Ή αλλιώς «η μανία με τα έιτιζ», για να παραφράσω ένα παλιό (εκείνης της εποχής δηλαδή πάνω-κάτω) αστυνομικό που έχει κάποια σχέση με αυτό που θέλω να γράψω: cui bono, ποιον ωφελεί ή τέλος πάντων τι έχουν πάθει όλοι και ασχολούνται με αυτή τη δεκαετία. Υπάρχουν λοιπόν αυτοί που νοσταλγούν την παιδική τους ηλικία, από τη μια, η οποία (όπως συνέβη και στην περίπτωσή μου) συνέπεσε με το ’80: αν το σκεφτεί κανείς και μόνο με όρους σινεμά, η δεκαετία του ’80 νοσταλγούσε εκείνη του ’50 (βλ. π.χ. το Νικολαΐδη), εκείνη του ’90 το ’60 (Τέλος εποχής, Πέπερμιντ και άλλα πολλά που δεν θυμάμαι), του 2000 το ’70 (οι αποχρωματισμένες σκηνές στη Χώρα προέλευσης), ε, τώρα ήρθε η σειρά του ’80. Κολακεύομαι να σκέφτομαι ότι το συμπέρασμα είναι πως οι σαραντάρηδες ή σαρανταφεύγα είμαστε η πιο δημιουργική ηλικία, αλλά στο θέμα μας η ουσία είναι ότι υπάρχει αυτή η νοσταλγική αναδρομή σε μια ηλικία της αθωότητας και μας αρέσει να κοιτάμε τις παλιές φωτογραφίες με τις αλάνες, τα κοντά παντελονάκια και τα ποδήλατα, τις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις και τις τώρα γερασμένες θείες και θείους εν πλήρη ακμή. Να θυμόμαστε τη ντίσκο και τις βιντεοταινίες (αλλά όχι την Πλάτωνος, ούτε καν τους Κατσιμιχαίους), λες και η αθωότητα κάθε παιδικής ηλικίας έχει δεκαετία (είναι τυχαία η μανία με τα ρετρό κινούμενα σχέδια ή τις διαφημίσεις του ’80, ενώ κανείς δεν θυμάται πόσες ωραίες ταινίες προλόγιζε ο Μπακογιαννόπουλος τα Σάββατα;). Να ξεχνάμε αντίστοιχα διάφορα μη-αθώα πράγματα που ίσως θυμούνται οι μεγαλύτεροι: τι μπορεί να σήμαινε η Αθήνα του ’80, πόσο μπορεί να ήταν (έγραφα παλιά) μια εχθρική Αθήνα, γεμάτη ψυχιατρεία φυλακές και ζόμπι, γουρούνια του σαμπουάν και το τραίνο, το λένε χάπιεντ εξπρές για καμουφλάζ… Όσο για την επαρχία της ίδιας εποχής, από παρόμοιες απόψεις άσε καλύτερα. (Και κανέναν (σχεδόν) δεν είδα να νοσταλγεί την μαθητική πολιτικοποίηση που εγώ θυμάμαι τόσο ευχάριστα).
Εδώ λοιπόν παρεμβαίνουν οι φωτογραφίες με τις τρυφερές πόζες σε μπαλκόνια με σημαίες του ΠΑΣΟΚ, και εδώ πάμε στη δεύτερη ομάδα που μας ζαλίζει με τη δεκαετία του ’80. Υποτίθεται λοιπόν ότι είναι η δεκαετία όπου ξεκίνησε η κατρακύλα: οι σχολιαστές αυτοί φρίττουν με τα δασύτριχα ανοιχτά πουκάμισα, τους μουστακαλήδες τσιφτετέλληνες, τα σκυλάδικα και όλα όσα σηματοδοτούν μια εποχή που αρχίσαμε να καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε. Γνωστά πράγματα, δηλαδή, που έχουμε φάει με το κουτάλι τα τελευταία χρόνια. Αυτό που ξεχνάνε τέτοιοι κατήγοροι μέσα σε κάτι σαν σουσουδισμό χωρίς καμία αθωότητα είναι δύο πράγματα: το πρώτο, ότι σε οποιοδήποτε τομέα της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής η δεκαετία του ’80 ήταν δραματικά καλύτερη από εκείνη που προηγήθηκε (προκαλώ οποιονδήποτε να αποδείξει ή έστω να υποδείξει το αντίθετο): ο Καραμανλής τους μπορεί να έπινε καφέ με τον Χατζιδάκι, μετρά όμως και δυο νεκρούς σε διαδήλωση. Και το δεύτερο, ότι οι εικόνες συλλογικού πλούτου και ανέμελης ευμάρειας που τα κακομαθημένα αυτά παιδιά ταυτίζουν με τη δεκαετία του ’80 ανήκουν, στην πραγματικότητα, στην επόμενη και μεθεπόμενη δεκαετία, στον διαβόητο εκσυγχρονισμό που μας τα έπρηξε με τους (και καλά όχι νεόπλουτους αλλά) νεοαστούς, δυναμικούς και μορφωμένους αλλά και ακομπλεξάριστους (μια και τα σπάγανε στη Βίσση και όχι στη Σακελλαρίου), και με το ευρωπαϊκό όραμα που ταυτίστηκε (για να χρησιμοποιήσω την αφελέστατη διατύπωση ενός γνωστού, ας πούμε, διανοητή) με το Σαββατοκύριακο στη Νέα Υόρκη για ψώνια — άσχετα αν κανείς μας δεν γνώρισε αυτούς τους μυθικούς τύπους.
