Σαββατοκύριακο, ημέρες εφημερίδων. Διάβασα αρκετές αυτές τις δύο μέρες, και μάλλον πολλά θα είχα να σχολιάσω. Ας μην σταθώ στη «Λαίδη Μάκβεθ» του Μτσενσκ, λες και ο Μτσενσκ ήταν θεατρικός συγγραφέας («Έψιλον» Ελευθεροτυπίας), ίσως είναι λάθος του διορθωτή, στο κάτω κάτω δεν είμαστε όλοι φαν του Σοστακόβιτς ούτε υποχρεωμένοι να ξέρουμε τον Λέσκοφ. Από χθες όμως γυρνά στο μυαλό μου μια ανάλυση περί ηλικίας· σήμερα μάλιστα έγινε διπλή. Το πρώτο: άρθρο στη χτεσινή Ελευθεροτυπία, σε στήλη που υπηρετεί πιστά την τρέχουσα ιδεολογία περί γονιδιώματος. Εννοώ, του στιλ εξηγούμε τη σεξουαλική συμπεριφορά ανδρών και γυναικών με βάση τη φυσική επιλογή, οι επιτυχημένοι άνθρωποι κερδίζουν χάρη στα γονίδιά τους και αυτό είναι πάλι φυσική επιλογή, ο Δαρβίνος είχε μούσια γιατί ήταν στο γονίδιό του να εξερευνά οπότε η φυσική επιλογή φρόντιζε να τον ζεσταίνει και ούτω καθεξής. Αλλά σήμερα δεν προτίθεμαι ακριβώς να θάψω. Παραθέτω σύντομη περίληψη του άρθρου:
[Ό]λα τα αρσενικά ζηλεύουν αυτές τις ημέρες τον Σάκη Ρουβά.Γιατί είναι ένας επιτυχημένος τραγουδιστής. Οπερ σημαίνει ότι έχει πρόσβαση σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό θηλυκών απ’ ό,τι ο μέσος αρσενικός (…) Την άποψη του Δαρβίνου για τη σχέση μουσικής και αναπαραγωγής ανέπτυξε περαιτέρω ο Αμερικανός καθηγητής Εξελικτικής Βιολογίας Geoffrey Miller. Αναλύοντας 6.000 άλμπουμ μουσικής τζαζ ο Miller ανακάλυψε ότι το 90% είχε παραχθεί από άνδρες που φτάνουν στο ζενίθ της δημιουργικής τους δραστηριότητας στην ηλικία των 30, δηλαδή στην ηλικία όπου κορυφώνεται και η ερωτική δραστηριότητα του ατόμου. Με άλλα λόγια, η έρευνα έδειξε ότι η παραγωγή των μουσικών ακολουθεί τη σεξουαλική καμπύλη των ανθρώπων. Αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς μετά την εφηβεία, φτάνει στο ζενίθ στη νεότητα και μετά αρχίζει να μειώνεται. (…) Με τη σειρά του ο Κωνσταντίνος Κασκάτης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης στο διδακτορικό του έδειξε ότι η ανάλυση του Miller ισχύει και για τους κλασικούς συνθέτες του 19ου αιώνα, καθώς και για τους σημερινούς μουσικούς τής ποπ. (…) Ο μουσικός ή ο τραγουδιστής είναι ελκυστικός στο γυναικείο φύλο, διότι η ικανότητα να συνθέτεις μουσική ή να τραγουδάς σηματοδοτεί καλά γονίδια. Η ικανότητα να παράγεις ενδιαφέρουσες μελωδίες σηματοδοτεί ευστροφία και δημιουργικότητα, ενώ η ικανότητα να χορεύεις μέχρις εξαντλήσεως (χορός και τραγούδι, όπως μπορούν να σας διαβεβαιώσουν τα παιδιά σας, πάνε πάντα μαζί) σηματοδοτεί αντοχή. Αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν πολύ σημαντικά για την επιβίωση του ατόμου και κάθε γυναίκα θα ήθελε να περάσουν στα παιδιά της. Γι’ αυτούς τους λόγους οι μουσικοί ήταν πάντοτε περιζήτητα ταίρια -ορισμένοι όπως ο Τζίμι Χέντριξ και ο Μικ Τζάγκερ εκμεταλλεύτηκαν ως γνωστόν στο έπακρο αυτή την προτίμηση των θηλυκών.
