Όταν είχα πρωτογράψει εδώ για τον Τόμας Πύντσον, είχα σημειώσει την ομοιότητά του με τον Γουΐλλιαμ Μπάροουζ. Το Ενάντια στη μέρα, τις 1234 σελίδες του οποίου (αναρωτιέμαι αν η σελιδοποίηση έγινε επίτηδες, η πυθαγορική τετρακτύς παίζει κάποιο ρόλο στο βιβλίο) τέλειωσα την Κυριακή του Πάσχα σε κατάσταση ευγενούς χανγκόβερ, με έπεισε ακόμα περισσότερο. Η ομοιότητα με τα δύο τελευταία βιβλία του Μπ., τον Τόπο των νεκρών δρόμων και τις Πόλεις της κόκκινης νύχτας, είναι εκπληκτική. Ε ναι, αν θαυμάζω αμερικανούς συγγραφείς, είναι αυτοί οι δυο. Τι μοιράζονται; Την ιστορική, παγκόσμια διάσταση της πλοκής (στο μέλλον ο Μπάροουζ, στο παρελθόν ο Πύντσον)· την αναρχική οπτική (με την πολιτική έννοια) και την αναρχική γραφή (με τη φιλολογική έννοια)· την πληθώρα χαρακτήρων και ιστοριών μέσα στην ιστορία· μια ορισμένη χρονολογική παράκρουση στην αφήγηση· τη μετουσίωση στοιχείων όπως τα ναρκωτικά και το σεξ σε λιβάδια καλπάζουσας λογοτεχνικής φαντασίας.
Τώρα, υποσχέθηκα να γράψω για το Ενάντια στη μέρα, παρόλο που δεν μου είναι εύκολο να παρουσιάζω βιβλία, και θα προσπαθήσω να το κάνω. Πολύ καλύτερα το έκανε ο Παπαγιώργης, το θηρίο, που το διάβασε όπως φαίνεται και σε χρόνο ρεκόρ, εδώ. Μια ιστορία, ή μάλλον πολλές ιστορίες, ανάμεσα στα τέλη του 19ου αιώνα και το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τα ορυχεία του Κολοράντο και το Μεξικό μέχρι την Κεντρική Ασία και τη Σιβηρία… η ιστορία ενός αναρχικού δυναμιτιστή και των παιδιών του, ένα steampunk αερόπλοιο και ο ρωσικός σωσίας του μέσα από βιβλία τσέπης… στην πραγματικότητα, πώς να το πω, μια παράλληλη ιστορία ενός παράλληλου κόσμου. Μπορεί να είναι στην Κούφια Γη, που εμφανίζεται στην αρχή του βιβλίου, ή στην Αντιχθόνα, την Άλλη Γη, που εμφανίζεται στο τέλος του, ή σε έναν κόσμο που υπάρχει δίπλα, σε μια διάσταση που δεν συλλαμβάνουμε αυτή τη στιγμή: μια Δημιουργία τοποθετημένη ακριβώς δίπλα απ’ αυτήν εδώ, τόσο κοντά, ώστε να αλληλεπικαλύπτονται στα πολλά σημεία όπου η μεμβράνη ανάμεσα στους κόσμους έχει γίνει πολύ λεπτή και διαπερατή (σελ. 643), ή αλλιώς: Ήταν θεωρητικά δυνατόν, όπως του έδειξαν χωρίς καμία αμφιβολία, να πάρει κανείς μια σφαίρα σε μέγεθος μπιζελιού, να την κόψει σε αρκετά κομμάτια με πολύ συγκεκριμένο σχήμα, και να τα επανασυναρμολογήσει φτιάχνοντας μια άλλη σφαίρα στο μέγεθος του ήλιου (…) «Δεν καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Εκείνοι οι ινδοί μυστικιστές, οι θιβετιανοί μοναχοί, και τα λοιπά, είχαν δίκιο, ο κόσμος που νομίζουμε ότι ξέρουμε μπορεί να τεμαχιστεί και να επανασυναρμολογηθεί σε πάμπολλους κόσμους, ο καθένας τους εξίσου πραγματικός με αυτόν εδώ» (σελ. 1226).
Στο πρώτο ποστ, που ανέφερα στην αρχή, ενόψει της έκδοσης της μετάφρασης, είχαμε κάνει μια συζήτηση για τον τίτλο. Τώρα βλέπω ότι πολύ σωστά επιλέχθηκε η κατά λέξη μετάφραση του Against the Day: η εικόνα της μέρας σαν κάτι εχθρικό, σαν τον χρόνο των άλλων/της εκμετάλλευσης/της καθημερινότητας, κάτι στο οποίο δίνουμε κάτι σαν φόρο ή αγωνιζόμαστε διαρκώς, επανέρχεται συνέχεια στις σελίδες του βιβλίου (βλ. και εδώ και εδώ). Ένας αθέατος πρωταγωνιστής άλλωστε είναι η Ιστορία: ο καπιταλισμός των robber barons, το Μεγάλο Παιχνίδι του Κίπλινγκ, τα ταραγμένα Βαλκάνια λίγο πριν και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων του ’12 (εμφανίζεται και η Κέρκυρα σε μια πολύ ωραία περιγραφή, όπου έχει θέση μέχρι και η τσιτσιμπύρα· παναπεί ότι ο αθέατος κύριος Πύντσον μπορεί να είχε κάτσει και δίπλα μου στο Λιστόν κανένα καλοκαίρι μεταξύ 2001 και 2005…). Και ένας άλλος, είναι τα μαθηματικά, και συγκεκριμένα η κοσμογονία της κρίσης της λογικής: ο Χίλμπερτ, ο Ρίμαν και οι μη ευκλείδειες γεωμετρίες, η ανακάλυψη των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, ο προβληματισμός για τη φύση του φωτός και για την τέταρτη διάσταση.