Συμφέρει όμως να αποδίδεις την ανέμελη ευμάρεια όχι στην εποχή της επιχειρηματικότητας, του εκσυγχρονισμού και του ευρωπαϊσμού αλλά σε εκείνη που έκανε την πλέμπα να πιστέψει ότι έχει δικαίωμα στην καλοπέραση (και λόγο στις αποφάσεις). Αν η νοσταλγική εξιδανίκευση της παιδικής ηλικίας από τους σημερινούς σαραντάρηδες έχει κάποιο άλλοθι, το κατηγορώ των πολιτισμένων μη-μου-άπτου δεν έχει κανένα. Απ’ την άλλη, τα δυο άκρα κάπως συναντιώνται, μια και το ηθικό δίδαγμα από την πτωχή πλην τιμία δεκαετία είναι τελικά ότι η Ελλάς πρέπει να παραμείνει πτωχή για να είναι τιμία. (Κάτι που ενδεχομένως ισχύει, αλλά τότε ισχύει για όλους: η πλουσία Ευρώπη έχει τόσο λερωμένη τη φωλιά της που μόνο τίμια δεν θα την πεις).
Όπως πάντα… Τέλειο…
Πολύ εύστοχο, μπράβο!
Απογοητευτικά-όσο και εντελώς απροσδόκητα!-ρηχή ανάγνωση της πολύ κακιάς αυτής δεκαετίας. Η δεκαετία του 70 ας πούμε ήταν κλάσεις και συναρπαστικότερη και παραγωγικότερη-είχε Χούντα ας πούμε αλλά είχε και Πολυτεχνείο, είχε πτώση της Χούντας, είχε ξανά κοινοβουλευτισμό, είχε οριστική και αμετάκλητη κατάργηση της μοναρχίας. Συν τω ότι προσέφερε ελπίδες για ακόμη καλύτερες μέρες-για να θυμηθούμε και το σλόγκαν-και το ΠΑΣΟΚ ενσωμάτωνε αυτές τις ελπίδες με τον αληθινά πιο ασυναγώνιστο τρόπο. Αλλά όλα αυτά ήδη στο τέλος της δεκαετίας ή είχαν καταρρεύσει ή-πράγμα ακόμη χειρότερο-είχαν εκφυλιστεί. Ο Κουτσόγιωργας και η Αυριανή σ’αυτή τη δεκαετία ανδρώθηκαν σαν φαινόμενα εκφυλιστικά. Αλλά και ο Τσοχατζόπουλος, που ναι μεν η δράση του μάς έγινε γνωστή στη δεκαετία του 90 αλλά το ήθος του ήταν ήδη διαμορφωμένο κατά τις Κουτσόγιώργειες νόρμες και πρακτικές. Είναι ασύγγνωστο λάθος να ερμηνεύουμε την Ιστορία με το συναισθηματισμό-δυστυχώς αυτό κάνει αυτή η μάλλον ατυχής περίπτωση ανάρτησης. Πολύ περισσότερο που ό,τι ζούμε σήμερα έχει τις ρίζες του σ’αυτό που τότε φυτεύτηκε.
Για την επαρχία της ίδιας εποχής, όπως το λες.
Υπήρχε βέβαια κι εκείνη εκπομπή της ΕΡΤ «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα», αλλά δεν έπαψε σαν Ελλάδα να εννοείται πάντα μόνο η Αθήνα και τότε και στα κατοπινά χρόνια.
Χαίρομαι πολύ γι’ αυτά που γράφεις. Νομίζω ότι η δεκαετία του 80 είναι (ήταν;) πολύ αδικημένη (εντός και εκτός). Συμφωνώ απολύτως μαζί σου ότι πολλά από τα άσχημα που φορτώνουμε στη δεκαετία αυτή στην πράξη έγιναν τη δεκαετία του 90 και μετά (όχι βέβαια ότι η δεκαετία του ’80 δεν έπαιξε το ρόλο της βάζοντας τις βάσεις). Ο εκφυλισμός της νομίζω ότι άρχισε στο τέλος … Μάλλον είναι ψυχολογικό λίγο. Για καμιά εικοσαριά χρόνια φορτώνουμε όλα τα άσχημα σε μια δεκαετία, μετά από καμιά εικοσαριά χρόνια η αλήθεια αποκαθίσταται και (αλίμονο) στα 40 χρόνια αποκτά μυθικές διαστάσεις… Έτσι έγινε με τις προηγούμενες δεκαετίες, έτσι θα γίνει και μ’ αυτήν…
Η δεκαετία αυτή είχε βιντεοταινίες αλλά είχε και Depech Mode, είχε και Κατσιμιχαίους. Είχε τον Κουτσόγιωργα και (την αρχή) του Τσοχατζόπουλου αλλά (συγγνώμη!!!) δεν είχε Άδωνι, δεν είχε Καρατζαφέρη ….