Δεν θα κάνω κακεντρεχή σχόλια για το Σάκη, τις ρουβίτσες του, το γιατί εξίσου μεγάλη πρόσβαση σε αριθμό θηλυκών θα είχε ένας τηλεοπτικός παραγωγός κλπ. Όχι-δεν-θα-κάνω. Συγκρατιέμαι. Για την ακρίβεια, προβληματίστηκα γιατί έχω αναρωτηθεί κι εγώ σχετικά με την ηλικιακή πυραμίδα και τη δημιουργικότητα. Αν με διαβάζει ο φίλος μου ο Πασχάλης, ίσως θυμηθεί τις κουβέντες (στην «Δόξα», ε; Αποστόλου Παύλου!) που κάναμε σχετικά με τη νεότητα. Να δεχθώ ότι η ανάλυση του κυρίου καθηγητή Μίλλερ ισχύει. Αλλά ο δόκτωρ Κασκάτης της Οξφόρδης; Κάπου το έχω ξαναδιαβάσει αυτό, αλλά κάτι μου διαφεύγει πάντα. Δηλαδή η 9η του Μπετόβεν (47 χρονών όταν την άρχισε), τα τελευταία του κουαρτέτα, οι παραλλαγές, όλα είναι λίγο πολύ μπαγκατέλες χωρίς δημιουργικότητα. Ομοίως η 5η του Μάλερ (40 χρονών), τα «Τραγούδια για νεκρά παιδιά» (ομοίως), το «Τραγούδι της γης» (σχεδόν 50). Για να μην πιάσουμε τον Σοστακόβιτς, παππού κανονικά στις τελευταίες του συμφωνίες και κουαρτέτα. [και περιορίζομαι στην κλασική μουσική, αντικείμενο του διδακτορικού της Οξφόρδης, για να μην πιάσω την «εποχή της Μελισσάνθης» του Χατζιδάκι, π.χ.] Το αν από 6.000 ή 10.000 συνθέτες οι 90% (ξέρω ότι αλλάζω λίγο το επιχείρημα, αλλά δεν νομίζω ότι αλλάζω το πνεύμα του) έγραψαν τα περισσότερα και καλύτερα έργα τους μέχρι τα 40, ας πούμε, πρώτον, δεν μας λέει τίποτε εάν πέθαναν λίγο αργότερα (από φυματίωση, π.χ., ή από τα ντραγκς μια και πιάσαμε και τους τζαζίστες ή τον Χέντριξ), δεύτερον, μπορεί να σημαίνει απλά ότι οι περισσότεροι δίνουν ό,τι έχουν να δώσουν και μετά στερεύουν· οι πραγματικές μεγαλοφυίες όσο ωριμάζουν τόσο δίνουν και περισσότερα.
Εδώ μπορεί να ανοίξει βέβαια μια πολύ μεγάλη συζήτηση, γιατί οι εξελικτικοί βιολόγοι μας ένα κάποιο δίκιο το έχουν. Όντως θα μπορούσε ίσως -ΙΣΩΣ- να πει κανείς ότι η δημιουργικότητα εξαντλείται ή τέλος πάντων ανθίζει στα 30, προκειμένου για κάποια είδη, συμβαίνει όμως μάλλον το αντίθετο για τα, ας πούμε, πιο «λόγια» είδη μουσικής. Είναι που βασίζονται περισσότερο στον στοχασμό, παρά στον ενθουσιασμό; Δεν ξέρω, και θα ακούσω με πολύ ενδιαφέρον τις γνώμες σας, αγαπητοί μου αναγνώστες, πάντως δεν θα έλεγα ότι οι κλασικοί συνθέτες ενδιαφέρονται λιγότερο για το σεξ όπως θα υπονοούσε μάλλον ο αρθρογράφος και οι πηγές του.
