Ίσως ξέρετε ότι το τελευταίο «Ποπ και Ροκ» κυκλοφορεί με αφιέρωμα στη Λένα Πλάτωνος. Ως γνωστός γκρινιάρης, περίμενα να βρω κάτι για να γκρινιάξω, αντίθετα όμως με μια πρώτη ματιά μου φάνηκε πολύ καλό. Τα κείμενα είναι καλά· το σιντί, με δεκαπέντε κομμάτια, είναι σαν επιλογή μάλλον επιτυχημένο. Εντάξει, λείπει Το σπάσιμο των πάγων και το Μη μου τους κύκλους τάραττε, αυτό όμως οφείλεται σε θέματα κοπιράιτ· από την άλλη, καθένας έχει τις προσωπικές του προτιμήσεις, οπότε δεν έχει νόημα να πω ότι θα ήθελα π.χ. να υπάρχει και το «Πάμε μια βόλτα στο σούπερ-μάρκετ» από το Σαμποτάζ ή το «Μπλε» από τις Μάσκες ηλίου, καταντά γεροντική γκρίνια πια. Η δε συνέντευξη περιέχει για μένα μια προσωπική δικαίωση, καθώς επιβεβαιώνει την αμοιβαία εκτίμηση της Πλάτωνος και του Σαββόπουλου. Νυν απολύοις…
Από την αρχή ήθελα να γράψω κάτι για την Πλάτωνος. Σε ένα παλιότερο ποστ είχα συγκρίνει τον τρόπο που στιχουργεί -κυρίως στους δίσκους της δεκαετίας του ’80, αλλά και μετά, και στις Αναπνοές π.χ.- με εκείνον του Μιχάλη Σιγανίδη· και οι δύο διακρίνονται για τη μεγαλοφυία στη χρήση των λέξεων, με διαφορετικό τρόπο βέβαια. Η αλήθεια είναι ότι το νήμα που διακρίνω ξεκινά ήδη από τους στίχους της Κριεζή στο Σαμποτάζ, στη συνέχεια όμως η Πλάτωνος το εξελίσσει σε ιλιγγιώδη ύψη. Οι λέξεις ακολουθούν η μία την άλλη με παρηχήσεις, ασύνδετες φαινομενικά ρίμες, αλλαγές γραμμάτων, αλλά κυρίως συνειρμικές αλυσίδες, και όμως ποτέ δεν δίνουν την εντύπωση του χωρίς νόημα εξεζητημένου (όπως συχνά π.χ. η Νικολακοπούλου):
αφήνοντας τον ύπερο του παρελθόντος κρίνου… / Γεια και χαρά εποχή του ανατέλλοντος νετρίνου
…
…τελευταίο σας ίχνος / οπάλιος – κύριος – ήχος – οριζόντιος / κάθετος – ευθύς – πλάγιος – φωτοδότης – εργοδότης – εραστής
(Λεπιδόπτερα), ή:
Είμαι μαγνητοταινία, διάτρητη από παράνομη σιωπή, που υποκλέπτει την πολυφωνία της κάθε λέξης σου, – αντικείμενο μελέτης, κατόπιν εορτής –
Ο έρωτας μου για σένα κίνδυνος μεγάλος εκ του ασφαλούς. Τη χρονική στιγμή που δύο τραίνα, περνάν το ένα δίπλα στο άλλο με σφοδρότητα χωρίς να συγκρουσθούν
ή:
η κυψέλη είναι απόρρητη / είτε φορητή / είτε αφόρητη / είτε ιδιόκτητη / είτε νοικιασμένη, η ζωή στην κυψέλη / είναι οργανωμένη
μπλέξαμε ξανά μες στο παιχνίδι της κυψέλης, στη σύνταξη δελτίων ανεργίας θυέλλης / φροντίσαμε να βάλουμε σειρά
(Μάσκες ηλίου).
