Ένα βιντεάκι (via Sraosha) με έκανε να θυμηθώ μετά από πολύ καιρό τη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών μου χρόνων. Ξεκινώντας από το διαμέρισμα στη Φιλικής Εταιρείας, κοντά στο Ιπποδρόμιο, δειλό ξεμύτισμα στον κόσμο· το πρώτο, νομίζω και το δεύτερο εξάμηνο πήγαινα σε όλα τα μαθήματα, μετά έκοψα το σπορ. Θυμάμαι ότι συχνά τότε ξενυχτούσα στο σπίτι μου, ακούγοντας Νικ Κέιβ και άπειρες κασέτες από τους παράνομους κασετάδες της Φιλοσοφικής, με έναν από τους οποίους μιλούσαμε για μουσική και ήξερε πάντα τι έψαχνα, ξανθός με μουστάκι που μου θύμιζε Πολωνό. Το ξημέρωμα συχνά ξεπόρτιζα και ανηφόριζα προς την Άνω Πόλη, βρίσκοντας διάφορους θησαυρούς και καταλήγοντας συνήθως στο Γεντί Κουλέ το οποίο πάντα μου έκανε τρομερή εντύπωση, καθώς σκεφτόμουν πολύ έντονα όσους είχαν περάσει χρόνια και χρόνια μέσα στο κάστρο που είχε αρχίσει ήδη να γίνεται ρημαδιό.
Οι πρώτες γνωριμίες φυσικά γίνονταν στη γραμματεία, στις ουρές για το πάσο ή για το πρόγραμμα. Θυμάμαι πολύ καλά όλες εκείνες τις πρώτες φορές, το πρώτο τσάι στη Ζώγια, την πρώτη φορά που χτύπησε το κουδούνι μου, την πρώτη μπύρα στη Βαβέλ (εκείνη στο Μπερλίν δεν τη θυμάμαι, και γενικά στο Μπερλίν πέρασα τόσες πολλές ώρες που στο τέλος το σιχάθηκα), την πρώτη σοκολάτα στη Ρεζέρβα, το πρώτο βράδυ στο Άσυλο, το πρώτο τάβλι στη Μελενίκου -ψέματα, αυτό το τελευταίο δεν το θυμάμαι, θυμάμαι όμως ποιος και πώς μου έμαθε το μπουρλότ που ύστερα παίζαμε με μανία σε σπίτια, σε συνοικιακά καφενεία με πράσινη τσόχα, και βέβαια στο παλιό Ματζέστικ, απ’ όπου μπορούσες να κάτσεις όλο το απόγευμα πίνοντας ούζα και χαζεύοντας τη θάλασσα μέσα από τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν την παραλιακή.
Κάπου εκεί πρώτον, απέκτησα συγκάτοικο, δεύτερον άρχισα να πηγαίνω στις λεγόμενες μαζώξεις του σχήματος και να ασχολούμαι με ό,τι ψευδώς ονομάζουμε φοιτητικό συνδικαλισμό. Ωραίες αναμνήσεις: στα διάφορα σπίτια, φτιάχνοντας καφέδες εκ περιτροπής, αναλαμβάνοντας να γράψεις την επόμενη προκήρυξη, καταλήγοντας σε κάποιον Τζώτζο ή Μακεδονικό όπου τραγουδούσαμε Χειμερινούς και Σαββόπουλο (όταν πατούσα πόδι). Τότε είχα σταματήσει να πατάω στα μαθήματα (εκτός από ένα), και κατά τις έντεκα στηνόμουν στο τραπεζάκι που είχαμε στην είσοδο και περίμενα να εμφανιστεί κόσμος, να τα πούμε και να καταλήξουμε σε κάποιο καφέ. Διάβαζα όμως πάρα πολύ, θυμάμαι τώρα με ευχαρίστηση κάτι ομαδικές εξορμήσεις σε βιβλιοπωλεία: η μανία μου τότε ήταν οι σουρεαλιστές, ο Μπόρχες, ο Μπάροουζ, πολύ αργότερα πήρα τους Υπνοβάτες. Τέσσερις-πέντε φορές το χρόνο ανεβοκατέβαινα Αθήνα, πάντα φυσικά με τραίνο, και έβλεπα τους παλιούς μου φίλους, ακόμα πιο ωραία όμως ήταν όταν έρχονταν εκείνοι να με δούνε, παρόλο που έχω την αίσθηση ότι ποτέ δεν κατάφερα να ενώσω τις παρέες μου της Αθήνας με εκείνες της Θεσσαλονίκης· φυσικό ήτανε.
Να μην ξεχάσω τις φοιτητικές συζητήσεις, είτε σε καφενεία είτε ολονυχτίς σε κάποιο σπίτι: στην ηλικία που γενικά λέγεσαι εικοσάχρονος τείνεις να φιλοσοφείς ατέλειωτα για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη ζωή, τον έρωτα ή την τέχνη, τόσο πολύ ίσως που μετά σου κόβεται πια η όρεξη. Τα τελευταία χρόνια πριν φύγω έμπλεξα με μια παρέα πρωτοετών ή δευτεροετών και αναγνώρισα τις ίδιες κουβέντες με ένα είδος καλόβολης πλήξης. Ωραία ήταν.
Μετά με τον συγκάτοικό μου βρήκαμε ένα σπιτάκι στην Ευαγγελίστρια, το πιο ωραίο από όλα τα σπίτια μου, διόροφο (αλλά ο όροφος ήταν αχρησιμοποίητος, μόνο που κάπου-κάπου ανεβαίναμε στο μπαλκόνι), με μια μικροσκοπική αυλίτσα που εφαπτόταν με τον βράχο του δάσους του Σέιχ Σου. Θυμάμαι: απογεύματα στο κεφαλόσκαλο στην οδό Κύπρου, ο ήλιος έπεφτε και σε μια πορτοκαλί απόχρωση έβλεπες τους γείτονες να πηγαινοέρχονται και κάτι ενοχλητικά (γιατί τους είχα δώσει πολύ θάρρος) παιδάκια παρακαλούσαν να μπουν στο σπίτι, δεν θυμάμαι πια τι έκαναν μέσα, θυμάμαι μόνο το όνομα του ενός (Μάρκος). Το δωμάτιό μου έβλεπε στην αυλίτσα από ένα παλαιικό παράθυρο, το μισό του οποίου κρυβόταν από τη σκάλα που ανέβαινε πάνω· είχα μια φλοκάτη και ήταν χειμώνας, ακόμα θυμάμαι το χιόνι. Σ’ αυτό το σπίτι άρχισα να διαβάζω οθωμανικά, αν σας ενδιαφέρει.
Γύρω στο ’95 πρέπει να μετακόμισα στη Μουσών στην Άνω Πόλη, εκεί είχα δυο δωμάτια που έβλεπαν σε μια τσιμεντένια αυλή. Δίπλα έμενε η σπιτονοικοκυρά, η κυρά-Φρόσω, που τις μέρες της εξεταστικής έφερνε φαγητό αλλά μετά από ένα χρόνο η πίεση των κυράδων της γειτονιάς αποδείχθηκε πια ανυπόφορη καθώς τσέκαραν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Αν ανέβαινες στην ταράτσα, μπορούσες να δεις τα τείχη στα αριστερά και την πόλη με τη θάλασσα ευθεία μπροστά: θυμάμαι κάτι πυροτεχνήματα, μάλλον στην έναρξη της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Ήταν η εποχή που ανακατευόμουν πολύ με άλλες παρέες, της αρχιτεκτονικής, πήγαινα σε κάτι θεατρικές τους πρόβες και επαναλάμβανα τα καμώματα του πρώτου έτους. Σε ένα τέτοιο σπίτι φιλοξενήθηκα φεύγοντας από κει, μια παλαιική πολυκατοικία κοντά στην Καρόλου Ντηλ με μαντεμένιο ασανσέρ και πλακάκια αρ νουβώ: κυρίως θυμάμαι τη μυρωδιά από το τσάι που πίναμε ακατάπαυστα και κάτι αρωματικά κεράκια, και ένα επικώς αποτυχημένο μπορς που είχαμε φτιάξει ένα βράδυ ακολουθώντας τις οδηγίες ενός βιβλίου με νηστήσιμες συνταγές.
Το τελευταίο μου σπίτι ήταν στη Δεσπεραί, κάτι σαν επιστροφή στο κέντρο μετά από μια δίχρονη περιπλάνηση στα πέριξ. Εκεί πια ήμουν πτυχιούχος, και είχα στραφεί σε ένα πιο μοναχικό τρόπο ζωής. Μετά από ένα ροκ διάλειμμα δυο ή τριών χρόνων είχα ξαναστραφεί στον Χατζιδάκι, και θυμάμαι ότι είχα τότε και τη μανία με τους συνθέτες του 20ού αιώνα, τους δωδεκάφθογγους επιγόνους του Μάλερ (put the blame on Cortazar). Τον πρώτο χρόνο σ’ αυτό το σπίτι είχα και τηλεόραση, και έβλεπα κάθε Παρασκευή τις ταινίες που πρόβαλλε η ΕΤ1 χάρη στα γενέθλια του κινηματογράφου. Με την ευκαιρία θυμήθηκα τώρα και τα σινεμά, πολύ σινεμά, ιδίως τα πρώτα χρόνια που μια κινηματογραφική λέσχη, η Παράλλαξη τότε, έκανε εβδομαδιαία αφιερώματα σε όλους τους μεγάλους παλαιούς και διπλές μεταμεσονύχτιες κάθε Παρασκευή, ή ίσως Σάββατο, από τις οποίες η πρώτη ήταν λίγες βδομάδες ή και μέρες από τότε που είχα πρωτοφτάσει στην πόλη: μπήκα σχεδόν τελευταίος, και είδα δυο ταινίες του Τζάρμους από την πρώτη πρώτη σειρά, με το κεφάλι στραμμένο προς τα πάνω και τις μορφές στην οθόνη επιμήκεις σαν φιγούρες του Γκρέκο. Εκείνη την εποχή όμως πια, έβγαινα σταθερά μεν αλλά χωρίς ποικιλία στο Γκροτέσκ, το λεγόμενο καινούριο στη Διαγώνιο (το παλιό ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω): ραντεβού πάντα στα Ηλύσια, πρώην σινεμά και μετέπειτα παιχνιδάδικο, και σκοπός το γνωστό μπιστρό (το πραγματικό μπιστρό βέβαια είχε προηγηθεί κατά δύο χρόνια, το περίφημο -για μας- καφέ Πιερό στο Διοικητήριο. Του επιλεγόμενου πατριάρχη, όποιος τον ξέρει).
