Μόλις γύρισα από μια εκδήλωση της μικρής μου πόλης (που δεν είναι η πόλη μου, αλλά πάλι, είναι αφού εδώ ζω), με σκοπό τη συντήρηση και αναστήλωση ενός μνημείου. Μια τεράστια (για τα δεδομένα της πόλης) αίθουσα· μισογεμάτη (ή μισοάδεια;)· μέσος όρος ηλικίας: μεγάλος· γιατροί, μηχανικοί, τοπικοί λόγιοι. Βεβαίως οι αρχές του τόπου: βουλευτής· πολιτευτής· πρόεδρος δεν ξέρω ποιου συλλόγου· ο δήμαρχος. Ομιλίες (έπρεπε να μιλήσω κι εγώ). Μουσικό διάλειμμα: πιάνο, φωνή (Βάιλ, Μασνέ). Μια μαθήτρια Λυκείου διάβασε ένα παλιό ποίημα για το μνημείο. Τέλος της εκδήλωσης με χαιρετούρες μεταξύ του (μη-)πλήθους. Τέλος.
Πώς ήταν εκείνοι οι στίχοι του Νεγρεπόντη από τα Μικροαστικά;
Διάλεξις γινότανε περί του Μαλακάση / είπε κι αυτός ο έρημος να πάει να ξεσκάσει (παραθέτω από μνήμης).
Θέλω να πω, όλη η φτωχή, μίζερη ζωή της επαρχίας μαζεμένη. Τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ σε πόλεις τέτοιες, και το ότι λόγω των φοιτητών υπάρχουν τώρα και ένα-δυο, ας το πούμε φοιτητικά στέκια δεν αλλάζει πραγματικά την εικόνα που σου δίνει αυτό το μέρος. Και όμως…
Και όμως σκεφτόμουνα (όπως τους κοίταζα από ψηλά [επειδή ήμουν ένας από τους ομιλητές, είπαμε], να ακούν το τραγούδι, άλλος με μικρό [ψεύτικο;] χαμόγελο, άλλος βαριότανε, κλασικές θείτσες με χαμόγελα μέχρι τ’ αυτιά, κλπ. κλπ.) ότι καλύτερα εκεί που ήμουνα, παρά στην Αθήνα. Την επηρμένη, αλαζονική, υπεροπτική Αθήνα, την Αθήνα που νομίζει ότι είναι εναλλακτική μητρόπολη· την Αθήνα που πιστεύει ότι στο Γκάζι ή το Κολωνάκι χτυπά η καρδιά της Ευρώπης· την Αθήνα που νομίζει ότι η δική της καρδιά χτυπά στο Γκάζι ή το Κολωνάκι. Την Αθήνα που αυτοπαινεύεται στα free–press για τις «φρέσκες χαρούμενες φατσούλες», το urban attitude, ή «εκεί που συνυπάρχει η μόδα με τις γεύσεις, την αισθητική, τα μυστικά της ευζωίας, την πολυτέλεια μιας αληθινής μητρόπολης» (αντιγράφω από «εναλλακτικό» ρεπορτάζ για το Κολωνάκι!…). Την Αθήνα που νομίζει ότι κατοικείται από υπέροχα πλάσματα· την Αθήνα που μπορεί να τριγυρνά στα πέριξ της Ομόνοιας (τη μέρα) και να τα θεωρεί «εξωτική νότα πολυπολιτισμικότητας», αλλά που όταν ο Ινδός της ρωτήσει την ώρα θα κάνει πως δεν άκουσε· την Αθήνα που λατρεύει το Μουσείο της Ακρόπολης και όποιον ψωνισμένο αρχιτέκτονα της σερβίρει ο ΔΟΛ· την Αθήνα που κάνει ουρές στα σινεμά για να δει ταινίες που δεν θα καταλάβει, την Αθήνα που δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει, αλλά νομίζει ότι τρέχει, τρέχει· την Αθήνα που άλλο δεν ξέρει να μιλήσει, παρά για το πόσο το Lost είναι μπροστά σε σχέση με τις ελληνικές σειρές (παρεμπιπτόντως, τηλεόραση πια δεν έχω και μακριά από μένα να υπερασπιστώ τις ελληνικές σειρές· αλλά το Lost, μια φορά που έκατσα να δω πώς είναι με πήρε ο ύπνος). Φεύγω από το θέμα μου· συνοψίζω: την Αθήνα που νομίζει ότι κάτι είναι, αλλά δεν είναι τίποτα, γιατί δεν είναι αυτή η Αθήνα.