Και πάνω λοιπόν που αρχίζω να πιάνω το ίδιο παράδειγμα στη λογοτεχνία, πέφτω Κυριακάτικα πάνω σε άλλο ένα άρθρο, αναδημοσίευση από τους Νιου Γιορκ Τάιμς στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (δυστυχώς δεν βγαίνει στο ίντερνετ, οπότε δεν έχει λινκάκι, και θα μου πιαστεί το χέρι να αντιγράφω). Ο κύριος Charles McGrath υποστηρίζει ότι:
Ο ηλικιωμένος συγγραφέας που συνεχίζει να γράφει μέχρι και τα τελευταία του χρόνια, είναι κάτι καινούργιο.
Μάλιστα. Προσέξτε τις επιφυλάξεις του αρθρογράφου: υπήρχαν βέβαια και εξαιρέσεις, λέει, όπως ο Τόμας Χάρντι που έγραφε μέχρι τα ογδόντα του και κάποτε παραδέχθηκε με έμμεσο τρόπο πως παρέμενε μάλιστα και σεξουαλικά ενεργός. Αυτό για να συνδεθούμε με τα προηγούμενα. Συνεχίζω:
Όμως οι περισσότεροι που άσκησαν το επάγγελμα αυτό, και ειδικά οι σπουδαίοι συγγραφείς, πέθαναν σχετικά νέοι. Η Τζέιν Όστεν και η Σάρλοτ Μπροντ (sic· μετά εμφανίζεται και ο Φόλκνερ) πέθαναν και οι δύο στα σαράντα τους. Ο Μπαλζάκ, ο Προυστ και ο Ντίκενς πέθαναν όλοι στα πενήντα τους αναλωμένοι και εξαντλημένοι, το ίδιο και ο Σέξπιρ.
Ας παραβλέψω την ελαφρά αντίφαση μεταξύ της πρώτης φράσης του κειμένου και της τελευταίας που παρέθεσα. Άλλο το να γράφεις ή όχι μέχρι τα τελευταία σου χρόνια, άλλο ποια είναι τα τελευταία σου χρόνια. Στο κάτω κάτω, πόσοι Άγγλοι της ελισαβετιανής περιόδου έφτασαν στην ηλικία του Σαίξπηρ; Και πώς εξηγεί ο αρθρογράφος το ότι κατά γενική ομολογία (υποθέτω) τα τελευταία έργα του είναι και τα καλύτερα; Γιατί γέρασαν οι αρχαίοι τραγικοί; Ο Κίπλινγκ (δεχθείτε τις εμμονές μου, παρακαλώ) δεν έγραψε αριστουργήματα στα βαθιά γεράματα; Τι λέει ο αρθρογράφος μας για τον Ουγκώ; Για τον Φλωμπέρ (48 χρονών, «Αισθηματική Αγωγή»); Τον Τολστόι; Τον Ναμπόκοφ; Είναι καλύτερα τα πρώτα έργα του Τόμας Μαν από τα τελευταία του; Μπορεί να προτιμάτε το «Νεαρό Τέρλες», αλλά ο Μούζιλ έγραφε τον «Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» μέχρι και τα τελευταία του χρόνια. Ο «Θάνατος του Βιργιλίου» του Μπροχ; Τα «Τρία κρυφά ποιήματα» του Σεφέρη; Να δεχθώ ότι «Το βιβλίο της Άμμου» δεν είναι το καλύτερο του Μπόρχες (δεν είναι), αλλά 50 ετών έγραψε το «Άλεφ» και 71 την «Αναφορά του Μπρόντι».