Για να δούμε τι άλλο ξέχασα: η τελευταία μου εξεταστική -στην Άνω Πόλη τότε- συνέπεσε με μια φοβερή ζέστη. Διάβαζα όλη μέρα με τα παντζούρια κλειστά βυζαντινή αρχιτεκτονική, έχοντας δανειστεί το βιβλίο του Μπούρα από τις φίλες μου τις αρχιτεκτόνισσες, και το βραδάκι που έπεφτε ο ήλιος κατηφόριζα στο Ναυαρίνο, έπαιρνα μια μπύρα και την έπινα σιγά-σιγά σταυροπόδι στο πεζούλι μέχρι να περάσει κάποιος γνωστός. Όλο και κάποιος θα πέρναγε, τόσο που όταν ήρθα μετά στην Αθήνα και άνοιγε μια πόρτα στο μπαρ ή στο καφενείο κοίταζα να δω ποιος μπήκε.
Με ευχαρίστηση θυμάμαι μία πετυχημένη κατάληψη της σχολής (το γράφω για να είμαι και λίγο στην επικαιρότητα) όπου είχαμε οργανώσει διπλή προβολή ταινίας, τις «Φράουλες και αίμα» και το «Αν». Όταν ο κόσμος είχε πια φύγει, μείναμε δυο ή τρεις και είδαμε μέχρι να ξημερώσει το «Κουρδιστό πορτοκάλι» και, τελευταίο, το «Σατυρικόν» του Φελίνι. Διάφορα πράγματα γίνονταν τότε, και έχω την εντύπωση ότι πάντα κρατούσα μια έκκεντρη στάση. Μ’ άρεσαν τα περιοδικά που βγάζαμε, τρία τον αριθμό: ένα ήταν το «Κιβώτιο», του σχήματος ας πούμε, ένα ήταν ο «Τυμβωρύχος», πιο αρχαιολογικού χαρακτήρα αλλά με πολιτική οπτική (χειρόγραφο;), και βέβαια δεν ξεχνώ τους Κυνοκέφαλους.
Και φυσικά αυτό δεν είναι αυτοβιογραφία, δε νομίζω να μάθατε τίποτε σπουδαίο για μένα (το κόλπο το έμαθα από τον Κίπλινγκ, αν θυμάστε). Θέλησα μόνο να βάλω κάποιες αναμνήσεις μου σε μια τάξη, τις έβαλα, ελπίζω να μη βαρεθήκατε.
Μαύρε καβαλάρη, αν ξαναπεράσεις στο αφιερώνω. Να θυμηθείς πώς ποτέ δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε κάτι τρώγοντας συκώτι στη Δόξα της Αποστόλου Παύλου.
Την ίδια αυτοβιογραφία θα μπορούσα να γράψω κι εγώ. Μόνο που θα άλλαζα τα ονόματα των δρόμων με αυτά των δρόμων της Πάτρας και θα έγραφα για λίγο πιο παλιά χρόνια. Βλέπεις εγώ ξεκίνησα από τη Θεσσαλονίκη και έζησα τη φοιτητική μου ζωή στην Πάτρα, ζώντας και λίγη από τη φοιτητική ζωή της Θεσσαλονίκης αφού πάντα επεστρεφα εκεί.
Γαμώτο, γερνάμε κι έχουμε περισσότερες αναμνήσεις απ’ ό,τι μέλλον….
Στο Μπερλίν! Εκεί πήγαινα με τα παιδιά της φίλης μου αλλά πιο πολύ στο Λούκυ Λουκ.
τί ωραίο ρε δύτη.
αν κ ποτέ δε θα σε φανταζόμουν σε τραπεζάκι.
(επίσης, κάτι μας είπες για τον εαυτό σου, μη νομίζεις.)
υπάρχει κανένα πρόβλημα με τα τραπεζάκια; σας ενοχλούν, αγαπημένο Βυτίο; πειράζουν τον εστετισμό σας;
😛
Οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουνε και μου θυμίζουνε τα περασμένα. Τελικά είχαμε βίους παράλληλους, τώρα το συνειδητοποιώ. Ευαγγελίστρια, Άνω Πόλη και άλλα. Εσύ στη Μουσών, εγώ στην Ακροπόλεως. Εσύ στην Κύπρου, εγώ στη Kωνσταντινουπόλεως. Μου λείπουν αυτές οι γειτονιές κι έχω χρόνια να τις δω, θα ‘θελα να τις ξαναπερπατήσω. Μου λείπει επίσης και το Καραμπουρνάκι (τα ‘ζησα όλα αυτά άραγε ή τα ‘δα χθες στο όνειρό μου;)
Θα ξαναπροσπαθήσω αύριο, τώρα είμαι ψόφιος.
dame31, καλώς ήρθες -σε κουβεντιάζαμε για τα τρένα.
Είναι παράξενο που εδώ και πολλά χρόνια δεν σκεφτόμουν καθόλου τα φοιτητικά μου χρόνια. Με το βιντεάκι του Σραόσα μου βγήκε ξαφνικά.
Μαρία, το Λούκυ Λουκ δεν το προτιμούσαμε για εντελώς -μα εντελώς- ανεξήγητους λόγους. Θυμάμαι επίσης το Φλου, και ένα-δυο ακόμα. Από ταβέρνες ξέχασα να αναφέρω το Ίγγλις, βέβαια, και μια-δυο ακόμα, όπως την Κληματαριά, μέσα στο λιμάνι.
Βυτίο, πώς το φαντάζεσαι το τραπεζάκι; Είχε έναν ξύλινο πίνακα ανακοινώσεων από πίσω, που έγραφε «Αυτόνομες-οι και ανεξάρτητοι» (στην πραγματικότητα ήταν «Αυτόνομες-οι και Ανεξάρτητος», κατόπιν λίγο πριν τη διάλυση έγινε «Αυτόνομες-ος και τέρμα»), και κάποιες προκηρύξεις και περιοδικά πάνω. Καθόμασταν με τους καφέδες μας και ψιλοκουβεντιάζαμε μέχρι να φύγουμε. Την εποχή που οι ΠΑΣΠ-ΔΑΠ μοίραζαν συγγράμματα και προγράμματα σπουδών δεν την πρόλαβα στο Ιστ-Αρχ, ευτυχώς.
Ηλία, το ξαναείπαμε αφού…
Περιορίστηκα στα μπαρ της ηλικίας σου. Αν είναι να πιάσουμε και το Φλού…
Το πρώτο μπαρ (εξαιρούνται τα παραβαρδάρια) που άνοιξε ήταν ο Δον Κιχώτης, στη Βύρωνος όμως, όχι εκεί που πήγε αργότερα, ακολούθησε η Ανατολή του Γιώργου του Ζήκα λίγο παραπάνω και αμέσως μετά άνοιξε το Φλου.
Το Λούκυ Λουκ με είχε βολέψει πολύ, γιατί ήταν απέναντι απ’ τα γραφεία των ΕΛΜΕ.
Δύτη, το πρώτο περιοδικό των αυτόνομων Φιλοσοφικής είναι «Το γκαγκάν», κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 87 κι έχω κρατήσει το 1ο τεύχος.
Μέσα στο λιμάνι Κληματαριά δεν θυμάμαι, ίσως άνοιξε αργότερα, πηγαίναμε όμως στην Κεφαλονιά, στο δρομάκι δίπλα απ’ την κεντρική είσοδο του λιμανιού, κάτω απο ένα μπουρντέλο.
Μαγαζί Κληματαριά υπήρχε αλλά αλλού.
Στην Βύρωνος ήταν πριν την Μοργκεντάου; Το 1976 ήταν στην Μοργκεντάου, ο Δον Κιχώτης, εκτός αν η άνοια καλπάζει εντός μου. Το 77-78 άνοιξε το Ale House, δίπλα στο Ντορέ, όπου έπαιζε πιάνο ο πολύς Κλέαρχος Καραγιαννίδης. Ο Ρούλης, ο ιδιοκτήτης, τώρα αντιπροσωπεύει μεγάλα ονόματα εισαγομένων αλκοολούχων.
Βασίλη, σε περίμενα. Αυτό ήταν όλο, όμως; 😉
Ρε συ, υπάρχει θέμα: υπήρχε ο Δον Κιχώτης πριν την Μοργκεντάου; (ρε συ, μόνο με ποιήματα μπορώ να απαντήσω, την Τζένη la Revolution ή το μη δημοσιευμένο ¨Οι Θεσσαλονικείς». Αλλά είναι μακρυνάρια.
Βασίλη, γράφε στο τέλος να μη σε κυνηγάω εδώ ψηλά!
Στο ‘πα και στο ξαναλέω: ο Δον πρωτοάνοιξε στη Βύρωνος σε στυλ αμερικάνικο. Κατεβαίνοντας απ’ το Ναυαρίνο δεξιά προς τη μέση. Τι να πω για να σε πείσω.
Μετά πήγε στη Μοργκεντάου με κείνες τις λάμπες φθορισμού, πολύ ψυχρό πράμα.
Η Τζένη είναι γνωστή Σαλονικιά;
Εγω πηγαινα στο Φλου, πιο σπανια στο Λουκυ Λουκ και ακομα πιο σπανια στο Μπερλιν. Δεν ξερω για ποιο λογο προτιμουσαμε περισσοτερο το Φλου και το Εναλλαξ απεναντι, απο τα αλλα δυο.
Οσο για την Κληματαρια… τι μου θυμισες τωρα… Αν και δεν ημουν πια φοιτητρια οταν ανοιξε αλλα ηδη ειχα αρχισει να δουλευω (χωρις να εγκαταλειψω την πολη). Αυτο εγινε αρκετα αργοτερα.
Ξεχασες ομως το Μυλο (στα πρωτα του χρονια) και τον προδρομο του το Παραρλαμα (το οποιο ομως δεν προλαβα και πολυ… μια φορα πηγα μονο λιγο πριν κλεισει).
Αχ βρε Δύτη τί μου έκανες!
Με πέτυχες με δανεικό Μπούρα στα χέρια
και με έστειλες να γυροφέρνω σαββατόβραδο
στη Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας.