Και φυσικά, ο Πύντσον επιδίδεται ως συνήθως σε ένα παιχνίδι διακειμενικότητας (πώς σιχαίνομαι αυτή τη λέξη, όμως!): αναφορές στον εαυτό του (η φράση Από εκείνη τη στιγμή, όποτε γινόταν μια έκρηξη δυναμίτιδας, ακόμα και πολύ πέρα από το ακουστικό πεδίο του, κάτι τιναζόταν ταυτόχρονα κάπου μέσα στη συνείδηση του Λιου… και μετά από λίγο καιρό άρχισε να το νιώθει μόλις πριν γίνει η έκρηξη, σελ. 210, παραπέμπει κατευθείαν στο Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας) ή σε οποιονδήποτε άλλο (στο Μέισον και Ντίξον δεν δίστασε να εμφανίσει τον Ποπάι συνδέοντάς τον με το βιβλικό Εγώ ειμί ο Ων, εδώ ας πούμε κλείνει το μάτι στον Έρικ Άμπλερ και τη Μάσκα του Δημητρίου γράφοντας: Παρόλο που η Βέσνα είχε σοβαρή σχέση με έναν κακοποιό από τη Σμύρνη, τον Δημήτρη, σελ. 961· αλλά μια και ανέφερα το Εγώ ειμί ο Ων -που θυμίζει και ένα δοκίμιο του Μπόρχες- ορίστε άλλη μια υπέροχη φράση: Ο Ήλιος προσπαθούσε κάτι να του πει- «Πέρα απ’ το συνηθισμένο «Ε, εγώ είμαι. Εγώ είμαι», βέβαια, που είναι λίγο-πολύ αναμενόμενο πια», σελ. 1024-25).
Τι άλλο να γράψω; Χιούμορ, όπως εδώ: «Οι Εσκιμώοι πιστεύουν πως κάθε αντικείμενο στο περιβάλλον τους έχει έναν αόρατο κυβερνήτη (…) και επομένως μια δύναμη που πρέπει να πειστεί μέσα από διαφόρων ειδών δωροδοκίες, για να μην βλάπτει τους ανθρώπους». Στην αναφορά αυτής της παραδοσιακής τακτικής, τα αφτιά των μελών της επιτροπής έγιναν μυτερά και έγειραν προς τα εμπρός (σελ. 172), ή εδώ: καθώς και «εκπαιδευτές» βαλσαμωμένων ζώων, που το ρεπερτόριό τους σε κόλπα έτεινε προς το στοιχειώδες (σελ. 391), ή: [σκηνή σε φρενοκομείο· κάποιος φωνάζει:] «Ich bin ein Berliner!» (…) «Δεν θα σας πειράξει», τον διαβεβαίωσε ο Δρ Ντίνκοπφ, καθώς οι υπάλληλοι κρατούσαν επιδέξια τον ασθενή μακριά του. «Έχει αρχίσει να πιστεύει ότι είναι ένα συγκεκριμένο πασίγνωστο γλυκό του Βερολίνου -παρόμοιο με το δικό σας αμερικάνικο, πώς το λέτε, γεμιστό ντόνατ» (σελ. 712).
Παρατηρήσεις που κόβουν την ανάσα: συνέχισαν δυτικά, ώσπου μια μέρα έφτασαν στα Σαν Χουάν, και η Ντάλι μπήκε από κάποια πόρτα, και ο Μερλ σήκωσε το βλέμμα και είδε αυτή τη μεταμορφωμένη νεαρή γυναίκα και συνειδητοποίησε πως τώρα πια ήταν θέμα χρόνου ώσπου να ανοίξει τα φτερά της και να αρχίσει να κάνει δύσκολη τη ζωή οποιουδήποτε άντρα βρεθεί στο δρόμο της (σελ. 89-90), ή Έτσι, η Εντουάρντα και ο Σκάρσντεϊλ ήταν μαζί κάθε μέρα, κι όμως ζούσαν ασύμπτωτες ζωές, ο καθένας μέσα στη δική του ελαττωματική πόλη, σαν μερικές επιστρώσεις κάποιας νέας μεθόδου έγχρωμης εκτύπωσης, του Σκάρσντεϊλ σε γκρίζους τόνους, της Εντουάρντα σε μοβ (σελ. 185), ή Τα αδέρφια της είχαν φύγει προ πολλού, κι αυτός που της έλειπε περισσότερο ήταν ο Κιτ, γιατί οι δυο τους ήταν οι μικρότεροι και μοιράζονταν κάτι σαν ξεροκεφαλιά, έναν πόθο για κάποιο ανέλπιστο πεπρωμένο, ή, ίσως, μια απλή πεισματάρικη αποστροφή προς την καθημερινή ζωή των άλλων (σελ. 218), ή Γυαλιστερά μαύρα μάτια, προτεταμένα σαν όπλα σε μονομαχία (σελ. 473), ή Το ηλιόφως μπήκε στο μαγαζάκι και αμέσως τα μαλλιά της έγιναν σαν πυρακτωμένα. Και μετά οι δυο τους βυθίστηκαν σε κάτι σαν παράλυση, όπου ό,τι και να έλεγαν θα ήταν λάθος (σελ. 833).
