Τι καλύτερο δώρο για έναν Βιβλιοθηκάριο που έχει γενέθλια, από μια εισαγωγή σε βιβλιοθήκες με βιβλία που ποτέ δεν γράφτηκαν αλλά που μπορούμε να τα φανταστούμε; Ορίστε λοιπόν –και χρόνια πολλά, Γιώργο!
*****
Ο Μπόρχες έγινε διάσημος για το τέχνασμά του να παρουσιάζει περιλήψεις βιβλίων, αντί να τα γράφει. Ο ίδιος μας λέει, στον πρόλογό του στον Κήπο με τα διακλαδωτά μονοπάτια (Μυθοπλασίες, μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη):
Τι κοπιώδης και εκφυλιστική που ‘ναι κι αυτή η μανία να συνθέτουν τεράστια βιβλία, να αναπτύσσουν σε πεντακόσιες σελίδες μια ιδέα, η τέλεια προφορική έκθεση της οποίας δεν θα ‘παιρνε παραπάνω από λίγα λεπτά! Προτιμητέο είναι να φαντάζεσαι πως αυτά τα βιβλία υπάρχουν ήδη και να προσφέρεις μια περίληψή τους, ένα σχόλιο. Αυτή τη μέθοδο ακολούθησε ο Καρλάιλ στο Sartor Resartus· το ίδιο και ο Μπάτλερ στο The Fair Haven· πρόκειται για έργα που κι αυτά έχουν την ατέλεια να ‘ναι βιβλία, να ‘ναι εξίσου ταυτολογικά με όλα τα άλλα. Πιο λογικός, πιο ανίκανος, πιο φυγόπονος, ο υπογράφων προτίμησε να γράψει σημειώσεις πάνω σε φανταστικά βιβλία.
Ιδού λοιπόν, σκέφτηκα να επιχειρήσω μια γενεαλογία αυτών των φανταστικών, τεμπέλικων βιβλίων. Να ξεκινήσω από το διαβόητο Νεκρονομικόν του Λάβκραφτ; Ή από τα Εφήμερα του δεν-θυμάμαι-πώς-τον-λένε, του φίλου του ομώνυμου ήρωα στον Μάρτιν Ήντεν του Τζακ Λόντον, το υπέροχο ποίημα που τον κάνει να σιχαθεί τα δικά του και συνάμα όλο τον κόσμο; Τον ίδιο αιώνα (φαίνεται ήταν της μόδας): οι πραγματείες του Σέρλοκ Χολμς, όπως εκείνη για τα διάφορα είδη στάχτης καπνού ή λάσπης· μισό αιώνα αργότερα, το μυθιστόρημα του Μαιτρ, στον Μαιτρ και Μαργαρίτα (αν και αυτό μπορούμε κάπως να το φανταστούμε μια και ο Μπουλγκάκοφ ουσιαστικά παρεμβάλλει τα αποσπάσματά του με τον Πόντιο Πιλάτο)· στο τέλος του περασμένου πια αιώνα, τη σειρά των «Φίλων της τύχης» από το Ενάντια στη μέρα του Πύντσον. Μια λίγο διαφορετική περίπτωση είναι τα μουσικά έργα, συχνά με τα λιμπρέτα τους, που συνθέτει ο Άντριαν Λέβερκυν στον Δόκτορα Φάουστους του Τόμας Μαν και που περιγράφονται καταλεπτώς.
Εδώ κάπου λοιπόν η μνήμη μου με εγκαταλείπει (θυμάμαι αμυδρά ότι πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια είχα σκεφτεί ένα σχετικό δοκίμιο με πάμπολλα παραδείγματα, αλλά…). Προσφεύγω στο αντίστοιχο άρθρο της Βίκι, που μου δίνει διάφορα δείγματα τα οποία δεν γνωρίζω (αν και ναι, είχα ξεχάσει τα έργα του Μπένο φον Αρτσιμπόλντι στο 2666 του Μπολάνιο), μεταξύ των οποίων, προς μεγάλη μου χαρά, άγνωστά μου έργα του Στάνισλαφ Λεμ. Βρήκα και έναν τεράστιο κατάλογο, για όποιον ενδιαφέρεται.