Για τη μουσική, δεν έχω να πω πολλά πράγματα· σ’ αρέσει ή δεν σ’ αρέσει. Αλλά νομίζω ότι ελάχιστοι δίσκοι εκείνης της δεκαετίας ακούγονται σήμερα χωρίς να αποπνέουν τη γνωστή «εϊτίλα»· της Πλάτωνος, των Χειμερινών Κολυμβητών ναι, του Χατζιδάκι βεβαίως, πόσοι ακόμα;
Θέλω επίσης να πω για το πώς το Σαμποτάζ με κάνει να βλέπω αλλιώς αυτή την έρμη τη δεκαετία του ’80. Εντάξει, εγώ τότε ήμουν πιτσιρίκος (θυμάμαι ότι έφηβος άκουγα Το σπάσιμο των πάγων), αλλά μου έχει μείνει μια αίσθηση μιζέριας: ντίσκο, μπλουζ, τα πρώτα σκυλάδικα, μπαλάντες (γιατί όλοι αισθάνονται υποχρεωμένοι να τιμήσουν τις μόδες της εφηβείας τους;). Ένα χάος, και η Αθήνα του πρώιμου πασοκισμού, τσιφτετέλληνες πριν τους δει ο Σαββόπουλος, τρομοκρατία του κερατά (χειρότερα από τώρα), μαύρη μαυρίλα. Και ξαφνικά ακούς αυτό το δίσκο: και καταλαβαίνεις γιατί τότε. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι ακροβατεί σε μια εχθρική Αθήνα, γεμάτη ψυχιατρεία φυλακές και ζόμπι, γουρούνια του σαμπουάν και το τραίνο, το λένε χάπιεντ εξπρές για καμουφλάζ… Ζηλεύω τους λίγους, τους φαντάζομαι πολύ λίγους, που άκουγαν την Πλάτωνος ΤΟΤΕ· τους γενναίους, ελεύθερους και δυνατούς τότε που υποχρεωτικά έπρεπε να ακούς ή μπουζούκια ή κιθάρες, τότε που όλη η πόλη ήταν εχθρός -ή μάλλον, ήταν και φαινόταν, γιατί ο κόσμος πάντα εχθρικός μένει (έβγαλα σχετικά λίγη χολή εδώ). Σε όλο το δίσκο αυτή η αίσθηση μου μοιάζει διάχυτη, μια αίσθηση απόγνωσης, απεγνωσμένης θέλησης για απόδραση, απόδραση όχι όπως τη λέμε σήμερα στις διαφημίσεις χειμερινού τουρισμού αλλά σαν από μια πραγματική φυλακή. Και έτσι η Πλάτωνος, χωρίς οργισμένα ριφ στην κιθάρα ή κραυγές ή δωδεκάμετρα παντός καιρού βγάζει δύναμη και θυμό, και θέληση τέτοια, που σκοτώνει. (Είναι κάπως όπως το Ζυλ και Ζιμ του Τρυφώ· εξαιρετικά βίαιη ταινία, νομίζω, χωρίς ούτε μια υποψία βίας).
Νομίζω λοιπόν ότι η Πλάτωνος έγραψε τα πιο αξιόλογα πολιτικά τραγούδια της εποχής μας. Δεν μπορώ να βάλω κανένα Μικρούτσικο πάνω από τα δάκρυα των ιδιοκτητών / που δεν ξέρουν τι ζητάνε / το ρόλο τους καλά τον παίζουν / κι έτσι μας ξεγελάνε / το ρόλο τους καλά τον ξέρουν / κι έτσι μας πολεμάνε (Γκάλοπ), ή το «Τι νέα ψιψίνα» (και πάλι Γκάλοπ). Ή: Πες με τρεις λέξεις το πολύ / τι έκανες όταν σε αδικήσανε; (Μάσκες ηλίου)
Και τελειώνω έτσι: (Μάσκες ηλίου, και πάλι)
Εκεί που λίγοι άνθρωποι από χιόνια
κρατούν σφιχτά στα χέρια τους
θαμπά φωτιστικά μπαλόνια
σήματα πορειών ειδικών
κι ούτε ο δολοφόνος προβλέπω να πεθάνει
κι ούτε το χελιδονάκι μου γρήγορα φτάνει
στις προβλήτες των βορείων θαλασσών…
Εκεί που λίγοι άνθρωποι από χιόνια
κρατάν σφιχτά στα χέρια τους
θαμπά φωτιστικά μπαλόνια
σήματα πορειών ειδικών…
Ωραίο κείμενο. Πώς την έμαθες την Πλάτωνος; Ακούγοντας μικρός λιλιπούπολη;
Για την αναφορά στη Νικολακοπούλου θα έλεγα «πέστα χρυσόστομε».