Το Ίνγκλις ήταν στέκι των μαθητικών μου χρόνων, το Φλου και το Berlin των φοιτητικών. Το Φλου υπάρχει ακόμα, ίδιο κι απαράλλαχτο, το επισκέπτομαι σχεδόν κάθε φορά που βρίσκομαι στη θεσσαλονίκη, έτσι για να συνδέομαι με το παρελθόν. Έτσι κι αλλιώς έχουν μείνει πλέον ελάχιστα σημεία αναφοράς, αν και αυτό που με «πόνεσε» περισσότερο ήταν όταν έπεσε και το τελευτα΄θιο οχυρό της παραλιακής, το Majestic.
Το ξέρω πως με κουβεντιάζατε όταν λέγατε για τα τραίνα (με αι κι όχι με ε…), σας παρακολουθώ αν και χωρίς πολλά λόγια.
… στην Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας …
Τί όμορφα που το είπε ο»Τσαλαπετεινός»…
Αυτή η φράση (αλλά και όλο σου το ποστ) , μου θύμισε κάτι που είχα γράψει παλιά … Ίσως είναι λίγο άσχετο με την ανάρτηση σου , αλλά έχει να κάνει με αναμνήσεις από την φοιτητική ζωή στην Θεσσαλονίκη :
«Αρχές της 10ετίας του ’70 … φοιτηταριό στην Θεσσαλονίκη , είχαμε ανακαλύψει ένα (και το μοναδικό σ’όλη την Συμπρωτεύουσα) περίπτερο στον Βαρδάρη , που έφερνε ΚΙΡΕΤΣΙΛΕΡ , από εκείνα ,… τα παλιά … άφιλτρα … νόστιμα … 5,50 δραχμές το κουτί … Ποδαρόδρομος λοιπόν ως το Βαρδάρη , ρεφενέ από κανα μισόφραγκο ο καθένας , και μαζευόμασταν μετά γύρω του (από το ΚΙΡΕΤΣΙΛΕΡ) σαν τα … σπουργίτια τα ερεθισμένα από ψίχουλα ζεστού ψωμιού , και το … απολαμβάναμε , φυσώντας τον καπνό του ο ένας στα μούτρα του άλλου , σχεδιάζοντας αγώνες , κάνοντας όνειρα και … ερωτοτροπώντας με την … Φιλοσοφία ….
Θα γράψω ίσως κάποτε για όλα αυτά .»
Τσαλαπετεινέ, δεν τόκανα επίτηδες! Και μένα κάπως έτσι με πέτυχε η νοσταλγία.
dame31, για μένα το τελευταίο οχυρό που έπεσε (αφού είχα φύγει ευτυχώς) ήταν το Φρουτότυπο.
silia, το είχα ξαναδεί σε εκείνο το επικό νήμα για τον καπνό στου Σαραντάκου. Είκοσι χρόνια μετά, πάντως, το μοναδικό περίπτερο με Κιρέτσιλερ (με φίλτρο πια) ήταν αν θυμάμαι καλά στην Αγίου Δημητρίου, κοντά στο Διοικητήριο.
Άρε, Μαύρε Κάια!
Ξέρω γιατί το λες. Που δεν είπα ότι η φλοκάτη -κίτρινη- που είχα στην Ευαγγελίστρια ήταν δική σου.
(μα τι την έκανα φεύγοντας;)
Ελπίζω, δώρο σε κανένα δερβίση!
πω ρε συ, το Φρουτότυπο!!!! Τι μου θύμισες…. κολλητά στο Φρουτότυπο ήταν το μαγαζί της κολλητής μου, πάει κι αυτό πριν το Φρουτότυπο.
είπα δεν θα πάρω μέρος γιατί δεν έχω τις δικές σας σχέσεις κι αναμνήσεις με σαλονίκη, αν και μ’ άρεσε από πάντα (και τη γνώρισα από πολύ μικρή – θυμάμαι ακόμα και το μεντιτεράνεαν – εντάξει δηλαδή; -) αλλά ας όψεται η silia με το κιρέτσιλερ : είμαστε τα ίδια και στην αθήνα κυρία μου! : τα «ξάνθης» τα θυμάσαι όμως καθόλου; εγώ τα προτιμούσα ως πιο ελαφρά! (προσωπικά όταν ήμουν σε μεγάλες φτώχειες αγόραζα χύμα «τέλειον» από ένα περίπτερο στη φειδίου – αλλά δεν είναι στη θεσσαλονίκη αυτό 😥 )
(Δύτη να σ’ ευχαριστήσω για το buzzάρισμα, τώρα το είδα – είμαι πολύ καινούργια σ’ αυτά και άφησα και σχόλιο, που δεν ξέρω αν έκανα καλά και μήπως δεν είθισται 😛 )
υγ: το ζήλεψα το ποστ και όλα τα συμπαρομαρτούντα του!
Μεντιτερανέ, ιδιοκτησίας καπνεμπόρου.
Ένα καινούριο λέγεται Μεντιτεράνεαν.
Πολύ ωραίο (και επιτυχημένο ως προς τους σκοπούς που έθεσε ο συγγραφέας)! Μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε, όλους εμάς που δεν είχαμε την τύχη να ζήσουμε τη φοιτητική ζωή της Σαλονίκης, για το τι ακριβώς μπορεί να χάσαμε. Και, όπως σωστά παρατήρησε το Βυτίο, αποκαλύπτει πολλά και για τον οικοδεσπότη (άλλο αν με κάποιο τρόπο ίσως και να τα υποψιαζόμαστε και πριν το ποστ).
Γι’ αυτό όταν η αδελφή μου μου ανακοίνωσε ότι είχα περάσει Αθήνα έβαλα τα κλάματα αντί να ουρλιάξω από χαρά: περίμενα να περάσω Σαλονίκη για να είμαι με τα μισά κολλητάρια μου που είχαν φύγει την προηγούμενη χρονιά.
Άτιμα λατινικά, με χαντακώσατε!
(Όλα αυτά τα έγραψα για να μην γράψω απλώς, «Ζηλεύω»!
Α, ρε, δύτη… Δεν ξέρεις τι μου θύμισες. Να είσαι καλά!
Άνοιξα βλέπω
τους ασκούςτον ασκό του Αιόλου…Ξέχασα να γράψω για:
το μαγέρικο του κυρ-Γιάννη στην Αχειροποίητο
τα πατσατζήδικα (Τσαρουχάς και Λευθέρης, στην Εγνατία, όπου μερικές φορές πήγαινα και μεσημέρι για να φάω μαγειρίτσα)
το εστιατόριο στη Σβώλου -πρώην Πρίγκηπος Νικολάου- (δεν θυμάμαι πώς το λέγανε, αλλά είχε ένα φορτηγάκι που έγραφε «αν αργήσω φάτε»)
το Αμάρειον κοντά στον Άγιο Νικόλαο Ορφανό
τον βαρδάρη που σήκωνε τα πάντα
τα τριήμερα της Κιβωτού+Ουτοπίας (;) στο Πάρκο των σκύλων
την απίστευτη ομίχλη ένα βράδυ στο Λευκό Πύργο
τα αναψυκτήρια στη ΧΑΝΘ (βασικό) -ωραία ήταν και στα αναψυκτήρια πίσω από το Βυζαντινό μουσείο, αλλά πηγαίναμε πιο σπάνια
τις μπύρες στο παλιό Αστόρια (το έχω ξαναναφέρει κάπου)
το πώς, στο τέλος των καλοκαιρινών διακοπών, με έπιανε νοσταλγία γιατί ξαφνικά μου ερχόταν στο μυαλό η εξής εικόνα: τα συνεργεία του δήμου, τρεις τα ξημερώματα, να πλένουν τους δρόμους στην Τσιμισκή.
Θα θυμηθώ κι άλλα.
Ξέχασες το καλύτερο όλων. Το εστιατόριο «Όλυμπος – Νάουσα», λογικά ήταν ακόμα ανοιχτό όταν ήσουν εκεί. Σε παρακμή, με φθαρμένα τραπεζομάντηλα αλλά κατάλευκα και πεντακάθαρα και γερασμένα γκαρσόνια αλλά πάντα πεντανόστιμο φαγητό.
το εστιατόριο στη Σβώλου -πρώην Πρίγκηπος Νικολάου-
Mηπως εννοεις το Χρυσο Παγωνι; (η Παγωνι σκετο;)
Το Ζάππειο, το θυμήθηκα μετά!
Πω πω, πολλές αναμνήσεις, πράγματι! Εγώ μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, αλλά σπούδασα στα Γιάννενα. Πρόπερσι, αφού είχαν περάσει 5-6 χρόνια χωρίς να επισκεφτώ τα Γιάννενα, είχα προσπαθήσει να κλείσω τους φοιτητικούς μου λογαριασμούς με μια «φανταστική επιστροφή». Ιδού:
http://yporealismos.blogspot.com/2008/12/blog-post_05.html
Σχετικά με τη Θεσσαλονίκη τώρα…θυμάμαι που στα μέσα της δεκαετίας του ’90 σύχναζα στο Vertigo στη Φιλικής Εταιρείας. Νομίζω επίσης ότι θυμάμαι και τον «πολωνό» κασετά που περιγράφεις. Επίσης, νωρίτερα, στο Γυμνάσιο, όταν πρωτοάνοιξε ο Μύλος και πήγαμε εκεί μ’ ένα φίλο περπατώντας από το Ντεπώ. Κάτσαμε στο ουζερί του Μύλου και ήμασταν γελοίο θέαμα ανάμεσα σε όλους τους 30ρηδες, 40ρηδες πελάτες. Θυμάμαι ότι άργησαν να έρθουν να μας πάρουν παραγγελία 🙂
Αναρωτιέμαι μήπως όλες αυτές οι φοιτητικές μας αναμνήσεις καταλήγουν σιγά σιγά αρχαιολογία ή με άλλα λόγια μήπως παγιώνονται ως «ιστορία», ως «εκείνα τα χρόνια». Το λέω αυτό γιατί αφενός οι πόλεις «αναβαθμίζονται» με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σαρώνοντας τα μικρά αλλόκοτα στέκια και καθιστώντας αποκρουστικό τον δημόσιο χώρο (π.χ. η πλατεία Αριστοτέλους γύρω από το άγαλμα του Βενιζέλου, όπου έχει τσιμεντωθεί-φωταγωγηθεί τόσο, ώστε να σε κάνει να θέλεις να τρέξεις από απελπισία όταν τη διασχίζεις). Επίσης, φαίνεται ότι η «κουλτούρα» της συγκατοίκησης δεν ήταν το ίδιο έντονη τα τελευταία χρόνια (αν και με την κρίση τώρα, ίσως επανέλθει δυναμικά).