Πολιτικές παρατηρήσεις: «…Ο πίθηκος εξελίσσεται σε άνθρωπο, και αυτό είναι το επόμενο βήμα- ο άνθρωπος εξελίσσεται σε τι; Σε κάποιον σύνθετο οργανισμό, στην αμερικανική μετοχική εταιρεία, για παράδειγμα, στην οποία ακόμη και το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει νομικό πρόσωπο – ένα νέο ζωικό είδος, το οποίο μπορεί να ξεπεράσει οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει μόνος του ένας άνθρωπος, όσο έξυπνος και δυνατός κι αν είναι» (σελ. 169)· «Οπότε… λοιπόν», είπε ο Ράντολφ (…) «μας οδηγεί ο φόβος; Εκεί καταντήσαμε; Ένα μάτσο κουνέλια που κινούνται σπασμωδικά, ντυμένα με στολές που προορίζονταν για άντρες;» «Το θεμέλιο του πολιτισμού, φίλε», είπε χαρωπά ο Ντάρμπι. «Πάντα έτσι ήταν» (σελ. 280)· ψάχνοντας αφορμή για να συλλάβουν τους απεργούς, οι οποίοι ήταν Έλληνες και Βούλγαροι, Σέρβοι και Κροάτες, Μαυροβούνιοι και Ιταλοί. «Εκεί πέρα στην Ευρώπη», εξήγησε ο Γιούμπολ, «όλοι αυτοί σκοτώνονται μεταξύ τους για κάτι μπερδεμένες πολιτικές θέσεις που κανείς τους δεν τις καταλαβαίνει. Αλλά μόλις έρχονται εδώ, μέχρι να πεις κύμινο, αφήνουν στην άκρη όλα εκείνα τα αρχαία μίση και γίνονται αδέρφια στον αγώνα, γιατί καταλαβαίνουν πολύ καλά ποια είναι ακριβώς η κατάσταση» (σελ. 1141).
Και φυσικά, η απίστευτη φαντασία του Πύντσον. Ορίστε μερικά μόνο δείγματα, φαντασίας αποκρυσταλλωμένης σε φράσεις:
Ο Χάντερ έστησε το καβαλέτο του έξω, απέναντι από το δρόμο, και άρχισε να προσπαεί να ζωγραφίσει το μέρος, αλλά σύντομα μικροσκοπικές στάλες αλμυρής ομίχλης άρχισαν αναπόφευκτα να ενώνονται, αλλά όχι και να αναμιγνύονται, με το γκρίζο του Πέιν και το κίτρινο της Νάπολης, και τα επόμενα χρόνια, καθώς οι μικροί καμβάδες αυτής της περιόδου άρχισαν να ταξιδεύουν ανά τον κόσμο, με την αξία τους να αυξάνεται διαρκώς, αυτό δημιούργησε είδωλα, σκιές και επανακαθορισμούς του χώρου, που, παρόλο που υπήρχαν όλα αυτά στην πραγματικότητα, ο Χάντερ δεν τα είχε δει τότε (σελ. 148-149)· ή: Έφτασαν σε μια σπηλιά όπου έβρεχε, ήρεμα αλλά σταθερά. Μέσα σ’ αυτή τη συγκεκριμένη σπηλιά, του εξήγησε, έπεφτε σταθερά για χιλιάδες χρόνια όλη η βροχή που θα έπρεπε να πέφτει στη νοτιοδυτική έρημο – αχνώδης και γκρίζα, όχι από κάποια πηγή μέσα στο βουνό, ή από κάποια σύννεφα απέξω, ακριβώς από πάνω τους, αλλά σαν συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος, εγκλήματος ή λάθους, που είχε δημιουργήσει εξαρχής αυτή την έρημο (σελ. 449-50)· ή πάλι: Μερικά απ’ αυτά τα πνεύματα, σπάνια αλλά όχι τυχαία, έπιαναν κουβέντα με κάποιον επιβάτη. Ο Ρηφ ήταν μόνος στο βαγόνι καπνίσματος κάποια απροσδιόριστη μαύρη ώρα, όταν ένας σχεδόν διάφανος άντρας εμφανίστηκε στο βελούδινο κάθισμα απέναντί του (σελ. 750).
Και μερικά ταξιδιωτικά, να το πω έτσι. Μια εικόνα ιδανικής πολιτείας: αναγνώρισε το μέρος που έψαχνε και που είχε χάσει την πρώτη φορά, δρόμοι γεμάτοι βιβλιοπωλεία, μέρη για να καθίσεις και να μιλήσεις, καφετέριες, ξύλινες σκάλες, μπαλκόνια, σοφίτες, άνθρωποι που έτρωγαν σε τραπέζια έξω, ριγέ τέντες, πλήθη να περιφέρονται, η νύχτα να πέφτει, ένας μικρός κινηματογράφος με κιτρινόλευκα φώτα νέον απέξω… (σελ. 513). Άλλα: Πέρα από την Κασγκάρ, ο Δρόμος του Μεταξιού χωριζόταν σε βόρειο και νότιο παρακλάδι, ώστε να αποφύγει την τεράστια έρημο που βρισκόταν ανατολικά από την πόλη, την Τακλαμακάν, που στα κινέζικα έλεγαν πως σήμαινε «μπες και δεν θα ξαναβγείς», αν και στη γλώσσα των Ουιγούρων υποτίθεται πως σήμαινε «πατρίδα του παρελθόντος». «Το ίδιο δεν είναι, κύριε συνταγματάρχα;» «Μπες στο παρελθόν και δεν θα ξαναβγείς;» «Κάτι τέτοιο» (σελ. 860). Και: «Δεν είναι μόνο το δύσκολο έδαφος, οι οχιές, οι αμμοθύελλες και οι επιδρομείς. Το ίδιο το ταξίδι είναι μια οντότητα με συνείδηση, μια ζωντανή θεότητα που δεν της αρέσει να ασχολείται με τους ανόητους ή τους αδύναμους, και επομένως θα προσπαθήσει να σε αποτρέψει. Ζητά επίμονα το μέγιστο βαθμό σεβασμού» (σελ. 868). Και το υπέροχο: Αν υπάρχει κάτι