Και μια και ανέφερες το Ζυλ και Ζιμ κι εκεί υπάρχει ένα ωραίο τραγούδι που το είχαμε κάνει ραμόνι μέχρι να δούμε γραμμένα τα λόγια.
Λιλιπούπολη άκουγα μικρός ναι, αλλά θυμάμαι ότι στο Λύκειο ακούγαμε το «Σπάσιμο των πάγων», μετά κατά καιρούς διάφορα, σχεδόν τυχαία, τους «Ρουμάνους» στο ραδιόφωνο ας πούμε, μέχρι που πριν από καμιά δεκαριά χρόνια αποφάσισα ότι πρέπει να αγοράζω και κανένα σιντί (αφού μου είχε περάσει η φοιτητική τσιγγουνιά) και έπεσα στο «Σαμποτάζ» και τον «Καρυωτάκη».
Το τραγούδι του Ζυλ και Ζιμ ναι, φαντάζομαι ότι αν δεν ξέρεις πολύ καλά γαλλικά μόνο με υπότιτλους καταλαβαίνεις εντελώς τι λέει (le tourbillon de la vie…). Κι εγώ με υπότιτλους το κατάλαβα… Το αγαπημένο μου όμως είναι η μουσική του Ντελρύ στη σκηνή της ομίχλης.
Έχω την ταινία σε ντιβιντί. Ευκαιρία να την ξαναδώ.
Παρεμπιπτόντως, το σωστό βέβαια είναι Ζυλ και Τζιμ (a l’anglais).
Εκπλήσσομαι κύριε δύτη που, εσείς ειδικά, βρίσκετε τον μάταιο τούτο κόσμο, εχθρικό. Και βέβαια είναι Ζυλ και Τζιμ αγγλιστί. Μην ξεχνιόμαστε…
Και αφού σας αρέσει η Πλάτωνος οπότε, όπως εικάζω, και ο Σαχτούρης, παραθέτω το παρακάτω:
Ήσυχα ύπνου φέρετρα
κρεβάτια φοβερού θανάτου
αφού τριγύρισε τον άνεμο αυτής
της γης
ο άνεμος αφήνιασε και δάγκωσε
η γης γύρισε ανάποδα
απ’ τη μεριά που ανθίζανε τα πράγματα
στάθηκε τότε εκείνος
σκεφτικός
πολύχρωμος
κοντά στη θάλασσα
σα σκιάχτρο σ’ ακρογιάλι
Αυτά για απόψε λοιπόν, παράξενο που εμφανίζεται και η ώρα της καταχώρησης…
Wednesday, όπως είδες υπάρχουν και πιο παράξενα…
Ορίστε και το κομμάτι από το Ζυλ και Τζιμ (ευγενική προσφορά της Wednesday):
[…] μπορείτε -αν θέλετε δηλαδή- να δείτε σχετικά ποστ εδώ και […]
[…] Μπητλς)· και πράγματι, στο δεύτερο μέρος το βλέπεις: κάποτε είχα συγκρίνει τη βουβή βία τέτοιων ταινιών με τα […]
Για τον προγραμματισμό σου:
http://www.ellthea.gr/index.php?module=event&id=128&lang=el
Υπάρχουν, λέει ένας συμπλόγκερ, αναγνωριστικά σημεία. Έγραφα στο ποστ αυτό για την αλληλοεκτίμηση Πλάτωνος-Σαββόπουλου. Εδώ για Πλάτωνος-Κορτάσαρ. Dystropop, ευχαριστώ!
Και εδώ λοιπόν (έστω και αν ξεφεύγουν πολύ πια οι συνειρμοί μου σ’ αυτό το νήμα), Σαββόπουλος και «Ζυλ και Τζιμ». Κοίτα να δεις! αυτά τα άτιμα τα αναγνωριστικά σημεία, ολόκληρο κόσμο φτιάχνουνε.
Τι σχέση μπορεί να έχει με τη συννεφούλα, άβυσσος …
Άλλο τραγούδι δε θυμάμαι να λέει η Ζαν Μορώ στην ταινία.
Μαρία, κοίτα και δυο σχόλια παραπάνω!
