Ότι στα αγγλικά έχουν κολλήσει μια σειρά από ινδικές λέξεις, οι περισσότερες περσικής προέλευσης (αλλά όχι μόνο), δεν είναι ούτε καινούριο ούτε παράξενο. Μια ωραία περίπτωση είναι το blighty ή «πατρίδα», αγνώριστο από το βιλαέτι· αλλού είχα γράψει πρόσφατα (παναπεί, όσο πρόσφατα επιτρέπουν πλέον οι ρυθμοί του Δύτη) για τους pandit ή pundit, έναν όρο που πια ενσωματώθηκε πλήρως ως συνώνυμο του talking head ή «ειδήμων». Εδώ θα βρείτε βεράντες και ανακόντα, καταμαράν και τζίντζερ, παρίες και κούληδες· εδώ μπανγκαλόου, ζούγκλες και γκουρού, πασμίνες, πυτζάμες και σαμπουάν· οι σανσκριτικές πάλι είναι κάπως λιγότερες και πιο, ας πούμε, ινδουιστικού χαρακτήρα, μαχαραγιάδες, γκουρού και τέτοια.
Έχετε όμως συναντήσει ποτέ τους Lascar; Ναι, αν διαβάζετε Κίπλινγκ ή Κόναν Ντόιλ· the rascally lascar, λέει κάπου ο Σέρλοκ Χολμς (The man with the twisted lip), αν και το rascal, «αλιτήριος» είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, ετυμολογικά εντελώς άσχετο (από το γαλλικό rascaille, λέει). Οι lascar όμως είναι ναύτες (ή, ενίοτε, στρατιώτες) από τη Νότια Ασία, και κυρίως την ινδική χερσόνησο, που υπηρετούσαν στο εμπορικό ναυτικό των ευρωπαϊκών χωρών και δη της Μεγάλης Βρετανίας από τον 16ο αιώνα (με τους Πορτογάλους) μέχρι τις αρχές του 20ού. Φαίνεται ότι οι Άγγλοι ναυτικοί ήταν ευάλωτοι στο σκορβούτο· λιποτακτούσαν στα νοτιοασιατικά λιμάνια· στρατολογούνταν για το πολεμικό ναυτικό. Οι λάσκαροι όμως (κάπως πρέπει να τους πω) είχαν ειδικά συμβόλαια, που επέτρεπαν στους πλοιοκτήτες να τους μετακινούν από το ένα καράβι στο άλλο και να τους κρατάνε στην υπηρεσία τους μέχρι και τρία χρόνια τη φορά. Θα τους έχετε συναντήσει στον Κόνραντ (το λέω με βεβαιότητα, αν και πρέπει να ξαναδιαβάσω τον Λόρδο Τζιμ για να σιγουρευτώ): βρίσκονταν σε κάθε καράβι που διέσχιζε τον Ινδικό Ωκεανό.
Βρίσκονταν επίσης και σε συμπαγείς οικισμούς σε ένα σωρό βρετανικά λιμάνια. Κάπου χίλιοι το χρόνο έφταναν στις αρχές του 19ου αιώνα· στα τέλη του, ο αριθμός είχε ανέβει σε δέκα με δώδεκα χιλιάδες το χρόνο. Σχεδόν πενηνταδύο χιλιάδες ζούσαν στην Αγγλία τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό που βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι αυτό (μεταφράζω από τη βίκι):
Μικτοί γάμοι ήταν αρκετά κοινοί στη Βρετανία ήδη από τον 17ο αιώνα, όταν η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών άρχισε να φέρνει χιλιάδες λόγιους από το Σιλέτ [στο Μπαγκλαντές], ναύτες (lascar) και εργάτες (κυρίως βεγγαλέζους μουσουλμάνους) στη Βρετανία· οι περισσότεροι παντρεύτηκαν ή συζούσαν με Αγγλίδες. Αυτό προκάλεσε ένα κάποιο ζήτημα, καθώς ένας δικαστικός της περιοχής Τάουερ Χάμλετς του Λονδίνου εξέφρασε το 1817 την «αηδία» του για το πώς οι Αγγλίδες της περιοχής παντρεύονταν και συζούσαν σχεδόν αποκλειστικά με ξένους ναυτικούς από την Ινδία. Ωστόσο, στη Βρετανία δεν υπήρχαν νομικοί περιορισμοί ενάντια στους «μικτούς» γάμους. Οικογένειες με Ινδούς πατεράδες και Εγγλέζες μητέρες δημιούργησαν τέτοιες μικτές κοινότητες στα βρετανικά λιμάνια. […] Ο αριθμός έγχρωμων γυναικών στη Βρετανία ήταν συχνά μικρότερος από εκείνο των «μισοϊνδών» κορών, γεννημένων από λευκές μητέρες και Ινδούς πατέρες.
