Διαβάζω εδώ διάφορα διάσημα, ή μάλλον άσημα, τελευταία λόγια διαφόρων (uninspired last words, σύμφωνα με τον εκεί μπλόγκερ), και θυμήθηκα τον Ουΐλλιαμ Μπάροουζ, στον Τόπο των νεκρών δρόμων (μετάφραση Έφης Καλλιφατίδη):
«Quién es?»
Τα τελευταία λόγια του Μπίλι δε Κιντ όταν μπήκε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο και είδε καθισμένη μια σκιερή μορφή. Ποιος είναι; Η απάντηση ήταν μια σφαίρα στην καρδιά. Όταν ζητάς από το Θάνατο τα διαπιστευτήριά του είσαι νεκρός.
(…)
Ο Κιμ μάζεψε όσα τελευταία λόγια του έπεσαν στα χέρια. Ήξερε ότι οι λέξεις αυτές ήταν κομμάτια ενός τεράστιου παζλ. Μεγάλη Εικόνα, το αποκαλούσε…
«Quién es?» Ποιος είναι; Τελευταία λόγια του Μπίλι δε Κιντ όταν μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο όπου τον πυροβόλησε ο Πατ Γκάρετ.
«Να σε πάρει ο διάολος, αφού δεν φεύγεις από τη γη μου έτσι, θα σε βγάλω εγώ αλλιώς». Τελευταία λόγια του Πατ Γκάρετ. (…)
«Βρέχει, Ανίτα Χάφινγκτον». Τελευταία λόγια του στρατηγού Γκραντ, προς τη νοσοκόμα του.
(Ο ίδιος ο Κιμ, στο βιβλίο, πεθαίνει –σε μια εκδοχή– με τη φράση «ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑ–»)
Σκέφτομαι μια σύγκριση με τελευταία λόγια λογοτεχνικών ηρώων:
Ο πλοίαρχος Έιχαμπ στον Μόμπι Ντικ (δεν έχω πρόχειρη μετάφραση):
«…thou damned whale! Thus, I give up the spear!»
Ο Βιργίλιος, στον Βιργιλίου Θάνατο, του Μπροχ (μετάφραση Γ. Κεντρωτή):
«Ο δακτύλιος ανήκει εις τον Λυσανίαν».
«Ο σφραγιδόλιθός σου εννοείς;» (…)
«Ναι, ναι… εις τον Λυσανίαν».
«Μα πού στο καλό ‘ν’ ο Λυσανίας;… Δεν υπάρχει», ακούστηκε μια μουρμουριστή φωνή που ίσως να ‘ταν του Πλότιου.
«Στ’ αγόρι…»
Η κυρία Μποβαρύ, του Φλωμπέρ (μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη):
–Ο τυφλός! έμπηξε μια κραυγή.
Η Άννα Καρένινα του Τολστόι (μετάφραση Κοραλίας Μακρή):
Και την ίδια στιγμή, έφριξε γι’ αυτό που ‘κανε. «Πού βρίσκομαι; Τι κάνω; Γιατί;» Ήθελε να σηκωθεί, ν’ ανασκιρτήσει, μα κάτι τεράστιο την έσπρωξε αμείλιχτα στο κεφάλι και την έσυρε απ’ τη ράχη. «Θεέ μου, συγχώρησέ μου τα πάντα!» είπε, νιώθοντας το αδύνατο της πάλης.
Ο Κουρτς στην Καρδιά του σκότους του Κόνραντ (μετάφραση Οδυσσέα Νόβακ):
– φώναξε δυο φορές, μια κραυγή πιο ασθενική κι από ψέλλισμα, φώναξε: «Η Φρίκη! Η Φρίκη!»…
Ο Μουζ Μαλλόυ στο Αντίο γλυκειά μου του Τσάντλερ (μετάφραση Ανδρέα Αποστολίδη):
–Ποτέ μου δε θα το φανταζόμουν, είπε σιγανά. Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου. Εσύ, να με καρφώσεις στους μπάτσους. Εσύ, μικρή μου Βέλμα.
Ο Γκρέγκορ Σάμσα στη Μεταμόρφωση του Κάφκα (μετάφραση Τέας Ανεμογιάννη):
«Και τώρα;» αναρωτήθηκε ο Γκρέγκορ και κοίταξε γύρω του μέσα στο σκοτάδι.
Ο Κ. στη Δίκη του Κάφκα (μετάφραση Τέας Ανεμογιάννη):
«Σαν το σκυλί!» είπε, σα να μελλόταν να του επιζήσει η ντροπή.
Ο Πρόξενος στο Κάτω από το ηφαίστειο του Λόουρυ (μετάφραση Μαρίνας Λώμη):
«Χριστέ μου», παρατήρησε έκπληκτος, «τι θλιβερός τρόπος να πεθάνει κανείς».
Ο Δημήτριος στη Μάσκα του Δημητρίου του Έρικ Άμπλερ (μετάφραση Ανδρέα Αποστολίδη):
«Πέντε εκατομμύρια», φώναξε. «Δεν είναι αρκετά, ή μήπως θες να με σκοτώσει αυτό το ψοφίμι;»
Ο Κουίλτυ στη Λολίτα του Ναμπόκοφ (μετάφραση Αύγουστου Κορτώ):
«Φύγε, φύγε από δω», είπε, βήχοντας και φτύνοντας∙ και σαν εικόνα δυσεξήγητη σ’ εφιάλτη, είδα τον καθημαγμένο αυτό μ’ ακόμα ζωηρό άνθρωπο να ξαπλώνει στο κρεβάτι και να κουκουλώνεται με τα χαοτικά σκεπάσματα.
Ο Γιόαχιμ στο Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν (μετάφραση Θόδωρου Παρασκευόπουλου):
…είπε με κάποια βιασύνη πως έπρεπε αμέσως να συντάξει και να υποβάλει αίτηση για παράταση της αδείας του και, όπως το έλεγε, συντελέστηκε η «σύντομη μετάβαση»…
Ο Σβιντριγκάιλοφ στο Έγκλημα και τιμωρία (μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου):
–Ε, αδερφέ μου, το ίδιο κάνει. Καλό είναι το μέρος· άμα σε ρωτήσουν, έτσι να τους πεις, πως πήγε, μάτια μου, στην Αμέρικα.
Μου έκανε εντύπωση σε πόσο λίγα από τα βιβλία που ξεφύλλισα (και ξεφύλλισα πολλά) βρήκα τελευταία λόγια. Παραλείπω βέβαια τον Πύντσον (που είναι γεμάτος) και τον Μπόρχες (που έχει επίσης κάμποσα). Δεν ξέρω αν βλέπει κανείς τη Μεγάλη Εικόνα. Εγώ δεν την βλέπω, ακόμα. Οπότε, συμπληρώστε ελεύθερα, μπας και φανεί.