Εντάξει, είναι παραπάνω από προφανές ότι ο αρθρογράφος μας έχει υπόψη του κυρίως τους συγγραφείς που μελετώνται περισσότερο στις Ηνωμένες Πολιτείες, και έτσι ξεχνά όλους τους άλλους. Από τους 18 συγγραφείς που αναφέρει στο αρθράκι, μη-αγγλόφωνοι είναι μόνον ο Μπαλζάκ, ο Προυστ και ο Μάρκες. Φυσικά μιλάει πολύ για τον Ροθ και τον Απντάικ, που είναι της μόδας, αγνοώντας το πιο τρανταχτό παράδειγμα για το «νέο» φαινόμενο των γηραιών συγγραφέων, τον Πύνσον. Αλλά έστω, μπορεί να μην του άρεσε το «Μέησον και Ντίξον»· σε πολλούς δεν άρεσε (σε εμένα ναι). Μου κάνουν πάντως εντύπωση οι στενοί ορίζοντες του Αμερικανού αρθρογράφου και το πώς τσαλαβουτά από δω κι από κει. Οι εφημερίδες, τελικά, μια απογοήτευση παγκοσμίως.
Ας δούμε όμως και την εξήγηση που δίνει ο φίλος μας, έτσι για το κλου της βραδιάς:
Αυτό που έχει αλλάξει είναι, προφανώς, η ιατρική περίθαλψη. Μαζί με την πρόοδο της ιατρικής, το ποτό και το τσιγάρο έπαψαν να αποτελούν και αυτά αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς. Οπότε τον τελευταίο καιρό βλέπουμε πολλούς συγγραφείς να συνεχίζουν να είναι παραγωγικοί σε ηλικίες που οι προκάτοχοί τους θα είχαν εξασθενήσει και θα είχαν σταματήσει το γράψιμο.
Ή αλλιώς, δηλαδή: Τα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια / έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια.
Ασ’ τους να λένε, που λέει και το άσμα.
Είδα απόψε τη θαυμάσια ταινία του Ριβέτ, που έγινε 81.
Μιλώντας για τον Πύντσον, διαβάζω (τα τελευταία τρία χρόνια σε συνέχειες) το against the day και πρόκειται για καταραμένο αριστούργημα (damn masterpiece) 🙂
Πρέπει πάντως να αναγνωρίσουμε οτι αυτές τις συζητήσεις αρχίζουμε και τις κάνουμε μετά τα τριάντα. Πριν τα τριάντα, δε θυμάμαι να με απασχόλησε ποτέ αν η δημιουργικότερη περίοδος της ζωής των επιφανών ανδρών είναι η πρώϊμη νεότητα…
Αυτό μου θυμίζει κάτι συζητήσεις που έκανα παλιά με έναν δικό μου φίλο στον «Κρικέλα»: ότι στην ηλικία της ερωτικής κορύφωσης κάνουν τις πιο αριστοτεχνικές δουλειές τους και οι λογοκλόποι των ελληνικών εφημερίδων. Όταν γερνάνε καταφεύγουν σε απλές αντιγραφές, όμως όταν είναι ερωτικά δραστήριοι κάνουν θαύματα, όπως π.χ. αντιγραφή – περίληψη από άρθρα εξαμήνου του Economist (χωρίς να το αναφέρουν, φυσικά, όχι στην ηλεκτρονική έκδοση τουλάχιστον), συν εισαγωγή στο πνεύμα των ημερών με Ρουβά, για να τραβήξουν τον αναγνώστη και ειδικά τις αναγνώστριες: σου λέει μετά η άλλη, να αρσενικό με ικανότητες και καπατσοσύνη, αυτός θα γίνει πατέρας των παιδιών μου.
Τι να πεις, όμως. Άλλοι κουβεντιάζουν στη «Δόξα» κι άλλοι τους κλέβουν τη δόξα.