το αναπόφευκτο στην άφιξη από το νερό, σκέφτηκε, καθώς παρατηρούμε τις πιθανότητες στην ακτή να στενεύουν προοδευτικά και να καταλήγουν στην προκαθορισμένη αποβάθρα, σίγουρα θα υπάρχει και κάτι συμμετρικό στην αναχώρηση, μια άρνηση του αναπόφευκτου, ένα άνοιγμα από το σημείο επιβίβασης, που ξεκινά τη στιγμή που μαζεύονται όλα τα σχοινιά, ένα λασκάρισμα της μοίρας, καθώς το άγνωστο, και ίσως το αδημιούργητο, αρχίζει να διαφαίνεται μπρος και πίσω, δεξιά κι αριστερά, παντού υπάρχει μια διεύρυνση των πιθανοτήτων, ακόμη και για τους ναύτες του πλοίου, οι οποίοι έχουν κάνει αυτή τη διαδρομή εκατοντάδες φορές… (σελ. 931)
Η μετάφραση είναι εξαιρετική. Δεν είναι παράξενο: ο Γιώργος Κυριαζής είχε μεταφράσει το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, το διάβαζα και αναρωτιόμουν τι έγινε αυτός ο καταπληκτικός μεταφραστής. Η απορία μου λύθηκε: μετέφραζε το Ενάντια στη μέρα. Πολύ λίγες πραγματολογικές διαφωνίες, όπως ο Ώξος που γίνεται Όξος, και ο άνθρωπος που τσάκισε την τράπεζα του Μόντε Κάρλο (σελ. 1109): πρόκειται για τον άνθρωπο που τίναξε την μπάνκα του Μόντε Κάρλο στον αέρα, τα πήρε όλα κι έφυγε στο καζίνο. Πραγματική ιστορία, και υπήρχε και τραγουδάκι το οποίο μάλιστα τραγουδά στον Λώρενς της Αραβίας ο Πήτερ Ο’ Τουλ πλησιάζοντας στο στρατόπεδο του Άντονι Κουΐν. Τα γράφω εδώ επειδή ξέρω ότι με διαβάζει! Και σπεύδω να προσθέσω, ότι ενώ έχω κολλήσει το κουσούρι, επειδή τελευταία διάβασα πολύ αγγλική λογοτεχνία στο πρωτότυπο, να μεταφράζω ασυνείδητα το ελληνικό κείμενο πίσω στα αγγλικά όπως τα φαντάζομαι, στην περίπτωση του Ενάντια στη μέρα δεν το έκανα καθόλου, πράγμα που δείχνει πόσο καλή δουλειά έκανε. Χαρά στο κουράγιο του!
Κάπως πρέπει να συνοψίσω αυτό το σεντόνι, στο οποίο ευτυχώς μιλά περισσότερο ο Πίντσον παρά ο Δύτης. Όσο διάβαζα το Ενάντια στη μέρα, σκεφτόμουν ότι είχα να κάνω με το καλύτερο βιβλίο του Π. μετά το Ουράνιο τόξο. Ενδεχομένως έτσι είναι: κάποια παράπονα μένουν στον αναγνώστη, όπως ότι δεν υπάρχει η κορύφωση που τείνεις να περιμένεις σε τέτοια έργα, ή ότι κάποιες (πολύ λίγες, σε σχέση με το τι διαβάζω ότι ειπώθηκε από την αμερικανική κριτική) ιστορίες μένουν ανολοκλήρωτες ή μάλλον χάνουν τη σημασία τους στην πορεία (η εξής μία, η ιστορία της Λέικ Τράβερς). Το Ουράνιο τόξο παραμένει το εξαιρετικό αριστούργημα, εξαιρετικό με την κυριολεκτική σημασία: το V., που είχε προηγηθεί, σαν να προοιωνίζει το Ενάντια στη μέρα αλλά και όλα τα άλλα, ενώ το Τόξο, στη σειρά των βιβλίων του Πίντσον, είναι νομίζω σαν μια έκλαμψη του… πώς να το πω… του τι θα μπορούσε να είναι η λογοτεχνία.
Και, τι παράξενο, σιχαίνομαι ό,τι μεταμοντέρνο. Είναι ο Πίντσον μεταμοντέρνος, όπως λέγεται; Νομίζω πως όχι, και αυτή είναι μια συζήτηση που μ’ ενδιαφέρει. Ο λόγος σε σας λοιπόν, υποκριτές αναγνώστες, αδέλφια (κλπ)
Και βέβαια σε διαβάζω, και εξάλλου η WordPress φρόντισε να με ειδοποιήσει αμέσως για το κείμενό σου.
Κατ’ αρχάς, σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια· σημαίνουν πολλά για μένα, ειλικρινά το λέω.
Ως προς την μπάνκα του Μόντε Κάρλο, έχεις απόλυτο δίκιο, και τυχαίνει να είσαι ο πρώτος που μου έχει επισημάνει μεταφραστικό λάθος στο βιβλίο. Να φανταστείς ότι ξέφυγε ακόμη και από τον επιμελητή, ο οποίος ήταν σωστό τσακάλι. Επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά ο κανόνας που λέει πως, όσο χρόνο κι αν αφιερώσεις στην τελειοποίηση ενός κειμένου, αυτό δεν θα είναι ποτέ τέλειο. Μπορεί να σου φανεί περίεργο, αλλά αυτή τη φράση (και την ιστορία) δεν την είχα ακούσει ποτέ, και στα συμφραζόμενα δεν υπήρχε απολύτως τίποτε που να με υποψιάσει πως μπορεί να μιλάει για κάτι άλλο εκτός από τράπεζα.
Ως προς τον Ώξο/Όξο, ψάχνοντας είδα ότι χρησιμοποιούνται και οι δυο ορθογραφίες, και απλώς επέλεξα τη μία. Αν υπάρχει λόγος να προτιμήσω αυτήν με το ωμέγα, με χαρά θα την υιοθετήσω για το μέλλον.
Αυτά για απόψε. Για τα υπόλοιπα ενδιαφέροντα που γράφεις, αύριο.
