Είπα να γράψω μια ελεγεία για τον ΟΣΕ, που άγνωστο σε τι μορφή θα επιζήσει, αν επιζήσει, την εποχή του ΔΝΤ. Για να μετρήσω: έξι χρόνια, ναι έξι χρόνια τον χρησιμοποιούσα περίπου πέντε-έξι φορές το χρόνο (με επιστροφή) στη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη· συν κάποια σιδηροδρομικά ταξίδια στην Κορώνη, στον Πλαταμώνα, στη Φλώρινα, στο Βόλο, στο Ναύπλιο -α βέβαια, και στην Πόλη. Από την Κορώνη θυμάμαι το γεμάτο φίσκα βαγόνι που άδειασε στην Πάτρα (ήταν καρναβάλι), και πώς όταν ξημέρωσε ήμασταν μόνοι μας, μια παρέα με παράξενη σημερινή τύχη, δεκάξι-δεκαεφτά χρονώ, κοιτώντας νερά να τρέχουν κοντά στην Κυπαρισσία-
από τον Πλαταμώνα, γύρω στα πέντε χρόνια μεγαλύτερος, θυμάμαι όχι τόσο το τρένο όσο την παρέα, άλλη ιστορία-
κυρίως θέλω να μιλήσω για τις μεγάλες εκείνες διαδρομές, πάντα ίδιες και πάντα διαφορετικές, προς και από τη Σαλονίκη, εκεί μεταξύ ’91 και ’97. Χύμα, ατάκτως ερριμένα: το νυχτερινό τρένο, όπου αν τύχαινες σε αμιγώς φοιτητικό κουπέ μπορούσες να ξενυχτήσεις παίζοντας χαρτιά και μετά, μέσα στη νύχτα, να σε ξυπνήσει ο συγκάτοικός σου για να σου δείξει τον θεσσαλικό κάμπο χιονισμένο. Το πρωί, αν ήσουν τυχερός, σε κέρναγε καφέ ο σιδηροδρομικός σε πλαστικό κυπελάκι, και έβλεπες το ξημέρωμα στον Αξιό και τη Σίνδο.
Οι ατέλειωτες αναμονές στο σιδηροδρομικό σταθμό, βηματίζοντας πάνω-κάτω, σιγοτραγουδώντας στον εαυτό μου για να περάσει η ώρα.
Τα ίδια πάντα τοπία, με μόνο τις αλλαγές των εποχών: ο Μπράλος, ο Γοργοπόταμος, οι μακεδονίτικες λεύκες με νερά να γυαλίζουν στην ομίχλη, αγριολούλουδα την άνοιξη, ζέστη στον κάμπο -μια φορά δεν άντεξα όταν είδα στα Φάρσαλα μπαρμπάδες να ανεβαίνουν στο τρένο με παγωμένα νερά (με το νερό σε μορφή πάγου στο μπουκάλι εννοώ), και στη Λάρισα πήδηξα -κυριολεκτικά- έξω, ήπια έναν καφέ με παγωμένο νερό και συνέχισα με ΚΤΕΛ, το οποίο κατά τα άλλα το απέφευγα σαν την άδικη κατάρα.
Πηγμένα κουπέ του ημερήσιου τρένου, γνωστού και ως μουτζούρη, φοιτητές, φαντάροι, θείτσες, παππούδες, το βιβλίο στο χέρι ευτυχώς, κατά καιρούς καταφυγή στο διάδρομο-καπνιστήριο, ή στο στριμωγμένο καφέ. Αλλά
αν ήσουν τυχερός (γιατί ταξίδευε μέρα παρά μέρα) πετύχαινες τον μουτζούρη με τα παλιά βαγόνια του Οριάν Εξπρές. Το εξής ένα, δηλαδή, το βαγκόν-ρεστωράν, όπου αναγκαζόσουν να παραγγέλνεις συνεχώς μπύρες και τοστ για να μη σε διώξουν. Δερμάτινες πολυθρόνες σε στυλ Φαρ Ουέστ, πορσελάνινο κυτίο παραπόνων, επιγραφές στα γαλλικά, διακόσμηση με ξυλοτυπία στους τοίχους.