Βέβαια (να είμαι και ειλικρινής) ο συναισθηματισμός δεν λείπει, αν και με θεωρώ παιδί του ’80 όσο ακριβώς με θεωρώ και παιδί του ’90.
Αγαπητέ Δύτη, συγχαρητήρια.
Συζητώντας το σχετικό φαινόμενο πρόσφατα μέχρι που άκουσα, μεταξύ αστείου και σοβαρού, για τη χειρονομία του Παπανδρέου προς την Λιάνη που περίμενε το σύνθημα στη σκάλα του αεροπλάνου για να τον ακολουθήσει και να εμφανιστεί ως επίσημη γκόμενα. Κατά την ευφάνταστη ανάλυση, η χειρονομία αυτή περίπου σηματοδότησε την πρόσληψη του φεμινισμού στην Ελλάδα… Και φυσικά αυτά τα λένε απολύτως σοβαρά…
Κατά την ταπεινή μου άποψη, η μανία με τα έιτιζ συμπίπτει με το κύριο χαρακτηριστικό της πολιτισμικής κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ στη χώρα, δηλαδή την απόλυτη απενοχοποίηση της καφρίλας. Σε αυτό τσιμπάνε οι λάτρεις των έιτιζ και σήμερα μια που πολιτισμικά είμαστε ακόμη εκεί…
Και, τελευταίο για να μην κουράζω, φυσικά και δεν θυμάται κανείς την μαθητική πολιτικοποίηση που αναφέρεις, επειδή ως κοινωνία προτίμησαμε το «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά»… Τώρα που μας πέρασε η μοναξιά και ο ιμπεριαλισμός μας έχει πάρει παραμάζωμα, μπορούμε να ασχοληθούμε με την Πωλίνα, τον Μπίγαλη κ.ο.κ.
Ο,τι και να λέτε …Τα Ειτιζ είχαν Παναθα που κενταγε και ζήσαμε μαγικές στιγμές στο ΟΑΚΑ! 🙂
Ευχαριστώ για όλα τα σχόλια 😉
Η επαρχία, Γρηγόρη, είναι όπως ξέρεις απούσα από όλες αυτές τις ανασκοπήσεις, από κάθε άποψη. Και το λέω εγώ ένας Αθηναίος 🙂
camerart2013, δεν ξέρω ποια δεκαετία ήταν συναρπαστικότερη, λέω ότι επ’ ουδενί δεν θα προτιμούσα τις κοινωνικές συνθήκες του ’70 ας πούμε από εκείνες του ’80. Με κουράζει συχνά αυτός ο αισθητισμός που επικεντρώνει στο κιτς ή στην ξερωγώ καφρίλα και αγνοεί μια σειρά πολύ αισθητούς (ας μου επιτραπεί το λογοπαίγνιο) παράγοντες της ζωής των ανθρώπων. Για τα υπόλοιπα, νομίζω δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι στα όσα έγραψα μια και εν μέρει απαντώ εκ των προτέρων σε απόψεις που μοιάζουν με τις δικές σου, αν δεν κάνω λάθος.
Πολύ καλή ανάλυση, ιδίως αυτό για το «διαβόητο εκσυγχρονισμό που μας τα έπρηξε με τους (και καλά όχι νεόπλουτους αλλά) νεοαστούς, δυναμικούς και μορφωμένους…» που υπάρχει και (μέχρι) σήμερα βέβαια. Όμως, τουλάχιστον σε πολιτικοκοινωνικοπολιτιστικοηθικό επίπεδο (με συγχωρείτε για το νεοόρο μου, αλλά έχει σημασία στην παρούσα συζήτηση που μπαίνει έτσι) στ’ αλήθεια δεν είμαι σίγουρη αν μπορούμε τελικά να διακρίνουμε δεκαετίες ή μήπως … πενταετίες, γιατί και η δεκαετία του ’80 άλλη ήταν στην αρχή κι αλλιώς εξελίχθηκε μετά το ’85! Γι’ αυτό, η δεκαετία του ’80 περισσότερο θα μπορούσε να μας κάνει να σκεφτούμε κάποια πράγματα (για να τ’ αποφύγουμε). Πάντως, η δεκαετία αυτή, ακόμη και με τα (μετά το ’85) αρνητικά της, έχει την ιδιαίτερη σημασία της και στο παραπάνω επίπεδο αλλά και σε επίπεδο οικονομίας, τεχνολογίας κτλ. Δυστυχώς μας έχουν μείνει οι ζεμπεκιές με τη Ρίτα…
Δεν νομίζω ότι αυτό που υπάρχει τώρα είναι απλά «νοσταλγία» για τα ‘80’ζ, κι αυτό γιατί όσον αφορά το αισθητικό ή πολιτιστικό σκέλος (τρασίλες, βιντεοκασέτες, μουσικές, βιβλία, κόμικς, και ό,τι) η τάση της αναπόλησης ή της πρόσκαιρης «αναβίωσης» της δεκαετίας αυτής υφίσταται από τουλάχιστον από την αρχή του 21ου, μη σου πω κι από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα.
