μιλισεκόντ…
Άμα τώρα σβήσει το φως…
Ξέρεις τα μαζεύω αυτά. Κάνε κλικ στην κατηγορία «Τρελοί επιστήμονες», να δεις. Δυστυχώς έχασα το αγαπημένο μου, ένα απόκομα εφημερίδας πριν από καμιά δεκαριά χρόνια με το μαθηματικό τύπο για την ιδανική τηγανητή πατάτα.
Click to access 1353.pdf
Αυτό που θυμάμαι είναι σίγουρα πριν το 2005. Ίσως κάποια παρουσίαση αυτής της παραπομπής από το πιντιέφ σου: J. Garayo and R. Moreira, Vacuum frying of
potato chips, J. Food Engr., 55 (2002), 181–191…
Καλά Στάζυ έχω ε ν τ υ π ω σ ι α σ τ ε ί !!!
Είναι δυνατόν να τα ξέρεις όλα;
Δύτη θα στο βρει μην ανησυχείς. Μόνο πως να γυρίζει το χρόνο πίσω δεν εχει βρει ακόμα. (Το ψάχνει υποθέτω όμως) 😉
μια αναζήτηση στο γούγλη έκανα· ούτε καν στο WoS ή τον Scholar γούγλη…
Εντάξει Στάζυ, μπορείς να με κάνεις να αισθανθώ και πιο χαζή (που δεν ξέρω κανένα από τους άλλους δύο)…
(τον κάναμε καλοκαιρινό τον καημένο τον Κίπλινγκ…) 🙂
Ας ολοκληρώσουμε, λοιπόν, την καταστροφή.
Βρήκα και Δύτη:
Deploying XML and Vacuum Tubes Using AcouchyNawl
και άλλους μεταμοντέρνους…
Ωραία, το δεύτερο -η μεταμοντέρνα γεννήτρια- έχει πλάκα, αλλά… ΕΕΕΕ!!! αυτό το πρώτο τι είναι; ποιος καπηλεύτηκε το όνομά μου (που είναι η ψυχή μου); Αρχίζω να σε φοβάμαι.
Αχμ, τώρα κατάλαβα…
Α, μπράβο!
Αυτό εννοείς;
Ναι αλλά μου φαγε τον τόνο…
Ου, δεν σας προλαβαίνω, μέχρι να σβήσω το λάθος λινκ έχει απαντήσει η Ιμόρ και όσο γράφω το παρόν ποιος ξέρει τι γίνεται. Λοιπόν πάω για ύπνο (για να μην παχύνω) και περιμένω εκπλήξεις αύριο…
@ Stazybo Horn Οκτωβρίου 22, 2010 στο 12:47 πμ
Τον τίτλο του πειπερ τον διάλεξε επίτηδες ή ήταν τυχαίο;
Δεν ξέρω αν έχεις πρόσβαση στον Elsevier…
Τί σου είπα Δύτη; Το βρήκε! 🙂
Λοιπόν παίζει να είναι αυτό, το πρόβλημα είναι ότι ό,τι αναζήτηση έκανα στο αρχείο της Ελευθεροτυπίας (απ’ όπου θυμάμαι το απόκομμα) για πατάτες, τηγάνισμα, μαθηματικούς τύπους, με % και & και απ’ όλα, δεν μου έβγαλε τίποτε σχετικό. Δε βαριέσαι, καλές είναι και οι πατάτες που τηγανίζουμε χωρίς μαθηματικό τύπο.
(τον κάναμε καλοκαιρινό τον καημένο τον Κίπλινγκ…) 🙂
Μην του λες τέτοια, θα σου βρει και το αρχείο της Ελευθεροτυπίας! 🙂
Καλά μην το παρακάνουμε· δεν τηγανίζω πατάτες ούτως ή άλλως (τις τρώω όμως όταν τις τηγανίζουνε άλλοι).
Λέω να πάω για ύπνο προτού παχύνω. 😉
Αφού (κατά δήλωσή σου) δεν έχεις ανάγκη, τί βιάζεσαι; 🙂
[…] φλεγματικός, που φυσικά μου αρέσει περισσότερο, όντας αγγλόφιλος). Πλατιάζω, ξανά (και δεν έχω καν το χάρισμα του […]
[…] νοοτροπίας -μόνο που την πρώτη ακμή την εξύμνησε ένας Κίπλινγκ ή (έστω) ένας Βερν, ενώ αυτή, άντε να έχει να […]
Mόλις τελείωσα το Νοστρόμο του Κόνραντ και έτρεξα εδώ να πω ότι δεν υπάρχει άλλο τέτοιο βιβλίο (εντάξει, υπερβάλλω, αλλά είμαι ακόμα υπό την επήρεια που λένε).
Ναι ε; Να το διαβάσω και να αναθερμάνω έτσι τη σχέση μου με τον Κόνραντ που περνάει κρίση από τότε που διάβασα το ανεκδιήγητο «Με τα μάτια ενός δυτικού».
Δύτη, ο Νοστρόμο α) είναι απολαυστική λογοτεχνία και β) διαπραγματεύεται πολλά θέματα, μεταξύ των οποίων και μερικά που νομίζω σ΄ ενδιαφέρουν, όπως π.χ. η επέκταση του ιμπεριαλισμού εκεί στις αρχές του 20ου αιώνα. Το Με τα μάτια ενός δυτικού δεν το έχω διαβάσει, θα το επιδιώξω όμως.
Επ ευκαιρία ξαναδιαβάζοντας την ανάρτηση και τα σχόλια, διορθώνω ένα λάθος μου που και εσύ το πρόσεξες. Η δυστοπία του Βερν που θυμόμουν δεν ήταν τα «500 εκατομμύρια της Μπεγκούμ», αλλά η Αφάνταστη Περιπέτεια στην Αφρική.
Δηλαδή αυτό (αποστολή Μπαρσάκ)
http://www.biblionet.gr/book/145117/Verne,_Jules,_1828-1905/%CE%91%CF%86%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B7_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%B1
Ναι, για την Αποστολή Μπαρσάκ τα ξαναλέγαμε εδώ 🙂
Το «Με τα μάτια ενός δυτικού» όμως, να ΜΗΝ το διαβάσεις, θα χάσεις πάσα ιδέα! Έγραφα και αλλού ότι είναι μεγάλη πατάτα. Θα μπορούσε να έχει υπότιτλο: Πώς εξηγείτε την προεπαναστατική περίοδο στη Ρωσία βάσει της «ρώσικης ψυχής», ή: πώς να προσπαθήσετε ανεπιτυχώς να παραστήσετε τον Ντοστογέφσκι.
πέθανε η Λε Γκεν.
Ναι… πλήρης ημερών.
Ένας ακόμα εγγλέζικος μύθος που ξέχασα:
https://marginalia.gr/arthro/oi-metamorfosis-tou-winnie-the-pooh-apo-ton-kyrio-chasomeridi-sto-kalokardo-arkoudaki/