Ο ρυθμικός ήχος των τροχών· το πέρασμα από τις φυσούνες ανάμεσα στα βαγόνια, που γέμιζαν ατμό σε κάτι χειμωνιάτικους σταθμούς· το να στέκεσαι στο τέρμα του τελευταίου βαγονιού, βλέποντας τις γραμμές να φεύγουν (αυτό, για όσους θυμούνται, ήταν όμορφο και στα παλιά βαγόνια του ηλεκτρικού στην Αθήνα, εκείνα τα γκρι ή -αν είστε λίγο παλιότεροι- τα άλλα, τα ξύλινα).
Αυτό που συνέβαινε με το τρένο, ήταν το εξής: με το τρένο καταλάβαινες ότι ταξίδευες. Δεν ήταν μια απλή μετακίνηση· ήταν η απόσταση υλοποιημένη σε χρόνο, ή για την ακρίβεια, η απόσταση μεταμορφωμένη σε εμπειρία. Η καπνιά της ντηζελομηχανής, που κολλούσε πάνω στο δέρμα και στα ρούχα, οι στύλοι της ΔΕΗ που έφευγαν μαζί με το ρυθμικό ντούκου-ντούκου των τροχών, η αναμονή στις μονές γραμμές για να περάσει το ιντερσίτυ, η επίσκεψη στο μπαρ για να βάλεις κάτι στο στομάχι σου, το βιβλίο που προχωρούσε και ίσως βιαζόσουν να τελειώσει αλλά από την άλλη έπρεπε να κρατήσει μέχρι το τέλος της διαδρομής, τα εισιτήρια από χοντρό χαρτόνι στα οποία ο ελεγκτής έκανε μυστηριώδεις τρύπες σε σχήμα μισοφέγγαρου, οι ευκαιριακές γνωριμίες, τα βλέμματα, οι φιλοδοξίες γνωριμίας –
αυτό ήταν το τρένο, αυτή ήταν η εποχή που ταξίδευες με τρένο, αυτή ήταν η πρώτη μας νιότη.
πάει τώρα.. κατόπιν ιδιωτικοποίησης με αθήνα-θεσ/νίκη 70 ευρώ πηγαινέλα, στριμωξίδι στο άχαρο κτελ
Άμα αρχίσω να λέω για διαδρομές τραίνων θα βγουν προσωπικά δεδομένα, οπότε λάβε εικονικό αντίδωρο.
Πάντως, φαίνεται ότι δεν ήσουν φαντάρος στη -χωρίς νι στο άρθρο- Γκατζολία, γιατί αυτή είναι η ultimate διαδρομή με το λουκάνικο συντροφιά…
Noilly Prat καλωσήρθες! Τελευταία φορά ανέβηκα Θεσ/νίκη το ’07, και νομίζω με φθηνό αεροπορικό. Τελευταίο ταξίδι με τρένο, θυμάμαι, το ’05, ιντερσίτυ που μου κόστισε έναν κάλο στο αριστερό πόδι, δια παντός.
Στάζυ, καταπληκτικό το αντίδωρο!…
Φαίνεται ε; Η φανταρική μου διαδρομή δεν μπορούσε να έχει τρένο, ωστόσο: Αθήνα-Λήμνος με όλους τους άλλους τρόπους, από καράβι των δύο ημερών μέχρι στρατιωτικό αεροπλάνο με την ευφυέστατη διαδρομή Λήμνος-Αλεξανδρούπολη-Θεσσαλονίκη-Σκύρος-Ελευσίνα.
Δράττομαι της ευκαιρίας να σημειώσω ένα ακόμα ωραίο ταξίδι με τρένο που μου διέφυγε στο ποστ: Θεσσαλονίκη-Σόφια (και Σόφια-Πλόβντιβ), γύρω στο ’92 ή ’93.
Δύτη, μην κολλήσεις. Το περσινό καλοκαίρι έφαγα 20 μέρες μ’ αυτό…
Ναι, βρε, δεν ξέχασα τη Λήμνο και το ένδοξο Ναυτικό.
Φαντάζομαι, τέλος, είναι άλλο κεφάλαιο τα ταξίδια με interail;
Το Αθήνα-Σόφια το έκανα πρόπερσι ντάλα καλοκαίρι σε βαγόνια εξαθέσια όπου μετά βίας χωρούσαμε να κοιμηθούμε όρθιοι αγκαλιά με τις αποσκευές μας τέσσερεις νοματαίοι (ο ύπνος με πήρε μόνο μετά τη Θεσ/νίκη, όταν είχε πια φέξει και το τοπίο μ ενδιέφερε) και στο τέλος είπα νίκογκα αγκέιν (=ζαμαί ξανά).