-Ζήτω το ΕΑΜ!
-Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας!
Μετά ακούγονται τέσσερις ντουφεκιές σε ομοβροντία, τα πουλιά στο διπλανό άλσος τινάζονται από τα κλαδιά τρομαγμένα, τα τζιτζίκια συνεχίζουν το μονότονο βούισμα και η κλαγγή της απασφάλισης των όπλων αντηχούν στον μαντρότοιχο. Τα φορτηγά ξεκινούν τις μηχανές τους μουγκρίζοντας για να κουβαλήσουν τα πτώματα.
Δεν θυμάμαι να είναι από κάποιο βιβλίο. Σίγουρα όμως έχει γραφτεί στις σελίδες της ιστορίας.
Τα κύματα εφούσκωσαν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα τη Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν νεανίδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν, και την έκαμαν νύφην οι γονείς της.
– Ω! να το προικιό μου! είπε.
Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.
Τα τελευταία λόγια της Φραγκογιαννούς και το τέλος της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη
@macgiorgosgr Έχει γραφτεί κι εδώ
http://www.greekbooks.gr/books/genika-erga/genika-dokimia/ptomata-ke-fantasmata-sti-thessaloniki-tu-emfiliu.product#productdescription
(εξαιρετικό ανάγνωσμα, παρεμπιπτόντως)
Ευχαριστώ για τις συνεισφορές -αλλά, macgiorgosgr, είπα να εστιάσω στη λογοτεχνία 🙂
Και φυσικά οι ελλείψεις της εδώ βιβλιοθήκης μου φάνηκαν. Ούτε Παπαδιαμάντη ούτε τίποτα, τα περισσότερα ελληνικά αφημένα στην Αθήνα.
Σχετική έννοια η λογοτεχνία, ιδού η δική μου συνεισφορά:
The last kind word I heard my daddy say
Lord the last kind word I heard my daddy say
If I die, if I die in the German War
I want you to send my body, send it to my mother-in-law
If I get killed, if I get killed, please don’t bury my soul
I (p’fer) just leave me out, let the buzzards eat me whole
When you see me comin’, look ‘cross the rich man’s field
If I don’t bring you flour, I’ll bring you bolted meal
I went to the depot, I looked up at the sign
Cry some train don’t come, there’ll be some walkin’ done
My momma told me, just before she died
Lord, (since the dawn, I thought you’d be so wise?)
The Mississippi River, you know it’s deep and wide
I can stand right here, see my babe from the other side
What you do to me baby, it never gets out of me
I mean I’ll see you, after I cross the deep blue sea
Η λογοτεχνία του αγράμματου!
Στο τέλος, ο άμοιρος, είδε πως έπρεπε να νοιαστεί ο ίδιος για τον σκοτωμό του.
«Εδώ είσαι, Ιωσέ;» είπε με θλιμμένη φωνή.
«Εδώ!» είπε ο Ιντιάνος σιμώνοντάς τον.
«Σκότωσέ με, amigo!»
«Αυτό γυρεύω κ΄ εγώ! Μα ο δεσμοφύλακας δε θέλει να μου δώσει έξι ριάλια για τον κόπο μου…»
«Αυτό είναι;…. Ω, ω, μη σε μέλει…. Σκόρπισέ μου πρώτα τα μυαλά κ΄ έπειτα πάρε όσα βρεις απάνω μου….»
«Είναι έξι ριάλια;»
«Εφτά…. Μα κάνε γλήγορα, γιατί τραβώ όλα τα βάσανα της Κόλασης….»
«Ο φουκαράς ο Ιγνάτιος…» μουρμούριζε ο Ιντιάνος σημαδεύοντάς τον. «Ο καϊμένος ο κολίγας μου, πόχει εφτά ριάλια και κάθεται και τον τυραγνάνε σαν τον Χριστό οι Οβραίοι….»
Μίλαγε ακόμα, που πήρε φωτιά η καραμπίνα. Το βόλι βρήκε τον Ιγνάτιο ανάμεσα στα μάτια και του βούλιαξε ολάκερο το πρόσωπο.
Ο Ιωσέ χύθηκε απάνου στο φίλο του, κ΄ έχωσε τα χέρια στις τσέπες του. Βρήκε μονάχα δυο ριάλια και δυο πακέτα τσιγάρα.
«Ιγνάτιο», είπε κακιωμένα, «στάθηκες άπιστος amigo…»
Και λέγοντας τούτα, τράβηξε απάνου στο σταυρό ένα σπίρτο, για ν΄ ανάψει ένα τσιγάρο.
Πως πέθανε ο ληστής Ιγνάτιος Φόβος του Κόντογλου, από τη Βασάντα
από τον Κλάϊστ, η «Πενθεσίλεια»:
«Και τώρα τούτο το στιλέτο μες στο στήθος μου
έτσι! έτσι! έτσι! έτσι! και ξανά! – καλά είναι τώρα.»
(μτφρ δικιά μου από το:
«…Und diesem Dolch jetzt reich’ ich meine Brust:
So! So! So! So! Und wieder! – Nun ist’s gut.»)
αλλά, Δύτη μού’ρχεται επιμόνως (από τή «ζωή» τώρα 😦 ) κι εκείνη η φράση τού Δαντών στον δήμιο μπροστά στην γκιλοτίνα: «Να δείξεις το κεφάλι μου στον λαό, αξίζει τον κόπο» (τι λες, κάπου πρέπει να’χει περάσει και στη λογοτεχνία!)
Τετέλεσται.
Αυτό δεν παίζει.
Σύμφωνα με ανεξακρίβωτες πληροφορίες, ο πρωταγωνιστής αυτού του έργου, τρεις ημέρες μετά, ξαναμίλησε.
Περαστικός, χαιρετώ βιαστικά και ευχαριστώ. Όταν έχω χρόνο θα προσθέσω τις συνεισφορές! (πώς δεν σκέφτηκα τον Χριστό; Τον ληστή της Βασάντα τον σκέφτηκα, αλλά είναι ένα ακόμα από τα βιβλία που δεν έχω πρόχειρα… Όσο για τον Δαντών, σίγουρα θα πέρασε στο «Ενενήντα τρία» του Ουγκώ, αν όχι αυτός, σίγουρα πολλοί άλλοι στην γκιλοτίνα)
Για την ώρα, προσθέτω βιαστικά πάντα τον Σβιντριγκάιλοφ του Ντοστογιέφσκι, που αυτοκτονεί μπροστά στον φρουρό της πυροσβεστικής.
Ως τρέμει η καρδούλα μου, ας τρέμει το γεφύρι·
ως πέφτουν τα μαλλάκια μου, να πέφτουν οι διαβάτες.