Η Αθήνα μ’ αρέσει, ωστόσο. Όλοι σχεδόν οι φίλοι μου είναι εκεί, και κανείς τους δεν λατρεύει την Αθήνα. Έχει ένα φως, τα απογεύματα (το έχουν κι άλλες πόλεις). Έχει ένα-δυο μέρη όπου μου αρέσει να πηγαίνω. Δεν μ’ αρέσει η Αθήνα που αντί να κοιτάξει στον εαυτό της, κοιτά σε έναν ψεύτικο καθρέφτη όπου μοιάζει με τη Νέα Υόρκη. Και για να μην παρεξηγούμαι: παρομοίως απεχθάνομαι την άλλη Αθήνα, των νοικοκυραίων και των στελεχών. Και παρομοίως απεχθάνομαι την επαρχία που χώνει τη μύτη της παντού και μπορεί να καταστρέψει ζωές πολύ πιο άνετα από ότι στη μεγάλη πόλη.
Δύτη των νιπτήρων, αντιφάσκεις φρικτά, θα μου πείτε· και έτσι είναι. Ούτε γω ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω. Αλλά ελπίζω καταλάβατε τι είναι αυτό που μου τη δίνει στην Αθήνα, και για ποια Αθήνα μιλάω. Μπορεί να ξεφύγει κανείς ατομικά (ή συλλογικά) από αυτό το χάλι, αν νομίζει όμως ότι μαζί του παρασέρνει το χάλι προς οπουδήποτε… Ας προσπαθήσω να συμπυκνώσω την ήδη χαοτική σκέψη μου: η εναλλακτική Αθήνα πίνει νερό (ή έτσι λέει) στο όνομα της Λένας Πλάτωνος, την οποία ξάφνου ανακάλυψε μετά από είκοσι χρόνια. Στο Σαμποτάζ όμως (τυχαίο το παράδειγμα) η Αθήνα είναι εχθρική. Το ίδιο παραμένει και σήμερα, ο κόσμος εξακολουθεί να είναι πάντα εχθρικός, ελευθερία ή θάνατος / ο κόσμος είναι αδιάβατος. Η εναλλακτική Αθήνα νομίζει ότι αφού η ίδια έγινε της μόδας, έγινε και ο κόσμος φιλικός.
Όχι, όχι· καλύτερα στη διάλεξη περί του Μαλακάση, παρά στο Bios. Κι ακόμα καλύτερα, κάπου αλλού· πάντα κάπου αλλού.
Αγαπημένε μου δύτη των νιπτήρων,
Στη μικρή μας πόλη παρακολούθησα περισσότερα πολιτιστικά δρώμενα από όσα είχα παρακολουθήσει τα 25 χρόνια που έζησα στην Αθήνα (στην οποία δεν θα επιστρέψω ποτέ). Στη μικρή μας πόλη, όπως και σε κάθε μικρή πόλη, ο θεατής/ακροατής έχει τον ίδιο βαθμό συμμετοχής με τους συντελεστές κάθε εκδήλωσης. Γιατί αν αυτός – ο θεατής/ακροατής – δεν ήταν εκεί, η εκδήλωση δεν θα γινόταν.
Με την ίδια δίψα ήρθα σε μια μεγαλούπολη, μιας άλλης ηπείρου. Και γρήγορα κατάλαβα ότι ο ρόλος μου ήταν ανύπαρκτος. Γρήγορα εξέλειψε κάθε ενδιαφέρον για τον ‘πολιτισμό’. Κι ένα άλλο είδος δραστηριότητας άρχισε να με καλεί, που μου έδινε πίσω το χαμένο ρόλο μου…
Σαν τον εθνικισμό και τη μισαλλοδομία ν’ αποφεύγεις αυτού του είδους τις εκδηλώσεις! Μόνο απογοήτευση μπορούν να σου προσφέρουν. Γνωρίζεις καλά ότι η μικρή μας πόλη μπορεί να προσφέρει και άλλου είδους εκδηλώσεις…
Μεγειά το μπλογκ με το εμπευσμένο όνομα! Καλά πληκτρολογήματα!