Είναι δύσκολο να εκδηλωθεί δημοσίως «νοσταλγία» για τις δεκαετίες πριν από τα ‘80’ζ, γιατί απλά αναπόφευκτα κάθε τέτοια εκδήλωση νοσταλγίας θα έχει αρνητικό πολιτικό πρόσημο – είναι αδύνατο να διαχωρίσεις την πολιτική ανωμαλία των δεκαετιών εκείνων απ’ οποιαδήποτε θετικά, για τους «νοσταλγούς» τουλάχιστον, στοιχεία. Κάθε αναφορά, ακόμη κι αν επικεντρώνεται στα πολιτιστικά (π.χ. στις ταινίες, που αναφέρονται συχνά) θα αντικρούεται όπως αντικρούεται και το ολ-τάιμ κλάσικ επιχείρημα (ειδικά στην επαρχία) «ναι, αλλά ο Παπαδόπουλος έφτιαξε δρόμους».
Στα ‘80’ζ, όχι μόνο έχουμε σταθερότητα – τουλάχιστον – αλλά ακριβώς λόγω αυτής της σταθερότητας, κάθε αναφορά μπορεί να είναι πολιτικά ουδέτερη, αφού όπως μας έχουν πείσει, απ’ την διακυβέρνηση του Πασόκ όσο ωφεληθήκαν οι δεξιοί, άλλο τόσο ωφεληθήκαν κι οι αριστεροί – ή τουλάχιστον βολευτήκαν αμφότεροι. Γι’ αυτό είναι τόσο απενοχοποιημένη, όσο και πολιτικά έκδηλη η νοσταλγία σε αυτή την συγκυρία. Και στην τελική, τις ίδιες βιντεοκασέτες βλέπανε και αριστεροί και δεξιοί, και την ίδια αγωνία είχαν μην τους κλέψουν το βίντεο.
Οι εκσυγχρονιστές, απ’ την άλλη, έχουν λυσσάξει με τον «λαϊκισμό» επειδή 20 χρόνια τώρα προσπαθούν να αποβάλλουν αυτό ακριβώς που τους ανέδειξε: το παλιό, παραδοσιακό κι ορθόδοξο Πασόκ, το οποίο τώρα όχι μόνο το βλέπουν παντού, αλλά τους το τρίβουν και στη μούρη με κάθε ευκαιρία – και θα το βλέπουν διαρκώς μπροστά τους σε κάθε προσπάθεια ανασύνταξης της «κεντροαριστεράς», ακριβώς επειδή σε πείσμα των όσων λέγονται και γράφονται, ουδέποτε εντυπώθηκε ο εκσυγχρονισμός ως φυσική συνέπεια του Παπανδρεϊσμού, αλλά ως αναγκαστική επιλογή (θυμάστε που ο Σημίτης φοβέριζε το 2000 για την επιστροφή της Δεξιάς;). Κι όσον αφορά την υστεροφημία, πολύ δύσκολα θα υπάρξει αντίστοιχη νοσταλγία με τα ‘80’ζ για όλη την περίοδο απ’ το 2000 και μετά, κυρίως για τους λόγους που ανέφερα προηγουμένως.
Κι ας μην ξεχνάμε ότι όλα αυτά είναι εξαιρετικά πρόσκαιρα: μέχρι πριν από δύο χρόνια, η γενική τάση εκτός Ελλάδας ήταν η αναπόληση των τελών ‘60’ζ με μέσα ‘70’ζ. Τα ‘80’ζ τρώνε ακόμα δούλεμα, εν μέρει γιατί κανένας δεν αναπολεί ούτε τον Ρήγκαν, ούτε την Θάτσερ. Κι οι τωρινοί πιτσιρικάδες, ευτυχώς δηλαδή, αντιμετωπίζουν την τρασίλα, την καφρίλα, και την γραφικότητα που «νοσταλγείται», με το αρμόζον δούλεμα.