Εγώ ευχαριστώ, για τη μετάφραση!
Νομίζω ότι αυτό με τη μπάνκα το είχα πρωτοδιαβάσει σε ένα βιβλίο αγγλικών. Εννοώ γλώσσας, με ασκήσεις και τέτοια. Μου έκανε εντύπωση και έτσι παρατήρησα και το τραγουδάκι του Λώρενς, κ.ο.κ.
Ώξος νομίζω είναι η αρχαιοελληνική ορθογραφία, εξ ου και Υπερωξιανή (Transoxiana), αραβιστί Mavera un-nehr, η «εκείθεν του ποταμού».
Με ανυπομονησία περιμένω την αυριανή συζήτηση!
Συμπέρασμα: δε φτάνει να είσαι καλός μεταφραστής, πρέπει να ξέρεις κι απο καζίνα.
[…] Κριτική για το Ενάντια στη Μέρα στο ιστολόγιο “Ο Δύτης των Νιπτήρων“. Εύστοχη και αρκετά […]
[…]μια παράλληλη ιστορία ενός παράλληλου κόσμου.
Εξαιρετικά εύστοχη παρατήρηση· υπάρχουν στιγμές που δεν είσαι σίγουρος αν αυτό που διαβάζεις συμβαίνει στον «πραγματικό» αφηγηματικό κόσμο ή σε κάποιον άλλο, φανταστικό. Οι αεροπλόοι ανήκουν ταυτόχρονα και εδώ και εκεί, όπως και ο σκύλος που διαβάζει βιβλία, ο Πάγκναξ, πράγμα που θυμίζει επίσης το Μέισον και Ντίξον, με τον Κινέζο που πρωτοεμφανίζεται στις σελίδες κάποιου μυθιστορήματος και ξαφνικά μετά από λίγο βρίσκεται μέσα στο «πραγματικό» μέρος της πλοκής, και με το Αγγλικό Σοφό Σκυλί, που μιλάει μια χαρά τη γλώσσα των ανθρώπων. Επίσης, προς το τέλος δεν ξέρεις ακριβώς πού βρίσκεσαι, πράγμα που εν μέρει ισχύει και στο Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, όπου, παρεμπιπτόντως, ο «πρωταγωνιστής» (ο Σλόθροπ) κάποια στιγμή εξαφανίζεται και δεν ξανακούμε γι’ αυτόν, οπότε το γεγονός ότι εδώ χάνουμε κάποια δευτερεύουσα πλοκή είναι μάλλον πταίσμα.
Για τον τίτλο, έχω αναλύσει το σκεπτικό μου εδώ.
Όπως είναι φυσικό, συμφωνώ με την εκτίμησή σου: Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας παραμένει το μεγάλο του αριστούργημα, ταυτόχρονα όμως είναι και το πιο δύσκολο στην ανάγνωση.
Μαρία, επίσης το να κερδίζεις στα καζίνα βοηθάει αρκετά. 🙂
Δύτη, αυτό το περί μεταμοντερνισμού σηκώνει πολλή κουβέντα. Μάλλον διαφωνώ, αλλά υποπτεύομαι ότι έχει να κάνει με το τι εννοεί κανείς όταν λέει «μεταμοντέρνος». Και μόνο η λέξη αρκεί για να μου προκαλέσει πονοκέφαλο, αλλά εσύ πώς την εννοείς;
Μαρία, προτιμώ τα βιβλία που θέλουν να ξέρεις από καζίνα, από εκείνα που θέλουν να ξέρεις από κουζίνα (και είναι της μόδας τελευταία). 🙂
Pynchonikon, α) ευχαριστώ για το ποστ! β) ναι, η ιστορία με το αερόπλοιο είναι πολύ δεξιοτεχνικά μπερδευτική… Οι παρενθέσεις στυλ (βλ. Οι Φίλοι της Τύχης στη ζούγκλα του Αμαζονίου) και ένα κομμάτι προς την αρχή όπου ο Φρανκ (;) διαβάζει τα βιβλία τσέπης με τις περιπέτειές τους δηλώνουν καθαρά ένα λογοτεχνικό παράλληλο, μετά τα πράγματα μπλέκονται, χαρακτήρες μπαινοβγαίνουν στις δύο ιστορίες, φράσεις όπως «πολύ αργότερα θα μάθαινε ότι ο σκύλος ήταν…»κλπ…. Στο τέλος κάπου καταλαβαίνεις ή υποψιάζεσαι ότι όλη η ιστορία ίσως διαδραματίζεται στην ελαφρώς διαφορετική Αντιχθόνα, ή.. ή…
γ) Και μένα μου προκαλεί πονοκέφαλο, και απέχθεια! Μου φαίνεται ότι έχει χαρακτηριστεί μεταμοντέρνος ο Πύντσον, και θάθελα να αποσείσω το χαρακτηρισμό, αλλά εδώ χρειαζόμαστε κάποιον που να διαφωνεί μαζί μας για να μας πει. Και πράγματι, είναι και θέμα ορισμού. Για παράδειγμα, ο Κονδύλης αν θυμάμαι καλά ορίζει το μεταμοντέρνο σαν την έλλειψη κέντρου, την απόλυτη ισοτιμία και εναλλαξιμότητα μεταξύ των στοιχείων ενός συστήματος, και ως εκ τούτου, π.χ. θεωρεί τον Τζόυς μεταμοντέρνο. Δεν ξέρω.
http://against-the-day.pynchonwiki.com/wiki/index.php?title=Main_Page
Για τον Πύντσον, δε μπορώ να πω πολλά. Έχω διαβάσει μόνο το Vineland. (Αν και μετά την ανάρτησή σου θα φροντίσω να επανορθώσω)
Τσίμπησα όμως με το μεταμοντέρνο. Και για να αποφύγω τη θεωρητική προσέγγιση – μπορεί πολύ εύκολα να γίνει γλιστερή-, θα περιοριστώ σε συγκεκριμένα παραδείγματα: Τζον Μπαρθ, Τομ Στόπαρντ,
δε σου αρέσουν;
Σύμφωνα με τον κατά Μπάρθ ορισμό η μεταμοντέρνα μυθοπλασία «είναι η σύνθεση ή η υπέρβαση των αντιθέσεων όπως αυτές εκφράζονται από τους προμοντερνιστικούς και τους μοντερνιστικούς τρόπους γραφής»
-Δεν αντιστάθηκα τελικά στο ολισθηρό της θεωρίας.. 🙂 –
Μας έλειψες τόσο καιρό χωρίς ανάρτηση!