(θα σε παρακολουθώ και σκέφτομαι μήπως ν’ αρχίσω κι εγώ να μπλογκάρω)
ψήθηκα
http://connectionwithcairo.wordpress.com/
Aqua, καλοσώρισες και καλές αναρτήσεις!
Έχεις δίκιο. Προς θεού δεν έχω καμία διάθεση να αρχίζω να συχνάζω σε εκδηλώσεις «περί του Μαλακάση»… Αφορμή έψαχνα να τα σύρω στην «εναλλακτική Αθήνα», που της τα’χα μαζεμένα. Όσο για την εκδήλωση στο γνωστό μας μνημείο, είχε κάτι το αστείο, αλλά για μια -μόνο μια- στιγμή, και κάτι το συγκινητικό. Βλέπεις, όπως παρατήρησες κι εσύ, μεγαλώνουμε…
Τι ωραίο κείμενο, Δύτη!
Πολύ το χάρηκα, συγκινηθηκα, ευχαριστώ!
sarant, να’σαι καλά, τιμή μου!
Γεια σου Δύτη και πολύ ωραία τα λες!
Ένα φλύαρο σχόλιό μου στον Κυνοκέφαλο ίσως κόπηκε λόγω φλυαρίας, γι’ αυτό φροντίζω τούτο δω να είναι σύντομο.
@ηλε-φούφουτε: σ’ευχαριστώ, το σχόλιό σου το’χε φάει το ακισμέτ, τώρα είναι εντάξει.
Από τον ένα καφενέ στον άλλο πάμε και όλο τους ίδιους βλέπουμε. Τελικά το Ιnternet δεν πρέπει να είναι τόσο απέραντο όσο το λένε.
Δυστυχώς, οι συμπεριφορές δεν αλλάζουν εύκολα, ούτε για αυτούς που κοιτάζουν υπεροπτικά τους δήθεν κάτω, ούτε για τους άλλους που κοιτάζουν λίγο πικρόχολα, λίγο με ζήλια αυτούς του «κέντρου του κόσμου».
Το μόνο που έχω να παρατηρήσω, είναι ότι στην μικρή την πόλη η γη είναι τόσο διψασμένη μερικές φορές που και μια σταγόνα από κατιτί θα ρουφηχτεί και θα πιάσει τόπο. Ενώ στην Αθήνα (και γενικά σε όλες τις Αθήνες) και κατακλυσμός να γίνει, πολλές φορές πάει χαμένος.
Όλες οι εκδηλώσεις είχαν πάντα μια ατμόσφαιρα καταθλιπτική, λες και όταν θα τέλειωναν θα ήταν σαν να έσβηνε το φως και πάλι στο σκοτάδι μέχρι την επόμενη, ποιος ξέρει πότε.
Και το κοινό επιφυλάσσει εκπλήξεις. Δεν πηγαίνουν όλοι στο σκυλάδικο να ακούσουν γομάρια να γκαρίζουν και μόρφωση υπάρχει και επιθυμία για κάτι διαφορετικό. Ξέρω «αντιστασιακούς» (δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους στην Αθήνα!) που δεν έχουν ανάγκη από πρωτευουσιάνικα.
Nicolas, έτσι όπως τα λες!… Η υπεροψία, η αλαζονεία είνα αυτό που μ’ ενοχλεί στην Αθήνα (μιλά ένας Αθηναίος ε;).