Πάντως ξέρω Γερμανό γηραιό κλασικό φιλόλογο και ελληνολάτρη, ο οποίος τη δεκαετία του ’70 είχε ηχογραφήσει σε κασέτα τον ήχο του τρένου στη διαδρομή Πάτρα-Πύργος, το τσούκου-τσούκου δηλαδή, και τα ανυποψίαστα θύματά του, όταν τα παρέσυρε στη φωλιά του, τα υποχρέωνε να ακούνε την κασέτα, σαν να ήταν μουσική σύνθεση του Μπαχ.
Δες τα κλιπ στον λίνκο μου στη αρχή, με ήχο…
Ωραίες αναμνήσεις λογοτεχνικά δοσμένες! Δεν υπάρχει λόγος να τις μαγαρίσω γκρινιάζοντας για τις αιτίες που οδήγησαν την Ελλάδα (μαζί με κάποιες νοτιοαμερικάνικες χώρες) να πριμοδοτήσει τα υπεραστικά λεωφορεία σε βάρος των σιδηροδρόμων. Ούτε να τις μπερδέψω με τις δικές μου αναμνήσεις από άλλα τρένα σε άλλες χώρες…
Εγω ταξιδεψα τελευταια φορα με τρενο, οταν ακομη το γραφαμε τραινο 🙂 Οποτε ….αστα να πανε…
Όπως τα λες
Στάζυ, το λινκ σου χρειάζεται πρόσκληση, νομίζω. Αν και κάπου σαν να το έχω ξαναπετύχει.
Ρογήρε, πες ελεύθερα!
espectador, κι εγώ τραίνο πήγαινα να γράψω στην αρχή.
Sraosha, χμ, αναφέρεσαι στην τελευταία φράση άραγε;
Και μια σημείωση: αύριο δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν και πότε θα μπορέσω να απαντήσω σε τυχόν σχόλια. Για κάποιο λόγο (που έχει να κάνει με τη δημοτικότητα του μέρους, για την οποία ήμουν ανυποψίαστος) μοιάζει σχεδόν αδύνατο να φύγει κανείς αύριο από Λευκάδα για Αθήνα. Θα προσπαθήσω ίσως μέσω Πρέβεζας. Αν όμως υπήρχε ο σιδηρόδρομος Δυτικής Ελλάδας, ε;
Τρένο… Αγαπώ! Από το Λιανοκλάδι η διαδρομή για Θεσσαλονίκη τέλεια. Και μετά Κομοτηνή… Και μια φορά στην Πόλη. Όταν βάλαν τους καινούριους συρμούς ήταν πριν τις εκλογές της άνοιξης του ’04. Αφού ρώτησα τρεις φορές να βεβαιωθώ ότι παν Αθήνα, πείστηκα ότι είναι εντελώς προεκλογικοί και μετά θα γυρίσει ο καρβουνιάρης. Ίσως να ήταν προεκλογικοί, αλλά ο καρβουνιάρης συνέχισε να αποσύρεται. Μα θα πω και το παράπονό μου: ποτέ κανένας σιδηροδρομικός δεν με κέρασε. Πώς το ‘κανες αυτό, ρε συ Δύτη;
Μαγικη διαδρομη το ταξιδι απο Δραμα προς Ξανθη. Η διασχιση των παρανεστιων τεμπων η καλυτερη τουριστικη διαφημιση της περιοχης. Καθε χρονο οργανωνεται εκδρομη με τραινο οπου σταματα κοντα στα Λιβερα και η υπολοιπη διαδρομη γινεται πεζη (6-7 χλμ) στις οχθες του ποταμου.
Δύτη, τώρα το πρόσεξα. Απ’ το αρχείο του google reader ανέσυρα το ποστ/λινκ. Κι αναρωτήθηκα μερικές φορές αν ένα τρολ είχε αναγκάσει τελικά την ντάρια να σταματήσει ή να αλλάξει μπλογκ. Τίποτα από τα δύο (μάλλον πολύ από το πρώτο… άλλη κουβέντα αυτή)· το έκανε ιδιωτικό.
Πιο δημοφιλές απ’ ό,τι νόμιζα το τρένο. Να και μια σύμπτωση.