Με τη συννεφούλα, φαντάσου περισσότερο όχι το τραγούδι, όσο ότι θα μπορούσες να τη βάλεις στο στόμα του Ζυλ, του αυστριακού, ας πούμε.
Να αφήσω εδώ αυτό, όπου η Λ.Π. σχολιάζει ένα-ένα τα κομμάτια του Γκάλοπ (και εξηγεί κάποιους μάλλον κρυπτικούς στίχους): http://www.lifo.gr/team/music/56195
Παρεμπίπ, δυστυχώς, σκοτώνουν τους λίκνους όταν γεράσουν… Κι ακόμη και λύσεις που εγγυώνται μακροβιότητα, δεν μπορείς να τις εμπιστευτείς, μια ωραία πρωία μπορεί να έχει μπει εισιτήριο ή να έχουν κλείσει. Η λιγότερο, τελικά, επισφαλής λύση είναι η κοπιπαστή σε δικό μας -ή έτσι νομίζουμε- χώρο ή δίσκο…
Επειδή έχεις δίκιο, να κάνω εδώ μια κοπυπαστή ελπίζοντας να μην υπάρξει πρόβλημα μιας και ανέφερα την πηγή ήδη:
Μια άσκηση φυσικής άλυτη «To έγραψα το ’83 προς ’84. Ήταν μια προβολή προς έναν κόσμο λίγο πιο μελλοντικό από αυτόν που ζούσα τότε. Είδα φάτσες, είδα χτενίσματα, εστιατόρια, την παρουσία του υπολογιστή στη ζωή μας… Οι υπολογιστές τότε δεν είχαν μπει ακόμα στα σπίτια. Υπήρχαν μόνο στα γραφεία και στα εργοστάσια. Ε και υπάρχουν κάποια σημεία στο τραγούδι αυτό, όπως και σε όλα μου τα τραγούδια, που δεν μπορώ να τα εξηγήσω ούτε ‘γω. Λόγια καθέτως ερχόμενα σε ‘μένα, εξ ουρανού δηλαδή – και δεν εννοώ υπερφυσικά. Σαν να τα έχει γράψει κάποιος άλλος».
Τι νέα ψιψίνα; «Αυτό είναι ένα τραγούδι για την αριστερά, στο εφέ του. Τραγούδι διαμαρτυρίας και μαρτυρίας. Λέει σε ένα σημείο “ανυπότακτος στην επιτήρηση, μάρτυρας ειλικρινής”. Ο τίτλος του τραγουδιού δεν έχει τόση σημασία. Το βάρος πέφτει στο ρεφρέν. Μάλιστα η “κόκκινη καρφίτσα”, έγινε πρόσφατα τίτλος ενός ενθέτου στην εφημερίδα “Αυγή”. Το πήραν είδηση, κατάλαβαν για τι πράγμα μιλάει και τους το έδωσα. Μέσα στο τραγούδι λέω και κάτι για την περιπτερού της γειτονιάς μου, που ήταν άρρωστος ο άντρας της και δεν ήξερε τι θα του βρουν. Είναι αληθινή ιστορία. Σπανίως γράφω ιστορίες που δεν είναι αληθινές».
Κι ακούμε σ’ αγαπώ «Είχε έρθει μια στιγμή που ήθελα να ακούσω πάρα πολύ από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ότι μ’ αγαπάει και να του το πω και εγώ. Και αυτό συνέβη. Χτύπησε το τηλέφωνο και είπαμε ταυτόχρονα ο ένας στον άλλον “σ’ αγαπώ”. Την ίδια στιγμή! Το έκανα λοιπόν τραγούδι. »Στο δεύτερο σκέλος, εκφράζω μια διαμαρτυρία για τον τρόπο που μεγαλώσαμε. Και προσπαθώ να δικαιολογήσω γιατί έχουμε μείνει τόσο αβοήθητοι στο θέμα της αγάπης. Γιατί δεν μπορούμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Λέω “σκίζεται το χαρτί μόνο του/ αγοράζεις μετά σελοτέιπ και το κολλάς”. Αυτό σημαίνει ότι προσπαθούμε μόνοι μας να διορθώσουμε το πρόβλημα, με διαβάσματα, με φίλους, με μπλα-μπλα, με κανέναν ψυχίατρο – αλλά έχει γίνει ζημιά. Και η ζημιά έχει γίνει στα παιδικά μας χρόνια».