Τέλος, ένα διαφωτιστικό δοκίμιο των δρ. O’ Connor, δρ. Daniels, δρ. Cash, δρ. Stuart και δρ. Tritt, που υποστηρίζει ότι οι καλλιτέχνες ΔΕΝ είναι δημιουργικοί μόνο στις ερωτικά υπερενεργές ηλικίες. Είναι αλήθεια, λένε οι εν λόγω επιστήμονες, ότι κατόπιν έρχονται οι φροντίδες της πατρότητας και της ανατροφής των τέκνων, όμως αποδεικνύεται ότι και αυτά μπορούν να υπερνικηθούν.
Μαρία, ποιον να πρωτοπιάσουμε..
lazopolis, περιμένω πώς και πώς να βγει στα ελληνικά, δεν νομίζω ότι τα αγγλικά μου είναι επιπέδου Πύνσον (ή είναι Πύντσον τελικά;)… (ελπίζω σε καλύτερη μετάφραση από το Βάινλαντ)
Elias, έγραψες! Φαίνεται πως η Ελευθεροτυπία διεκδικεί με αξιώσεις τον τίτλο της Ελευθεροκλοπίας…
Elias, το τελευταίο λινκάκι όμως είναι λάθος ε;
Το δοκίμιο εννοείς; Μα ακριβώς αυτό το θέμα τονίζει, πως όταν έρχεται το παιδί τότε ο αρσενικός Αρχετυπικός Καλλιτέχνης («Johnny») χάνει τη μαεστρία του λόγω των απαιτήσεων της πατρότητας, ΟΜΩΣ μέσω της πρόσκαιρης απομόνωσης («woodshed») μπορεί να ξαναβρεί τη φόρμα του («golden fiddle») και να ξαναδιαπρέψει. Για διάβασε προσεκτικά το κείμενο του δρ. Cash!
Και φυσικά αποτελεί συνέχεια του άλλου πασίγνωστου δοκιμίου
Ωχ!! πάλι γκάφα έκανα! Μάλλον πρέπει να κόψω ή το μπλογκ ή τη δουλειά, όταν γίνονται συγχρόνως παθαίνω όλο τέτοια… 🙂
Μισό λέπτό. Ή εγώ μπερδεύτηκα ή κάποιος γραφιάς τα ‘χει μπερδέψει. Αλλο πράγμα η λογοτεχνία, άλλο η μουσική. Πχ ένας φίλος μου συγγραφέας, μου ΄χει πει (αποψή του βέβαια) ότι τα μεγάλα μυθιστορήματα μπορούν να γραφτούν μόνο απ’ την ώριμη ηλικία και μετά, διότι τότε έχεις τις απαραίτητες εμπειρίες -μπλαμπλαμπλα… Ευκολο παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό ο Ντανιέλ Τσαβαρία, ο οποίος αφού έζησε ό,τι κουλαμάρα έζησε, άρχισε να γράφει απ’ τα εξήντά του και μετά.
Απ’ την άλλη, περί της κλασικής ή οτιδήποτε άλλο μουσικής, δεν γνωρίζω να πω. Ωστόσο για την ποπ/ροκ τραγουδοποιια, το ζήτημα της ηλικίας έπαιζε και παίζει πάντα, καταρχήν απ’ τους ίδιους τους καλλιτέχνες, είτε με δηλώσεις είτε με στίχους, ότι πχ «να πεθάνω πριν γεράσω», «να κάω νέος προτού ξεθωριάσω γερνώντας», «δεν συνεχίσουμε να παίζουμε και μετά τα 30» (ατάκα των Σάρλατανζ, που φυσικά συνεχίζουν να παίζουν, φτάνοντας τα 45).