Τι ξεχάσαμε; Α ναι, από πού βγαίνει η λέξη. Λοιπόν είναι περσική, και στην πραγματικότητα είναι συγγενής με το γνωστό μας ασκέρι: λεσκέρ, لشکر, στα περσικά είναι ο στρατός. Μας θυμίζει κάτι: ω ναι, πιθανότατα αυτή είναι η προέλευση του βυζαντινού ονόματος Λάσκαρις. Και για να κάνουμε έναν κύκλο, όταν οι Πορτογάλοι τον 16ο αιώνα γνωρίζανε τους ασιάτες ναυτικούς και τους ονόμαζαν lascarim, οι μεγάλοι τους αντίπαλοι στον Ινδικό Ωκεανό ήταν οι Οθωμανοί. Ε, αυτούς οι ντόπιοι σουλτάνοι τους ονόμαζαν Ρουμί –«Ρωμαίους», ή, αν προτιμάτε, Έλληνες. Το καλύτερο: έτσι ονομάζουν και τώρα το λατινικό αλφάβητο όταν το χρησιμοποιούν για τη μαλαισιανή γλώσσα.
(πρώτη δημοσίευση: για τα πεντάχρονα της Λεξιλογίας)
Αγαπητέ Δύτα
Συγχαρητήρια για την πληρότητα της ανάρτησης παρά την κάπως φιλοπαίγμονα διάθεση.
Όντως η λέξη Λάσκαρις, που διασώθηκε ως επώνυμο στα ελληνικά, είναι περσικής πατρότητος, < shkr – συναθροίζομαι, σχηματίζω λαό, συνάγω γύρω μου. Έχω γράψει περί αυτού στον Σαραντάκο κάποτε.
Η εντύπωσή μου είναι ότι στην ελληνική εμβολιάστηκε όχι από την περσική αλλά από την κάρτουλι (γεωργιανή), όπως και το κοκώνα = κυρία, νοικοκυρά.
Στον βυζαντινό στρατό δεν αναφέρονται ιδιαιτέρως γεωργιανοί (καρτβέλοι ή έστω ίβηρες) αλλά η Γεωργία (Σακάρτβελο ή Ιβηρία του Καυκάσου) συνέβαλε στην δημιουργία του κράτους (Αυτοκρατορίας) της Τραπεζούντος, προκειμένου η Θάμαρ να 'βολέψει' σε θρόνο τον ανηψιό της Αλέξιο Κομνηνό, γιο του άτυχου (τυφλωθέντος) Εμμανουήλ Κομνηνού και της Ρουσουντάν, πιθανότατα αδελφής της.
Γεωργιανοί λόγιοι σπούδαζαν στην Κωνσταντινούπολη, ίδρυαν μοναστήρια στο Άγιο Όρος, όπως των Ιβήρων, και άλλα σπουδαία κέντρα παιδείας σε όλη την βυζαντινή επικράτεια και πέραν αυτής, και είχαν μεταφράσει τους έλληνες κλασικούς, όσους διέθεταν τότε, τρεις αιώνες πριν από την ιταλική αναγένηση του Quatrocento. Αλλά η πίεση από το Ισλάμ, και τα τουρκικά φύλα, ήταν τόσο ισχυρή, που δεν επέτρεψε στο γεγονός αυτό να γἴνει γνωστό έξω από τα όριά τους. Το ίδιο συνέβαινε, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό λόγω ταραγμένων σχέσεων με την Κωνσταντινούπολη (μονοφυσιτισμός) και στην Αρμενία.