Μάρκος «Μου είχαν αφήσει να προσέχω ένα σκυλί, τον Μάρκο. Οι πραγματικοί του ιδιοκτήτες, οι πρώτοι, ήταν κάτι παιδιά που είχαν φύγει οριστικά. Ο Μάρκος λοιπόν μετά έμεινε με τη γιαγιά του. Και έπαθε μεγάλη μελαγχολία. Κάποτε η γιαγιά έφυγε για ένα ταξίδι στο εξωτερικό και με παρακαλέσανε να το πάρω για κάποιες μέρες υπό την επιτήρησή μου. Γνωριστήκαμε με τον Μάρκο. Έμενε στο σπίτι μου. Δεν έκλαιγε, δε γάβγιζε, με κοιτούσε με τα φοβερά μάτια του. Ήταν ένα σκυλί όχι ράτσας, του δρόμου που λέμε. Αλλά ήταν ωραιότατο. Ψιλόλιγνο, καφέ, με καταπληκτικά μάτια. Εγώ του μιλούσα κανονικά. Του έλεγα “πεινάς;” ή “θέλεις να σου πω μια ιστορία;”. O Mάρκος, λοιπόν, τα ένιωσε όλα αυτά. Και σιγά-σιγά, συνήλθε. Άρχισε να ψιλογαβγίζει, να έρχεται πάνω μου, να θέλει χάδια κλπ… Μετά το πήρανε ξανά οι ιδιοκτήτες του. Και δεν ήταν καθόλου ντόμπροι, που λέμε. Η συμπεριφορά τους δεν ήταν σταθερή. Ήταν μια στο καρφί και μια στο πέταλο, πότε έτσι και πότε αλλιώς. Αυτό που λέμε αμφιθυμία. Πότε του έδιναν να φάει, πότε τον άφηναν νηστικό. Τελικά τον ανάγκασαν να γίνει κλέφτης και να βγαίνει έξω στο δρόμο για να βρει φαί. »Εδώ λοιπόν κάνω έναν παραλληλισμό. Αυτή η αμφιθυμία, μοιάζει αφενός μεν με την αμφιθυμία πολλών γονιών, που καταστρέφει το παιδί (την είχα βιώσει κι εγώ κατά κάποιον τρόπο από έναν γονέα), αλλά και αφ’ ετέρου με την αμφιθυμία των ιδιοκτητών, των αφεντικών, των κυβερνήσεων απέναντι στο λαό. Τη μια μας χαϊδεύουν και τη μια μας χτυπάνε. Το είδαμε και το βλέπουμε και τώρα, στην κρίση. Αυτή η συμπεριφορά ακινητοποιεί και παραλύει τον άνθρωπο και κατ’ επέκταση την κοινωνία. Και στο τέλος γινόμαστε όλοι θύματα των ιδιοκτητών, παράλυτοι ή κλέφτες. »Το πολύ ενδιαφέρον, που δεν έχω πει ποτέ, είναι ότι ένα πρωί είχα ξυπνήσει κλαίγοντας (γιατί περνούσα έναν μεγάλο χωρισμό τότε) και έλεγα μέσα μου: «τώρα τα μάτια μου είναι τα μάτια του Μάρκου». Επαναλάμβανα μέσα μου αυτή τη φράση, δεν ξέρω γιατί… Σηκώθηκα, ντύθηκα, μου πέρασε, συναντάω την ιδιοκτήτρια του Μάρκου και μου λέει “πάει ο Μάρκος. Στις έξι το πρωί, του βάλανε φόλα και τον βρήκαν νεκρό”. Ψόφιο, δηλαδή, αλλά εγώ θέλω να τον λέω νεκρό. Ήταν ακριβώς η ώρα που είχα ξυπνήσει μέσα στην ταραχή και έλεγα χωρίς να ξέρω γιατί “τα μάτια μου είναι τα μάτια του Μάρκου”. Την ίδια μέρα, κάθισα στα μηχανήματα και έφτιαξα τον “Μάρκο”, γράφοντας λόγια και μουσική ταυτόχρονα».