μα ακριβώς ένα μήνα το παιδεύω,
και μόλις σε είδα είπα:
«τελείωνε, δεν πάει άλλο»
Ωραία ανάρτηση βρε Δύτη, μπράβο.
Με θύμισες ένα κάρο πράγματα που δεν έχω ζήσει και ένα που έχω διαβάσει, και θα στο πω: σε κάποιο (Μπορορό;) βιβλίο του Λ.Χ., διαδρομή Αθήνα – Κομοτηνή, κι ενας τύπος που ουρλιαζε στη Λάρισα «λάρισα,λάρισα, σ’είδα και λαχτάρισα» και στην Κομοτηνή «κομοτηνή,κομοτηνή της μαμας σας το… »
Χαζό ίσως, αλλά εγώ ακόμη γελάω.
Στο Μπορορό, καλά θυμάσαι. Φαντάρος ήταν ο τύπος, και είχε και πολλούς άλλους το ταξίδι, τον παππού, τον άλλο με το μπουζούκι, τον άλλο με τη Σούλα, απ’ ό,τι θυμάμαι κι εγώ.
ωραία πράγματα.
Αθήνα – Κομοτηνή την περίοδο ’99-’03. Πόσο πολύ συμφωνώ με αυτό το καταλάβαινες ότι ταξίδευες. Ξανάκανα τη διαδρομή με αυτοκίνητο πέρσι και μου φάνηκε ψεύτικη.
(Σημειώνω ότι στο μουτζούρη, ήταν απολαυστική η προσπάθεια να κρατηθεί ανοιχτό το παράθυρο με διπλωμένα χαρτιά, εφημερίδες και ότι άλλο βρεθεί.)
Στάζυμπε,
ναι, ένα τρόλλ ανάγκασε την Ντάρια να αλλάξει μπλογκ.
Την ανακάλυψε και στο καινούργιο της;
(ναι, το είχα πετύχει τρο τρολ) Καινούργιο δεν ξέρω. Το παλιό έχει γίνει πριβέ με πρόσκληση. Αν έχεις επαφή, δώσ’ της το email μου (φαίνεται στην πλαϊνή στήλη στο μπλογκ μου) να μου στείλει πρόσκληση
Δύτη, προς αποκατάσταση της μνήμης, ο φαντάρος ήτο το ίδιο πρόσωπο με τον Σουλομανή (δανείζομαι την έκφραση από το συγγραφέα). Προσωπικό φέιβοριτ το θαυμάσιο στιχάκι «Λιανοκλάδι, Λιανοκλάδι, Σούλα μ’ έστειλες στον Άδη». Ακόμη δεν μπορώ να περάσω από το Λιανοκλάδι χωρίς να σκάσω στα γέλια…
Βυτίο, υπήρχε και το άλλο: νυχτερινό τρένο (όχι κλινάμαξα), το καταχείμωνο, με παράθυρο που δεν έκλεινε. Το θυμάμαι και ακόμα τουρτουρίζω.
Σκύλε και Στάζυ, μου εξάπτετε την περιέργεια, αλλά τι να γίνει.
akamashedbrains, α μπράβο, ναι. Σε όλους τους σταθμούς η Σούλα.
Ξέχασα πριν να σημειώσω το καταπληκτικό σχόλιο του Ηλεφούφουτου, ε;
Τριέστη-Θεσσαλονίκη κάνατε στα παλιά τα χρόνια; εκεί να δείτε εμπειρίες και ανάμνησες.
Είχες την εντύπωση ότι θα ανέβουν στο τρένο οι κατάσκοποι του Graham Greene ή ο Thomas Mann παρέα με τον Visconti.
Σαν τα χιόνια… κι ότι σε μελετούσαμε εδώ.
Νικολά, εσύ τόχεις κάνει; Ζηλεύω εννοείται.
(Στάζυ, με πρόλαβες, κι ας μη θυμάμαι γιατί έπρεπε να εμφανιστεί…)
Κάμποσες φορές, χειμώνα και καλοκαίρι. Πρέπει να γράψω βιβλίο. Εκεί καταλαβαίνεις τι θα πει Βαλκάνια.
Μια φορά, είχα καταγράψει όλο το ταξίδι λεπτομερώς, αλλά ήταν γράμμα και… το έστειλα. Μπορεί να το έχει ακόμη ο έρωτάς μου ανεπανάληπτος κι απίθανος (ξανθιά με πράσινα μάτια), ίσως να βρεθεί στου Sotheby όταν πεθάνω.