Το αν κάποιοι, βλέπε στόουνζ, γράφουν παπαριές, ενώ άλλοι, βλέπε Ντίλαν ή Νηλ Γιανγκ, βγάζουν ακόμη ωραίους δίσκους, έχει να κάνει με την αλληλεπίδραση που έχουν με το μουσικά καινούργιο, με άλλα νεότερα συγκροτήματα: αυτό ειδικά ισχύει για τον Νηλ Γιανγκ, που στην περίοδο της μεγάλης του κοιλιάς, έπαιξε με τους Σόνικ Γιουθ, και αργότερα επηρεάστηκε όσο είχε κι αυτός επηρεάσει τους Περλ τζαμ.
Αυτό που δηλαδή θέλω να πω είναι ότι δεν είναι ζήτημα ηλικίας, αλλά του πώς γερνάς: επαναπαυόμενος στις καλλιτεχνικές δάφνες του παρελθόντος και συντηρώντας το μύθο σου με αναμασήματα, ή παραμένοντας ανήσυχος, με πειραματισμούς, παταγώδεις αποτυχίες και ανέλπιστες αναγεννήσεις;
ΠάνωΚ, ίσως σε μπέρδεψα κι εγώ λίγο, που έκανα ένα ποστ για δύο διαφορετικά άρθρα! Μπορούμε να ανοίξουμε τεράστια κουβέντα για το ζήτημα της νεότητας (έχει γίνει και επίκαιρο εδώ και κάποιους μήνες!). Όι στίχοι που αναφέρεις ήταν ακριβώς το θέμα των συζητήσεων στη «Δόξα» (παρεμπιπτόντως, εσύ που είσαι σαπάνω, υπάρχει ακόμα;). Να σημειώσω, βέβαια, όπως το ‘κανες κι εσύ για τους Σάρλατανζ, ότι ένας από τους στίχους που δίνεις ανήκει νομίζω στον Νηλ Γιανγκ, ε; Σημειώνω δε ότι ένας από τους λίγους ροκάδες που πάντα υποστήριζαν το αντίθετο ήταν ο Λένον που κατά τραγική ειρωνία δεν πρόλαβε να γεράσει… Σκέφτομαι και τους Φλόιντ και ειδικά τον Γουώτερς (ο Μπάρετ άλλη ιστορία) που νομίζω ότι κράτησε ένα ίδιο επίπεδο μεταξύ ’68 και ’85, ας πούμε, αν και αυτός επίσης γερνώντας το ‘χασε λίγο στο τέλος.
Για τα μεγάλα μυθιστορήματα, δε λέω, η παρατήρηση του φίλου σου έχει μια βάση, από την άλλη, ο Μούζιλ έγραψε τον Τέρλες γύρω στα 25, μου φαίνεται, και ο Μαν τους Μπούντενμπροκ στην ίδια περίπου ηλικία.
Με την τελευταία παράγραφο, συμφωνώ απολύτως.
Η Δόξα, δύτη, απ’ ό,τι μαθαίνω, διότι εγώ δεν σύχναζα εκεί, περισσότερο πήγαινα Γιαννούλη ή Ασυλο (τώρα κυρίλεψα και πάω σε χάη κλας μέρη…), υπάρχει και λίγα έχουν άλλαξει (για παράδειγμα, άλλαξαν την πόρτα).
🙂
Γιαννούλα, όχι Γιαννούλη…
ΠάνωΚ, μόλις έκανες το σχόλιο αρ. 400. Κερνάω τσιγγάνικο στο Άσυλο. 🙂
Ευχαρίστως Δύτη, αλλά είπαμε, πλέον μόνο Αγιολί και δεν συμμαζεύεται. Οπότε, καλύτερα να κάνεις από τώρα οικονομίες για να υλοποιήσεις την υπόσχεσή σου εκεί, αφού κάνω το εξακοσιοστό εξηκοστό έκτο σχόλιο…
Μετά τη «Δόξα», το «Άσυλο»… Τι λέτε, ρε παιδιά, μου έρχονται αναμνήσεις από προηγούμενες ζωές.
Σε λίγο θα μου πείτε ότι υπάρχει ακόμα και το «Ίγγλις». Και το «Αμάρειον».