Συνέχεια:
Έρωτες το καλοκαίρι «Όταν έκανα το Γκάλοπ, περνούσα έναν μεγάλο ερωτικό χωρισμό, όπως είπα. Δεν ήμουν καλά. Και μέσα από το άλμπουμ αυτό, αναγεννιόμουνα. Καθώς το έγραφα, δηλαδή, γινόμουν καλά. Στην ηχογράφηση του «Έρωτες το καλοκαίρι», θυμάμαι, μέσα στο στούντιο, με είχε πιάσει ένας τρομερός πανικός. Στα καλά καθούμενα! Με γύρισαν σπίτι με ένα μηχανάκι και τηλεφώνησα κατευθείαν στην ψυχολόγο που μου έκανε θεραπεία εκείνη την εποχή. »Το τραγούδι αυτό μιλάει για έναν έρωτα, ο οποίος καταλήγει να βρίσκεται αποκλεισμένος μέσα στα Μέσα Ενημέρωσης. Βλέπαμε με τον φίλο μου ένα σήριαλ στην τηλεόραση, που διαδραματιζόταν στη Νορμανδία. “Οι Κυρίες της Ακτής” νομίζω ήταν ο τίτλος του και έπαιζε η Fanny Ardant. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, αποσύρομαι, πηγαίνω στα μηχανήματα και γράφω το τραγούδι απευθείας. Επειδή ο φίλος μου ήταν μουσικός και είχε και ωραία φωνή, τον κάλεσα να το πούμε μαζί. Στο δίσκο γράψαμε “ο συμμετέχων στην ερμηνεία επιθυμεί την ανωνυμία”, αλλά τώρα μπορώ να αποκαλύψω πως ήταν ο Πάνος Δράκος, που είχε αναλάβει και την ηχοληψία. Ιδιοκτήτης του στούντιο PDR, στο οποίο κάναμε τον δίσκο. Και το Σαμποτάζ και ο Καρυωτάκης και οι Μάσκες Ηλίου εκεί ηχογραφήθηκαν, με αυτό τον άνθρωπο».
Εμιγκρέδες της Ρουμανίας «Οι στίχοι γράφτηκαν λίγα χρόνια πριν. Αληθινή ιστορία. Έμενα πίσω από την Αμερικάνικη Πρεσβεία στην οδό Τιμολέοντος Φιλήμονος και είχα πάει λίγο παρακάτω, στο σπίτι της Σαββίνας Γιαννάτου στην πλατεία Μαβίλη, όπου έμενε τότε και μένει ακόμα. Φτιάχναμε τον Καρυωτάκη, νομίζω. Οι Ρουμάνοι, λοιπόν, ήταν στο σπίτι της Σαββίνας. Στον επάνω όροφο. Φτάνω εκεί και ακούω το πιάνο, έβλεπα από την πίσω βεράντα τα τοξοτά μπαλκόνια του μαιευτηρίου της “Έλενας” και είχα την αίσθηση ότι ήμουν κοντά και στην Αμερικάνικη Πρεσβεία. Το παιδάκι των Ρουμάνων, μια μέρα έχασε το κοτοπουλάκι του και το έψαχνε και μας χτύπησε την πόρτα. Είχε κάτι μάτια μεγάλα, φανταστικά. Η γλώσσα που μιλούσαν οι Ρουμάνοι με τραβούσε πάρα πολύ να την ακούω. Κι έτσι έγραψα τους “Εμιγκρέδες της Ρουμανίας”, που κάποιοι μου λένε ότι είναι το πιο ευαίσθητο ελληνικό τραγούδι που γράφτηκε ποτέ για τους μετανάστες».
Ηδύποτο ρουμπινί «Καθόμουν σε ένα μπαράκι. Το μπαράκι αυτό ήταν μαύρο μέσα, σκοτεινό, αλλά είχε και κάποιες αφίσες, οι οποίες του έδιναν φως, χρώμα, λάμψη. Μία από αυτές, τεράστια και φωτισμένη από πίσω, έδειχνε ένα ποτήρι σε μια παραλία. Εγώ ταξίδεψα πολύ μέσα σε αυτή την αφίσα. Μέσα από αυτό το ποτήρι και σε συνδυασμό με το να το πιεις (που σε ζαλίζει κάπως, φτερουγίζεις και πας αλλού), είδα το άπειρο των επιλογών. Πιστεύω πολύ σε αυτό. Πιστεύω πως όσο κι αν αισθανόμαστε περιορισμένοι από πράγματα και καταστάσεις, οι επιλογές μας είναι άπειρες».