κλασικά πράματα 🙂
δεν το λες λογοτεχνία αλλά άμα είσαι ιδεολόγος όλα τα αλέθεις…
http://www.typos.com.cy/nqcontent.cfm?a_id=28010
I’ve seen things you people wouldn’t believe. Attack ships on fire off the shoulder of Orion. I watched C-beams glitter in the dark near the Tannhauser gate. All those moments will be lost in time… like tears in rain… Time to die.
Και κάτι ανάλαφρο, More weight
Εκείνη τη στιγμή κάποιος προσπάθησε ν’ ανοίξει τη συρτωμένη πόρτα. Έτρεξα για να προλάβω τον παρείσακτο, κι αμέσως μετά γύρισα στον ετοιμοθάνατο αντίπαλό μου. Αλλά ποια ανθρώπινη γλώσσα θα μπορούσε να περιγράψει σωστά αυτή την κατάπληξη, αυτή τη φρίκη που μου προκάλεσε το
θέαμα που αντίκρισα; Η μικρή στιγμή που είχα στρέψει αλλού τα μάτια μου ήταν αρκετή για να προκαλέσει, φαίνεται, μια μετατροπή στο βάθος του δωματίου. Ένας μεγάλος καθρέφτης – έτσι μου φάνηκε στην αρχή μέσα στη σύγχυσή μου- έστεκε τώρα εκεί που δεν υπήρχε πρωτύτερα. Και καθώς προχωρούσα προς αυτόν γεμάτος τρόμο, το είδωλό μου, αλλά με χαρακτηριστικά κατάχλομα και ματωμένα, προχώρησε να με συναντήσει με κλονιζόμενο βήμα. Έτσι, λέω, μου φάνηκε, αλλά δεν ήταν αυτό. Ήταν ο
ανταγωνιστής μου, ήταν ο Ουίλσον που τώρα έστεκε μπροστά μου χαροπαλεύοντας. Η μάσκα κι ο μανδύας του βρίσκονταν εκεί που τα είχε ρίξει, στο πάτωμα. Ούτε μια κλωστή στο ντύσιμό του, ούτε μια ρυτίδα στα έντονα και μοναδικά χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν υπήρχε που να μην
ήταν, στην πιο απόλυτη ομοιότητα, δικά μου! Ήταν ο Ουίλσον· αλλά τώρα δε μιλούσε πια ψιθυριστά, και θα μπορούσα να φανταστώ πως μιλούσα εγώ όταν μου είπε αυτά τα λόγια:
«Νίκησες, κι εγώ υποκύπτω. Αλλά από δω και πέρα είσαι κι εσύ νεκρός -νεκρός για τον κόσμο, για το Θεό και για την ελπίδα! Υπήρχες σ’ εμένα -και με το θάνατό μου, κοίταξε σ’ αυτό τ’ ομοίωμα, που είναι το δικό σου, πόσο ανεπανόρθωτα έχεις δολοφονήσει τον εαυτό σου!»
Ε.Α. Πόε, Ουίλιαμ Ουίλσον.
Να μη ξεχάσουμε και το Μοσκώβ Σελήμ του Βιζυηνού.
«Farewell, friend. I was a thousand times more evil than thou!»
StormBringer’s final words on Elric’s plane.
Μόνο τα τελευταία λόγια του Μπουνιουέλ κατάφεραν να με συγκινήσουν: Ahora sí que muero. [***]
Καλημέρα! πανηγύρι βλέπω έγινε, μερσί σας μπωκού. Απορώ πώς μου ξέφυγε ο Πόε που έχει θανάτους καντάρια.
Και ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ να κάνω κι εγώ μια διόρθωση στη Μαρία:
Αυτά ήταν τα προτελευταία λόγια της γυναίκας του πρωτομάστορα -τα τελευταία ήταν «αν τρέμουν τα ψηλά βουνά να τρέμει το γιοφύρι / κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά να πέφτουν οι διαβάτες / τι έχω αδερφό στην ξενητιά, μη λάχει και γυρίσει».
λάθος, νομίζω: «…μη λάχει και περάσει»
Επιφυλασσόμενος για τελευταίες λέξεις στη λογοτεχνία, κάτι προχθεσινό από τη ζωή…
Και κάποιες πρώτες λέξεις, μετά θάνατο (από παραδοσιακό κρητικό άσμα):
Καλημέρα σας, καλώς σας βρήκα, τι χαμπάρια;
Είμαι θαλάσσιο ρίφι ,είδα δύτες και νερά και μπήκα!
(και να μη με θέλετε, θα μείνω γιατί είμαι θρασύς!) 🙂
Δύο Σαιξπηρικά:
Et tu Brute? Από τον” Ιούλιο Καίσαρα”
I can no more. Ο Αντώνιος, από το “Αντώνιος και Κλεοπάτρα”
Και δυο που δεν ξέρω αν καταγράφονται λογοτεχνικώς ,αλλά μου αρέσουν πολύ:
Τα τελευταίο λόγια του Βολταίρου σαν απάντηση στον παπά που τον ρώτησε αν αποκηρύσσει τον σατανά: «Τώρα …,τώρα καλέ μου άνθρωπε, δεν είναι ώρα να κάνω εχθρούς»
«Μη μου τους κύκλους τάραττε» Ο αποτελούμενος εξ ενός όρχεως κι ενός μυδιού.:-)
Ευχαριστώ παιδιά για τις επόμενες συνεισφορές. Παναγία μου, πώς ξέχασα τον Σαίξπηρ -είναι που και αυτός λείπει από την εδώ βιβλιοθήκη μου. Με τόσα θανατικά γεμίζει ποστ από μόνος του.
Πραγματικά, και Μάκβεθ και Οθέλος και οι Ριχάρδοι και …και ,όλοι είχαν μία σοφία να πουν πριν τα θυμαράκια . 🙂
Το περιδέραιο το χρυσό απ’το λαιμό του βγάζει
ο ρήγας ο λιοντόκαρδος τότε και το προσφέρει
στον νέο, κράνος, άρματα, του μπράτσου δαχτυλίδι
όλα μαζί και του ‘πε πιά χρήση καλή να κάνει.
«Ο τελευταίος είσαι συ από τους συγγενείς μας
π’ απέμεινε, της κραταιάς γενιάς των Βεϊμούντινγκς!
Η μοίρα όλα τ’άτομα της οικογένειας μου,
τους συγγενείς μας,άρπαξε. Πρέπει ν’ακολουθήσω».
Αυτά ήταν του γέροντα τα πιο στερνά του λόγια
από τις σκέψεις της καρδιάς, προτού τον αγκαλιάσουν
οι πύρινες, οι εχθρικές και οι παμφάγες φλόγες.
Και η ψυχή του πέταξε στην κρίση των δικαίων.