Ναι, φυσικά η δεκαετία μπορεί να κοπεί σε πενταετίες, να τελειώσει νωρίτερα ή να τραβηχτεί αργότερα σαν τον χρυσό αιώνα του Περικλέους. Ήθελα να τονίσω ότι αυτό που με απασχόλησε γράφοντας δεν ήταν να κάνω κάποια αποτίμηση της εποχής, αλλά να περιγράψω δύο κυρίαρχα ρεύματα που μας κάνουν να ακούμε παντού και συνέχεια για τα ογδόνταζ σήμερα.
ΑΤΜ: Δεν διαφωνώ με αυτά που λες, αλλά νομίζω ότι η αναπόληση των ογδόνταζ, είτε ως νοσταλγία (πάντα της τρασίλας και γραφικότητας, «αθωότητα» τη λέμε τώρα) είτε ως αποδιοπομπαίο τράγο, έχει πάρει εντελώς ιδιαίτερες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Υποτίθεται ότι τότε ωφελήθηκαν οι «άλλοι», οι κάφροι με τα ανοιχτά πουκάμισα, που και να είναι γονείς του ομιλούντος/καταγγέλλοντος δεν είναι ποτέ ιδεολογικοί του πρόγονοι, να το πω έτσι. Από την άλλη, δεν το θεωρώ απίθανο σε καμιά δεκαριά χρόνια οι σημερινοί τριαντάρηδες να αναπολούν τα ενενήνταζ και την πρώτη δεκαετία του αιώνα, ως την αθώα εποχή του ακομπλεξάριστου γλεντιού πριν τα σαρώσει όλα η κρίση — κάπως σαν την περίφημη χρωματιστή φωτογραφία της Σταδίου το ’67 που υποτίθεται συμβόλιζε τη χαρούμενη γιορτινή ατμόσφαιρα της παλιάς καλής εποχής.
Απ’την δεκαετία του ’80 δεν μπορώ να θυμάμαι πράγματα. Συμμερίζομαι την γενική άποψη ότι η δεκαετία αυτή έβαλε ταφόπλακα στην οικονομική πρόοδο του κράτους μας. Το κακό βέβαια ξεκίνησε απ’την δεκαετία του ’70, αλλά το ’80 παράγινε. Πολύ σοβαρότερα χειρίστηκαν οι παλιότεροι τα οικονομικά της χώρας μας, όταν ο λαός μας πέτυχε το Greek economic miracle. Βέβαια την ίδια περίοδο είχαμε και την μετανάστευση στο εξωτερικό. Όμως και για τους μετανάστες μας τα πράγματα ήταν καλύτερα. Είχαν συνηθίσει τις κακουχίες από την Ελλάδα και είχαν τύχη και οι ανειδίκευτοι. Έπαιρναν μια καλή σύνταξη -όσοι είχαν καταφέρει να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, συχνά ξεχνάμε αυτούς που «απέτυχαν» και δεν ήταν και λίγοι- και ερχόντουσαν να περάσουν τα τελευταία τους χρόνια στην Ελλάδα. Σήμερα για τον Έλληνα μετανάστη τα πράγματα είναι απαιτητικότητα. Πρέπει οπωσδήποτε να μιλάς μια ξένη γλώσσα και να είσαι κάπου εξειδικευμένος.
@Δύτης των νιπτήρων
@Δύτης των νιπτήρων
@Δύτης των νιπτήρων
Εσύ που γιγνώσκεις την σαρακηνικήν μπορείς να μας βοηθήσεις με τα έντονα ;
«Η άλλη πηγή που παραθέτει ο Whittow για την κατάκτηση της Θεοδοσιουπόλεως είναι η ιστορία του αραβόφωνου μελκίτη Γιαχιά της Αντιοχείας, ο οποίος προφανώς γράφει ότι οι Rūm κατέκτησαν την Qālīkalā, αλλά στην γαλλική μετάφραση της ιστορίας του το αραβικό Rūm αποδίδεται εσφαλμένα ως “Grecs” αντί για “Romains“. Οι Άραβες, που δεν συμμερίζονταν την δυτικοευρωπαϊκή συνήθεια παρωνυμιασμού των Ρωμαίων, ήξεραν πολύ καλά τι εννοούσαν όταν έγραφαν Rūm και σίγουρα δεν εννοoύσαν Yūnan. Για να μας πει κάποιος που ξέρει Αραβικά αν έχω δίκαιο που είμαι πεπεισμένος ότι ο Γιαχιά χρησιμοποιεί τον όρο Rūm (και αν έχω υπογραμμίσει το σωστό αραβικό όρο), τον οποίο η γαλλική μετάφραση αποδίδει ως “Grecs.”.»
Εδώ το πρωτότυπο κείμενο :
Αραβικό και γαλλικό κείμενο
Από αυτό το άρθρο του Smerd.