Είναι μάλλον αρρώστια πρωτευουσιάνικη. Από κόμπλεξ κατωτερότητας; από ανασφάλεια;
Παρόλο που είναι το κέντρο του κόσμου (του σύμπαντος! γιατί, όχι;), ποτέ δεν θελήσαμε να μείνουμε στο Παρίσι, την πόλη του φωτός, όπου έχει περισσότερες δουλειές, με καλύτερους μισθούς, με πολλά πολιτιστικά, με, με, με, … (όπου τα νοίκια είναι απλησίαστα για τρύπες για αρουραίους, σου βγαίνει ο κώλος κάθε πρωί για να πας στη δουλειά σου, κλπ. κλπ.).
Κοιτάζουμε πάντα με μεγάλη ευχαρίστηση (γιατί έχει πολύ γέλιο η υπόθεση) τους τάχα παριζιάνους που έρχονται να ζήσουν στην «επαρχία». Όταν πρωτοφτάνουν, έχουν ακόμη αυτά τα ξιπασμένα πρωτευουσιάνικα αντανακλαστικά και κάθε φορά που συζητάς μαζί σου πετάνε διάφορες κοτσάνες για να σε εντυπωσιάσουν: πήγα να δω την έκθεση του τάδε και συνάντησα τον τάδε με την τάδε και φορούσε ένα μεταξωτό βρακί του τάδε. Χρειάζονται μερικοί μήνες διαμονής στην «επαρχία» για να στρώσουν, αλλά μετά γίνονται κανονικοί και μπορείς να συζητήσεις μαζί τους ανθρώπινα χωρίς να προσπαθείς να κρύψεις το μειδίαμα που σούρχεται αυτόματα στα χείλη. Έτσι είναι, για να σε προσέξουν σε μία μεγαλούπολη, χρειάζεται μόστρα! διαφορετικά, δεν υπάρχεις. Κάποιος πρέπει να τους μιλήσει για τον Καζαντζίδη (Υπάρχω, …)
Είναι και λίγο αρρώστεια του καιρού μας, δεν είμαι σίγουρος ότι υπήρχε ας πούμε στην Αθήνα του ’80. Και έχω την αστήρικτη εντύπωση ότι ξεκίνησε επί «εκσυγχρονισμού»: μια εύρωστη τότε μεσαία τάξη, που ένιωσε δυνατή στην περιφέρειά της θερίζοντας οικονομικά τα Βαλκάνια, και έβγαλε αυτή την νεοαστική της αυτοσυνείδηση με έργα όπως το μετρό, το Μουσείο Ακρόπολης, τα ολυμπιακά έργα κλπ. Τώρα τα παιδιά αυτής της τάξης κληρονόμησαν την έπαρση του ευρωπαϊκού urban attitude, τα γούστα του νεόπλουτου (βλ. Βωβός, Λάλας, ΔΟΛ…) και γύρισαν την πλάτη στην επαρχία, που βίωσε το ίδιο σύντομο οικονομικό θαύμα καταστρέφοντας τη δική της ύπαιθρο, τις πλατείες της κλπ. Μια σειρά πολιτισμικά φαινόμενα νομίζω ότι συνδέονται με αυτή την ιστορία, όπως η φαινομενική επιστροφή στις ρίζες (με πανάκριβα deli που πουλάνε λαδοτύρι Μυτιλήνης). Πώς να το πω, μπορεί ο Αθηναίος που περιγράφω (που ίσως να μην είναι Αθηναίος, δεν είναι η Αθήνα καθαυτή το ζήτημα…) να βάλει στον τοίχο του μια φιγούρα Καραγκιόζη (αν έχει πολλά χρώματα!) αλλά δεν θα γελάει πια με τα αστεία του καραγκιοζοπαίχτη, γιατί έχει συνηθίσει μόνο το χιούμορ στα «Φιλαράκια».
Υπήρχε και πριν το 80, η δική μου εμπειρία είναι πριν το 80. Τα «Φιλαράκια» είναι το Friends;
Η αλλαγή (αμερικανοποίηση ή διεθνοποίηση;) έγινε με άλματα. Για αυτούς που μένουν στην Ελλάδα δεν είναι τόσο εμφανής η διαφορά, αλλά για κάποιον που πηγαίνει κάπου-κάπου, οι διαφορές από τη μια φορά στην άλλη βαράνε στο μάτι (και στα νεύρα).