Μπέογουλφ, μτφ. Πάνος Καραγιώργος
Στο «Γυρίστε τον γαλαξία μ’ οτοστόπ» (Hitchhiker’s Guide to the Galaxy) του Ντάγκλας Άνταμς , ο Θεός και ο Άνθρωπος πεθαίνουν διαδοχικά.
Πρώτα ο Θεός λέει ‘’Oh dear, I hadn’t thought of that’’ and vanishes in a puff of logic.
Μετά ο Άνθρωπος (όντας πολύ αυτάρεσκος που σκότωσε το Θεό αποδεικνύοντας –ειρωνικά- ότι υπάρχει και συνεπακολούθως ακυρώνοντας την Πίστη άρα και την ύπαρξη Θεού , γιατί χωρίς Πίστη δεν υπάρχει Θεός) σε ένα «ανκόρ» αποδεικνύει ότι το μαύρο είναι άσπρο και σκοτώνεται ο ίδιος στην επόμενη διάβαση πεζών. (zebra crossing) 🙂
Και τα αγαπημένα μου τελευταία λόγια της Μαρίας Αντουανέτας ( δεν ξέρω την γραπτή πηγή τους) προς τον δήμιο που πάτησε κατά λάθος, ανεβαίνοντας στο ικρίωμα.
«Pardonnez-moi, monsieur. Je ne l’ai pas fait exprès.»
άμα είσαι γαλαζοαίματη, χάνεις την κεφαλή σου ,αλλά ποτέ τους καλούς σου τρόπους ,έτσι; 🙂
Γμτ, έφαγα στο προηγούμενο σχόλιο τα τελευταία λόγια του Ανθρώπου:
Oh, that was easy!
Λίγη μουσικούλα ακόμα και μη πει κανείς ότι ο Ντύλαν δεν είναι λογοτεχνία.
παρεπιφτού το τραγούδι είναι από την ταινία Πατ Γκάρετ και Μπίλυ δε Κίντ του Πένκιπα.
Επίσης υπάρχει ένα φοβερό κττγμ βιβλίο που κατά τη γνώμη μου μπορεί να θεωρηθεί ολόκληρο σαν τελευταίες λέξεις – σκέψεις κάποιου ανθρώπου. Είναι ο Θάνατος του Αρτέμιο Κρουζ του Κάρλος Φουέντες.
Προσοχή προσοχή, μάλλον πρόκειται για ένα από τα εξόχως κολληματικά ποστ του δύτη, σαν και εκείνο με τις ελάσσονες ταινίες (πάτε στις δημοφιλείς καταδύσεις).
Η Αλένα Ιβανόβνα (και πάλι) στο Έγκλημα και Τιμωρία (μτφ. Παπαδιαμάντη) αμέσως πριν «πέση επί της κεφαλής της» ο πέλεκυς:
– Αλλά τι έχωσιν εδώ μέσα! ανέκραξε μετ’ οργής η Αλένα Ιβανόβνα, και έκαμε κίνημα προς τον Ρασκολνικώφ.
Ο Σαντιάγο Νασάρ στο Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (μτφ. Κ. Σωτηριάδου – Μπαράχας), αφού έχει διανύσει πάνω από εκατό μέτρα κουβαλώντας με τα χέρια του το τσαμπί με τα έντερά του:
«Με σκότωσαν, Βενέ», της είπε.
Κι οι τελευταίες σκέψεις, όχι λόγια – σκέψεις, του Φορτίνο Σαμάνο, πριν την εκτέλεση, με τις επεξηγήσεις του Θ. Παπακωνσταντίνου:
Και τα τελευταία λόγια που έγραψε ο Καραγάτσης πριν πεθάνει ο ίδιος, κι άφησε μισοτελειωμένο το «Δέκα»: «Ας γελάσω!»
Οχι απο τη λογοτεχνια , το «Rosebud» του Πολιτη Κέιν
(Δυτη, ειμαι λιγο οφσάιτ, ε;!)
Ας πω κι ένα από τον Μπόρχες με ελληνική αναφορά.(έμμεση αναφορά στα «παράδοξα» του Ζήνωνα )
Το φινάλε του επιθεωρητή Erik Lönnrot και φινάλε της ιστορίας “La muerte y la brújula” (Death and the Compass) από το Ficciones . Το κιντάδικο (με την ευκαιρία, ευχαριστώ το Δύτη για την αναφορά στον τιμημένο πρόγονό μου Μπίλλυ δε Κιντ) διαθέτει την εγγλέζικη απόδοση του καθηγητή Αγγλ. Φιλολογίας και μεταφραστή Άντριου Χάρλεη (εκδόσεις Penguin Classics)
«…For the last time, Lönnrot considered the problem of the symmetrical, periodic murders.
“There are three lines too many in your labyrinth’’, he said at last. “I know of a Greek labyrinth that is but one straight line. So many philosophers have been lost upon that line that a mere detective might be pardoned if he became lost as well. When you hunt me down in another avatar of our lives, Scharlach, I suggest that you fake (or commit) one crime at A, a second crime at B, eight kilometers from A, then a third crime at C, four kilometers from A and B and halfway between them. Then wait for me at D, two kilometers from A and C, once again halfway between them.
Kill me at D, as you are about to kill me at Triste-le-Roy.”
“The next time I kill you,” Scharlach replied, “I promise you the labyrinth that consists of a single straight line that is invisible and endless.”
He stepped back a few steps. Then, very carefully he fired. »
YΓ. Ξέρω ότι το «Death and the Compass» έχει γυριστεί ταινία την οποία δεν έχω δει.
Αν κάποιος φίλος την έχει δει και θυμάται ,θα είχε ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τα τελευταία λόγια του Lönnrot του Μπόρχες “Kill me at D…” μ’αυτά του Lönnrot» στο πανί.
Μου κάνει εντύπωση επίσης, η χρήση της λέξης avatar . Ξέρει κάποιος φίλος αν είναι η αρχική λέξη που έχει ο Μπόρχες; (Ο Hurley δεν αναφέρει κάτι σχετικά στις σημειώσεις στο βιβλίο ).
Η μάνα μου έμεινε για λίγο ήρεμη και μετά άρχισε να παραμιλά. Στην αρχή καταλάβαινα τις λέξεις, μετά απο λίγο όμως άρχισαν να βγαίνουν άμορφες απ’ το στόμα της. Όσο περνούσε η ώρα, ο ρυθμός του παραμιλητού γινόταν πιο γρήγορος, σχεδόν πυρετώδης.
«Ήσουνα παλληκάρι αλλά…» ξεχώρισα πεντακάθαρα τη φράση που ξεστόμισε.
Νόμισα η χαζή, η αφελής, ότι απευθυνόταν σ’ εμένα και μου έδινε τα εύσημα που είχα σταθεί κοντά της. Γρήγορα κατάλαβα ότι μιλούσε στον εαυτό της. Κι ότι ήξερε πως έφευγε…
Απο το «Ερως, Θέρος, Πόλεμος» της Ευγενίας Φακίνου.