Κάτι ακόμη ήθελα να προσθέσω, αλλά το ξέχασα…
Υπορεάλ, πολύ ωραίο το ποίημα!
Θυμάμαι και γω τον Μύλο όταν άνοιξε: δυο-τρεις εκπληκτικές βραδιές με τους Blues Wire, τους Osibisa, και τον Okay Temiz. Α, και τους Χειμερινούς, αλλά δε μετράει γιατί τους είδα πολλές-πολλές φορές.
Με την ευκαιρία:
αναρίθμητες τζαμπέ συναυλίες στο Θέατρο Δάσους, πάνω στα πευκάκια
τρεις-τέσσερις τα ξημερώματα, ζεστά κουλούρια και σταφιδόψωμα στον φούρνο δίπλα στο Φαργκάνη
η Βίλα Βαρβάρα στο Κουλέ-καφέ, όπου κατέληξαν τα έπιπλά μου όταν έφυγα, ίσως και η κίτρινη φλοκάτη του Γρηγόρη -αδίκως γιατί λίγο μετά την άδειασε η αστυνομία
το φαΐ στη φοιτητική λέσχη, από το οποίο θέλω να θυμάμαι μόνο τη φασολάδα και τις φακές με τουρσί και χαλβά στο τέλος
και, το τέλος της Νάντιας του Μπρετόν γραμμένο δίπλα στο πρώτο μου σπίτι στη Φιλικής Εταιρείας: «Τις ει; είσαι εσύ; είναι αλήθεια πως το άπειρο είναι σε τούτη τη στιγμή;» (αν το θυμάμαι καλά). Παραπρόπερσυ που ξαναπέρασα, υπήρχε ακόμα.
Ξέχασα επίσης κάτι μεσημέρια στη Μοδιάνο με κλαρίνα -και κάτι βράδια στη Στοά, τα τελευταία χρόνια με Mode Plagal, τους οποίους όμως πρωτάκουσα μαζί με τον Μπακιρτζή σε μια εκδήλωση για την ενίσχυση του ράδιο Κιβωτός στις Εστίες.
Και Καθαρές Δευτέρες στο Σέιχ Σου.
γύρισα κι εγώ μια μικρού μήκους στην Αθήνα, αρκετά χρόνια νωρίτερα αλλά ούτε που την έβαλα να την ξαναδώ
κι ούτε θα την βάλω απ’ ότι φαίνεται, αυτή που είδα εδώ σήμερα φτάνει και περισσεύει αν αλλάξω τα ονόματα και τα πρόσωπα
τα μυρίζω αυτά που έγραψες, ένα προς ένα
Μια ξαδέρφη δικηγόρος, που της το έστειλα, συγκινήθηκε!
Εγώ ήμουν εδώ, οπότε, δεν έχω κάτι να πω…:)
Μαρία μιλάμε για το ιδιο; εννοώ το ξενοδοχείο που γκρεμίστηκε
Ναι, βρε. Το κατάλαβα. Απλώς τότε ήταν της μοδός τα γαλλικά.
α, είπα μην ήταν και κάνα μπαρ που δεν το’ξερα!
btw αναφέρθηκε και το «όλυμπος νάουσα» παραπάνω, (αυτό ωραία μύδια τηγανητά δεν είχε;) πάει κι αυτό; τσκ τσκ
Αλί-αλί βρε Δύτη!
Το μόνο που σκεφτόμουν ότι λείπει είναι το Γκροτεσκ(πάει κι αυτό, αν και ο Άρης έχει ανοίξει καινούργιο μαγαζί, το the edge, δεν έχει όμως καμία σχέση) και το ανέφερες παρακάτω στο κείμενο! Τα τετράδιά μου εκείνης της εποχής θα μπορούσαν να ονομάζονται Ματζέστικ-Γκροτεσκ
Τον ίδιο καιρό περνούσα κάθε μέρα κοντά από το σπίτι σου στην Ευαγγελίστρια για να επιστρέψω στις 40 εκκλησιές.
Ίσως ο μόνος τόπος που τελικά δεν είδα να αναφέρεται είναι το Κεντρί, το βιβλιοπωλείο στη ναυαρίνου. Θα το βλεπες φάτσα-κάρτα απ’ το φρουτότυπο.
Στο μεταξύ, από μία μάλλον περίεργη περιδίνηση της τύχης βρίσκομαι αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη και μένω στην άνω πόλη..
μόνο που αυτή εδώ η θεσσαλονίκη απέχει πολύ από εκείνη της μνήμης
θυμάμαι έντονα επίσης μια συναυλία, πριν γίνουν ιδιαίτερα γνωστοί οι τρύπες κάτω στον υπόγειο ελλησποντο, που αργότερα έγινε από τσοντάδικο, σκυλάδικο
και φυσικά, τους απαγορευμένους πλανήτες που κυκλοφορούσαν τότε και τους περίμενα πως και πως αφού ξεκοκάλιζα οτιδήποτε κυκλοφορούσε από επιστημονική φαντασία
μμμ.. και κάτι αργόσυρτους μεταμεσονύκτιους περιπατους στην παραλία παρέα μ ένα κομβόι αδέσποτα που μας ακολουθούσαν παντού
με είδα σε πολλά…Βαβέλ, Ζώγια, Μελενίκου για τάβλι,
40 εκκλησιές, φιλοσοφική, γαλλική φιλολογία…
αντίο σαλονίκη, πάω παρίσι…
επιστροφή…
σαλονίκη, άλλαξες πολύ, δε σε αναγνωρίζω…
να μουν η μόνη…, μου απάντησε
το Κιβώτιο έχει κυκλοφορήσει και στην Αθήνα και ο Μπούρας, πωπω, τι μου θύμισες.
ωραία ήταν εκείνα τα τραπεζάκια και οι κασετάδες και οι κοσμηματάδες και το κυλικείο (πριν να γίνει καφετέρια -για τη ΦΛΣ της Αθήνας το λέω, δεν ξέρω πώς ήταν η δική σας) και οι καταλήψεις, και οι εκλογές (εγώ πέρναγα πολύ ωραία στις εκλογές), και οι προβολές και οι συζητήσεις και τα μαζέματα όπου τσακωνόμασταν πάντα (ως και τους καβγάδες αναπολώ, δεν πάμε καλά) και τα τριήμερα του πολυτεχνείου και αμάν δύτη με έκανες να νιώθω 100 χρονών.
ωραιες μουσικες , ωραιες κουβεντες, ωραια πιωματα, ωραια ζορια
oh happy days
http://silia.wordpress.com/2009/04/22 (ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ)
Αν κάνεις το … κουράγιο και το διαβάσεις (γιατί είναι και μακρυνάρι) , μην επικεντρωθείς σε παρακαλώ στην ιστορία που περιγράφω . Επικεντρώσου στο … οδοιπορικό στην Θεσσαλονίκη του 1969-70 , που βασικά είχα στο μυαλό μου όταν έγραφα αυτό το ποστ .
Τι να πρωτοαπαντήσω τώρα. Χαίρομαι που σας άρεσε ή/και σας ξύπνησα μνήμες, παιδιά.
Το «Όλυμπος-Νάουσα» το θυμάμαι, δεν είχα κάτσει ποτέ όμως. Το Κεντρί: ναι, για τα βιβλιοπωλεία δεν έγραψα -υπήρχε και ο Λοξίας λίγο πιο κάτω, το υπόγειο του Μπαρμπουνάκη και ένα ακόμα που δεν θυμάμαι, συνήθως όμως εμείς πηγαίναμε στην Πρωτοπορία λίγο μετά το Όλυμπος-Νάουσα. Από το «Κεντρί» αγόρασα τον πρώτο μου Πύντσον, παρεμπιπτόντως, την τελευταία φορά που ανέβηκα πάνω, το ’07.
Κροτ, το «Κιβώτιο» στην Αθήνα; Μη μου πεις… παρελθόν ΣΑΦ-ΚΑΡΦΙ υποπτεύομαι 😉
Σίλια, ωραία η ιστορία και το οδοιπορικό, έχω μια απορία όμως: μιλάς κάπου για τα αρχαία της Ναυαρίνου. Αυτά δεν αποκαλύφθηκαν μετά το σεισμό του ’80, ή κάνω λάθος;
Όχι καλέ, τι μετά το ’80; Μετά το σεισμό αποφάσισαν να τα σενιάρουν λίγο. Αν δεν κάνω λάθος όμως (πέρασαν και χρόνια…) μετά το σεισμό άρχισε το ράβε ξηλωνε της πλατείας Διοικητηρίου (αυτή κάτω από το Υπ. Μ.Θ.) που είχε αρχαία και μαι τα σκέπαζαν μια τα φανέρωναν. Αλλά επειδή έφυγα αμέσως μετά το σεισμό έχω χάσει επεισόδια.
Ίσως ισχύει μόνο για το μεγάλο οκταγωνικό κτίριο στην πίσω γωνία, εκεί που έχει τις ψησταριές. Γιαυτό, είχα ακούσει, υπάρχει και η τοιχογραφία στην δίπλα πολυκατοικία: γκρεμίστηκε μια πολυκατοικία και από κάτω ήταν τα αρχαία, λέει.
Τα … «αρχαία της Ναυαρίνου» , είναι μια έκφραση , …λογετεχνική αδεία , που λένε . Η αλήθεια είναι πως εκείνη την εποχή η Ναυαρίνου , δεν ήταν όπως σήμερα , ένα είδος υπαίθριου Μουσείου . (Ο σεισμός στην Θεσσαλονίκη , έγινε το καλοκαίρι του 1978 και , ναι … διαμορφώθηκε η … όπως είναι τώρα Ναυαρίνου, μετά από αυτόν) .
Ωστόσο , όλη η περιοχή Ναυαρίνου , ήταν από τότε διάσπαρτη με αρχαία ευρήματα και … «ντυμένη» με τον μύθο (που όπως αποδείχτηκε δεν ήταν μόνο μύθος) ότι σκέπαζε έναν απέραντο αρχαιολογικό-Ρωμαϊκό χώρο . Οι ανασκαφές στην Ναυαρίνου , είχαν αρχίσει από την 10ετία του ’50 , αν δεν κάνω λάθος .
Νόμιζα ότι στη Δόξα ο κόσμος πήγαινε βασικά για τ’ αμελέτητα.