Έχω την εντύπωση ότι αυτή η απέχθεια πηγάζει κυρίως από τα φαινόμενα που έχουν συσχετιστεί με τον όρο εδώ και αρκετά χρόνια: η απόρριψη της έννοιας της αντικειμενικής αλήθειας οδήγησε σε ένα σχετικισμό κατά τον οποίον όλα είναι έγκυρα, όλα ισχύουν και όλα επιτρέπονται. Με άλλα λόγια, αχταρμάς. Μπορεί και να κάνω λάθος, αλλά νομίζω ότι αυτό συνδέεται με την γενικότερη οικονομική και πολιτική κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο: δεν υπάρχει σαφής κρατούσα υπερ-δομή (όπως συνέβαινε με τον μοντερνισμό, ο οποίος είχε το δυτικό μοντέλο ως βασικό παράδειγμα), παρά μόνο μικρότερες δομές, περισσότερο ή λιγότερο ισχυρές, που όμως θεωρούνται επί της ουσίας ισάξιες.
Ακόμη και αυτό, όμως, δεν είναι άσχετο με τον Πίντσον.
Αν ο μεταμοντερνισμός νοείται ως απόπειρα να δείξεις, αντί να αναλύσεις, αφήνοντας έτσι την ανάλυση και την ερμηνεία στον αναγνώστη, αν νοείται ως εμμονή στο εξωτερικό, στο φαίνεσθαι, αφήνοντας στον αναγνώστη να βρει (ή να δημιουργήσει) το είναι, αν νοείται ως προσπάθεια να εναγκαλιστεί το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας, από διάφορους τομείς και χωρίς την εκ των προτέρων προτίμηση της δικιάς μας οπτικής έναντι της οπτικής των άλλων, αν νοείται ως υπερπροβολή των μικρών και ασήμαντων πραγμάτων, φαινομενικά (αλλά όχι στ’ αλήθεια) σε βάρος των μεγάλων και σημαντικών, αν νοείται ως κατακερματισμός της προσοχής, των εικόνων και των νοημάτων, σε σημείο το έργο τέχνης να φαντάζει στην πρώτη ματιά (και μόνο) αντιφατικό, δυσνόητο, ημιτελές, άνισο και άτεχνο, αν νοείται ως προσπάθεια επανακαθορισμού ή και πλήρους κατάργησης των ορίων ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα (πάντοτε στο πλαίσιο της μυθοπλασίας), αν νοείται ως παιχνίδι ενάντια στη σοβαροφάνεια της κυρίαρχης αντίληψης για τη διανόηση, αν νοείται ως προσπάθεια υπονόμευσης της κρατούσας αφήγησης του κόσμου, τότε αναμφίβολα ο Πίντσον είναι μεταμοντέρνος λογοτέχνης.
Από την άλλη, φυσικά, υπάρχει η εμμονή στη γλώσσα, το τέλεια ισορροπημένο (κατά τη γνώμη μου) μίγμα άψογων στιλ, και αυτή η διαβολεμένη εξυπνάδα του (ακόμη κι όταν κάνει, εν γνώσει του, κακά λογοπαίγνια), που κάνουν τη γραφή του αναγνωρίσιμη από την πρώτη σχεδόν φράση και που αποτελούν μάλλον μοντέρνα (ή μήπως μοντερνιστικά?) χαρακτηριστικά.
Και, ακυρώνοντας όλα τα παραπάνω, φίλε Δύτη, να πω ότι θεωρώ προφανές πως τα σπουδαία έργα τέχνης αψηφούν κάθε κατηγοριοποίηση (έξω από το πλαίσιο της ιστορικής μελέτης) και παραμένουν ενδιαφέροντα και επίκαιρα, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Και τα μυθιστορήματα του Πίντσον είναι τέτοια.
Αγκχμ, γκχμ. Λοιπόν: ε ναι, περί μεταμοντερνισμού ειλικρινά δεν ξέρω αν έχω να προσθέσω τίποτα στα του Γιώργου Pynchonikon. Τι καλή ανάλυση σε δυο παραγράφους! Με αυτή την έννοια, ναι, ο Π. είναι σαφώς μεταμοντέρνος, ενώ δεν είναι π.χ. το μοντέρνο Bildungsroman του Τόμας Μαν, ας πούμε. Οπότε πρέπει να παραδεχτώ ότι όσο απεχθάνομαι το μεταμοντέρνο στη φιλοσοφία ή τη φιλολογία, πρέπει να το αποδεχτώ στη λογοτεχνία. Ή -κάπως απλούστερα- να δεχτώ το αυτονόητο, ότι η μεγαλοφυία υπερβαίνει τις κατηγορίες: δεν μ’ αρέσει το ψυχολογικό μυθιστόρημα, αλλά λατρεύω τον Τολστόι, ας πούμε.
Melen, το Βάινλαντ -νομίζω το ξανάπα- μου φαίνεται το πιο αδύναμο έργο του Π. Ίσως φταίει η μετάφραση που δεν διαβάζεται. Σχεδόν το μόνο σημείο που μου έχει μείνει είναι το πέρασμα του κακού Μπροκ στον άλλο κόσμο, λίγες σελίδες πριν το τέλος.