Ρουμ γράφει. Οι Άραβες χρησιμοποιούσαν κατά προτίμηση τον όρο Γιουνάν για την αρχαιότητα, με επίγνωση όμως της οιονεί ταυτότητάς της με τον ευρύτερο όρο Ρουμ· άρχισαν να διακρίνουν τους Ρωμαιοβυζαντινούς Ρουμ ως κατακτητές των σοφών Γιουνάν μετά τον 10ο αιώνα, όταν οι «Ρωμαίοι» ταυτίστηκαν με τους Βυζαντινούς, βασικούς αντίπαλους του μουσουλμανικού χαλιφάτου. Δες Νάντια Μαρία Ελ Σέιχ, Το Βυζάντιο όπως το είδαν οι Άραβες, μετάφρ. Ν. Κελέρμενος, Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις 2013, σελ. 35-38, 110-115 και 184-185.
Για τα υπόλοιπα, άστο, σ’ αυτά τα οικονομικά θαύματα οι εγχειρήσεις πετυχαίνουν μα οι ασθενείς αποθνήσκουν.
Θερμότατες ευχαριστίες ! Το μεταφέρω !
Σε ευχαριστεί πολύ και ο Σμέρδ για την μετάφραση.
Μόνο που διαφωνεί λιγάκι μαζί σου. Αν θές και αν ευκαιρείς, ανταλλάξτε εδώ απόψεις για να μην κάνω εγώ τον ενδιάμεσο ! 🙂
Είχα ξεκινήσει να γράφω μερικές σκέψεις μετά από μια πρόσφατη κουβέντα σχετικά με την αποενοχοποίηση του γκανγκστερισμού. Νομίζω ότι είναι κομματάκι σχετικό με τα έιτις, κάτσε να το βάλω σε λίγο
(η κουβέντα ήταν σχετικά με τον Μπέο και τον μπεϊσμό στον Βόλο)
Η αποενοχοποίηση του γκανγκστερισμού. Ήρθε από το ποδόσφαιρο. Ξεκίνησε, νομίζω, από τότε που οι Βαρδινογιάννηδες πήραν τον Παναθηναϊκό κι αγόρασαν την πορεία του στην Ευρώπη. Όμως από τη χούντα και μετά, το ποδόσφαιρο γινόταν όλο και πιο δημοφιλές, φετιχιστικό, ακριβό. Μέσα στο ’80, ανδρώνεται ένα παραποδοσφαιρικό παράλληλο σύμπαν πίσω από τη βιτρίνα της δημοσιότητας με όπλα, ναρκωτικά, ανθρώπους της νύχτας, εξαπτέρυγα και προέδρους του σχοινιού και του παλουκιού που αναλάμβαναν ομάδες όλων των κατηγοριών προκειμένου να ξεπλύνουν χρήμα ή να κρύψουν ποιος ξέρει τι αθλιότητες.
Τότε είναι που ξεκίνησε κι η αποενοχοποίηση.
Δηλαδή, σοβαρός κόσμος και σωστοί, τίμιοι, ηθικοί άνθρωποι πλην όμως οπαδοί της ομαδάρας (οποιασδήποτε ομαδάρας), άρχισαν να μην έχουν μεγάλο πρόβλημα που ο πρόεδρος είναι λέρα, αφού μας φέρνει παιχταράδες, η ομάδα κερδίζει, ανεβαίνει κατηγορίες, βγαίνει Ευρώπη, εξάλλου όλοι ίδιοι είναι σ’ αυτό το κύκλωμα, πρέπει να ‘σαι πολύ λέρα για να κυβερνάς γαλέρα κ.λπ.
Δεν πρέπει να ήταν έτσι πάντα. Αυτό που καταλαβαίνω, σε παλαιότερες δεκαετίες ο πλούσιος όφειλε να φαίνεται και ηθικά πλούσιος. Να υπάρχει το όνομά του σε μαρμάρινες πλάκες δωρητών στο τοπικό νοσοκομείο, σχολείο, εκκλησία, ορφανοτροφείο, να αναφέρει τις ευγενείς φιλανθρωπίες του η τοπική εφημερίδα, ο ίδιος να νοιάζεται για το όνομά του. Δηλ, να μοιράζεται ένα μέρος του πλούτου του και να καλλιεργεί μια καλή δημόσια εικόνα. Παλιότερα, ο ευκατάστατος βίωνε και κάποιους κοινωνικούς περιορισμούς στην ασυδοσία του, υποχρωνόταν σε κάποιους άτυπους φόρους. Όμως από το ποδόσφαιρο ήταν που οι γκάνγκστερς εισέβαλαν στη δημόσια ζωή, έγιναν κοινωνικά αποδεκτοί – ακόμα περισσότερο, έγιναν πρότυπα ή έστω αντιληπτοί ως αναγκαίο κακό, έτσι είν’ η ζωή και πώς να την αλλάξεις; Το ποδόσφαιρο ήταν που καλλιέργησε τη νοοτροπία της δαρβινικής νίκης, ότι η ζωή είναι δαρβινικός ανταγωνισμός και όλα στη ζωή είναι θέμα μαθηματικών επιτυχιών ή αποτυχιών («νίκης» ή «ήττας»), είναι μέσα στα πλαίσια της κατανόησης ενός βρετανού στοχαστή του 19ου αιώνα. Ο φετιχισμός του ποδοσφαίρου ήταν που καλλιέργησε τη νοοτροπία ότι πάντα η (δαρβινική) νίκη συμβάλλει περισσότερο στην ευτυχία σου απ’ ό,τι η (δαρβινική) ήττα. Το ποδόσφαιρο ήταν που αποενοχοποίησε κοινωνικά την ασυδοσία, τον τραμπουκισμό, τον δαρβινισμό.