Κάπου στην ίδια συλλογή του Μπόρχες γίνεται λόγος για έναν μικροσκοπικό λαβύρινθο… έναν λαβύρινθο από φίλντισι. Να, αυτά τα φανταστικά βιβλία, σκέφτομαι, είναι σαν μικρές-μικρές φιλντισένιες μακέτες (και εδώ θυμάμαι μια παρομοίωση του Κούντερα, που λέει -αντίθετα- ότι Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες του Μούζιλ είναι σαν ένας τεράστιος πύργος που είναι αδύνατον να τον συλλάβει ολόκληρο το μάτι): βλέπουμε το περίγραμμα, μπορούμε σχεδόν να δούμε κάποιες λεπτομέρειες –όσο για το εσωτερικό, τον τεράστιο θόλο, τα ψηφιδωτά, το πώς παιχνιδίζει το φως από τα μικρά παράθυρα, τα σκαλιστά σχέδια στα κιονόκρανα, αυτά μόνο να τα φανταστούμε μπορούμε. Μερικές φορές, όντως, ίσως είναι καλύτερα έτσι.
Και να λοιπόν, αυτά είχα να πω. Δεν ξέρω αν έχετε να προσθέσετε κάτι –είμαι σίγουρος ότι ξεχνάω κάτι ουσιώδες από την αρχαία ελληνορωμαϊκή γραμματεία, ή από τον μεσαίωνα, ξερωγώ. Έχω γράψει όμως περισσότερες λεπτομέρειες στο βιβλίο μου, Βιβλία σε συμπίεση: μια επισκόπηση φανταστικής βιβλιογραφίας, που σίγουρα θα έχετε δει στα βιβλιοπωλεία. Αυτό που διαβάσατε, ήταν μόνον η περίληψη.
(πρώτη δημοσίευση μιας πρώτης μορφής)
(Κατσαμάκεια 2013: ερυθρό καγκουρώ, Deva Aleema, σελιτσάνος, kizil kum, αναγεννημένη, silentcrossing, το κόκκινο μπαλόνι, Εξεγερμένο το 2009, το καγκουρώ, το σημειωματάριο, η Ντίνα Βιτζηλαίου, η nefosis και το roubinakiM, η Πολυάννα, τα κουπέπκια, το ψαροκόκκαλο, ο μούργος , η Anna Silia, ο ήχος του ανέμου / Εύη Βουλγαράκη, ο κυνοκέφαλος Γρηγόρης και ο Τσαλαπετεινός.
Από τους πρώτους (;) διδάξαντες
Καὶ ἡ φωνὴ ἣν ἤκουσα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, πάλιν λαλοῦσα μετ’ ἐμοῦ καὶ λέγουσα· Ὕπαγε λάβε τὸ βιβλιδάριον τὸ ἀνεῳγμένον ἐν τῇ χειρὶ τοῦ ἀγγέλου τοῦ ἑστῶτος ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἀπῆλθα πρὸς τὸν ἄγγελον, λέγων αὐτῷ δοῦναί μοι τὸ βιβλιδάριον. καὶ λέγει μοι· Λάβε καὶ κατάφαγε αὐτό, καὶ πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν, ἀλλ’ ἐν τῷ στόματί σου ἔσται γλυκὺ ὡς μέλι. καὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀγγέλου καὶ κατέφαγον αὐτό, καὶ ἦν ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκύ· καὶ ὅτε ἔφαγον αὐτό, ἐπικράνθη ἡ κοιλία μου. καὶ λέγουσί μοι· Δεῖ σε πάλιν προφητεῦσαι ἐπὶ λαοῖς καὶ ἔθνεσι καὶ γλώσσαις καὶ βασιλεῦσι πολλοῖς.
[…] Ο Δύτης των Νιπτήρων: Ο φανταστικός Βιβλιοθηκάριος […]
Καὶ εἶπεν ὁ Θεός: Οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον. Ποιήσωμεν αὐτῷ φίλους bloggers ἄρχειν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυχτὸς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. Καὶ ἔσονται εἰς σάρκαν μίαν. Καὶ ἦσαν [ἅπαντες] γυμνοὶ καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο, τὸ δὲ χρυσίον τῆς γῆς ἐκείνης καλόν. Αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς
…ἐν περιλήψει…
ἣ μιὰ ἱστορία ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ γραφτεῖ… ὡς τμῆμα μείζονος ἀφήγησης τῶν σύγχρονων καιρῶν, ὅταν ὑπάρχουν δύτες καὶ βιβλιοθηκάριοι καὶ ἄλλα πτηνὰ λαλέοντα καὶ μαγευτικῶς ᾅδοντα 🙂
[…] του Ανέμου, Ψαροκόκαλο, Δύτης Νιπτήρων, Πούλιθρα, Katabran, Herr K., Στάχτη και […]
Το «Αν μια νυχτα του χειμωνα ενας ταξιδιωτης» ελπιζω να κανει μια εμφάνιση , αν και δεν ειναι ακριβως βιβλια που μπορουμε να φανταστουμε αλλα φανταστικα βιβλια που δεν μπορουμε να βρουμε.