Ο Σάνδρος από την Ιστορία ενός τουφεκισμού του Ροΐδη:
Tra – la, Trala lala,
n’andremo d’un salto
nel mondo di là.
Ήτοι:
θα πάγω μ’ έvα πήδημα
ίσια στov άλλον κόσμοv!
Ωραία! το παζλ συμπληρώνεται.
Νεοκίντ, υπάρχει και στα ελληνικά «ο Θάνατος και η πυξίδα». Αν θυμάμαι καλά, το avatar μεταφράζεται (από τον Δ. Καλοκύρη;) «σε μια άλλη ενσάρκωση» ή μετενσάρκωση.
Ναι, ο Μπόρχες χρησιμοποιεί τη λέξη avatar:
http://www.literatura.us/borges/lamuerte.html
Στα ελληνικά γνωρίζω τέσσερεις-τέσσερις-4 μεταφράσεις:
Κάτια Γουίλσον (Ερμής, 1975): μετεμψύχωση
Λάμπρος Καμπερίδης ( Δόμος, 1979) : μετεμψύχωση
Βαγγέλης Κατσάνης (Καστανιώτης, 1986): μετενσάρκωση
Αχιλλέας Κυριακίδης (Ύψιλον, 1990): (άλλη) ενσάρκωση
Την ταινία που λέει ο Νεοκίντ δεν την έχω δει – ας πω όμως παρεμπιπτόντως ότι το Στοιχείο του Εγκλήματος του Λαρς Φον Τρίερ αναφέρεται ή/και εμμέσως πλην αρκετά σαφώς από το διήγημα αυτό.
Ο Μπορχεσικός υπηρεσίας
Με την κραυγή «The horror! The horror!» τελειώνει και η ταινία του Coppola «Apocalypse now», η οποία βασίζεται στο μυθιστόρημα του Conrad.
Ὦ Κρίτων, ἔφη, τῷ Ἀσκληπιῷ ὀφείλομεν ἀλεκτρυόνα· ἀλλὰ ἀπόδοτε καὶ μὴ ἀμελήσητε.
ἦ σ’ εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι, οὐδ’ ἄρ’ ἔμελλον
πείσειν· ἦ γὰρ σοί γε σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός.
φράζεο νῦν, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι
ἤματι τῷ ὅτε κέν σε Πάρις καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων
ἐσθλὸν ἐόντ’ ὀλέσωσιν ἐνὶ Σκαιῇσι πύλῃσιν.
Ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω.
Ὤμοι μάλ’ αὖθις, δευτέραν πεπληγμένος.
Με μουσική του Ξενάκη.
O, I die, Horatio;
The potent poison quite o’er-crows my spirit:
I cannot live to hear the news from England;
But I do prophesy the election lights
On Fortinbras: he has my dying voice;
So tell him, with the occurrents, more and less,
Which have solicited. The rest is silence.
«Ο Κουίλτυ στη Λολίτα του Ναμπόκοφ (μετάφραση Αύγουστου Κορτώ):
«Φύγε, φύγε από δω», είπε, βήχοντας και φτύνοντας∙ και σαν εικόνα δυσεξήγητη σ’ εφιάλτη, είδα τον καθημαγμένο αυτό μ’ ακόμα ζωηρό άνθρωπο να ξαπλώνει στο κρεβάτι και να κουκουλώνεται με τα χαοτικά σκεπάσματα»
Αυτη η σκηνη αποδιδεται πολυ καλα στη Λολιτα (1997) του Adrian Layne ( στο ρολο του Κουΐλτυ ο Frank Langella), οχι ομως και στη Λολιτα (1962) του Κιουμπρικ (στο ρολο του Κουΐλτυ ο Πητερ Σελλερς). Αυτη η τελευταια σκηνη ειναι, νομιζω, ολα τα λεφτα απο την Λολιτα του 1997
είναι έκλαμψη η αποκαλύψη της ποίησης
όπως και της ζωής
ανεξαρτήτως τεχνοτροπίας
ίσως ψηφιδωτό
όπως λες
μπετατζής respect
ρεμπώ δεν ξέρω
και Καμύ, ο Ξένος
Φίοντορ?
και ταμίστας μίλ μερσί
Σολωμός, Λάμπρος και Μαρία. καλά σκάω
Ο Δον Αμινάδο, στην Ιστορία του Ματιού του Μπατάιγ (μτφ. Δημήτρη Δημητριάδη):
Η οδός του μαρτυρίου…, είπε με φωνή τελείως εξασθενημένη κι ωστόσο ήταν σα να τινάχτηκε από μέσα του σπερματηδόν σα λυγμός: Η οδός του μαρτυρίου…
Να με συμπαθάτε, πρωί – πρωί, κυριακάτικα…
Tότες μιά σιγανή φωνή μόνον τ’ αφτιά μου ακούσα’,
κ’ είπασιν-ε τα χείλη του· «Eχάσα σε, Aρετούσα».
Άλλα δυό λόγια εμίλησεν, εις όρκον οπού εμόσα’,
μα δεν τα ξεκαθάρισα, κ’ εμπέρδαινέ του η γλώσσα.
Eτούτον είπε μοναχάς, κ’ ετέλειωσε η ζωή του,
και με πρικύ αναστεναμόν εβγήκεν η ψυχή του.
Βέβαια στην πραγματικότητα του ποιήματος ο ήρωας δεν είχε πεθάνει.
Με τον Ξυλούρη.
Ah, soccorso! son tradito!
L’assassino m’ha ferito,
E dal seno palpitante
Sento l’anima partir.
–Pentiti, scellerato!
–No, vecchio infatuato!
–Pentiti!
–No!
–Sì!
–No!
–Sì!
–No!
–Sì! Sì!
–No! No!
–Ah! tempo più non v’è!
Da qual tremore insolito
sento assalir gli spiriti!
Dond’escono quei vortici
di foco pien d’orror?
Chi l’anima mi lacera?
Chi m’agita le viscere?
Che strazio, ohimè, che smania!
Che inferno, che terror!
Ah!
Καλημερίζω κι ευχαριστώ! Μια και όπως εξήγησα τις προάλλες δεν έχω πια ίντερνετ στο σπίτι, πέρασα από το γραφείο να ρίξω μια ματιά. Και φυσικά είδα το παζλ να συμπληρώνεται όλο και περισσότερο, όλο και καλύτερα. Μπράβο σε όλους!
(του Άμλετ ίσως το αποκορύφωμα του παζλ, η μεγάλη εικόνα σε τέσσερις λέξεις)
Η Γυναίκα της Ζάκυνθος στο Κεφάλαιον Ύστερον , απευθυνόμενη, γελώντας, στο όραμα της αδελφής της πίσω απ’ τον καθρέφτη, μια στιγμή πριν κρεμαστεί:
«Να, μάτια μου, το ψυχικό».
