Ένα μικρό απόσπασμα από την Ιστορία φοβερή, μια μισοτελειωμένη νουβέλα του Φώτη Κόντογλου που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» το 1937 και τώρα βρίσκεται στον έβδομο τόμο των Έργων του (Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι, Αθήνα: Αστήρ 1987· παρεμπιπτόντως, εδώ πρωτοδιάβασα για τον Παταγό, τον ταξιδευτή της κεντρικής Ασίας και της Αφρικής). Άδικα ξεχασμένος σήμερα ο Κόντογλου, πιστεύω επειδή ταυτίστηκε (και συνειδητά, προς το τέλος της ζωής του) με μια συγκεκριμένη συντηρητική και θρησκευτική νοοτροπία. Διαβάστε όμως αυτό· κι αν σας άρεσε, ψάξτε να βρείτε τον Πέδρο Καζάς.
Η νουβέλα αφηγείται τις χαοτικές περιπέτειες φανταστικών κουρσάρων, για να σας βάλω στο κλίμα.
Φαίνεται πως άλλη φορά αυτά τα μέρη είχανε πολύν κόσμο, γιατί όπου να βγαίνανε βρίσκανε χαλάσματα, τειχιά, μάρμαρα πελεκημένα, σε πολλές μεριές είδανε κι’ αγάλματα αρχαία, κι’ αντίκες μπρούτζινες. Πολλές φορές σκάβανε κιόλας άμα βρίσκανε καμιά καμάρα για να βρούνε θησαυρό, μα βρίσκανε μόνο κομμάτια από πιθάρια και κεραμίδια. Εξόν από το κάστρο της Αλάγιας που ζωντάνευε τον τόπο, η ακρογυαλιά τραβούσε μίλια και μίλια έρημη, δίχως άνθρωπο, δίχως ίσκιο.
Μια μέρα ήβγανε να πάρουνε νερό απόνα ποτάμι, κι’ ανεβήκανε απάνου σ’ ένα μικρό χαμοβούνι, κ’ ηύρανε μεγάλο κάστρο και μάρμαρα πολλά· ένας ναύτης ηύρε ένα δαχτυλίδι ακριβό κι’ άλλοι ηύρανε φλωριά μαλαματένια. Καθίσανε σ’ αυτό το μέρος καμμιά βδομάδα και παιδευτήκανε να σκάβουνε, να σηκώνουνε με το λοστό τα μάρμαρα για να βρούνε θησαυρό, μα δεν ηύρανε τίποτα, μόνο κόκκαλα πολλά. Εκεί πέρα είδανε να πετάνε κόκκινα κοράκια και φοβηθήκανε. Κοντά σ’ ένα μέρος λεγόμενο Κελέντερε είνε ένας κάβος που βγαίνει αντίκρυα στην Κύπρο, κι’ απάνου στα γκρεμνά είδανε πολλά αρχαία χαλάσματα, χτισμένα με κάτι πέτρες φοβερές, πολιτεία μεγάλη μια φορά, σκάλες μαρμαρένιες, κολόνες που σάστισε ο νους τους, καμάρες, εκκλησιές, τι πράματα! Οι κουρσάροι μπαινοβγαίνανε σαν νάτανε αφεντικά. Όπου να σκάβανε ξεχώνανε κόκκαλα, χιλιάδες νεκροκέφαλα. Παραπέρα η ακρογυαλιά ήτανε σαν τοίχος, βράχος μονοκόμματος και μέσα στο νερό στεκόντανε σκόρπια βράχια με σκέδια παράξενα, μέρος βαρύ σαν την κόλαση. Σε κάθε μίλι βρίσκανε κι’ άλλη μια πολιτεία ρεπιασμένη, κάστρα αραχνιασμένα, λησμονημένα από τους ανθρώπους.
Μέσα στον κόρφο της Μερσίνας πηγαίνανε και πέρνανε νερό σ’ ένα μέρος πούχε ένα κάστρο ρεπιασμένο πολύ μεγάλο, ανίκητο στον καιρό του, καθώς κι’ απάνου σ’ ένα μικρό ξερονήσι πούνε αντίκρυ και κάνει ανάμεσα ένα στενό μπουγάζι. Εκεί πέρα βρίσκονται χτίρια θεόρατα, πύργοι με πέντε κ’ έξη πατώματα, αγάλματα γίγαντες πεσμένα και τσακισμένα μέσα στ’ αγριόχορτα, φαίνεται πως τ’ αναποδογύρισε κανένας μεγάλος σεισμός. Σ’ αυτό το μέρος ηύρανε τα πιο πολλά κόκκαλα, νταμάρια από κόκκαλα. Μέσα σε κάτι κατώγια ηύρανε πολλά άρματα αρχαία, σκουριασμένα, σιδερένεις περικεφαλαίες, δοξάρια, σαγίτες, σιδερένια πουκάμισα και τα ρίξανε στην ακρογυαλιά. Σ’ ένα παλάτι ηύρανε και ζουγραφιές με διάφορα σκέδια και με μπογιές ζωηρές, μα οι νυχτερίδες είχανε φαγωμένο τον τοίχο. Οι καμάρες που φέρνανε το νερό στην πολιτεία βαστούσανε ώρες δρόμο. Ένας γέρος που ήτανε παγεμένος κι’ άλλη φορά, είπε πως αυτή ήτανε η πολιτεία που πέθανε ο Μεγαλέξανδρος και στοίχειωσε, και πως εκεί κοντά είνε το ποτάμι που κολύμπησε και πέθανε.