Α, το μαντεμένιο ασανσέρ (εννοείς το δικτυωτό, με το κλειδάκι στην πόρτα;) και τα πλακάκια αρ-νουβό….
(από τα συμφραζόμενα, πρέπει μάλλον να συμπεράνω ότι έκλεισε το ματζέστικ, ε;)
Δύτη, επαναλαμβάνω «όχι καλέ»
http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=423
Ποια τοιχογραφία εννοείς; Τον τοίχο που ζωγράφισε ο Προδρομίδης;
Μάλλον κάπου μπερδεύτηκα με το σεισμό. Έτσι μου είχαν πει, πάντως (ναι, αυτόν τον τοίχο).
Μπουκάν, το Ματζέστικ γύρω στο ’95 ή ’96 έγινε καφετέρια με ηλεκτρονικά, «All Star Majestic» ή κάπως έτσι. Έχω την εντύπωση ότι μετά έκλεισε τελείως, αλλά δεν είμαι βέβαιος.
Αμελέτητα δεν είχε πάντα η Δόξα, είχε όμως ωραία νεφράκια. Ας μνημονεύσω εδώ τους παπούδες εκ Δράμας που σε ανάγκαζαν να φύγεις γύρω στα μεσάνυχτα με έναν απλό τρόπο: τους έπαιρνε ο ύπνος δίπλα στη σόμπα.
(περίμενα να γράψεις πιο πολλά 😉 )
Ναι, αλλά άμα πάρεις φόρα άντε μετά να σταματήσεις…
ΥΓ. Τι ναπόγινε κείνη η ταμπελίτσα, «Σερβίρεται κοτόζουμο»;
Εγώ πάλι έχω την εντύπωση ότι το περίφημο Ματζέστικ (στο οποίο έχω πιεί πολλές πολλές μπύρες την ίδια εποχή….) δεν έγινε ποτέ ουφάδικο. Απλά όταν άλλαξε ιδιοκτησία ακολούθησε την προδιαγεγραμμένη μοίρα όλων των παραλιακών καφέ: κυριλέ διάκοσμος, σινιέ αξεσουάρ και ενοχλητική μουσική… Έτσι επιβιώνει ως και σήμερα με το ίδιο ακόμα όνομα.
Σου θυμίζω επίσης το καφέ Μελκιάδες στην Άνω Πόλη, δίπλα στη ταβέρνα του Κρεωνίδη, με την κλασική θέα σ’όλη την πόλη. Δυστυχώς και αυτό υπέκυψε πρόσφατα στην σκυλάδικη αισθητική (και με «ξεβράκωτα» κοριτσάκια σε ρόλο κράχτη!!!!) που κυρίεψε την Θεσσαλονίκη την τελευταία δεκαετία…
http://vardaris.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=87&Itemid=6
Η συνέχεια όπως τα λέει ο Α.
Εν μέρει ουφάδικο είχε γίνει το διπλανό καφενείο, ο Θερμαϊκός. Στο υπόλοιπο έπαιζαν χαρτιά.
Δύτα
ευχαριστώ ( ξέρεις γιατί )
Ανακαλύπτω συν τω χρόνω ότι μας δένει μια ιδιότυπη αλληλοκατανόηση
Δύτη μου, μια χαρά τα πέρασες εκείνα τα χρόνια! Κάτι τέτοια με κάνουν κι εμένα κι απορώ με τα αυτονόητα πλην ειλικρινά: Γιατί να μην κρατάνε για πάντα εκείνα τα ξέγνοιαστα και ωραία χρόνια;…
Καλησπέρα και από μένα, μου θυμήσατε πολλά ….
Να προσθέσω στην κουβέντα σας, ότι το πρώτο μισό της 10ετίας του 80 εμφανίσθηκε φοιτητική παράταξη στη Βιομηχανική (η οποία τότε ήταν στην Αγίας Σοφίας) με τον τίτλο: «σπουδάζουσα Ματζέστικ», ως διάσπαση των Συσπειρώσεων.
Είχε και εκπρόσωπο και τοποθετείτο στις Συνελεύσεις
Παραλίγο μάλιστα να κατέβαινε και στις Εκλογές, αλλά μετά από παρέμβαση κάποιων της ΠΣΚ και διαμεσολάβηση των ψυχραιμοτέρων, αυτό δεν έγινε «για να μην γελοιοποιηθεί το Φοιτητικό Κίνημα».
Την καλησπέρα μου
Τη Μεγάλη του Γένους τελείωσες;
Οου Γιες.
Επίσης, το πλήρες πακέτο της εποχής ήταν ταβέρνα , δεν θυμάμαι το όνομά της, αλλά ήταν δίπλα στα νεκροταφεία στην Ευαγγελίστρια (τρώγαμε «τσιγγάνικη» χοιρινή και πίναμε «κόκκορα»), μετά με δανεικά αυτοκίνητα από τους γονείς των γηγενών ξημέρωμα στο Φιλίππειο και τέλος πατσά στον Τσαρουχά, στην Ολύμπου
το «Άσυλο», αυτό υπάρχει ακόμα λέει.
ααχχ..!!
Κι ο Τσαρουχάς υπάρχει ακόμα, λέει.
Υπήρχαν όμως οι Συσπειρώσεις στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 ή έχουμε αναχρονιστική εξομοίωση;
υπήρχανε και είχανε και τάσεις , η ονομασία των οποίων είχε κατάληξη το «γενείς»
Μπιστρό το Pierrot?Καλό!Ούτε ο πατριάρχης δεν θα το αποκαλούσε έτσι….Αν σε ενδιαφέρει ,τώρα διευθύνει το παλιό,καλό Ιγγλις με αστείρευτο ενθουσιασμό..
Καλημέρα!
Κι εγώ έχω την εντύπωση πως οι Συσπειρώσεις δημιουργήθηκαν μετά το ’85-’87.
DrKoxx, και όμως ο ίδιος ο πατριάρχης το αποκαλούσε μπιστρό: αυτή ήταν η επίσημη ονομασία, και όταν άνοιξε υποτίθεται ότι πήγαινες για να φας, όχι να πιεις. Κάποτε, με εκείνον στο πιάνο, προσπαθήσαμε να υπάρξουμε ως μουσική συνοδεία, με επιτυχία αμφιλεγόμενη· την τρίτη φορά μάλιστα ήταν που χάλασε το ακορντεόν μου και έπαιζε συνεχώς ένα λα. Ήταν που ήταν χαοτική η μουσική.
Ώστε το Ίγγλις τώρα ε; Πολύ εντυπωσιάστηκα -και πιο πολύ που ξαναβρήκα τα ίχνη του.
Οι Συσπειρώσεις πρωτοφτιάχτηκαν στα τέλη του 1978 με αρχές του 1979. Οι πρώτες φοιτητικές εκλογές που εμφανίστηκαν ήταν αυτές του 1979. Η βασική ομάδα που συμμετείχε ήταν η Β’ Πανελλαδική, διάσπαση του Ρήγα Φεραίου και του Δημοκρατικού Αγώνα αλλά εκτός από την Πανελλαδική συμμετείχαν και πολλοί «πρώην» από διάφορες αριστερίστικες οργανώσεις, διάφοροι ανένταχτοι αριστεροί, φρικιά και ό,τι βάλει ο νους σας.
Sorry για το αργοπορημένο σχόλιο αλλά τώρα το είδα.
εκλογές της 23/2/1979
http://tinyurl.com/3y2kvgu
Βλέπω μια συσπείρωση στην Ξάνθη και μια αγων. συσπείρ. στην Πάτρα. Όχι στη Σαλονίκη. Αλλιώς θα το θυμόταν κι ο Μπουκάν.
Κι εδώ http://tinyurl.com/36xhjyp
η 1η σελίδα με τις παρατάξεις.
Τς τς τς… ρε σεις, κανείς μας δεν ήταν σε καμιά ΔΑΠ, ΠΑΣΠ, έστω Πσκ; 😉
Στην Πάτρα ήμουν Μαρία, οπότε λογικά γράφω για 1978-79. Ήμουν μέσα στους πρώτους που την έφτιαξαν κι απ’ τους πρώτους που κατέβηκαν στις εκολογές με τις Συσπειρώσεις. Στη Θεσσαλονίκη δεν ξέρω πότε φτιάχτηκαν οι πρώτες, φαντάστηκα πως την ίδια χρονιά θα έγινε σε όλα τα πανεπιστήμια μιας και τέλος 1979 έγιναν οι μεγάλες καταλήψεις για τον ν. 815
Καλημέρα, αν και τα χρόνια έχουν περάσει, θυμάμαι ότι το χρονικό σημείο για τη δημιουργία διαφόρων σχημάτων ήταν το 1984, με αφορμή την εφαρμογή του Νόμου Πλαισίου 1268 . Έτσι ήδη μέσα στο 83 είχαμε τέτοιες κινήσεις.
Εν πάσει περιπτώσει , ας γυρίσω στο θέμα του post.
Υπήρχε κάπου στη Μαρτίου (νομίζω πλατεία Κύπρου) ένα καλό που το λέγανε «Πριγκιποννήσια» , νομίζω, το οποίο όμως ήταν ακριβό.
Έτσι, πηγαίναμε όταν κάποιος έπαιρνε Πτυχίο και είχε τη δυνατότητα να κεράσει, για ευνόητους λόγους.
Συνήθως συχνάζαμε και στα «μπακαλιαράκια» στη Μαρτίου που ήταν για τα βαλάντιά μας
Με αφορμή την «Πριγκηπόνησο» θυμήθηκα αυτή τη σκηνή από την ταινία του Τσιώλη «Ας περιμένουν οι γυναίκες». Νομίζω περιγράφει ωραία τον λαϊκό θεσσαλονικιό!
Πάρκο Κρήτης. Το 96-97 για ένα φεγγάρι έγιναν ρωσικό εστιατόριο κωλοπιασέ, που όμως δεν πιασέ, και τώρα είναι μια άλλη ψαροταβέρνα όχι πολύ σόι.
Πάρκο Κρήτης είναι το λεγόμενο Πάρκο των σκύλων;
Αν θυμάμαι σωστά,
σχήματα (σα γενικό φαινόμενο, σε όλες τις σχολές) φτιάχτηκαν αμέσως μετά τα γεγονότα του ΄79-80 (δηλ. για το Νόμο 815) και είχαν, συνήθως, στον πυρήνα τους πανελλαδικάριους. Η μόδα τότε ήταν να έχουν κάποια «αστεία» αρχικά όπως ΡΑΣΟ, ΡΑΚΙ, ΒΡΑΚΙ κλπ.