Μάγισσες «Είχα ρωτήσει τρεις φίλους μου (και πιθανόν εραστές, ας πούμε), ποια ήταν η πιο βαθειά τους επιθυμία. Πώς έχουν την εικόνα της ευτυχίας στο μυαλό τους. Και μου έδωσε ο καθένας από μία εικόνα. Ο ένας, που ήταν μουσικός, μου μίλησε για μια λίμνη γεμάτη κοχύλια και ένα πιάνο με το οποίο έδινε συναυλία. Το έγραψα. Ο δεύτερος, ονειρευόταν να κάνει όργια ρωμαϊκού τύπου. Το έγραψα κι αυτό, με τον τρόπο μου. Ο τρίτος, να ταξιδεύει σε άσπρα άλογα και τα άλογα αυτά σχεδόν να πετάνε. Και το κλου το δικό μου, ήταν πως, ό,τι και να θέλανε αυτοί οι άνθρωποι, αυτό που πραγματικά θέλανε ήταν μια αγκαλιά. Όπως κι εγώ, όπως και όλοι μας. Τo τραγούδι, λοιπόν, είναι η γνώση αυτού το πράγματος και η ευχή να το αποκτήσουμε. »Η Ντο, που αναφέρω στο τέλος, είναι μια φίλη μου η οποία λέγεται Ντόρια. Ήταν να πάει για μια χρονιά στη Σαντορίνη. Της εύχομαι να πάει εκεί και να βρίσκεται “στην αγκαλιά ενός παιδιού”. Και πραγματικά αυτή η γυναίκα πήγε στη Σαντορίνη και σε μεγάλη ηλικία συνέλαβε ένα παιδί το οποίο, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν ξέρω, το μεγάλωσε μόνη της, μακριά από την Αθήνα, ούσα με πολλά προβλήματα».
Το 9 «Εδώ απαγγέλει ο Πάνος Δράκος, με μπάσα φωνή. Εκείνη την εποχή, που ήμουν αναστατωμένη και περνούσα τα ζόρια τα ερωτικά, τα οποία μετά έγιναν και υπαρξιακά (καταλαβαίνεις…), είχα ένα αγγλοαγλλικό λεξικό της Οξφόρδης, το οποίο είχα μετατρέψει σε εργαλείο μεταφυσικό. Έκανα ερωτήσεις και με βάση τον αριθμό εννέα πάντα (που ήταν ένας σημαντικός αριθμός στη ζωή μου και είναι γενικά ένας μαγικός αριθμός), το άνοιγα τυχαία σε μια σελίδα, ακουμπούσα το δάχτυλό μου και έβλεπα τι έγραφε. Τo άνοιξα εννέα φορές και μου βγήκαν αυτά τα εννέα διαφορετικά και σε πρώτη ανάγνωση ασύνδετα πράγματα, που ακούγονται στο τραγούδι. Η αρχή του τραγουδιού, μιλάει για δανειστές. Λέει “αυτός που δανείζεται, πληρώνει κάθε ζημιά που προκαλεί η αμέλειά του”. Και αμέσως μετά λέει “Σκέτη προφητεία”. Δεν είναι τρομερό; Δεν τα είπα εγώ αυτά τα λόγια. Τα διάβασα!» Αιμάτινες σκιές από απόσταση «Η απάντηση στο γράμμα ενός φίλου μου, ο οποίος ήταν πολύ μπερδεμένος και με το ηθικό του πεσμένο. Όταν διάβασα το γράμμα, αισθάνθηκα πως δεν μπορούσα να του απαντήσω απευθείας. Έπρεπε όμως να γράψω μια απάντηση και για τον εαυτό μου και για τους άλλους γύρω μου, που θα βρίσκονταν σε μια ανάλογη κατάσταση. Το “από απόσταση”, είναι η απόσταση που παίρνει κανείς για να δει ορισμένα πράγματα. Τα πράγματα τα βλέπουμε και από μέσα τους, βέβαια, αλλά χρειάζεται να πάρουμε και μια απόσταση, για να αντέξουμε να τα περιγράψουμε. Και “αιμάτινες σκιές” είναι τα πρόσωπα. Γράφω για τα “μακριά δάχτυλα που αγγίζουν τον αρχικό πόνο”, τη φυγή προς το άπειρο και από εκεί (να η απόσταση), βλέπω ότι όλοι είμαστε επώνυμοι συνθέτες ενός μεγάλου επιτραπέζιου παιχνιδιού».