Δεν είμαι ασφαλώς οπαδός της ΧΑ αλλά πιθανότατα η ενασχόληση με την αρχαία ελληνική παιδεία έδωσε τόσο κύρος στην ελληνόφωνη επίσης εκκλησιαστική παιδεία, και να συνέβαλε στον να διατηρήσουν αυτοί οι δύο λαοί τον Χριστιανισμό τους μέσα σε μια πλημμυρίδα τουρκικών (υπό την ευρεία έννοια) και ισλαμικών εισβολών.
Σ' ευχαριστώ που μου κοινοποίησες την ανάρτησή σου
Λεώνικος
Πολύ όμορφο Δύτη. Ευχαριστούμε. 😉
Και ο (ποιητής) Ρουμί δεν ήταν Ρουμελιώτης;
Άσχετο λιγάκι, αλλά μου τράβηξε την προσοχή η λέξη «αλιτήριος». Το λεξικό του Μπαμπινιώτη λέει:
[ΕΤΥΜ. αρχ., αρχική σημ. «αμαρτωλός, ένοχος», < αλιταίνω «αδικώ, βλάπτω» < αλείτης «αμαρτωλός, φαύλος», αβέβ. ετύμου, ίσως συνδ. με αρχ. γερμ. leid «θλίψη, πόνος, αδικία»].
Ομολογώ ότι την είχα συνδέσει λανθασμένα με τον «αλήτη».
Να προσθέσουμε εδώ και τον ανεκδιήγητο Κ. Λάσκαρη που κατήργησε τη πάλη των τάξεων 🙂
Και η Ζωή Λάσκαρη ήταν αλιτήρια στον «Κατήφορο» (τουλάχιστον).
Ωραίο άρθρο, κυρίως για τις διαδραστικές, διεπιστημονικές, διαπολιτιστικές, δια…, απεριόριστες, τέλος πάντων, δυνατότητες σκέψης, γνώσης κι αναγνωστικής απόλαυσης!
Διάβαζα προχτές για την πολιορκία της Μάλτας και έπεσα πάνω σε έναν Λάσκαρη , που αυτομόλησε από τους Τούρκους. Υπάρχουν κάπου λεπτομέρειες για αυτόν ?
Παιδιά, σας ευχαριστώ όλους. Να πω την αλήθεια αυτό το ποστ μου δεν μου αρέσει πάρα πολύ, σαν κάτι να λείπει, αλλά δεν ξέρω τι. Αν σας άρεσε εσάς όμως, εμένα μου περισσεύει! 🙂
Τώρα κάποιες απαντήσεις:
Λεώνικε, πολύ ενδιαφέρον αυτό με τους Γεωργιανούς και ελπίζω να περάσει ο Ρογήρος να μας πει και κατιτίς παραπάνω.
dystropop, κι εγώ με τον αλήτη είχα συνδέσει τον αλιτήριο για πολύ καιρό. Ο Μεβλανά Ρουμί τώρα, ρουμελιώτη δεν θα τον πεις, ούτε βέβαια Ρωμαίο. Μια σωστή μετάφραση θα ήταν «μικρασιάτης». Γεννήθηκε στην Περσία αλλά ο πατέρας του, αν θυμάμαι καλά, μετανάστευσε στο Ικόνιο -την πρωτεύουσα των Σελτζούκων του Ρουμ, δηλαδή της Μικρασίας- και μια και έγραψε κυρίως στα περσικά, έγινε γνωστός ανατολικότερα ως Ρουμί.