Ηλία και συ με το Ίγγλις με έστειλες 35 χρόνια πίσω. Δε ξέρω αν υπάρχει ακόμα, αν το κράτησε ο Μανόλης, αλλά τη Δόμνα μέχρι πέρσι τουλάχιστον, την άνοιγε ο Τάκης κάθε Τρίτη για τις παλιές παλιοπαρέες. Τον «ανάπηρο» τον θυμάσαι;
Μια και ο Elias μας πήγε με το «Αμάρειον» σε πιο καφεδοκαιποτοκαταστάσεις, έμαθα ότι έκλεισαν Φρουτότυπο και Γκροτέσκ. Το Ίγγλις υπάρχει, νομίζω.
Μα τι έγινε, όλοι από Θεσσαλονίκη περάσαμε;!
Α! και βέβαια να αποτίσω φόρο τιμής στο παλιό Ματζέστικ, το βλογημένο, και στις παρτίδες μπουρλότ.
[…] ο δύτης των νιπτήρων καταδύσεις ποικίλης ύλης « Σεξ και τέχνη (τίτλος παραπλανητικός) […]
[…] παρά εκείνους. Φανταστείτε τώρα, για παράδειγμα, ένα προηγούμενο ποστ που να πήγαινε ως εξής: “Αυτά κουβεντιάζαμε με τον […]
Δύτη, δεν έχω διαβάσει όλα τα άρθρα σου, κάμποσα όμως, και μου αρέσουν πάρα πολύ.Το συγκεκριμένο δεν το ήξερα.
Εδώ βέβαια, το ζήτημα είναι λεπτό και ίσως παρεξήγησες τον Μίλερ. Δεν αποκλείεται βέβαια όντως να είναι υπερβολικός. Δεν είμαι ειδικός, αλλά τον Μίλλερ τον συμπαθώ, γιατί μου έλυσε ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που είχα με την εξέλιξη των ειδών.
Γιατί ο άνθρωπος να έχει αναπτύξει τέτοιες τρομαχτικές διανοητικές και σωματικές δυνατότητες, πχ, να γράφει φούγκες, να παίζει στο πιάνο αντιστίξεις ή να μελετάει τις κινήσεις των άστρων,ακόμα και να φτιάνει κολιέ με χάντρες, αφού όλα αυτά θα του ήταν άχρηστα για την επιβίωση τα πρώτα χρόνια που περπάτησε στη γη, όταν δηλαδή ζούσε στην Αφρική σε πρωτόγονες φυλές;
Η απάντηση του Μίλλερ είναι ότι αυτό οφείλεται κυρίως στην σεξουαλική επιλογή. Οι γυναίκες που διαλέγανε ταίρι, για λόγους επιβίωσης που μετά όρισαν την συγκεκριμένη εξέλιξη, διάλεγαν τους πιο έξυπνους. Ένας που έφτιανε ένα κολιέ με όστρακα και το χάριζε σε μια θηλυκιά θα ήταν πιο έξυπνος, άρα πιο επιβιωτικός. Όμως σιγά σιγά το φαινόμενο αυτό αυτονομήθηκε, με αποτέλεσαμα συνολικά το είδος να γίνει πολύ έξυπνο, πέρα από τις συγκεκριμένες ανάγκες επιβίωσης της στιγμής. Το ανθρώπινο μυαλό το παραλληλίζει με το παγόνι και την ουρά του. Όσο πιο πολλά μάτια έχει η ουρά τόσο περισσότερα θηλυκά θα προσελκύσει, μέχρι του σημείου η ουρά να είναι εντελώς άχρηστη.
Απλά, από τα διακόσιες χιλιάδες χρόνια πριν, που συνέβη αυτό και έτσι εμφανίστηκε ο σύγχρονος ανατομικά άνθρωπος, κάποια πράματα έχουν αλλάξει, πχ το προσδόκιμο της ζωής και η αντίστοιχη παράταση της σεξουαλικής ζωής. Πχ, ο Καζάλς, που λέει κι ο Παπαγιαννόπουλος στα Κουρασμένα παληκάρια και ο Πισάσο. Ολέ ο ταύρος.