Το πρόβλημα είναι ότι αυτό που θεωρούν trendy (που λένε και στα ελληνικά) είναι μία βλαχιά εισαγωγής. Όπως το είπες ακριβώς, αυτός ο νεοπλουτισμός του στιλ «είδε η αλεπού στον κώλο της λίγο βούτυρο…». Κι αν το ανακατέψεις λίγο με το «ένδοξο παρελθόν» που τους βάλανε να πιπιλίζουν οι δυτικοί όλη την ώρα και εμείς δώσαμε τα φώτα στους άλλους (γι΄ αυτό, όπως λέει και ο πιτσιρίκος, υπάρχει παράδοση στον σκοταδισμό – _http://pitsirikos.blogspot.com/2009/03/blog-post_3511.html) και εμείς φτάσαμε πρώτοι στον Άρη, … αλλά η χώρα είναι μπουρδέλο.
Δυο απορίες έχω — εδώ και χρόνια — άραγε πόσο ποσοστό Ελλήνων στα 10 εκατομμύρια σκέφτεται και πως καταφέρνουν και επιβιώνουν μέσα σ΄ αυτό το γενικό τρελοκομείο.
[…] κόσμος πάντα εχθρικός μένει (έβγαλα σχετικά λίγη χολή εδώ). Σε όλο το δίσκο αυτή η αίσθηση μου μοιάζει διάχυτη, […]
ΣΧΟΛΙΟ: εγώ πάλι τι να πω για την Αθήνα… εδώ είναι όλοι μου οι φίλοι, προσπαθώ ακόμη να νοίωσω ότι ανήκω κάπου, δεν τα καταφέρνω, διχάζομαι, ίσως γιατί τα παλιά χρέη ποτέ δεν σβήνουν. Γνήσιο παιδί της επαρχίας, τη μισώ μέχρι θανάτου για τη μικροψυχία της και μένω στα ωραία τοπία που μπορεί κανείς να περιπλανηθεί. Ούτε εδώ, ούτε εκεί λοιπόν. Τα ψωνισμένα μούτρα θα είναι πάντα τέτοια και τα ωραία τοπία ίσως σωθούν στις αναμνήσεις του μυαλού μας.
Υ.Γ: πολύ ωραίο το μπλογκ σας κύριε.
Καλώς ήρθες Wednesday! καιρό σε περίμενα.
[…] όσους φίλους έχουν την τύχη, να μην ξενερώσουν από το εναλλακτικό κοινό που φαντάζομαι θα σπεύσει επίσης· […]
Αχ! Τι κρίμα που είμαι Αθηναία και τι κρίμα που έχεις δίκιο.
Άννα, ευχαριστώ καταρχάς! Κι εγώ Αθηναίος είμαι, κι ας μη μένω στην Αθήνα. Δεν μου τη δίνει τόσο η πόλη καθαυτή, όσο αυτή η «εναλλακτική» εικόνα, στην οποία (ένα μέρος της) νομίζει πως βλέπει τον εαυτό της. Μπορείς να ζεις στην Αθήνα και χωρίς να τη βλέπεις «εναλλακτικά», νομίζω. Η πραγματική Αθήνα… είναι κάτι άλλο, είναι όπως πάντα ό,τι εμείς θέλουμε να δούμε, ε;
[…] που έχει σήμερα (νομίζοντας ότι είναι ακόμα περιθώριο, έχω ξαναγράψει γι αυτό). Ορίστε δύο λινκάκια για να πάρετε μια […]
Και ένα-ένα, ό,τι έχει μείνει από μια Αθήνα που μ’άρεσε εξαφανίζεται. No more rum and coca-cola: πάει και το Au Revoir στην Πατησίων, το μόνο μπαράκι που πήγαινα ευχάριστα. Τόσο πολλές φορές, τόσο λίγες.
Πολύ ωραίο κείμενο, Δύτη. Το Au Revoir δεν παίρνω κι όρκο ότι πάει. Ο ιδιοκτήτης κατά καιρούς προσπαθεί να το πουλήσει, δεν το πετυχαίνει και το ξανανοίγει. Τουλάχιστον αυτή ήταν η πληροφόρηση που είχα πριν από λίγο καιρό.