essexgreen, γηράσκω αεί διδασκόμενος λοιπόν. Δεν είχα ακούσει τίποτα γι’ αυτόν τον Λάσκαρη, και στην αρχή όπως έψαχνα σήμερα πίστεψα ότι ήταν λογοτεχνική επινόηση (υπάρχει ένα σχετικό μυθιστόρημα). Όμως όχι. Βρήκα αυτό, βασισμένο στο ημερολόγιο ενός πολιορκημένου· επίσης αυτό, από αγγλικό βιβλίο του 1837, και αυτό, γραμμένο ούτε λίγο ούτε πολύ από τον σερ Γουόλτερ Σκοτ του Ιβανόη. Διαβάζω στο σχετικό κεφάλαιο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (τ. Ι΄, σελ. 244), γραμμένο από τον Νίκο Μοσχονά, ότι «τη νίκη αυτή συνέβαλε σημαντικά και ο Έλλην εξωμότης Φίλιππος Λάσκαρις από την Πάτρα, που ενώ είχε το αξίωμα του Τούρκου σπαχή εγκατέλειψε τις τουρκικές γραμμές και φανέρωσε τα σχέδια των Τούρκων στους χριστιανούς. Ο ίδιος επέστρεψε στον χριστιανισμό και εγκαταστάθηκε στη Μάλτα. Απόγονός του, ο Ιωάννης Παύλος Λάσκαρις, έγινε το 1642 μέγας μάγιστρος του τάγματος του αγίου Ιωάννη». Αυτός ο μέγας μάγιστρος είναι αυτός, και δεν μου φαίνεται πολύ σίγουρο να είναι απόγονος του εξωμότη μια και Λάσκαρεις από την παλιά βυζαντινή οικογένεια υπήρχαν ήδη στην Ιταλία. (Εδώ για τους ιταλομαθείς). Γενικά με αυτό το πλατσούρισμα που μόλις έκανα σε ό,τι πηγές μπόρεσα να βρω βιαστικά (στη μέση μιας περίπλοκης μέρας), έχω την εντύπωση ότι κάποιος εξωμότης υπήρξε μεν, αλλά ακόμα και το αν λεγόταν Λάσκαρης δεν είναι βέβαιο, πόσο μάλλον ότι ήταν απόγονος της γνωστής οικογενείας. Ο μύθος μπορεί να δημιουργήθηκε μετά. Μπορεί και όχι, βέβαια.
Ε, αστειευόμουν βέβαια. Εννοούσα απλώς την ετυμολογική συγγένεια. Κατά τα άλλα, για τους Κινέζους είμαστε όλοι Δυτικοί, και οι Λαρισαίοι και οι Υδραίοι.
Παρεμπιπτόντως, έχεις διαβάσει καμιά μετάφραση (του Ρουμί) που να στέκεται;
Ευχαριστώ Δύτη , οι περιπέτειες της βυζαντινής «νομενκλατούρας» στο τέλος της αυτοκρατορίας και αργότερα θα πρέπει να βγάζουν πολύ ενδιαφέροντες ιστορίες.
dystropop, η αλήθεια είναι πως δεν έχω διαβάσει σχεδόν καθόλου Ρουμί, ούτε σε μετάφραση ούτε σε άλλη γλώσσα. Στην πραγματικότητα η κοντινότερη επαφή μου ήταν ό,τι έψαξα τότε που σκάλιζα την προϊστορία της «ιστορίας των δύο που ονειρεύτηκαν» (εδώ).
essexgreen, να μερικές ιστορίες από τα κατορθώματα της βυζαντινής αριστοκρατίας μετά την Άλωση (πέρα από τους Παλαιολόγους βεζίρηδες Μουράτ και Μεσίχ πασά) — αντιγράφω από τον Χαλίλ Ινάλτζικ, Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τ. Α΄: 1300-1600, Αθήνα 2008, σελ. 235-7:
(μα γιατί πάλι για Οθωμανούς μιλάμε;) 😉
Lashkar-e-Taiba.
Είπαμε, σημαίνει «στρατός» 🙂
Και πάλι ωραίο, Δύτη! Πώς μου ξέφυγε και δεν το είδα όταν πρωτοδημοσιεύθηκε στη Λεξιλογία; Μάλλον πρόκειται για παράπλευρη απώλεια οφειλόμενη στις πασχαλινές διακοπές μου… mea culpa! 😦
Σχεδόν τίποτε δεν έχω να προσθέσω στα όσα ενδιαφέροντα επισημαίνει ο Λεώνικος. Πράγματι η βασιλεία της Θάμαρ αποτελεί τον Χρυσό Αιώνα της Γεωργίας και οπωσδήποτε πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία η χώρα ασκεί τη μεγαλύτερη επίδραση στον χριστιανικό κόσμο. Να προσθέσω, ίσως, ότι η Γεωργία αποτελούσε τη μεγαλύτερη ελπίδα αντιμετώπισης του ισλαμικού κινδύνου για πολλούς στα σταυροφορικά κράτη της Συρίας-Παλαιστίνης. Κι ότι πλειοδότησε ώστε να επιτύχει την επιστροφή του Τιμίου Σταυρού (ή τέσπα όποιου πράγματος θεωρούσαν οι χριστιανοί ως τέτοιο) που είχε πάρει λάφυρο ο Σαλαδίνος μετά τη Μάχη του Χαττίν (μάταια πάντως).