Στο άλλο το μαγαζί με ψάχνατε;
Στάζυμπε, απ’ ό,τι βλέπω όχι!
Α, μετέφερε και τα παλιά ποστ (δεν θυμάμαι, είχα δει κι άλλες φωτογραφίες;)
(και κάποιος πρέπει να της πει ότι υπάρχουν και καρδιακοί αναγνώστες…)
Καλά θυμόμουν ότι κάπου την είχα πετύχει.
Τι μας έκανες τώρα εμάς των γερομπαμπαλήδων! Στη δική μου εξαετία (που ξεκίνησε ακριβώς με το τέλος της δικής σου) το μοναδικό πράγμα που άλλαξε ήταν η μετονομασία του «μουτζούρη» σε «καρβουνιάρη». Ο καλός μας λοιπόν ο καρβουνιάρης, που μας πήγαινε στα αντικείμενα του πόθου μας (πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, άνθρωποι, φαγητά) πάντα με καθυστέρηση (μα πάντα!), όμως μας πήγαινε. Αλλά κι εμείς, τι υπομονή! Σε μία μόνο διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη ζούσες δέκα διαφορετικές ζωές, άσε που μπορούσε να αλλάξει και η ζωή σου!
Οι περιγραφές σου λοιπόν είναι πολύ οικείες, θα μπορούσα να τα είχα διηγηθεί εγώ όλα αυτά, προσθέτοντας τα μικροατυχήματα σε κάθε διαδρομή: ένα ελάττωμα στη μηχανή, μία απεργία που κρατούσε κλειστούς τους συρμούς, μία αγελάδα που βρέθηκε μόνη της μέσα στη νύχτα στις ράγες και αρνούνταν πεισματικά να μετακινηθεί για να προχωρήσουμε, το ρεκόρ μου στη συγκεκριμένη διαδρομή είναι 12 ώρες!
Υ.Γ.1 Σήμερα μαθαίνουμε ότι όσο ο καρβουνιάρης συνέχιζε να καίει κάρβουνο κι εμείς μετουσιώναμε την ταλαιπωρία μας σε ρομαντισμό, κάποιοι (πολλοί) έκαναν χρυσές δουλειές με τα λεφτά που θα έπρεπε να διατίθενται για τη βελτίωση του ΟΣΕ. Όσο κι αν μας εξοργίζουν όλα αυτά, τα ταξίδια μας και τα βράδια μας στον καρβουνιάρη δεν μπορεί κανείς να μας τα πάρει πίσω!
Υ.Γ.2 Όλες εκείνες οι παρέες έχουν «παράξενες σημερινές τύχες», τι περίεργο!
Μιας κι έπιασες το αγαπημένο μου μεταφορικό μέσο σκέφτηκα να αφήσω ένα «γειά».
Ήτανε όντως εμπειρία το ταξίδι με τρένο κι ας πρόλαβα μόνο για λίγο τα παλιά βαγόνια με τις κουκέτες.
Το ντούκου-ντούκου που αναφέρεις όντως σου δίνει την αίσθηση πως δεν πρόκειται να διανύσεις μέτρο χωρίς να το καταλάβεις. Δεν το αλλάζω όμως με τίποτα!
Μόσχα-Βλαδιβοστόκ με ήχο: http://www.youtube.com/watch?v=Xju7Wde3hrw
Καλημέρα παιδιά! Βλέπω τελειώνουν οι διακοπές σιγά-σιγά 😦 και πληθαίνει ο κόσμος εδώ 🙂
Ροδιά, δες πάλι το λινκ του Στάζυμπου στο πρώτο του σχόλιο!