Από Μπαρθ, έχω διαβάσει την «Πλωτή όπερα» -δικό του δεν είναι; Δεν μπορώ να πω ότι μου έκανε μεγάλη εντύπωση, δυστυχώς. Ο ορισμός του πάλι, μου φαίνεται ότι μπορεί να εφαρμοστεί παντού και πουθενά, δεν ξέρω.
Ελπίζω να μην φάνηκα ξινός! Καλώς ξαναβρεθήκαμε (μια βδομάδα μόνον έλειψα!) 🙂
Εξαιρετικό το ποστ, όπως φαίνεται ότι είναι και το βιβλίο και η μετάφρασή του (οπότε συγχαρητήρια σε αμφοτέρους). Να επιβεβαιώσω κι εγώ ότι σαφώς και ο ποταμός είναι Ώξος (και επιβεβαιώνω γιατί για χρόνια έκανα το λάθος να τον γράφω με «ο»).
Ρε συ λάθος κατάλαβες,
σου αρέσει η τζαζ;
Λάθος κατάλαβα, αλλά τι; 🙂
Η τζαζ μ’αρέσει πολύ, αλλά όχι η μεταμοντέρνα!! Ας πούμε Τσικ Κορία ή Σαν Ρα με ενδιαφέρουν αλλά κάπου με κουράζουν. Εγώ είμαι φανατικός του Θελόνιους, ας πούμε.
…χμμ, δηλαδή, τώρα που το σκέφτομαι, και ο Σιγανίδης που μ’ αρέσει μεταμοντέρνος δεν είναι, με τους τρέχοντες ορισμούς; Τώρα αρχίζω να παθαίνω κρίση συνείδησης.
Δύτη περισσότερο αστειευόμουν..
Και από την άλλη ήθελα να δείξω με ένα παράδειγμα και χωρίς ορισμούς πως το μεταμοντέρνο είναι ένας διαφορετικός τρόπος εστίασης, μια ακόμη οπτική γωνία ανάμεσα σε τόσες άλλες.
(Γι αυτό και άλλαξα έτσι απότομα θέμα και ύφος)
Προσωπικά ούτε τον επικροτώ, ούτε τον αποστρέφομαι. Πώς θα μπορούσα; Νομίζω πως θέλουμε – δε θέλουμε έχει διαποτίσει την αντίληψη της γενιάς μας.
Έτσι κι αλλιώς τα σπουδαία έργα παραμένουν σπουδαία πέρα κατηγοριοποιήσεις, όπως λέχθηκε παραπάνω.
Η πλωτή όπερα, δεν θεωρείται μεταμοντέρνο μυθιστόρημα.
Έχω την εντύπωση πως ο Βλακοχορτοφάγος (Πόλις), θα σε διασκέδαζε πολύ.
Για τον Σιγανίδη φυσικά συμφωνούμε 🙂
[…] This post was mentioned on Twitter by Stazybo Horn. Stazybo Horn said: Δες: Ο εξαιρετικός κύριος Πύντσον « ο δύτης των νιπτήρων http://bit.ly/bm67kY […]
Τώρα κατάλαβα…
Παρεμπαυτό, μεταμοντέρνο θα έλεγε κανείς και τον Κορτάσαρ φαντάζομαι. Αυτό που στην πραγματικότητα δεν μπορώ να χωνέψω είναι η μεταμοντέρνα φιλοσοφία και λογοτεχνική κριτική. Οπότε κάνω ένα περίτεχνο άλμα και λέω, στη λογοτεχνία δεν με πειράζει ο μ. γιατί η λογοτεχνία είναι η αναπαράσταση ενός ελαφρώς διαφορετικού κόσμου (μέσα από τη διάθλαση της ισλανδικής κρυστάλλου, θάλεγε ο Πίντσον), ή αν θέλετε η δημιουργία ενός κόσμου, και όχι του πραγματικού. Ο φιλολογικός/φιλοσοφικός μεταμοντερνισμός, αντίθετα, ταυτίζει τον κόσμο με τη λογοτεχνία -το ΚΕΙΜΕΝΟ!- και έτσι ακυρώνει και τα δύο μέρη της σύγκρισης. Ή κάτι τέτοιο.
Α, και ξέχασα χτες να ευχαριστήσω τον Ρογήρο για τα καλά του λόγια! Το κάνω τώρα: ευχαριστώ, Ρογήρε. (η προηγούμενη φράση, δείγμα μεταμοντέρνου τεχνάσματος) 🙂
Δύτη είσαι μεταμοντέρνα άπαιχτος!
Αυτό μου είχε ξεφύγει, να δω πότε θα βρω χρόνο να το μελετήσω…
http://againsttheday.wordpress.com/
Κάπου διάβασα ότι (περίπου, όπως το θυμάμαι) «αν δεν είχε προυπάρξει η Λολίτα του Ναμπόκοφ, θα ήταν αδιανόητη σήμερα η γραφή του Πύντσον.»
Σαν παρατήρηση μου φαίνεται τάσο ενδιαφέρουσα, ώστε να αποφασίσω να τη μοιραστώ εδώ. Εξ άλλου, δεν πιστεύω πως στερεί το ελάχιστο από τον Πύντσον. Τούναντίον…
Γιώργο, καλώς ξανάρθες! είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι παρεξηγήθηκες που είπα ότι δεν μου άρεσε η Κρίστεβα 🙂 (μια και λέμε και για μεταμοντέρνο δηλαδή)
Αν μπορείς να βρεις την πηγή, θα με ενδιέφερε να δω πώς κάνει τη σύνδεση. Προσωπικά δεν τη βλέπω καθαρά, θέλω να πω δεν θα χαρακτήριζα τον Πύντσον στυλίστα, όπως θα έλεγα τον Ναμπόκοφ ή τον Γκρας, ας πούμε.