Για τη θεωρία του γλωσσικού δανείου μέσω γεωργιανών δεν ξέρω, αλλά μου μοιάζει ενδιαφέρουσα.
Καλώστονα, κι έλεγα τι έγινες 🙂
Καλώς σε (σας) βρίσκω και πάλι! 🙂
Ά, ναι… ώστε (κατά Λεώνικο) και η κοκώνα από τα γεωργιανά; (αν δεν με απατά η μνήμη μου, το ΛΝΕΓ τη δίνει ως ρουμανικού ετύμου).
Με μια πρόχειρη ματιά στο Λόρδο Τζίμ, βρίσκω Μαλαίους ναυτικούς : «Δυο Μαλαίοι, σιωπηλοί και σχεδόν χωρίς να σαλεύουν, βάσταγαν το τιμόνι, ο ένας από τη μια μεριά, ο άλλος απ΄ την άλλη, κι η μπρούτζινη στεφάνη της ρόδας στραφτάλιζε δω κι εκεί κάτω απ΄ το φωτεινό δαχτυλίδι που έριχνε πάνω της η γκριζόλα…….Τα μάτια των δύο Μαλαίων στο τιμόνι στράφηκαν γυαλίζοντας κατά τη μεριά των λευκών, αλλά τα μελαψά τους χέρια παρέμειναν σφιχτοδεμένα στις αχτίνες της ρόδας».
Από άλλο βιβλίο του Κόντραντ, το Προσωπικό Ημερολόγιο : «Ο σεράνγκ και το πλήρωμα των Μαλαίων επισκεύαζαν τους μπότσους του φορτίου και δοκίμαζαν τα βαρούλκα…..»
Αναφορά στους σεράνγκ από την ιστοσελίδα που βρήκες : http://www.lascars.co.uk/tpao.html
Αμέλησα να σου ευχηθώ στην ανάρτηση για την τετραετία, σου εύχομαι από εδώ, πάντα δυνατός να ΄σαι και ανήσυχος.
Με μια μικρή αναζήτηση, μόνο δύο αναφορές στον «Λόρδο Τζιμ». Ανέλπιστο, που είπε η άλλη στο Σημίτη, ή μάλλον το ανάποδο.
Καταλαβαίνω τώρα γιατι είναι αδύνατο να εντοπίσεις λασκαρέους στην ελληνική έκδοση (εκδόσεις γράμματα, 1989) που εγώ κατέβασα από τη βιβλιοθήκη μου και συμβουλεύτηκα. Και στα δύο αποσπάσματα που βρήκες, οι lascars μεταφράζονται ως «ιθαγενείς», ενώ οι σεράνγκ ως λοστρόμοι. Μπορεί να είναι «σωστή» μετάφραση, αλλά είναι άχρωμη και δεν μεταδίδει την ιστορία πίσω από τη λέξη. Θα μπορούσε να βάλει λάσκαροι και να το επεξηγεί με υποσημείωση. Δεν μ΄ αρέσει όμως να γκρινιάζω, από αυτά τα βιβλία γνωρίσαμε τον Κόνραντ, εμείς που δεν ξέρουμε γλώσσες. Να ΄ σαι καλά.
Ε, κι εγώ απ’ αυτά τα βιβλία τον γνώρισα! 🙂
εξαιρετική εργασία Δύτη, άργησα να το δω, αλλά κάθε φορά που διαβάζω ιστορίες λέξεων νιώθω όπως όταν διαβάζω Sebald!