Ακολουθώντας το έπεσα σε αυτο που έστειλα! Μερσι Σταζυμπο. Θησαυρος! Πολύς κοσμος συγκινηθηκε…
Αχ βρε Δύτη πόσο ωραία γράφεις! Πέντε ταξίδια Αθήνα – Θεσσαλονίκη με το τραίνο και ένα όρθια, γυρίζοντας από βαγόνι σε βαγόνι να πετύχω άδεια θέση…
Αν και για να πω την αμαρτία μου (ακόμα μία δηλαδή) τα νιάτα μου πιο πολύ τα πέρασα σ’αεροπλάνα και βαπόρια παρά σε τρένα. Πιο πολύ σ’ αεροπλάνα. Από πιτσιρίκι ασυνόδευτο με το καρτελάκι περασμένο στο λαιμό ένα αεροπλάνο τρέχω πάντα να προλάβω και πάντα από την ουρά το πιάνω…
Ιμόρ μερσί για το σαββοκέρασμα και τα καλά λόγια 😳 Φέτος το καλοκαίρι η κόρη μου ταξίδεψε πρώτη φορά ασυνόδευτη με αεροπλάνο (δικό μου παιδικό όνειρο που δεν μπόρεσα να πραγματοποιήσω), και απ’ ό,τι μούπε το χάρηκε αρκετά.
Αφού πω κι εγώ ένα μεγάλο μπράβο για την ανάρτηση, να παραπέμψω στη συνέχεια στο πολύ καλό λήμμα «μουτζούρης» του σλανγκ. τζι αρ.
Είναι βέβαιο ότι αυτό που όλοι νοσταλγούμε είναι τα νιάτα μας και η ανεμελιά μας.
http://www.slang.gr/lemma/show/moutzouris_15296
Μπετατζή, καταπληκτικό το λήμμα! μόνο που το κυλικείο ήταν το βαγκόν-ρεστοράν. Βαγκόν-λι είναι η κλινάμαξα -αυτό με τις μπλε κουβέρτες, έξι κλίνες στο κουπέ (να τ’ αφήσω;)
Καλογραμένο το ποστ δύτη. Ήταν η μεγάλη διάρκεια που είχαν τα ταξείδια με τα παλιά τραίνα, εκείνη που σου επέτρεπε να γίνεσαι κοινωνός διαφόρων ανθρώπινων ιστοριών. Η δε μικρή σχετικά ταχύτητα που είχαν, σου επέτρεπε να παρατηρείς τα τοπία και να τα συναρτάς με τις καταστάσεις μέσα στο βαγόνι.
Κατά τις διαδρομές Κομοτηνή_Αθήνα (ποτέ αντίστροφα), πριν από 30 χρόνια, έχω κάνει τόσο μπανιστήρι σε ζωές άλλων και έχω εκτεθεί κι ο ίδιος σε θέαση, που όσο κι αν έχουν θαμπώσει οι αναμνήσεις, πάλι έντονες παραμένουν.
Για να είμαι ειλικρινής, ούτε το γρήγορο τρένο με χαλάει -πάντα το προτιμώ από το λεωφορείο. Θυμάμαι επίσης ότι σκεφτόμουν το εξής: μια σιδηροτροχιά με τα τούνελ και τα όλα της είναι μέρος του τοπίου, ενώ μια εθνική οδός το διαλύει. Δεν ξέρω όμως αν αυτό είναι δείγμα νοσταλγικού ρομαντισμού (οφείλεται δηλαδή στο απλό γεγονός ότι οι σιδηροτροχιές είναι έναν αιώνα παλιότερες από τους αυτοκινητόδρομους), ή έχει κάποια βάση πιο στέρεα.
Μου θυμίσανε μια ιστορία που κάποτε πρέπει να διηγηθώ, πώς πέρασα τα σύνορα στη Δοϊράνη χωρίς να το καταλάβω, μια βροχερή μέρα, και παραλίγο να φορτωθώ μήνυση για παράνομη έξοδο-και-είσοδο στη χώρα… Εν έτει ’92 ή ’93, όχι αστεία, πάνω στη βράση του εκεί ζητήματος.
Μάλλον, δεν ανέβηκες σε πραγματικά γρήγορο. Χρειάζεσαι μετά κάποιο χρόνο για να συνέρθεις.
Θεωρητικά κι εγώ αγαπάω το τρένο κι ας μύριζε παστουρμά το κουπέ της ταχείας που ερχόταν απ’ το Πύθιο κι ας κόλλησα ψείρες κάπου στη διαδρομή Χαλκίδα-Έδεσσα (με δύο ανταποκρίσεις παρακαλώ). Όταν όμως το χρησιμοποίησα για να πάω στη δουλειά μου, χάθηκε κάθε ρομαντισμός. Θυμάμαι μια φορά που αναγκάστηκα να κατεβώ στο Γιδά και να συνεχίσω με ταξί ξοδεύοντας το μισό μισθό μου. Μας είχαν σπάσει τα νεύρα με τις καθυστερήσεις.