Αυτό που είπα παραπάνω είναι ότι η ονομασία Συσπειρώσεις είναι μεταγενέστερη κι αφορά σχήματα που σχηματίστηκαν γύρω από άλλου είδους πυρήνες.
Έτσι νομίζω δηλαδή…
(Έπεσε σε λάθος σημείο.
Στον Αναγνώστη, παραπάνω, απαντούσα…)
Κι εγώ νομίζω οτι η λέξη συσπειρώσεις δεν χρησιμοποιούνταν αλλά μπορεί να με γελάει η μνήμη μου.
Και στη Φιλοσοφική που αναφέρει ο Δύτης αυτόνομοι ονομάζονταν. Στο ψυχολογικό λίγο αργότερα υπήρχαν και τα «σκυλάκια του Παβλώφ».
Εσύ όμως πρέπει να τα θυμάσαι καλά.
Όχι βρε. Η Κρήτης είναι παράλληλη της Βασ. Όλγας Και για το το πάρκο όπως ανεβαίνεις τη Μαρτίου, εκεί που είναι το πυροσβεστείο, στρίβεις δεξιά.
Σ’ αυτά τα λημέρια μάλλον δε σύχναζες. Εδώ γίνεται η λαϊκή της γειτονιάς μου.
Το είχε ένας Πολίτης με το γιο του, φαρμακοποιό ως προς τις σπουδές, που τότε όμως απασχολούνταν στο μαγαζί.
Καλά, Δύτη, δε θυμάσαι την Κρήτης και τα τέσσερα αδέλφια;
Αυτή η περιοχή είναι τα περίφημα Καμινίκια, όπου δίπλα είχε το γήπεδο του ο Μέγας Αλέξανδρος. Τρώγαμε τοτε (1963) τα μοναδικά παπούτσια που είχαμε (που σπορτεξ ή ελβιέλες). Π’εμπτο Γυμνάσιο πιο κάτω στην κριεζιώτου, η θάλασσα να γλύφει την αυλή και όταν έμπαινε ο Μάης μερικοί τολμηροί έριχναν καμμιά βουτιά. Α ρε Δύτη τι μας έκανες όλους.
Οι μισοί Αυτόνομοι της ΦΛΣ ανήκαν στις Συσπειρώσεις τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, μέχρι που έγινε το πατιρντί της διάσπασης των τελευταίων γύρω στο ’94 (νομίζω). Ο Γρηγόρης μπορεί να θυμάται τα τέσσερα αδέλφια, που εγώ δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ, θα θυμάται όμως και ιστορίες με τα αρχεία των Συσπ. και ποιος τα πήρε κ.ο.κ. (όχι εγώ πάντως) 😉
edit: τα τέσσερα αδέρφια με μπέρδεψαν, νόμιζα ότι έλεγες για ταβέρνα…
Μη με βάζεις σε πειρασμούς…..
Εδώ μιλάμε για 80κάτι, τότε που σπούδαζε κι ο Μπουκάν.
Καλησπέρα, για το πάρκο και την ταβέρνα, σας πήρα στο λαιμό μου με το «Κύπρου».
Έχει δίκιο η Μαρία.
Σχετικά με τις «συσπειρώσεις» , ήταν σχήματα στα οποία συμμετείχαν και Πανελλαδικάριοι και μλ-γενείς και πολλές φορές εμφανίζονταν ως «Αριστερές Συσπειρώσεις».
Όντως σε κάποιες σχολές ήταν γνωστές με το αρτικόλεξά τους (πχ ΡΑΣΦ στη ΦΜΣ) .
Έχω την εντύπωση (σχεδόν σίγουρος) ότι ήδη στο Συνέδριο της ΕΦΕΕ του 84 συμμετείχαν ως τέτοιες. Για το της ΦΕΑΠΘ του 85 είμαι σίγουρος, όπως και για το της ΕΦΕΕ του 86.
Πάντως, μέσω των «αμφιβολιών» , καταδύθηκα στο παρελθόν και ειλικρινά ήταν (και είναι) πολύ ευχάριστο.
πχ όταν ξαναανέβω θα προσπαθήσω να μάθω τι απέγινε η ταβέρνα «Λουτρός», καθότι κάτι παμπ σαν το Φλου, Σαντέ κλπ , τα τσέκαρα ….
Το Σαντέ είναι σίγουρο οτι το τσέκαρες; Στη θέση του λειτουργεί η παραλλαγή Α βοτρ σαντέ, ενώ το παλιό είχε μεταφερθεί στην Καποδιστρίου, ένα στενό της Ίωνος Δραγούμη και μάλλον έκλεισε.
Πιθανόν δεν το έγραψα καλά, τσέκαρα ότι δεν υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια (αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, σε μια «αναζήτηση» δεν το βρήκα).
Δεν ήξερα όμως ότι είχε μεταφερθεί.
Ο «Λουτρός» έχει μετακομίσει σε ένα πεζοδρομημένο στενό κάπου μεταξύ Βενιζέλου και Ίωνος Δραγούμη. Καμμία σχέση με το παλιό φυσικά.
Α, ο Λουτρός με τα ρεβύθια και τις μαρίδες του, και τους γέρους δίπλα στα βαρέλια.
Δεν ξέρω τι απόγινε ακριβώς: έκλεισε πάντως, σίγουρα. Την τελευταία φορά που είχα περάσει, χρησιμοποιούνταν ως εκθεσιακός χώρος: είχαν ξηλώσει το ξύλινο πάτωμα και κατέβαινες με μια σκάλα μέχρι το υπόγειο κελάρι, θυμάμαι.
Για το λουτρό γουγλίστε Γιαχουντί χαμάμ.
http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=4&artid=12059
Εμείς πηγαίναμε για ζαβογαρίδες, που ήταν πιο φτηνές απ’ τις κανονικές. Μετά απο χρόνια ξαναμπήκα για ένα εικαστικό δρώμενο.
Βασίλη, τώρα είδα το σχόλιό σου. Καλπάζει, καλπάζει 🙂
Και η δικιά μου βέβαια, γι’ αυτό και θυμάμαι μόνο τα παλιά.
Στη Μοργκεντάου άλλαξε και στυλ και ζήτημα είναι αν πάτησα 2-3 φορές.
Καλά, πότε πρωτάνοιξε στη Βύρωνος; (αν κατάλαβα σωστά). Γιατί το ’76 ήταν ήδη στην Μοργκεντάου. Εγώ δεν ήμουν πιο πριν από το 76 στην Θεσσαλονίκη. (Καλπάζει, αλλά δεν έχει φτάσει στα σέβεντης ακόμα, χα-χα!)
Καλά κυνηγιόμαστε. Μπορεί να μπερδεύεις τις χρονολογίες και το 76 να μην ήταν στην Μοργκεντάου. Να το έμαθες δηλαδή, όταν μεταφέρθηκε εκεί αλλά αργότερα.
Ήρθα στην Θεσσαλονίκη αρχές του ’76. Ήταν ένας απίστευτα ψυχρός χειμώνας. Το χειρότερο, συγκατοικούσα σ’ ένα σπίτι με σκληροπυρηνικούς κνίτες της Πολυτεχνικής, ήταν οι μόνοι άνθρωποι που γνώριζα στην Θεσσαλονίκη. Ο Δον Κιχώτης ήταν, από τα λίγα καλά πράγματα που μου συνέβησαν εκείνο τον χειμώνα. Δεν θα το ξέχναγα με τίποτα που ήταν, στην Μοργκεντάου, κοντά στη συμβολή με την Λώρη Μαργαρίτη, όπου ήταν το Λιόγερμα, όπου έπαιζε η Αρλέττα, ο Θανάσης Γκαιφύλιας, και μερικά έτη αργότερα, ο υποφαινόμενος.
Ακριβώς. Αν είσαι τόσο σίγουρος για το 76, στη Βύρωνος ήταν πρωτύτερα.
Στο Λιόγερμα επίσης έπαιζε σιτάρ αυτός εδώ:
http://archive.enet.gr/online/online_text/c=113,id=88914064,2007376
Μικρός ο κόσμος.
Αργότερα στη Μαργαρίτη άνοιξε και το εναλλάξ.
Άκου να δεις! Μάθαμε ποιός διέδοσε τον Μίκη στο Αφγανιστάν!
Του Ομάρ του έκανα μάθημα αρχαία για να πάρει πτυχίο, τζάμπα εννοείται. Ερχόταν στις παρέες και μας έπαιζε. Πολύ καλό παιδί και είχε ενσωματωθεί πολύ γρήγορα σε αντίθεση με κάτι άλλους κουτοπόνηρους.
Μετά απο χρόνια τον βλέπω σ’ ένα ρεπορτάζ στην τιβί! Καταλαβαίνεις την έκπληξη.
Μαρία, ναι. Η Τζένη ήταν διαβόητη θεσσαλονικιά. Την ήξερες;
Ε βέβαια. Ήξερα και το μπαμπά της, με τον οποίο τα πίναμε καμιά φορά στο Ίγκλις. Και συνωνυμία να είναι δεν μπορούμε να πούμε και παραπάνω πράματα. Μην την φωτογραφήσουμε κιόλας 🙂
Έκανα όμως ένα συνειρμό. Στο Μπανάλ πήγαινες;
Όταν το άνοιξε ο Ηρακλής, είχα μισοκατέβει Αθήνα. Περνούσα ενίοτε. Τον Ηρακλή και το θεατρικό συνάφι του τους ξέραμε από το ΦΟΘΚ (Φοιτητικός Όμιλος Θεάτρου και Κινηματογράφου του ΑΠΘ). Εμείς -μια παρέα που ακόμα βλεπόμαστε συχνά, αν και σκορπισμένοι στην Ελλάδα όλη- είμασταν στο μουσικό τμήμα. Εκεί ήταν κι’ ο μακαρίτης ο Γιώργος ο Τζιότζιος, στο κινηματογραφικό.
Στο Μπανάλ μια 25η Μαρτίου είδα φοβερό επετειακό σόου με τρανς. Έκανα το συνειρμό, επειδή θυμήθηκα μια ατάκα του Ηρακλή για τη Τζένη.
Το Ναουμίδη είχα να τον δω χρόνια και τον είδα το Σεπτέμβρη που ήμουν Αθήνα στην κηδεία του Μήτσου του Καμπερίδη. Τελευταία μόνο σε κηδείες συναντάω τους παλιούς.