π2, σ’ ευχαριστώ· το άκουσα κι εγώ ότι ξανάνοιξε. Άκουσα και την απαγορευτική τιμή που ζητούσαν για να το πουλήσουν.
Πόσο θα αντέξουν οι μπαρμπάδες δεν ξέρω, μέχρι τα βαθιά γεράματα στη μπάρα!
Σ΄ένα ντοκυμαντέρ (ίσως της Deutsche Welle), εδώ και λίγα χρόνια, για τη Βρέμη ή το Bremerhaven, που έχουν πληγεί σοβαρά από την παρακμή της αλιείας στη Βόρεια Θάλασσα, άκουσα την εξής ποιητικότατη φράση:
«…γιατί οι ντόπιοι βλέπουν καράβια που δεν ταξιδεύουν, τρένα που δεν κυκλοφορούν…»
Κάπως έτσι νιώθω, Αθηναίος που γεννήθηκε μεν και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά μόλις τελείωσε το Λύκειο έφυγε και μόνο για διακοπές την επισκέπεται πια, κοντά 40 χρόνια τώρα. Καθώς η γυναίκα μου είναι Θεσσαλονικιά, όταν περπατούμε μαζί πιάνω τον εαυτό μου να λέει διαρκώς «εδώ ήταν αυτό», «εκεί ήταν εκείνο», και συνειδητοποιώ ότι δεν ήταν χτές, αλλά πριν από 30, 40, ή και 50 χρόνια – και ότι η Αθήνα που εξακολουθώ να αγαπώ, και που βασικά βρίσκεται ανάμεσα στα Τουρκοβούνια και τον Ηλεκτρικό, έφυγε για τα προάστια και με άφησε να κυνηγώ (λ.χ. στη Φωκίωνος Νέγρη) το φάντασμά της…
Άγγελε, καλώς ήρθες! Κάπως έτσι νιώθω εγώ με τη Θεσσαλονίκη, όπου έζησα φοιτητής. Η Αθήνα που μ’ αρέσει υπάρχει ακόμα, νομίζω, τουλάχιστον όσο υπάρχουν οι φίλοι μου της Αθήνας. Με την ψεύτικη Αθήνα τα ‘χω βάλει, και αυτό που θέλει να πιστεύει για τον εαυτό της -ή ίσως, αυτό που θέλουν να πιστεύει.
[…] τη διαβρωτική περιγραφή του δύτη για μια επαρχία του 2009, στην εποχή της πληθώρας, της […]
[…] την οποία είχε κάπως περιγράψει με τρυφερή υποτίμηση πριν από καιρό. Σήμερα είχε ένα δίλημμα: έπρεπε να πάει στην πορεία […]
Είσαι πολύ χειρότερος από αυτούς που απεχθάνεσαι. Η ειρωνεία ξέρεις ποια είναι; Τόσα χρόνια σε κράζω και τελικά δεν αποκλείεται να μένουμε στο ίδιο τετραγωνικό διαμέρισμα της επαρχίας «με τα γρόσια, τις τέχνες και τα γράμματα»! Άρε Μιχάλη…
Μόνο που δεν με λένε Μιχάλη.
Κι εγώ στην Αθήνα γεννήθηκα και μεγάλωσα, και μένα η Αθήνα με πληγώνει, κι εγώ απεχθάνομαι τα free press και συμφωνώ σε πολλά, πάρα πολλά μαζί σου, αλλά φοβάμαι ότι για το ποιητικό του θέματος είσαι μάλλον ισοπεδωτικός και σχεδόν λαϊκίστικος σε αυτό το κείμενο. Κρίμα – γιατί κατά κανόνα δεν είσαι, το αντίθετο μάλιστα. Γράφεις πολύ ψύχραιμα – και όμορφα.
Πολύ πιθανό -μιλάω για την Αθήνα του ’08-’09 όμως ε; Από τα πρώτα μου κείμενα ήταν αυτό.