Μη με κολακεύεις έτσι γιατί… γιατί… ξερωγώ, θα κρατήσω την αναπνοή μου 🙂
Δύτη, πολύ όμορφη ανάρτηση, αγγίζεις ζητήματα εξαιρετικά κομψής πολυπλοκότητας. Και για να τσιμπήσουμε λίγο τους ρυθμούς, κοντεύει ένας μήνας. Αναμένουμε. :p
Μη με πιέζετε, όλα θα γίνουν! 🙂
(ευχαριστώ!)
Καλησπέρα,
Με λένε Ελένη Λάσκαρη και η καταγωγή μου είναι από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας. Γεννημένη στην Αθήνα, στο Θησείο, πάντα ήθελα να μάθω πώς προήλθε το επώνυμό μου και από πού κρατά η σκούφια μου.
Αγαπητέ Δύτη με τις γνώσεις σου έριξες λίγο φώς στο σκοτάδι μου. Στην οικογένειά μου τα ονόματα που επικρατούν είναι Θεόδωρος, Ιωάννης, Πέτρος, Ιφιγένεια, Βενετία, Ελένη, Κωνσταντίνος, Ηλίας κ.α. Πολύ θα ήθελα να έριχνες λίγο ακόμα φως στην γενιά μου αν μπορείς.
Καλησπέρα! Δυστυχώς δεν ξέρω τίποτα παραπάνω απ’ όσα έγραψα εδώ. Οι Λασκάριδες (Λασκαραίοι, ή ό,τι θέλετε) μοιάζουν να εμφανίζονται παντού μετά την Άλωση πάντως, και όχι μόνο στην Ελλάδα: Ιταλία, Μάλτα.
Μια και ανέφερα στο ποστ εκείνη την ιστορία του Κόναν Ντόιλ, The man with the twisted lip, όπου ο Σέρλοκ Χολμς εξιχνιάζει την υπόθεση ενός ευκατάστατου τύπου που προσποριζόταν τα προς το ζην και όχι μόνο ζητιανεύοντας στο κέντρο του Λονδίνου, ορίστε πώς η ζωή αντιγράφει την τέχνη:
Κι ένα απίστευτο εύρημα με Λάσκαρεις (μέσω silezukuk)
Σημειώστε ότι δεν αγνοούν την ετυμολογία του ονόματος (εντάξει, κατά κάποιο τρόπο): Laskaris [Latin adaptation: Lascaris]: Greek derivative of the Urdu-Hindi, lashkar [soldier]. Linguistic influence from Bactria and Babylonia — part of the area ruled by the Seleucids during the Hellenic, namely, Macedonian presence.
Από το σημερινό σου λίνκ στου Σαραντάκου οδηγήθηκα εδώ.
Θέλω όμως να συνεισφέρω μια πρόταση ετυμολόγησης του ονόματος. Καταρχήν, και λόγω της ύπαρξης του ονόματος Λάσκος/-ας και του σύνθετου Λασκάκης είναι προφανές ότι το Λάσκαρης αποτελεί σύνθεση του Λάσκος/-ας και της μεγεθυντικής κατάληξης -αρης (βλ. Κ. Μηνάς, Μορφολογία της μεγέθυνσεως στην ελληνική γλώσσα, Ιωάννινα 1978: 186-189, με παράδειγμα το ίδιο το Λάσκαρης στη σελ. 187).
Επίσης, το θέμα Λάσκ- έχει ετυμολογηθεί ως προερχόμενο από το σλαβικό lӗska που σημαίνει τη λεπτοκαρυά/φουντουκιά. Το σλαβικό ӗ αποδίδεται γενικά στα ελληνικά είτε με á ή με iá ή και με é (για αυτά βλ. Κ.Οικονόμου, Τοπωνυμικό Ζαγορίου, Ιωάννινα 1991: 502 και 962-963 για τις τροπές των φθόγγων). Έτσι εκτός από το Λάσκος/-ας, έχουμε και Λιάσκος/-ας αλλά και Λέσκος/-ας. Τέλος, το lӗska έχει δώσει και τοπωνύμια, Λιασκοβέτσι στο Ζαγόρι, Λιασκοβίκι ή Λεσκοβίκι στην Αλβανία κ.α.