Γκάλοπ «Κατέβηκα στο περίπτερο να πάρω κάτι και η περιπτερού έκανε λάθη στις συναλλαγές της, από την πολλή ζέστη. Ήταν Σεπτέμβρης. Γυρνάω σπίτι και από το ραδιόφωνο ακούω ένα γκάλοπ, όπου είχαν φέρει το χειμώνα. Λέγανε “Σας αρέσει το καλοκαίρι;”, “σε πόσους αρέσει το καλοκαίρι και σε πόσους ο χειμώνας που έρχεται;”. Κάτι σαχλαμάρες… Μέσα σε αυτό το φτιαχτό, χαζό γκάλοπ που άκουγα, λοιπόν, αισθάνθηκα μια ασφυξία και άρχισα να ταξιδεύω με το μυαλό μου. Βρέθηκα σε μια ευτυχή μελλοντική πολιτεία, όπου από τα σπίτια έβγαινε φως. Το φως δεν το έβγαζαν οι λάμπες, αλλά τα ίδια τα σπίτια, το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα. Επίσης, φως έβγαζαν και οι άνθρωποι, σαν φωτοστέφανο. “Αυτοί μοιράζονται ακόμα και το τίποτα” λέω. Είναι ένας στίχος για τους ανθρώπους που είναι φτωχοί, ταπεινοί. Έτσι γεννιόμαστε και έτσι φεύγουμε…».
Αλλά κοίτα τώρα, να πρέπει να κάνω το ίδιο σε ό,τι λινκ έχω βάλει κατά καιρούς; Ω θε μου…
Κοίτα να δεις! Μόλις τώρα διαβάζω το σημερινό άρθρο σαραντ. και τα σχόλιά του. Είμαι βέβαιος πως, όταν είδες το σχόλιό μου, θα θεώρησες ότι ήμουν επηρεασμένος από αυτά, ενώ ήταν καθαρή σύμπτωση. 🙂
Ωραίο λινκ. Για μας που είμαστε στη φράξια «Σπάσιμο των Πάγων» δεν έχει τέτοια καλούδια;
Το υλικό της Λένας Πλάτωνος των τελευταίων χρόνων – από τα «Ημερολόγια» και μετά δηλαδή – το έχεις ακούσει; Τι γνώμη έχεις;
Ε, την έχω γράψει κατά καιρούς τη γνώμη μου:
https://dytistonniptiron.wordpress.com/tag/%CE%BB%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CF%80%CE%BB%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%BF%CF%82/page/2/
Εγώ βασικά είμαι της παλιότερης φράξιας, Σαμποτάζ-Καρυωτάκη-Μάσκες Ηλίου, βέβαια.
Χμ. Από τότε έχουν περάσει κοντά 6 χρόνια και 2-3 δίσκοι της.
Χάρηκα όταν την είδα να επιστρέφει, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι δίσκοι οι μετά την επιστροφή δεν έγραψαν πολλά μέσα μου. Καμιά φορά δεν ξέρεις αν έχεις απομακρυνθεί εσύ ή οι καλλιτέχνες που κάποτε σε συγκίνησαν πολύ. Ίσως συμβαίνουν και τα δύο, και στην συγκεκριμένη περίπτωση και άλλα.
Αν πάλι υπαινίσσεσαι ότι την αδρανοποιεί καλλιτεχνικά η τοτεμοποίησή της από την εναλλακτική Αθήνα, έχεις ίσως κάποιο δίκιο.
Υ.Γ. Δε θα τα χαλάσουμε με τις φράξιες, αλλά έχω μεγάλη αδυναμία στο Σπάσιμο των Πάγων.
[…] η Αθήνα του ’80, πόσο μπορεί να ήταν (έγραφα παλιά) μια εχθρική Αθήνα, γεμάτη ψυχιατρεία φυλακές και ζόμπι, γο… Όσο για την επαρχία της ίδιας εποχής, από παρόμοιες […]