(συγνώμη για την καθυστερημένη απάντηση, επικρατεί μια παγωμάρα στη μέρα)
Ζητώντας συγνώμη κι εγώ, με τη σειρά μου, για την αδικαιολόγητη καθυστέρηση, νομίζω ότι (εν μέρει, μόνον) είχες δίκιο, όταν έγραψες πως δεν βλέπεις καθαρά τη σύνδεση. Για τον απλούστατο λόγο ότι αφορούσε το βιβλίο του «The Crying of Lot 49» (αυτό που παλαιότερα είχε μεταφραστεί -μάλλον ανεπιτυχώς- στην Ελλάδα ως «Η συλλογή των 49 στο σφυρί»).
Αντιγράφοντας, τώρα, το σχόλιο που είχα διαβάσει, λέει «The story of this encounter (:της Λολίτας) between venerable age and crass youth, between Europe and America, between high art and popular culture, is the story on which many of the novels and films that come in the wake of Lolita are based. Without Lolita, it is difficult to imagine Pynchon’s The Crying of Lot 49 or Tarantino’s Pulp Fiction», και το έγραψε ο Peter Boxall στην -υπέροχα εικονογραφημένη- updated edition (GB, 2008) του «1001 Books You Must Read Before You Die» (a Quintessence book by Cassell Illustrated), όπου και φωτογραφία ενός νέου (δεκαοχτάρη, το 1955) και αισθησιακού Pynchon, οκτώ χρόνια πριν την άφιξη «of one of North America’s most imaginative and challenging literary talents» με το V., σύμφωνα με τον μελετητή του στο Πανεπιστήμιο του Sussex, Samuel Thomas.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο εν λόγω πόνημα των «1001 Βιβλίων…» περιλαμβάνονται τέσσερα έργα του Pynchon (τα V., Against the Day, The Crying Lot of 49 και το Gravity’s Rainbow), όσα ακριβώς και του Nabokov (Lolita, Pnin, Pale Fire και Ada), ενώ για λόγους στατιστικής -και μόνο- του πράγματος, με διπλάσιο αριθμό τίτλων εκπροσωπείται στην ανθολόγηση και η νεοελληνική λογοτεχνία (με τους: Καζαντζάκη -δύο τίτλοι κι από έναν- Ταχτσή, Βασιλικό, Δούκα, Μάτεση, Φακίνου, Δοξιάδη και Μάρκαρη).
Ο Πύντσον είχε παρακολουθήσει, φαίνεται, και μαθήματα του Ναμπόκοφ στο Κορνέλ. Θα επανέλθω από Δευτέρα, όμως, γιατί σήμερα η σχεση μου με το δίκτυο είναι προβληματική…
Δεν το ήξερα. Είναι γεγονός ότι ο Ναμπόκοφ δεν άφησε κανέναν, απ’ όσους τον πλησίασαν, ανεπηρρέαστο.
Ξέρω, επί παραδείγματι, κόσμο, που μετά την γνωριμία του με τον Ναμπόκοφ, άρχισε επιφανειακά και χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία τη συλλογή πεταλούδων. Οι λεπιδοπτερολόγοι, όπως και το αντικείμενο του φευγαλέου έρωτά τους, πετάνε γρήγορα ψηλά, το ίδιο γρήγορα, όμως, πέφτουνε στο χώμα.
Όχι έτσι, πάντως, ο κύριος Ιωάννης Κούτσης (και, ευτυχώς, όχι ο Ναμπόκοφ…).
Ο κύριος Κούτσης όμως ποιος είναι; Ο Coetzee, και μαζεύει πεταλούδες; ή λέω βλακείες;
Επί του πρώτου σημείου: Έλλην λεπιδοπτερολόγος.
Επί του δευτέρου: Όχι.
Επί του τρίτου: Όχι.
Καλά να πάθω, για να γράφω προτού γκουγκλίσω λίγο.
Σερφάριζα στις σχετικές με τον Πίντσον αναρτήσεις σου, Δύτη, μόνο και μόνο για να σιγουρευτώ ότι εσύ το είχε πει και εντέλει να συμφωνήσω ολόψυχα μαζί σου: Αθλια η μετάφραση στο Βάινλαντ (το οποίο αυτές τις μέρες διαβάζω).
Παράδειγμα: κάθε τρεις και λίγο αλληλοαποκαλούνται οι ήρωες «κώλε». Οι αμερικανοί συνηθίζουν να λένε ο ένας τον άλλον πράγματα του στιλ «you ‘re such an ass» – το οποίο είναι αδιανόητο να μεταφράζεται ως «είσαι τόσο κώλος», τη στιγμή που σε απλά ελληνικά μπορείς να το πεις «εισαι τόσο μαλάκας» (ή οτιδήποτε άλλο αντίστοιχο).
Τα ‘χω πάρει, λέμε.
Φχαρστώ για την κατανόηση.
Μα κι εσύ, μ’ αυτό βρήκες να ξεκινήσεις; Δεν διαβάζεται -και νομίζω (νομίζω) ότι και καλομεταφρασμένο να ήταν, δεν είναι απ’ τα καλύτερά του (με εξαίρεση μια σκηνή στο τέλος που έχει μείνει στο μυαλό μου, κάπου το είχα γράψει αυτό αλλά τώρα δεν προλαβαίνω να ψάξω, γενικά αυτές τις μέρες δεν). Καλό κουράγιο!
[…] αγάπη μου για τον Τόμας Πύντσον την ξέρετε. Πολύ αργότερα απ’ όσο έλπιζα αξιώθηκα να διαβάσω […]
[…] Σινκιάνγκ ή κινεζικό Τουρκεστάν (οι αναγνώστες του Πίντσον θα θυμούνται μάλλον τις σκηνές στο Κασγκάρ και την […]