Προς τη σλαβική ετυμολογία δείχνει και το γεγονός ότι μια από τις πρώτες εμφανίσεις του ονόματος στις βυζαντινές πηγές είναι από τη Θεσσαλονίκη http://en.wikipedia.org/wiki/Laskaris.
Πολύ ωραίο και κατατοπιστικό!
Να προσθέσω το χακί στις λέξεις από την Ανατολή, παρόλο που έχει ενσωματωθεί τόσο στα ελληνικά.
Έστειλα ένα σχόλιο πρωτύτερα, αλλά δεν εμφανίζεται. Προσπαθώ να το ξαναστείλω και μου λέει ότι το έχω ήδη στείλει. Μήπως περιφέρεται σε καμιά σπαμοπαγίδα;
Γρηγόρη, καλά που το σημείωσες γιατί θα χανόταν! Κάτι δεν με πολυπείθει σ’ αυτή την ετυμολογία –αλλά δεν είμαι και ειδικός.
Μιχάλη, ανακάμπτεις δριμύτερος λοιπόν 🙂
Πες τις αντιρρήσεις σου. Μπορεί να πειστώ εγώ στο τέλος… 🙂
Πάντως στην πρώτη εμφάνιση του Λάσκαρης (διαθήκη του 1059) το όνομα είναι βαφτιστικό, πράγμα που κατά τη γνώμη απομακρύνει το να προέρχεται από μια ιδιότητα (lascar).
Χμ, δεν έχω καμία αντίρρηση στην πραγματικότητα. Το ξανακοιτάζω δηλ.: στο Λεξικό του Βυζαντίου, της Οξφόρδης, ο Καζντάν (ο ίδιος πρέπει να το έγραψε το λήμμα) γράφει ότι ναι μεν η πιο πιθανή ετυμολογία είναι η περσική, αλλά οι πρώτοι γνωστοί Λασκάρηδες (αυτοί που λες κι εσύ) ήταν χωρικοί. Βλέπω στη Βίκι επίσης ότι D. Polemis suggested that it comes from δάσκαρης, a Cappadocian variant for «teacher».
Στο επιχείρημά σου, πάντως, ότι στην πρώτη εμφάνιση είναι βαφτιστικό το όνομα: γιατί είναι πιθανότερο ένα σλάβικο βαφτιστικό που δεν μαρτυρείται αλλού ως τέτοιο (ή κάνω λάθος;) από ένα περσικό; Να μου πεις για τη Θεσσαλονίκη, μάλιστα.
Την πρόταση του Πολέμη δεν την πρόσεξα στη Βίκι, αλλά πολύπλοκη μου φαίνεται, χωρίς να ξεκαθαρίζει πώς το δ γίνεται λ.
Να κάνω (μόνος μου) το δικηγόρο του διαβόλου και να πω ότι η διαθήκη του 1059 ανήκει σε έναν αξιωματούχο Βοΐλα (=βουλγαρικό όνομα) ο οποίος βρίσκεται ακριβώς στην Καππαδοκία. Όμως ο Λάσκαρης (και ο γιος του Μιχαήλ) είναι δούλοι του απελεύθεροι, που σημαίνει ότι δεν προέρχονται κατανάγκη από την Καππαδοκία.
Τέλος, μου φαίνεται πιθανότερο το σλαβικό διότι οι Σλάβοι έχουν παράδοση να δίνουν βαφτιστικά από δέντρα. Ο Ινδός lascar από την άλλη δεν ξέρω πώς μπορεί να έφτασε να ονοματοδοτήσει ανθρώπους στη Ρωμανία…
Δεν (μπορώ να) επιμείνω –αλλά δεν είναι Ινδός ο λασκάρ εδώ, είναι Πέρσης ή ακόμα (δες το πρώτο σχόλιο, του Λεώνικου) Γεωργιανός.
Και από τα γεωργιανά να ήρθε, πρέπει να καθορίσουμε την πορεία του δανείου στην γλώσσα, να δούμε τι γίνεται γενικά με τα γεωργιανά (;) δάνεια στην ελληνική κλπ. Νομίζω ότι οι απλούστερες λύσεις είναι οι πιο πιθανές.