Και μετά, στα τέλη του 80, η Ελλάδα είχε την ατυχία του Γκάλη και του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος («έρχονται άλλες εποχές, είμαστε πια πρωταθλητές»), οπότε οι γκάνγκστερς εισέβαλαν και στο επαγγελματικό πλέον μπάσκετ, ήρθε κι έδεσε…()
Δεν είμαι σίγουρος, Ηλία, αν αυτή η εικόνα του «πλούσιου» έσβησε μέσω του ποδοσφαίρου ή είχε εξαφανιστεί νωρίτερα. Αν ο Ωνάσης είχε κρατήσει εν μέρει ένα τέτοιο φολκλόρ, ήταν όμως μάλλον ο τελευταίος. Έχω την αίσθηση ότι η εικόνα του πλούσιου-ευεργέτη είναι, το πολύ, προπολεμική.
«Φεστιβάλ Ακραίου Κέντρου»:
http://www.efsyn.gr/arthro/apo-ti-nostalgia-stin-propaganda
Μπράβο, εξαφανισμένε! Αυτό το άρθρο έλειπε ή μάλλον συμπληρώνει ωραία τις σκέψεις μου εδώ.
Ωραίο! Με αρχή, κορμό και τέλος.
Ευχαριστώ και τον συνομιλητή για το σχετικό άρθρο.
Η δεκαετια του 80 ηταν καλη για αυτους που ειχαν μεσο και μολις εφευγαν απο το στρατο αμεσως διοριζονταν. Περασαν καλα και μπορουν να γραψουν ωραια σχολια τωρα. Για ολους εμας που ειμασταν εκτος πολιτικων οργιων απλα μας περιμενε μια δυσκολη ζωη και ενα μελλον που εβλεπες πολλες ταχυτητες γυρω σου να σε προσπερνανε χωρις να αξιζουν παραπανω. Ηταν η εποχη του γλυψιματος σε εμετικους κομματαρχες για να σε παρουν σε μια απλη δουλεια. Ηταν μια σαπια εποχη γεματη αδικιες που την εζησα και εκφερω γνωμη.
Δεν νομίζω ότι είπε κανείς εδώ για την τέλεια δεκαετία του ’80. Το μισό ποστ λέει το αντίθετο. Ας εκφέρουν γνώμη όμως και όσοι έζησαν τις επόμενες (ή και τις προηγούμενες) δεκαετίες, για το πόσο διέφερε όσον αφορά το γλύψιμο και τις αδικίες!
Εστω και καθυστερημενα
Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (1922 – 11 Ιουνίου 1984): Η ηθική διάσταση στην κρίση της πολιτικής
Οι κλασικές επισημάνσεις για την πολιτική κρίση του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, σε μιά ιστορική συνέντευξη που δόθηκε στον Εουτζένιο Σκάλφαρι της εφημερίδας “Ρεπούμπλικα” (28 Ιουλίου 1981). Aλήθεια, δεν μοιάζει σαν να δόθηκε χθές ;
Μεταφρασμένη στα Ελληνικά από τον Στάθη Λουκά, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Αυγή” (02/04/2010) και αναδημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Ecoleft. Μόλις συμπληρώθηκαν 29 χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του ηγέτη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ενός από τους μεγαλύτερους πολιτικούς της Ευρώπης στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Η επέτειος είναι μια ευκαιρία να γίνουν και πάλι αντικείμενο προβληματισμού, λησμονημένες ιδέες που περιέχονται σʼ εκείνη τη συνέντευξη.
Γ. Ρ.