Συμπληρώνω: Κεφάλαιον Ύστερον -9- (υπάρχει και -10-), όπου η Γυναίκα της Ζάκυνθος λαβαίνει τη στερνή της θαράπαψη.
.
Η παραπάνω τελεία ήταν (από) τα τελευταία «λόγια» του Καβάφη, που καθώς δεν μπορούσε πια να μιλήσει, χρησιμοποιούσε χαρτί και μολύβι για να συνεννοηθεί.
Mehr Licht!
Από το GRAFFITO του Μάτεσι (εκδ. Καστανιώτη):
Στη Βουλή, τέταρτη ημέρα οι έγκλειστοι.
Και την τέταρτη μέρα οι απομέσα, όσοι ζούσαν ακόμη, χωρίς τρόφιμα, μόνο ζάχαρη και κόκα κόλες είχαν απομείνει, έμειναν ξαπλωμένοι και κοιμισμένοι στο πάτωμα, να μην χάνουν θερμίδες, και με μια μικρή εγωιστική ελπίδα πως ο λοιμός δεν τους είχε καταδεχτεί, παρ’ ότι αυτό τους υποβάθμιζε και η τσίκνα από τα ψητά έξω, στην αρχή, προτού εξαερωθούν, τους είχε φέρει μια γλυκιά ζαλάδα. Μια ιπτάμενη γεύση σαν από αγροτικό κοντοσούβλι με βιολογικά κρέατα, έλεγαν. Και ανέβαιναν στην απάνω τζαμαρία, αλλά στον δρόμο τους προλάβαινε η εξαέρωση.
-Ευτυχώς που πρόλαβα τουλάχιστον το δώρο Χριστουγέννων μου, συν τη βουλευτική μου αποζημίωση, είπε ένας ετοιμόρροπος και γύρεψε να ψαχουλέψει την πίσω τσέπη του παντελονιού του, αλλά δεν πρόλαβε.
-Ευτυχώς που πρόλαβε τη βουλευτική του αποζημίωση, είπε η προϊσταμένη κηπουρός της Βουλής και άρχισε έλεγχο στις τσέπες του. Ντρεπόταν να ψάξει και τις πίσω τσέπες, Όχι να με δουν να πασπατεύω πισινούς και να με περάσουν για κωλομπαρού- α, έχει πάρει και τη βουλευτική αποζημίωση…Τελικά έδρασε ρεαλιστικά και του κοίταξε και τις πίσω τσέπες. Ευτυχώς που είναι σε μετρητά και όχι σε επιταγή, χώρια που τις δίνουν και μεταχρονολογημένες…
Έπειτα, καθώς τα βλέφαρά της εχαμήλωναν πάλι και έσβηναν τα μάτια της γοργά, συνήντησε το τελευταίον βλέμμα του εραστού της, την ώρα που έγερνε την κεφαλήν του και, εκσπερματούσα και αυτή εν ευφροσύνη, εξέπνευσε μαζύ του περιπαθώς και εν πλήρη αγνοία ότι απέθνησκε: «Αγάπη μου! Αγάπη μου! Τι ευτυχία!…»
Η Καρλόττα στο Αργώ ή Πλους Αεροστάτου του Εμπειρίκου, μια στιγμή πριν η σφαίρα του εξάσφαιρου του πατέρα της τρυπήσει ταυτόχρονα και τας δύο καρδίας, τη δική της και του εραστή της.
Αγαπητέ Δύτη, συμπληρώνεται, μεν, το παζλ, το βλέπω, πάντως, γύρω – γύρω, ακανόνιστο. Δεν βρίσκει άκρη αυτό το παζλ.
με όλη μου την αντιπάθεια για τον γκαίτε, να συμπληρώσω κι εγώ κάτι: το «φως περισσότερο φως» δεν ειπώθηκε ποτέ : τα τελευταία λόγια του μάλλον ήταν «δος μου το χεράκι σου» σ’ ένα κοριτσάκι που ήταν κοντά (: πιθανώς «gib mir dein pätschen») – παλιά αφήγηση από κύριο γερμανομαθή, πηγή για μένα πολύ αξιόπιστη – αλλά δεν θα είχα σύνδεσμο να βάλω μέχρι που βρήκα αυτό εδώ)
Lexikon der letzten Worte:
Τα τελευταία λόγια του Γκαίτε δεν ήταν «Περισσότερο φως», αλλά απευθύνονταν στη νύφη του: «Κοριτσάκι, δος μου το χεράκι σου!» Ο Κράουζε, ο υπηρέτης του Γκαίτε, επέμενε: «Η αλήθεια είναι πως το τελευταίο που είπε ήταν τ’ όνομά μου… ήθελε το δοχείο νυκτός.
(Δεν είπε χεράκι, αλλά, Pfötchen, υποκοριστικό του Pfote = paw = το μαλακό άκρο του ποδιού των θηλαστικών, σε αντιδιαστολή με την οπλή, που είναι σκληρό άκρο. Πώς το λέμε στα Ελληνικά;)
Liste letzter Worte:
«Άνοιξε και το δεύτερο παραθυρόφυλλο, να ‘μπει περισσότερο φως».
μπράβο Λύκε τής στέπας, μού ‘λυσες και την απορία για το πώς γράφεται (ήμουν ακριβώς επίσης «κοριτσάκι» μουά ωσσί που τό ‘χα ακούσει απ’ αυτόν τον γερμανομαθή κύριο, και είχα κρατήσει τη λέξη ηχητικά – έκτοτε δεν ασχολήθηκα και πολύ (δλδ καθόλου…) καθότι αντιπαθώ σφόδρα τον τεθνεώτα 😛 ) Κατά (ευτυχή;) σύμπτωση «ποδαράκι» το αναφέρει και ο σύνδεσμος που βρήκα κι εγώ παραπάνω
(ο κύριος το’χε μεταφράσει «χεράκι» κι εμένα δεν μ’ αρέσει ν’ αλλάζω τις αναμνήσεις μου – έστω και προς χάριν της αληθείας 😆 )
Ο Φλώρος κατορθώσας να σχίση το πλήθος υπεστήριζε εις τας αγκάλας του την δύστηνον Ιωάννα, ης η ωχρότης ηύξανεν ανά πάσαν στιγμήν, μέχρις ου υψώσασα προς ουρανόν τον θνήσκον βλέμμα της, ίνα ίσως ενθυμίση εις τον εκεί κατοικούντα ότι μέχρι τελευταίας σταγόνος εκένωσε το ποτήριον, απέδωκε το πνεύμα ψιθυρίζουσα το του Ησαΐου: «Τας σιαγόνας μου έδωκα εις ραπίσματα, το πρόσωπόν μου ουκ απέστρεψα από αισχύνης και εμπτυσμάτων».