Μαρία, γι’ αυτή τη Τζένη μιλάμε;
«Σε μια φούστα σκιστή να κουνιώντ’ οι γοφοί της και το στήθος εκεί ανοιχτό σα λουλούδι, πάντα μ’ ένα όμορφο λουλούδι, καθώς περνούσε απ΄ τα στέκια των φρικιών. Καθώς γονάτιζε στο σκοτάδι των κινηματογράφων, ρουφώντας τις ανταύγειες της οθόνης κάτω απ’ τις πολυθρόνες. Καθώς φυλάκιζε μια πόλη στην πορφυρή της μέσα φυλακή…»
(Η νύχτα ήταν πάλι κάπου αλλού, 1989. Τα τραγούδια είναι εχέμυθα.)
Δεν είδες τον Στέργιογλου στον «Κυνόδοντα»; Τον Κρασανάκη τον είδα πριν μερικά χρόνια στη Νάξο, οργανώνει τα καλοκαίρια εκδηλώσεις στον «Πύργο Μπαζαίου». Ο Ζαχαράκης απαντάται στην Σύρο τα καλοκαίρια. Τραγουδούσε στο μπαρ του Κλέαρχου -που έπαιζε πιάνο στο Έιλ Χάουζ, κι’ ένα φεγγάρι στο Μπανάλ.
Ο Τόπος μας είναι μικρός….
Μόνο το Χρήστο ξέρω. Τον Κυνόδοντα δυστυχώς δεν τον είδα. Τον είδα όμως στον Αμπιγιέρ.
Διάβασα για το Είλ ή Άλε -όπως το λέγαμε- χάουζ. Και θυμήθηκα πως ακόμα έχω ένα κατάλογο του μαγαζιού που τον είχα κλέψει τότε γιατί μου άρεσε το εξώφυλλο που είχε μια λιθογραφία του Λοτρέκ, αυτήν της αφίσας με τον Aristide Bryant dans son cabaret.
Α πα πα…. δεν πρέπει να έρχομαι σ’ αυτό το ποστ. Βουτιές κάνω…..
Τον Κλέαρχο τον βλέπω (ή μάλλον τον έβλεπα) όσο σύχναζα Σύρο, δηλ. μέχρι πριν 5-6 χρόνια.
Θυμήθηκα τώρα ότι το Έιλ Χάουζ σχεδόν κανείς δεν το έλεγε έτσι, αλλά είτε «Άλε» είτε «Αλέ» Χάουζ. Δυο σχολές…
Οπότε μπορεί να είχαμε συναντηθεί; Στη Σύρο ή στο Άλε;
Δεν ξέρω, πιθανόν. Για σινεμάδες δεν είχα ακούσει κάτι αλλά υπάρχει και η ποιητική άδεια. Για γυναίκα μιλάμε πάντως 🙂
Σε εγκαταλείπω. Πάω να την πέσω, γιατί ξέμεινα κι απο τσιγάρα.
Δεν είναι ποιητική άδεια. Ναι, για γυναίκα. Η αεροσυνοδός στα τσάρτερ του Ηρακλή (αργκό του συναφιού). Και άλλα κατορθώματα….Καληνύχτα, Μαρία.
Αφού νταραβεριζόταν και με Ηρακλή, η ίδια είναι.
Λεπτομέρειες μέσω Δύτη αύριο. καληνύχτα.
…κι από μένα, καλημέρα.
Περιμένατε να πάω για ύπνο για να ξεσαλώσετε, ε; 🙂 Τέτοια μ’ αρέσουν! (Βασίλη, έχεις μέιλ)
πωπω θέλω να απαντήσω σχεδόν σε κάθε σχόλιο εδώ μέσα και να γράψω άλλα εκατό! Γειά και χαρά σου Δύτη, είμαι σίγουρος ότι κάπου κάποτε θα καθόσουν σε διπλανό τραπέζι, μπορεί νά’ χαμε γνωριστεί κιόλας…
arcades, και βλέπω ξεκίνησες! Περιμένω και τα επόμενα 🙂
(σημειώνω εδώ, για να έχουμε μια χρονολογική βάση, ότι εγώ Θεσ/νίκη ήμουν ’91-97)
Δύτη δύσκολο να πιαστούμε, ελέγχουμε μόνο κάποιου είδους συνέχειες.
Το φθινόπωρο του ’91 ήρθα στη Σαλονίκη μετά από ενάμισι χρόνο απουσίας – και μου φάνηκε σα να είχαν περάσει αιώνες, σα να είχαν αλλάξει τα πάντα. Ήταν τόσο τραυματικό που, μετά, έκανα χρόνια να πατήσω το ποδάρι μου.
(«Κανονικά», έμενα εκεί μέχρι το ’86-87.)
Αν μου λύσετε μια απορία που μου έχει κολλήσει εδώ και χρόνια, θα σας είμαι ευγνώμων. Ψάχνω το όνομα ενός μικρού μπαρ-λαϊβάδικου, στο οποίο με είχαν πάει χειμώνα του ’96. Μακρόστενο, με τη μικροσκοπική σκηνή στο βάθος. Έπαιζαν κάτι τύποι διασκευές ροκ, κι ύστερα τραγούδησε πολύ όμορφα μια κοπέλα που μου είπαν ότι ήταν κόρη του Σταύρου Κουγιουμτζή. Πράγματα χιλιοτετριμμένα πιθανόν, αλλά εγώ είχα περάσει ένα μαγικό βράδυ, μέσα στην αφέλεια των εικοσιενός χρόνων μου (ήταν η πρώτη φορά που ανέβαινα Θεσσαλονίκη, με αφορμή το φεστιβάλ). Τότε δεν ήξερα πού παν τα τέσσερα από Σαλονίκη, εκ των υστέρων όμως τοποθετώ το μαγαζί κοντά ή πάνω στον δρόμο που καταλήγει στην Αγία Σοφία (η Ερμού δεν είναι αυτή;), εκεί που είναι κι ένας ΟΤΕ νομίζω. Έχω μια υποψία πώς το μαγαζί λεγόταν Σφεντόνα ή Σχεδία, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος.
Μερσί και συγγνώμη για την πολυλογία.
Για τη φατσούλα που κλείνει το μάτι ευθύνεται ο Λεξίτυπος, εγώ ερωτηματικό έβαλα…
Τι να σου πω, εγώ το ’96 είχα κόψει τα λαϊβάδικα 🙂 Ελπίζω κάποιος να το ξέρει!
Κρίνοντας από το χώρο, πρέπει να ήταν μπαράκι βασικά, που ενίοτε φιλοξενούσε και λαϊβάκια. Εκτός αν είχες κόψει και τα μπαράκια και ζούσες από τότε στους νιπτήρες 😛
Να προσθέσω ότι αν δεν ήταν στην Ερμού, ήταν σε κάποιον παράλληλο δρόμο, στην πάνω πλευρά (όχι προς παραλία δηλαδή).
Το ’96, απ’ όσο θυμάμαι, πήγαινα μόνο Γκροτέσκ (με τη θέλησή μου) και Μπερλίν (παρά τη θέλησή μου). Αντίθετα εκείνο το χρόνο τόχα ρίξει στις ταβέρνες.
[…] να συχνάζει εδώ ο Βασίλης Νικολαΐδης· χάρη σε μια πρόσφατη κουβέντα, μου έστειλε ένα αδημοσίευτο τραγούδι, δυστυχώς χωρίς […]
Φοβερές αναμνήσεις, τρομερά παιδιά…είστε όλοι άπαιχτοι..!
– Παραρλάμα, θα κατέβει κανείς..?
– Τα ζεστά ολόφρεσκα κουλούρια τις κρύες νύχτες του χειμώνα πίσω απ’ την καμάρα, σημάδια μου άφησαν ανεξίτηλα.
– Μελενίκου, θα κατέβει κανείς..?
– Ολονύχτιες συζητήσεις στο Λούκυ, με πιώμα….
Αλλά και studio…
– Foster, Πάνθηρας (Κασσάνδρου κάτω απ’ την Γιαννούλα), Jum,
και του κοντού του Χρήστου του Παπάζογλου στο Ναυαρίνο που δεν θυμάμαι τ’ όνομα…κι ένα στην Χαριλάου που παίζαν οι «τρύπιοι», το Αγροτικό, και το υπόγειο προς το τέλος της Μητροπόλεως αριστερά, του Νίκου του Πειτζίκη, που έγραψαν οι Pix-Lax το πρώτο album (με τον Βασίλη Καρρά) αργότερα….
Κι άλλα πολλά που δεν τα θυμάμαι λόγω Alcheimer….
Σεντόνι βγήκε…να είστε καλά, με συγκινήσατε
Από το σχόλιό σου στο κομμάτι του ΒΝ το κατάλαβα ότι θα σ’ άρεσε η κουβέντα εδώ 🙂 Είπα να στο πω αλλά, το βρήκες μόνος σου!
(πολλοί μαζευτήκαμε με σαλονικιώτικες αναμνήσεις…)
μου φαινεται σα να προκειται για μια αλλη ζωη.βασικα διατηρουσαμε ακομα τοτε μια ανεμελια,που μαλλον μας τελειωσε.θυμηθηκα τις προαλλες τις διακοπες στα ζαγοροχωρια,τι διαθεση,τι μεσα στο χαβαλε και τη μαλακια,εκει βγηκε αν θυμασαι και το μαυρος καβαλαρης,di da di di da di.επισης σκεφτομουνα τον α.,βαρουσε στο γαμο κι αυτος,θυμασαι τις ποιητικες ανησυχιες του,τα κρεμ μασταρια η τη μπαλαντα του βαραγαματα; απο την ψυχεδελεια στο γκραν σκυλαδικο;το παρανοικο γελιο;θυμασαι ενα βραδυ,μαλλον γιορτη του α.,που φευγοντας μεθυσμενοι απ’τα ρεμπετικα πηγαμε σπιτι του,πηδηξαμε οι τρεις μας απο πισω και του πετουσαμε πετρες στο παντζουρι κι ελεγε μετα οτι χεστηκε γιατι νομισε οτι του την πεσαν οι φασιστες;κι η κ. να ξερναει μπροστα στο γραφειο τελετων; στον κοσμο μας με το χρονο διεσταλμενο.