Η καπηλεία του κράτους από τα κόμματα
«…Τα σημερινά κόμματα είναι πάνω απʼ όλα μηχανές εξουσίας και πελατειακών σχέσεων: Τα χαρακτηρίζει ελλιπής και αλλοιωμένη γνώση της ζωής και των προβλημάτων της κοινωνίας και του κόσμου, διαθέτουν λιγοστές ιδέες, λειψά ή ασαφή ιδανικά και προγράμματα και στερούνται παντελώς αισθημάτων και κοινωνικο-πολιτικού πάθους. Διαχειρίζονται συμφέροντα, ποικίλα, αντιφατικά, αμφίβολα κάποτε, πάντως χωρίς την παραμικρή σχέση με τις απαιτήσεις και τις αναδυόμενες ανάγκες των ανθρώπων, ή, πάλι, τις διαστρεβλώνουν χωρίς να επιδιώκεται το κοινό καλό. Η ίδια η οργανωτική δομή τους προσαρμόστηκε σʼ αυτό το μοντέλο, και δεν είναι πια οργανωτές του λαού, σχηματισμοί που προωθούν την πολιτικο-κοινωνική ωριμότητα και πρωτοβουλία: είναι μάλλον ομοσπονδίες ρευμάτων, που αποπνέουν καμαρίλα, καθένα με αρχηγό, υπαρχηγό κ.λπ…”
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/
ΥΓ Οι ανωτερω διαπιστωσεις του εμπνευσμενου ηγετη Μπερλγικουερ επιβεβαιωσαν τις εμπειριες/ αντιληψεις μου (ως Μηχανικος) για τις ʽμικροληστροσυμμοριες” μηχανικων με αρχηγους, υπαρχηγους, κ.λ.π. που -ήδη προ της εξεγερσης του 1821- υπηρχαν στα επαμφοτεριζοντα ληστρικα μορφωματα χριστιανων ελληνικης ή αλβανικης καταγωγης και – επομενως – λειτουργουσαν απο την μεταπολιτευση εως σημερα, απο την δεξια εως την ακρα αριστερα, διαπλεκομενες με τα αντιστοιχα πολιτικα κομματα.
Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (1922 – 11 Ιουνίου 1984) εναντίον του καταναλωτισμού
Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του
του Αλεσσάντρο Λεογκράντε
Alessandro Leogrande – Berlinguer contro il consumismo © Lo Straniero (Νοέμβριος 2010)
Μερική μετάφραση – σχολιασμός απο τον Θανάση Γιαλκέτση («Εφημερίδα των Συντακτών»)
Τον Ιανουάριο του 1977 ο Enrico Berlinguer εισήγαγε στην πολιτική συζήτηση της Ιταλίας μια πρόταση λιτότητας. Το έκανε σε δύο διάσημες ομιλίες, στη Ρώμη και το Μιλάνο. Στη Ρώμη, στο Teatro Eliseo, σε συνέδριο για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας και τους διανοούμενους. Στο Μιλάνο, στο Teatro Lirico, σε μια συνάντηση με τους κομμουνιστές εργάτες.
[…]
Τι έλεγε ο Μπερλινγκουέρ; Με το σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης που κατέληξε στην ύφεση ή και άρχισε να καταρρέει, το κόστος της φθοράς, της αποσύνθεσης, της ανεργίας, θα το πληρώσουν εκείνοι που βρίσκονται στη δυσμενέστερη θέση. Τώρα αυτό είναι ολοφάνερο, τότε μόλις που το υποπτευόταν κάποιοι. Η μόνη λύση, έλεγε, είναι μια ριζική αλλαγή πορείας του όλου συστήματος, με κατεύθυνση μια μορφή λιτότητας:
«Για μας, η λιτότητα», δήλωνε ο Μπερλινγκουέρ, «είναι μέσο για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του και να θέσουμε τις βάσεις για την υπέρβαση ενός συστήματος, που έχει εισέλθει σε διαρθρωτική και όχι κυκλική κρίση. Ένα σύστημα, του οποίου χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι η σπατάλη και η υπερβολή, η έκρηξη της ιδιαιτερότητας και του ατομικισμού, ο πιο άγριος, ο πιο απερίσκεπτος καταναλωτισμός».
Επίσης, «η λιτότητα, έτσι διατυπωμένη, είναι όπλο για τον αγώνα στη σύγχρονη εποχή», σε μια κοινωνία που χωρίς αυτό τον αγώνα είναι καταδικασμένη στην οπισθοδρόμηση, στην υπανάπτυξη και σε όλο και πιο ανισόρροπη και άνιση κατάσταση.
Το ενδιαφέρον στα λόγια του Μπερλινγκουέρ δεν προέρχεται μόνο από το γεγονός ότι ειπώθηκαν στην αρχή του ’77 (πολύ πριν γεννηθεί στην Ιταλία το περιβαλλοντικό κίνημα και αρχίσει να μιλά για τα μεγάλα ζητήματα της μεγένθυσης και της ανάπτυξης), αλλά πάνω απ’ όλα, γιατί ήταν ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, σε μια ταραγμένη περίοδο της ιστορίας της Ιταλικής Δημοκρατίας.
[….]
http://aftercrisisblog.blogspot.com/2014/06/1922-11-1984.html
ΥΓ Ειναι πραγματικα δυσκολο να ζητας λιτοτητα στην Ελλαδα του 80, οταν λιγα χρονια πριν ειχε μεταναστευσει 1 εκατ.στο εξωτερικο και πανω απο 1 εκαατ. στις πολεις, λογω του πολυ χαμηλου βιοτικου επιπεδου στα χωρια.
ΑΕΠ /κατοικο (δολ. ΗΠΑ) 1960 500 και 1973 2500.