Σε πήρε ο ύπνος και βρέθηκες απ’ την άλλη μεριά;
http://stotreno.wordpress.com/
Α ναι, αν το χρησιμοποιούσα κι εγώ για τη δουλειά θα μου έσπαγε τα νεύρα.
Δεν με πήρε ο ύπνος, ήταν το σύνδρομο Παγκανέλ ή του γεωγράφου με λάθος αυτοπεποίθηση: ήμουν σίγουρος (τόσο που δεν το τσέκαρα) ότι όλη η λίμνη ήταν εντός των συνόρων. Πήγαμε λοιπόν κατά μήκος της όχθης, δεν μας σταμάτησε κανείς (ψιλόβρεχε κιόλας) μέχρι που φτάσαμε σ’ ένα χωριό. Βλέπουμε «Λεωφόρος Τίτο» και τα λοιπά, λέμε ωχ πάμε πίσω. Έλα που συναντάμε ένα παληκάρι σε ποδήλατο, που μας λέει «αν σας δούνε μπαμ-μπαμ» και μας οδήγησε στο τελωνείο… Το αστείο ήταν ότι όλο το πρόβλημα (και την απειλή για τη μήνυση «αν το πράγμα μαθευτεί») το είχαμε στην ελληνική μεριά. Και το χειρότερο είναι, ότι επειδή δεν είχαμε πάρει φωτογραφική μηχανή, δεν είχαμε ούτε μια απόδειξη ότι όντως έγινε έτσι. 😦
Άρα προσπαθήσατε να κάνετε το γύρο της λίμνης με ΙΧ, φαντάζομαι. Εδώ και χρόνια δείχνεις την ταυτοτητούλα σου και πας με τα πόδια στο καζίνο, όπου δουλεύουν και Έλληνες.
Με τα πόδια βρε Μαρία, ποιο ΙΧ τότε. Όχι το γύρο της λίμνης, βέβαια: είδαμε ένα χωριό μες στην ομίχλη κι είπαμε να πάμε για φαΐ. Πού να καταλάβουμε ότι ήταν η Σταρε Ντοϊράν.
Απίστευτο. Ομολογώ οτι δεν έχω τόση φαντασία.
Εγώ απο στάση για κατούρημα κοντά στη λίμνη θυμάμαι τον τρελό αέρα. Γίναμε μούσκεμα.
Έχω στη βαλίτσα μου βραδινό 8ωρο ταξίδι Γντανσκ-Κράκουβ, επί Γιαρουζέλσκι…. Πίτα το τραίνο -που συνέχιζε ως το Ζακοπάνε- σε φαντάρους, κόσμο που πήγαινε διακοπές, και μερικούς τρελλούς, εμάς… Όρθιοι, καθιστοί, και χάμω σε βάρδιες εναλλάξ.
τόβλεπα ότι κάτι λείπει: Γκντανσκ
Αχ, άλλη πονεμένη ιστορία η ορθοστασία. Και καλά αν το ήξερες απο πριν. Παραμονές όμως γιορτών έδιναν την ίδια θέση σε 2-3 άτομα και επακολουθούσε μαλλιοτράβηγμα.
Ένα-ένα μας τα ξεφουρνίζει ο Στάζυ…
Ενα ενα τα στάζει…
Γραφετε και γραφετε ενα σωρο ωραια πραγματα για τα ταξιδια με τρενο, αλλα εξακολουθει να ερχεται στο μυαλο μου η ταλαιπωρια που τραβηξα στο πρωτο μου ταξιδι…
26 ώρες ταξιδι Θεσ/νικη Αθηνα, 10 περιπου απο αυτες σταματημενοι καπου εξω απο Λειβαδια, με χιονια, κρυο τσουχτερο μεσα στο τρενο αφου ηταν κλειστες οι μηχανες, παραμονες Χριστουγεννων, φανταροι παντου, ξαπλωμενοι στους διαδρομους, επρεπε να πηδηξεις στα κενα που αφηναν τα ξαπλωμενα σωματα για να πας τουαλεττα, για καφε ουτε λογος, στα κουπε ξεπεταγοντουσαν κοτες απο καλαθια, μωρα κλαιγανε, μια μποχα που δεν περιγραφεται, φτασαμε ξημερωματα τελικα καταμαυροι απο το φούμο, μπανιο, κλπ, αλλα πού να με παρει υπνος -ενα ντουκ ντουκ τρανταζε το κρεββατι μου.