Επίκαιρο (φοβάμαι):
The creatures outside looked from pig to man, and from man to pig, and from pig to man again, but already it was impossible to say which was which.
Και ένα αισιόδοξο (; )
L’amor che muove il sole e l’altre stelle.
Σε οποιαδήποτε όμως περίπτωση:
After all, tomorrow is another day.
Και το «κλασικό» τέλος με το οποίο μας μεγάλωσαν και μεγαλώσαμε και εμείς:
Και ζήσανε καλά και εμείς καλύτερα.
Μεγαλέξανδρος: «Τω κρατίστω» – και εγένετο μπάχαλο!
Mein Vater, mein Vater, und siehst du nicht dort
Erlkönigs Töchter am düstern Ort?
Με μουσική Schubert.
Ich bin blutig. Da ein Fleck — und noch einer. Weh! weh! ich wasche mich mit Blut — das Wasser ist Blut … Blut …
Elle me dit: «T’aimer encore, c’est impossible. Vivre avec toi, je ne le veux pas.» La fureur me possédait. Je tirai mon couteau. J’aurais voulu qu’elle eût peur et me demandât grâce, mais, cette femme était un démon.
«Pour la dernière fois, m’écriai-je, veux-tu rester avec moi?
– Non! non! non!» dit-elle en frappant du pied, et elle tira de son doigt une bague que je lui avais donnée, et la jeta dans les broussailles.
Je la frappais deux fois. C’était le couteau du Borgne que j’avais pris, ayant cassé le mien. Elle tomba au second coup sans crier. Je crois encore voir son grand oeil noir me regarder fixement; puis il devint trouble et se ferma.
Always look on the bright side of life!
Καλημέρα! Πλούσια η συγκομιδή και σήμερα, βλέπω. Θανατολάγνοι! 🙂
Θυμήθηκα και ένα ακόμα: «Jules, regarde-nous bien». H Κάτε στο «Ζυλ και Τζιμ» του Ανρί-Πιερ Ροσέ. Κατρίν στην ταινία του Τρυφώ. Εδώ στο 7:40΄:
και πάλι
Πέρα από τη λογοτεχνία, μια συλλογή, απ’ όπου και το
«Κύριε Πρόεδρε…Δεν δύναμαι…να συνεχίσω…» του Μένιου Κουτσόγιωργα…
Χα, το θυμάμαι αυτό, Ταμίστα!
Θυμήθηκα και τούτο απ’ τα παλιά.
Γη σιδερένια, χρυσαφένιος ουρανός –
άρχοντας θάνατος, αφέντης μας τρανός.
Ωραίο!
@χαρη: Κατά (ευτυχή;) σύμπτωση “ποδαράκι” το αναφέρει και ο σύνδεσμος που βρήκα κι εγώ παραπάνω
(ο κύριος το’χε μεταφράσει “χεράκι” κι εμένα δεν μ’ αρέσει ν’ αλλάζω τις αναμνήσεις μου – έστω και προς χάριν της αληθείας )
Το αγγλικό κείμενο το μεταφράζει ως «paw» διότι ευτυχώς για τον μεταφραστή και υπάρχει η λέξη στ’ Αγγλικά και μπορεί να δηλώσει και το ανθρώπινο χέρι.
Στα Γερμανικά, όταν η λέξη Pfote δηλώνει το ανθρώπινο χέρι, τότε έχει μειωτικό χαρακτήρα, όπως όταν λέμε στα Ελληνικά «Πάρ’ το κουλό σου» ή «Κάτω το ξερό σου». Το υποκοριστικό Pfötchen έχει τη σημασία «χεράκι» στα πλαίσια μεγάλης οικειότητας. Händchen είναι το χεράκι στην κυριολεξία, δηλαδή μόνο τα μικρά παιδιά έχουν τέτοια, όχι οι γυναίκες. Ή τουλάχιστον έτσι μου τα έχουν εξηγήσει.
Hangman, hangman, upon your face a smile,
Tell me that I’m free to ride,
Ride for many mile
Κι ο μέγας Έχτορας πεθαίνοντας απηλογιά του δίνει:
«Και μόνο που σε βλέπω το ‘νιωσα, κι ουδ᾿ ήταν να σου αλλάξω
τη γνώμη, τι καρδιά από σίδερο στα στήθια μέσα κλείνεις.
Μ᾿ απ᾿ αφορμή δικιά μου πρόσεξε μην οι θεοί θυμώσουν
τη μέρα που και σένα, αντρόκαρδος κι ας είσαι, θα χαλάσουν
στο Ζερβοπόρτι ομπρός ο Αλέξαντρος κι ο Απόλλωνας ο Φοίβος.»
Ως είπε τούτα, ευτύς ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια,
κι απ᾿ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,
θρηνολογώντας για τη μοίρα της, που άφηκε αντρεία και νιότη.
Ιλιάδα, Χ, μτφ. Καζαντάκη – Κακριδή
(ο Έκτορας απευθύνεται στον Αχιλλέα, ως γνωστόν)
«Μα κι εγώ ο μαλάκας , φόρεσα το ξώφτερνο;…»
(Αγνώστου συγγραφέως, τα στερνά λόγια του Αχιλλέα, εν είδει ρητορικής ερωτήσεως)
Η τελευταία παράσταση
«Bye Bye Life»
Απευθύνομαι στον Νεοκίδιο. Το επί σχολίου μου σε σχόλιό μου σχόλιό του πιο πάνω, δεν μου δίνει τη δυνατότητα απαντητικού σχολιασμού, γι’ αυτό απαντώ από εδώ:
– Ο θάνατος του Αχιλλέα είναι μετα-Ιλιαδικός (και τι έγινε, θα μου πεις…).
– Του θανάτου του Έκτορα από τον Αχιλλέα, προηγήθηκε ο θάνατος του Πάτροκλου από τον Έκτορα (στην Π). Στα τελευταία λόγια του ο Πάτροκλος προφητεύει το θάνατο του φονιά του:
» Πολύ και σένα δεν απόμεινε να ζήσεις λέω, τι κιόλα
δίπλα σου η Μοίρα η τρανοδύναμη·κι ο Χάρος παραστέκουν
απ᾿ του Αχιλλέα τα χέρια του άψεγου να σκοτωθείς γραφτό ‘ναι.»
Ως είπε τούτα, ευτύς ο θάνατος του σκέπασε τα μάτια,
κι απ᾿ το κορμί η ψυχή του επέταξε να κατεβεί στον Άδη,
θρηνολογώντας για τη μοίρα της, που αφήκε αντρεία και νιότη.