Σίγουρα, όμως,αν έχεις παίξει μουσική στην οποιαδήποτε ορχήστρα, στο διάλειμμα θα διαπιστώσεις αμέσως τη διαφορά με τον τρόπο που σε κοιτάνε οι γυναίκες και πως στην πέφτουνε. Φυσικά αυτό γίνεται με όλους τους διανοούμενους αλλά ειδικά τον τραγουδιστή ή τον κιθαρίστα με που θα τον δούνε πέφτουνε ανάσκελα, δε πα να’ ναι και κουασιμόδος. 🙂
Υπάρχει ένας μνημονικό τρικ (που δεν το θυμάμαι καλά 🙂 ) για να θυμάται κανείς τους πέντε βασικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την ανθρώπινη εξέλιξη και σ’ αυτούς περιλαμβάνεται η σεξουαλική επιλογή. Όλοι βρίσκονται στην παλάμη του χεριού. Ο λιχανός αντιπροσωπεύει την τυχαία μετάλλαξη, κάποιος πχ γεννιέται κοντός .Το επόμενο δάχτυλο, εκεί που βάζουν τη βέρα, είναι η σεξουαλική επιλογή. Το μεσαίο, δε θυμάμαι(!!!), ίσως κάτι με το genetic drift. Ο δείκτης την επίδραση των ιδρυτών της φυλής («από δώ θα πάμε», άρα σε μια περιοχή υπερτερεί το dna των λίγων μελών της αρχικής εγκατάστασης). Και ο αντίχειρας,που αντιπροσωπεύει το βασικό παράγοντα, που είναι η φυσική επιλογή.
Η μουσική ειδικά είναι άψαχτο πεδίο ακόμα.Ή μάλλον βγαίνουν πολλά που ο κοινός άνθρωπος αδυνατεί να ελέγξει. Αν ο Μίλερ εννοεί ακριβώς αυτό που λέει, μάλλον απλοποιεί. Ίσως γενικά η μουσική να έχει να κάνει όχι τόσο με την οντογένεση αλλά με την επιβίωση της ομάδας. Και να είναι σχετικό όχι μόνο με την εξυπνάδα του ατόμου, αλλά και με τη λειτουργία του στην ομάδα. Λένε,πχ, ότι στις πρωτόγονες κοινωνίες δεν υπάρχουν παράφωνοι. Αν ακούσεις πολυφωνίες των Βουσμάνων, θα καταλάβεις.
Πιστεύω, και κάπου το χει πάρει και το μάτι μου σαν επιστημονική έρευνα, ότι η πεντατονική, η πρώτη κλίμακα δηλαδή στην ιστορία, περνάει στα άτομα κληρονομικά, γιαυτό και ότι πεντατονικό κι αν παίξει κανείς βγάζει κάποιο μουσικό νόημα.
Πέρα από τον γενετικό ντετερμινισμό, πάντως, το ότι ο άνθρωπος είναι προϊόν εξέλιξης, πρέπει να το παίρνει κανείς σοβαρά υπόψη και για σύγχρονα ζητήματα. Και κυρίως οτι το σώμα κι ο νους μας έχουν εξελιχθεί κάποια εκατομμύρια χρόνια μέχρι να γίνουμε Σύγχρονοι Ανατομικά Άνθρωποι, από τότε δηλαδή πριν διακόσιες χιλιάδες χρόνια λίγο πολύ είμαστε ίδιοι, αλλά η ζωή μας έχει αλλάξει ριζικά μόνο τα τελευταία 12.000 χρόνια.
Σα να έχουμε ξανακάνει αυτή την κουβέντα με, χμ, διαφορετικά ονόματα, ή κάνω λάθος; 🙂
Μπάαα, σε θυμάμαι πάντα σα Δύτη. 🙂