Σ’ ένα μεγάλο χάλασμα γεμάτο φίδια, ηύρανε κάτι θολωτές καμάρες σαν εκκλησιά κάτ’ από τη γης, φόβος σ’ έπιανε, τόσο μεγάλο χτίριο που θα χωρούσανε χιλιάδες ανθρώποι. Εκεί μέσα ψάξανε, μα δεν ηύρανε τίποτα, εξόν πλήθος γράμματα σκαλισμένα με το καρφί για με το σπαθί απάνου στους τοίχους, σε διάφορες γλώσσες, ελληνικά, ιταλιάνικα, τούρκικα, κι’ άλλες γλώσσες, σε μια μεριά ήτανε γραμμένο στ’ αράπικα:
«Ελ άριφ εκμπέρ ου ρον μπατί» που θα πει: «πολλοί ανθρώποι χαλαστήκανε δω μέσα».
* * *
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, άρχισα να συγκεντρώνω βιβλία σχετικά με τις Μεγάλες Εξερευνήσεις. Ψάχνοντας βιβλιογραφία για αυτό το θέμα προσπάθησα να βρω το «Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι» ή το « Ο αστρολάβος» (δε θυμάμαι καλά…πρέπει να κοιτάξω τα κιτάπια μου) γιατί είχα την πληροφορία (και πάλι δε θυμάμαι από πού) πως στα βιβλία αυτά υπήρχαν πληροφορίες για κάποιους έλληνες ναυτικούς που συμμετείχαν σε κάποια από τα ταξίδια των Μεγάλων Εξερευνήσεων. Δεν κατάφερα όμως να τα βρω. Δύτη συμφωνώ … μου αρέσει και μένα ο Κόντογλου σαν διηγηματογράφος. Είχε και μια ωραία συλλογή διηγημάτων πριν λίγο καιρό το περιοδικό Λέξη. Πάντως με τη θρησκεία και με την κριτική του στη δυτική ζωγραφική το παράκανε στο τέλος και είναι κρίμα…σε νεανική ηλικία , είχε γράψει μια Ιστορία της Δυτικής Τέχνης που ήταν αρκετά καλή από ότι θυμάμαι…μετά δεν ξέρω τι έπαθε.
Το βιβλίο που ψάχνεις πρέπει να είναι το «Φημισμένοι…», και μάλλον κυκλοφορεί ακόμα γιατί ανατυπώθηκε στη δεκαετία του ’90. Αλλά νομίζω ότι τα κορυφαία του είναι ο «Πέδρο Καζάς», η «Βασάντα» και ο «Αστρολάβος». Και το «Αϊβαλί, η πατρίδα μου». Αυτό όμως έχει και μια ενδιαφέρουσα παράμετρο, πώς δηλαδή στις αναμνήσεις του Κόντογλου που έφυγε από το Αϊβαλί παιδάκι κυριαρχεί μια παραδείσια κοινωνική αρμονία, ενώ ξέρουμε ότι στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, (με μια παραπλήσια κοινωνική συγκρότηση), οι Αϊβαλιώτες έζησαν μια εντυπωσιακή κοινωνική διαμάχη στα όρια του εμφυλίου.
Μπορείτε στου Σαραντάκου να διαβάσετε απ’ τις «Αδάμαστες ψυχές» και το μπουκανιέροι και φλιμπουστιέροι. Έχει ενδιαφέρον και η μεταγραφή των τοπωνυμίων στα ελληνικά.
Δύτη, γι’ αυτό και τα σχολικά βιβλία ανθολογούν το Αϊβαλί.
Ε βέβαια, τι θα βάζανε, το σκελετό του πειρατή στο λάκκο;…
[…] ωστόσο: ενός μπακάλη απ’ αυτούς που περιγράφει ο Κόντογλου, ή κάποιου σαν τον φουκαρά τον καφετζή που για να μην […]