[…] Δύτης Νιπτήρων […]
Εγώ έχω πολλά μισοτελειωμένα, αλλά κι ένα άγραφτο ακόμα, την Γκυλντενχουριετί. Ναι, τουρκικά. Πολύ ωραίο βιβλίο. Πρόκειται για μια ‘βίβλο δημιουργίας’ δικής μου εμπνεύσεως, κατά την οποία ο Θεός θα ερχόταν μια μέρα να ζητήσει ‘το λουλούδι των κήπων της γης’ που εμπιστεύθηκε στον άνθρωπο να το καλλιεργήσει. Άρχιζε δε ως εξής: Μπασσλανγιτσστά Τανρί γκυλλέρ βε γιερί γιαραττί.
Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί ότι θα μιλούσα ‘στα σοβαρά’ γι’ αυτό. Βέβαια την ιδέα του λουλουδιού των κήπων της γης, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό κάθε φορά την εκμεταλλεύτηκα σε διάφορες περιστάσεις.
Εξαιρετικό, αγαπητέ Δύτη. Φαντάζομαι (διότι δεν το έχω ακόμη φυλλομετρήσει) το πόνημά σου θα έχει τη δομή του Βιβλίου των φανταστικών όντων του Μπόρχες, έτσι δεν είναι;
Α ρε Δύτη, τι μας κάνεις νυχτιάτικα και Κυριακάτικα με τα ωραία σου…
Προσθέτω την «τράπουλα του χαρτοκλέφτη» («Los naipes del tahúr») έργο που ο Μπόρχες (στο Άλεφ) αποδίδει στον εαυτό του και που υποτίθεται μάλιστα πως ήταν υποψήφιο για το αργεντίνικο κρατικό βραβείο λογοτεχνίας και που «είναι βέβαια απίστευτο…αλλά δεν πήρε ούτε μία ψήφο» 🙂
Τώρα έρχεται όμως το καλό, σε παγκόσμια αποκλειστικότητα στο Δυτάδικο!
Η ενδελεχής μου παρατήρηση και γνώση της Μπορχεσικής ψυχής και γλώσσας και η μαθηματική ανάλυση με χρήση λογισμικού Η/Υ υψηλής (και μυστικής) τεχνολογίας ,με οδήγησαν -όχι στο να ανακαλύψω ,σαν φτηνό αρχαιολογικό εύρημα,αλλά σε κάτι ασύγκριτα σπουδαιότερο-στο να ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΩ ,όπως ακριβώς ΘΑ είχε κάνει ο Μπόρχες το έργο!
Δεν θα μπω τώρα (είναι αργά..) σε τεχνικές λεπτομέρειες ,απλώς θα πώ ότι η βαθιά μου γνώση στατιστικής, συνδυαστικής και αλγοριθμικής ανάλυσης σε συνδυασμό με τον εξονυχιστικό έλεγχο των γνωστών 82 σονέτων και 20 ποιημάτων σε ενδεκασύλλαβα τετράστιχα που έχει γράψει ο Χόρχε (τα τετράστιχα είναι συνολικά 227 και μισό! (ένα τελειώνει σε δίστιχο) με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι «Η τράπουλα του χαρτοκλέφτη» ΘΑ ήταν ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ σονέτο. Απολαύστε λοιπόν! (ακολουθεί και μετάφραση διότι ο Δύτης είναι αχάππαρος από σπανιόλικα και δη μπορχεσικά) :
«LOS NAIPES DEL TAHÚR» (por Jorge El Kid Borges)
Memoria de la luz en lo profundo,
Surgió la vida , el gran huego de azar,
Como una Venus ciega de la mar,
Un barro que aun no sabe que es fecundo.
Y luego fue la voz como segundo
Oficio de la lengua: el despertar
Del divino atributo de nombrar,
Que es la segunda creación del mundo.
La carne se hizo verbo,abracadabra
Que a un dios despierta, y en Babel y en Ur,
Signo eterno en la arcilla que el dios labra.
Si la conciencia es un divino albur,
Los naipes son las letras, la palabra
Que gira, y el poeta es el tahúr.»
«Mνήμη απ’το φως στο βάθος
ξεπήδησε η ζωή, σαν τυχερό παιχνίδι,
σαν μια τυφλή Αφροδίτη απ’τη θάλασσα
βούρκος που ακόμα δεν το ξέρει ότι είναι γόνιμος.
Ύστερα ήρθε η φωνή σαν δεύτερη
της γλώσσας λειτουργία:το ξύπνημα
της θείας ιδιότητας να ονομάζεις,
που είναι του κόσμου η δεύτερη Δημιουργία.