μια και το βαλα ως σχολιο,να προσθεσω μερικες φλασιες ακομα:την εκδρομη στη Δραμα στο καταφυγιο (εκεινος ο μπερες και το μαλλι σουστα). την περιοδο στην ευαγγελιστρια που ο συγκατοικος μαθαινε λυρα. ενα παρτυ της κ. που ‘χατε ξεσκιστει να χορευετε beatles (το ‘χε κι αυτη το κολλημα). καναδυο φορες διπλα-διπλα σε πλευρικη αλυσιδα (οχι οτι θα κρατουσαμε καθολου) μια διαδρομη απ’την ευαγγελιστρια στο «παραξενο»(;),που δουλευε η τζ.,αγκαλιασμενοι εχοντας κατεβασει ενα κονιακ με χιονια κι οταν γλιστρουσε ο ενας τραβουσε κατω και τον αλλο (ποσες φορες ειχαμε πεσει;) στον κοσμο μας με το χρονο διεσταλμενο.
Ευχαριστώ, μαύρε… όλα τα θυμάμαι. Με το χρόνο διεσταλμένο.
(καιρό έχουμε να βρεθούμε ρε συ)
ΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΗΣΕΣ ΜΕ ΤΗ »ΔΟΞΑ»…ΕΚΕΙ ΤΡΩΓΑΜΕ ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΑ ΜΕΧΡΙ ΣΚΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΩΡΟΥΣΑΜΕ ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΜΑΓΑΖΑΚΙ.1996 ΠΕΡΝΩ ΠΤΥΧΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΦΑΓΗΤΟ…ΦΥΣΙΚΑ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΕΝΟΣ ΤΟΥΣ ΠΑΩ ΣΤΗ ΔΟΞΑ…ΜΕ ΤΟ ΠΟΥ ΤΟ ΕΙΔΑΝ ΦΡΙΚΑΡΑΝ ΚΑΙ ΟΥΤΕ ΝΑ ΜΠΟΥΜΕ ΜΕΣΑ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΜΕ ΦΥΓΑΜΕ ΑΡΟΝ ΑΡΟΝ..ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΓΙΑΤΙ ΦΡΙΚΑΡΑΝ…
ΜΗΠΩΣ ΘΥΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ ΠΙΓΚΟΥ ΚΑΠΟΥ ΣΤΗΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΟΥ?
ΜΕ ΤΟ ΠΟΥΠΕΡΑΣΑΜΕ ΘΕΣ/ΝΙΚΗ ΤΟ 1992 ΠΗΓΑΜΕ ΣΤΗΝ ΝΑΥΑΡΙΝΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΕΡΧΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΚΟΝΤΟΣ ΑΔΥΝΑΤΟΣ ΜΕ ΜΠΛΟΥΖΑ ΤΟΥ ΟΖΖΥ NA MAΣ ΖΗΤΗΣΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΕΙΚΟΣΑΡΙΚΑΚΙ…ΜΗΠΩΣ ΤΟ ΘΥΜΑΤΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ?
ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΖΗΣΑΜΕ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΥΧΕΡΟΙ ΠΟΥ ΤΑ ΠΡΟΛΑΒΑΜΕ.ΜΕ ΛΙΓΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΠΕΡΝΟΥΣΑΜΕ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ.ΤΩΡΑ ΟΛΟΙ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΤΙ ΤΟΥΣ ΦΤΑΙΕΙ.ΦΙΛΙΚΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΟΖΑΝΗ
Γεια σου Βαγγέλη. Χαίρομαι που στα θύμισα!
χαιρομαι για την ανακαλυψη αυτου του θυσαυροφυλακιου με μνημες εκεινης της θεσσαλονικης ..χαιρετω απαντες!
Κλέαρχε, κι ας μην είχαμε γνωριστεί σ’ εκείνη τη Θεσσαλονίκη, χαιρετώ κι αντιχαίρομαι που χάρηκες. 🙂
Να εισαι καλα Δυτη! και να ανασυρεις..κι αν σε παρασυρει ποτε ο καιρος δια Συρο μερια … εκει θα με βρεις και ελα να τα π(ι)ουμε στο Bohem στην παραλια..
Στης Σύρας τις ανηφοριές ε; Θα τόχω υπόψη μου!
μια μικρη διορθωσουλα για την Μαρια 5/12/10.μετα τον Δονκιχωτη ανοιξε το AleHouse κατω απ το Ντορε το 78 φεφρουαριο ,οπου επαιζε με το πιανο η αφεντια μου οπως προειπε και ο συγχρονος Βασιλης Νικολαιδης ,και αμεσως μετα η Ανατολη του Ζηκα , στα εγκαινια της οποιας νομιζω επιασε δουλεια η Ματινα!!
Θα το δει η Μαρία, πιστεύω!
Κλεαρχε altzhaimer lol πριν απο ολα το εναλαξ πρ.Κορομηλα του Ηρακλη Δουκα ….με πρωτη μερα λειτουργιας στο πιανο τον Κλεαρχο Καραγιαννιδη ……(εξαιρητε φυσικα το Ντορε εκ των ελληνιστικων χρονων προυπηρχε )…….
Διαβασα πριν λιγο καιρο καπου για την»ιστορικη συναυλια απο τους τρυπες στο zero club».Ιστορικη γιατι ηταν η τελευταια που εγινε σε αυτο το club.Νομιζω οκτωβριο του 1993.Ειπα λοιπον μεσα μου οτι επιτελους γραφτηκα στην ιστορια.Γιατι ημουν εκει καπου στον βαρδαρη και η καρδια μου θα σπαζε απο την ενταση(δεν εννοω του ηχου).Εντελως πληροφοριακα καπου εκει λιγο πιο πανω αργοτερα υπηρχε ενα club που λεγονταν nany nany.Ασχετο αλλα περασα και απο τετοιες διασκεδασεις.Το αλλο που θυμαμαι εντονα ειναι ο μυλος των 90’s.Αλλη φαση.Εκει ειδα δυο φορες συναυλια των στερεο νοβα!!!
Εγώ θυμάμαι Τρύπες στο Παν/μιο Μακεδονίας, και μάλλον πιο αργά (’94; ’95;). Στο Μύλο, Οσιμπίσα, Οκάι Τεμίζ, Μπλουζ Γουάιρ.
Πέρασε ο Κλέαρχος και δεν τον πήρα πρέφα;
Βασίλη, εσύ είσαι;
Εγώ!
Ρε σεις πόσοι άρρωστοι και άρρωστες είναι μπερδεμένοι εδώ? Γειά χαράδρα……
Γεια χαράδρα!! Πόσο καιρό έχω να τ’ ακούσω αυτό… 🙂
Ρε συ Δύτη, αμα δε ρίξω το σήμα κατατεθέν μου του 80 ποιός θα καταλάβαινε με ποιόν έχει να κάνει? Ο Βασίλης εξαιρείται βέβαια, γιατί τον κυνηγάει η κόρη μου πάντα, φωνάζοντας «Θα μου πεις το 54?» και έτσι τρώμε συχνά και αγαπημένοι………….
Α, ήταν σήμα κατατεθέν του 80; Μπορώ να βεβαιώσω ότι επέζησε και μια-δυο δεκαετίες μετά τότε 🙂
Εσύ πολλά ξέρεις, σε αντίθεση με μένα που δεν έχω ιδέα με ποιόν η ποιάν μιλάω. Δε βάζεις ένα χέρι να δούμε φως?
Τι να ξέρω; Εγώ είμαι πολύ νεότερος, ήρθα το ’91 στη Σαλονίκη! Και τον Βασίλη, μόνον από δω τον ξέρω, ποτέ από κοντά (σχεδόν). Απλώς θυμάμαι να λέγεται από δω κι από κει, το «γεια χαράδρα»…
Συγνώμη, δεν ήξερα. Όσο για το ότι ακουγόταν μέχρι τις μέρες σου, προτιμώ να μην έχω άποψη. Πονάει λίγο ξέρεις. Μετά, ήταν λίγο παράξενο όταν ξανανέβηκα πάνω κάποια στιγμή αργότερα και απο τις γωνιές περίμενα να σκάσουν γνωστές φάτσες και δεν έσκαγε τίποτε. Και γω που είχα πληρωμένο το ξενοδοχείο έμεινα στο ABC μπας και ξανακουνηθεί κάτι σε «γεια χαράδρα». Δε μ άκουσε. Δε με ακούει πιά μέχρι σήμερα. Καταδύομαι……
Κοινή μοίρα αυτός ο πόνος της επιστροφής…
Τόχει η μοίρα μου να συνδέομαι με τα αιωνόβια νήματά σου, Δύτη. Νήματα Μαθουσάλες! (Επιβεβαιώνω το κοπιράϊ του Νίκου Παναγιωτόπουλου, του διαβόητου Χαράδρα του ΦΟΘΚ, γειά σου Χαράδρα!)
Πολύ χαίρομαι που συναντιέστε τόσοι εδώ 🙂
Γειά σου Βασιλάκη με τα ωραία σου. Μωρέ εδώ είναι πολλοί άρρωστοι μαζεμένοι και γουστάρω περίτρανα…….Δύτης ; Αξιος……
Νάσαι καλά Βουτηχταρά μου, Diver’s Lonely Hearts Club Band θα φτιάξουμε!
Γνωρίζει κανείς για τον τότε (1988) ιδιοκτήτη του Δον Κιχώτη, Γιώργο Δημηκαρόπουλο, κάποιο νέo; Πριν από 30 χρόνια, ήμουν φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη και είχα δεσμό μαζί του. Πηγαίναμε στο Flou του Μπάμπη, στο Sante του Κικιρίμπα, στο Αβαντάζ, ήτανε υπέροχη η νύχτα τότε, πολλά ωραία, γνήσια μαγαζιά, τι να πρωτοθυμηθώ, πολλές οι αναμνήσεις…..
seaside, καλώς ήρθες. Εγώ βρέθηκα τρία χρόνια αργότερα στη Σαλονίκη, οπότε δεν μπορώ να σε βοηθήσω, αλλά σ’ αυτό εδώ το νήμα ποτέ δεν ξέρεις!
https://www.lifo.gr/now/greece/281551/thessaloniki-kleinei-to-istoriko-mpar-floy-meta-apo-40-xronia
[…] έβλεπες εύκολα Φελίνι στα σινεμά. Αμέσως μετά βρέθηκα πρωτοετής στη Θεσσαλονίκη, με μια χούφτα βιβλία και ένα ράφι κασέτες. Άκουγα […]