Πολλα χρονια μετα απο τοτε, μπηκα σε τρενο στη Γαλλια, Παρισι-Δυτικη ακτη, λιγο πιο περα απο τη Νάντη. Ντουκ ντουκ δεν ειχε, αλλα ειχε καμαμπέρ, αυτο το φοβερο τυρακι που ευωδιαζει.. ποδαριλα! Τρωγαν οι γαλλοι στο πρωτο βαγονι κι εφτανε η χαρη του ως το τελευταιο!
Περιττευει να πω οτι δεν ξαναμπηκα σε τρενο, αλλα λεω να δοκιμασω τα βρετανικα -ίσως και τον προαστειακο.
Όχι τα βρετανικά! όχι μετά την ιδιωτικοποίηση. Σαν τα ελληνικά είναι.
Ωχ! πανω που αναζητω τη λυτρωση απο τις εμμονες μου -ή μηπως δεν ειναι εμμονες; Τι προβλημα βραδιατικα.. θα χασω τον υπνο μου!!
Πάνω από εκατό διαδρομές Θεσ-Αθ στο διάστημα ’78-’87. Συνηθισμένες οι διψήφιες ώρες. Κι εκείνο το (από ανάγκη) αγαπημένο δρομολόγιο των 12 από Σαλονίκη, που ποτέ δεν ήξερες τι ώρα θα έρθει το τρένο από τα σύνορα.
Είχαμε μάθει να κοιμόμαστε όρθιοι στο διάδρομο (η πλάτη στη μια μεριά και τα πόδια κόντρα στην άλλη – μόνο που σε ξυπνούσαν κάθε τόσο οι περαστικοί, αν δεν ήταν αρκετά επιδέξιοι).
Αλλά συνέβαιναν τα πάντα εκεί μέσα (ακόμα θυμάμαι το πραγματικά τρομαγμένο βλέμμα ενός νοικοκυραίου συνεπιβάτη στο κουπέ, όταν κατάλαβε τι γινόντανε κάτω απ’ τα παλτά).
Παλτα υπαρχουν και στα πουλμαν!
Καλά, βρε μαζόχες, γιατί δε παίρνατε το πούλμαν του ΟΣΕ;
Υπήρχαν πολλοί λόγοι. Οι πιο απλοί ήταν ότι ήταν ακριβότερο κι ότι δεν μπορούσες να καπνίσεις. Κι ότι δεν μπορούσες να κουνηθείς, αν σ’ έπιανε τέτοια διάθεση.
Κι έπειτα, όταν η παρέα ήταν αρκετά άτομα κι όταν κατάφερνες να κυριαρχήσεις σ’ ένα κουπέ, ήταν πολύ άνετα.
Με λόγους ή χωρίς, υπήρχε μια αντιπάθεια για την κουλτούρα των πούλμαν (ακόμα με κυνηγάει).
Μόσχα – Νίκαια, η πολυτέλεια της βραδύτητας.
Τι λε, ρε συ! Θυμήθηκαν περασμένα μεγαλεία οι Ρώσοι. Έχουν και εκκλησία εκεί.
«με το τρένο καταλάβαινες ότι ταξίδευες»
Αυτό ξανά πές το ! 😛
00.05 Ξεκινούσαμε από Αθήνα.
07.00 Μας ξυπνούσαν Θεσσαλονίκη,
07.10 Με 2 μπουγάτσες στο χέρι και ένα Ελληνικό (το λές και Τούρκικο), από το απέναντι γωνιακό καφενεδάκι ( αυτό που είναι δίπλα σε μια σκατό αλυσίδα του βορρά)
07.20 Γνωρίζεις τους άγνωστους με τους οποίους κοιμήθηκες το προηγούμενο βράδυ.
11.30 Δράμα, Χαιρετάς – κατεβαίνεις.
Βάνια, αν θυμάμαι καλά.
😉 Απλά δεν ήθελα να αναφέρω την επωνυμία.
[…] φορές το χρόνο ανεβοκατέβαινα Αθήνα, πάντα φυσικά με τραίνο, και έβλεπα τους παλιούς μου φίλους, ακόμα πιο ωραία […]