Λύκε ξανά ευχαριστώ για τις διευκρινίσεις περί τα λεξιλογικά 🙂
Δύτη το χάρηκα πολύ το κινηματογραφικό (αν είχες βάλει θέμα τις *προτελευταίες* κουβέντες, αυτή θα έπαιρνε το βραβείο: «κύριε Τζιμ έχω κάτι να σάς πω»)
καλησπέρα…
Συνεισφέρω δύο (προσωπικών, πάντα, επιλογών):
«Πέρασε η ζωή, πάει…σαν να μην την έζησα… Δεν έχεις πια δύναμη… πάει, φύγανε όλοι…»
(ο γερο-Φιρς, στο τέλος του Βυσσινόκηπου)
«…tomorrow we will run faster, stretch out our arms farther… And one fine morning–»
(ο Μεγάλος Γκάτσμπυ, που «πίστευε στο πράσινο φως»)
Χαιρετώ, παιδιά, κι ευχαριστώ ξανά. Χαίρομαι που είχα αυτή την ιδέα και ενεργοποιηθήκαμε όλοι τόσο 🙂
κάπως ἀργὰ πἦρα εἴδησι τὴν ὄμορφη αὐτὴ ἀνάρτησι καὶ οἱ τόσες ἀπαντήσεις δὲν μοῦ δίνουν καὶ πολλὰ περιθώρια. ἔρριξα λίγο γρήγορα μιὰ ματιὰ στὶς ἀπαντήσεις καὶ νομίζω πὼς δὲν ἀναφέρθηκε:
«Μὰ εἶναι δυνατόν;» Μπερλιόζ, ὁ Μαὶτρ καὶ ἡ Μαργαρίτα τοῦ Μ. Μπουλγκάκωφ.
!!! Μα τι ζώον που είμαι!
Κι εγω το ιδιο!
Μικρή ψυχή, ψυχή τρυφερή και μετέωρη, σύντροφε του κορμιού μου που σε φιλοξένησε, θα κατέβεις σ’ αυτούς τους ωχρούς τόπους, τους σκληρούς και γυμνούς, όπου θα χρειαστεί ν’ απαρνηθείς τα παιχνίδια του άλλοτε. Μια ακόμα στιγμή ας κοιτάξουμε μαζί τις γνωστές μας ακτές, τα πράγματα που είναι βέβαιο πως δεν θα ξαναντικρύσουμε πια…Ας προσπαθήσουμε να μπούμε στο θάνατο με ανοιχτά μάτια…
Γιουρσενάρ, Αδριανού Απομνημονεύματα
Χαιρετώ ω! Δύτη 🙂
animula vagula blandula (από μνήμης)
Γεια σου melen, μη χάνεσαι! 🙂
Δεν είναι από λογοτεχνία, αλλά ας το αφήσω να υπάρχει: http://www.futilitycloset.com/2012/01/22/exit-lines/
«Η ιστορία τελείωσε. Δεν θα υπάρξει τίποτε άλλο για να διηγηθούμε.»
(τελευταία φράση του «Κάιν», τελευταίου βιβλίου του Ζοζέ Σαραμάγκου πριν πεθάνει)
Χαίρομαι που ανασταίνεται το νήμα και που υπάρχουν και άλλα να διηγηθούμε 🙂
Πρόσκαιρα ανασταίνεται το νήμα, αφού -τουλάχιστον- για τον Άγιο Θωμά Ακινάτη «parece que los cabellos han de resucitar mucho menos que las otras partes del cuerpo» (5ο κεφ. του 80ού θέματος του έργου του «περί της πληρότητος των αναστηθέντων σωμάτων») -αντιγραμμένο απ’ τον Γαρσία Μάρκες, βέβαια, και το «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» του, το οποίο, εν αντιθέσει με το θέμα μας, ξεκινάει με αυτή την υπόθεση.
Οι τρίχες υψώνονται πολύ λιγότερο από τα άλλα μέλη του σώματος;!; Αυτό μου βγάζει ο γουγλομεταφραστής…
Υψώνονται… ανασταίνονται… όλα για μια κάποια ανόρθωση πρόκεινται.
Με άγνωστο, μέχρι στιγμής, αποτέλεσμα!
Τα τελευταία λόγια πριν από το θάνατο διαφόρων ιστορικών (και όχι μόνο) προσωπικοτήτων
Ευχαριστώ -αν και το είχε ήδη παραπέμψει ο Tamistas παλιά!
2). Μια φορά στην μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους, έλεγε ο Πρόδρομος, πήγαμε στην Παναγιά (στο Κάντσι) να κάνουμε ολονυκτία. Όταν φτάσαμε στους Αίνους, βγήκε και ο Χατζεφεντής από το Ιερό, να ψάλλουμε μαζί. Ενώ ψάλαμε στο ίδιο αναλόγιο, βλέπω ξαφνικά έναν ασπρομάλλη Γέρο στο απέναντι αναλόγιο, ο οποίος ήταν σκυφτός και ακουμπούσε με την πατερίτσα του, κι άρχισα να τρέμω από ευλάβεια.
Ο Χατζεφεντής όταν με είδε, με ρώτησε: «μήπως κρυώνεις»; Εγώ του είπα όχι και του έδειξα τον γέρο. Ο Χατζεφεντής δεν ταράχτηκε καθόλου και του μίλησε Τουρκικά: «Ελάτε να ψάλλουμε μαζί». Ο Γέρος έκανε νόημα να συνεχίσουμε μόνοι μας και όταν έφυγε, χάθηκε στη μικρή λίμνη του Αγιασμού! Ο Χατζεφεντής είπε πως ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος!!!
Σας επιθύμησα
()
Θα επανεμφανιστούμε, αλλά δεν ξέρω πόσο σύντομα! 🙂
Δεν ξέρω από πού είναι το κείμενο, αλλά για κάποιο λόγο ο Άγιος Χαράλαμπος (όπως και ο Γεώργιος, ή ο Προφήτης Ηλίας) λατρευόταν συχνά από χριστιανούς και μουσουλμάνους (με τη μορφή συνήθως του Χιζίρ, ενός περίεργου αθάνατου τύπου που αναφέρει το Κοράνι) σε κοινά αγιάσματα. Έτσι γράφω τώρα από μνήμης, για περισσότερες λεπτομέρειες Χάσλουκ και Βρυώνης.
Λίνκ δε βάζω
Συναγερμός. Επανέκδοση στο σινεμά το Κάτω από το ηφαίστειο (Λόουρυ, Χιούστον, Άλμπερτ Φίνευ) ή τουλάχιστον εγώ τώρα το πήρα χαμπάρι.
Το έμαθα, παρόλο που είμαι τώρα αρκετά μακριά (για την ακρίβεια, στο Όσλο!). Αυτό το έχεις δει; https://dytistonniptiron.wordpress.com/2009/07/31/tlaxcala/
https://twitter.com/ddoniolvalcroze/status/1332145075862654976