Η σάρκα έγινε λόγος, ξόρκι, άμπρακατάμπρα,
που έναν θεό ξυπνάει, και στη Βαβέλ,στην Ουρ,
σημάδι αιώνιο στον πηλό που κατεργάζεται ο θεός.
Αν η συνείδηση είναι ένα θείο ρίσκο,
τα τραπουλόχαρτα είν τα γράμματα, η λέξη
που γυρίζει, κι ο ποιητής είναι ο χαρτοκλέφτης.»
Δύτα μου καλέ,ελπίζω να σου άρεσε! Ξέρω ότι ο αυθεντικός Μπόρχες έχει γράψει καλύτερα σονέτα. Μήπως όμως έχει γράψει και χειρότερα; Άσε που μάλλον έχει γράψει και μερικά όχι τόσο «μπορχεσικά». 😆
Δύτη σε ευχαριστώ πολύ- ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχες ενεργά (και χωρίς ζαβολιές) σε αφιέρωμα και αυτό χωρίς να το οργανώνω εγώ. Για τη ζαβολιά αυτή σε ευχαριστώ διπλά φίλε.
Καλημερίζω τη σεβαστή ομήγυρη! Περίμενα να απαντήσει ο τιμώμενος για να γράψω κι εγώ 🙂
Ακίνδυνε, το βιβλιδάριον λες ότι περιείχε περισσότερα από όσα αποκαλύπτει ο Ευαγγελιστής;
Νεοκίντ, !!!
Και Βιβλιοθηκάριε-Γιώργο-Κατσαμάκη, έτη πολλά! 🙂 Ελπίζω να μην παρεξήγησες ότι το αφιέρωμά σου είχε ξαναδημοσιευτεί αλλού, αλλά το δούλεψα για χάρη σου και έβαλα και αυτή την εικονίτσα του Πιρανέζι που είμαι σίγουρος ότι σ’ αρέσει. Πρέπει όμως να πω ότι κάνεις λάθος, διότι αν δεν κάνω λάθος στο αφιέρωμα με τις φανταρίστικες ιστορίες (τουλάχιστον) είχα συμμετάσχει. Χα!
Α, πρόσθεσα στο τέλος και τους άλλους συμμετέχοντες στα Κατσαμάκεια 😉
Δύτη, τώρα που ψάρωσες («!!!» = λακωνικό μεν , σαφώς ενδεικτικό ψαρώματος και θαυμασμού δε. 🙂 ) η ηθική ακεραιότητα με υποχρεώνει να αποκαλύψω ότι το εξαιρετικό γουαναμπή σονέτο ντε Χόρχε, το υπέκλεψα από τον Κάρλο Φραμπέτι («La ciudad roja y rosa»=»H σιωπή της Καμηλοπάρδαλης» Μετ. Αχ.Κυριακίδης. Εκδ. Opera ).
Eίναι πραγματικά θεωρώ πολύ «μπορχεσικό» (π.χ οι …ριμάρουσες λέξεις όντως προέρχονται από άλλα σονέτα του Μπ. ). 🙂
Kαι γενικά μιλώντας ,θα έλεγα «Και γιατί όχι,δηλαδή;» Πώς ας πούμε οι παλαιοντολόγοι από κανα δυο-τρία ,άντε τέσσερα, κοκκαλάκια
ανασυνθέτουν ολόκληρο δεινόσαυρο; (για να μην πούμε δηλαδή για τις Ιστορικές «ανασυνθέσεις¨και θίξουμε κόσμο.. 🙂 )
Mη σου πω δηλαδή και για την ακριβέστερη των επιστημών ,τα Μαθς.
Όσο «πράμα» παρήγαγαν και παράγουν κάποιες εικασίες δεν έχουν
παράξει όλες οι αποδείξεις μαζί! Κορυφαίο βέβαια και αξεπέραστα ίσως «μινιμαλιστικό» το δικηγορίστικο «έχω βρει μια θαυμάσια απόδειξη,αλλά δεν μου φτάνει το περιθώριο του βιβλίου για να την γράψω» (Μια κόλα χαρτί ρε παιδιά! για τον καλό μας δικαστικό Πετράκη.) 😆
Ααααα! έτσι λοιπόν… 😉
Δεν το είχα σκεφτεί καθόλου αλλά έχεις δίκιο: ο Φερμά έχει το καλύτερο φανταστικό βιβλίο!
[…] Τι καλύτερο δώρο για έναν Βιβλιοθηκάριο που έχει γενέθλια, από μια εισαγωγή σε βιβλιοθήκες με βιβλία που ποτέ δεν γράφτηκαν αλλά που μπορούμε να τα φανταστούμε; Ορίστε λοιπόν –και χρόνια πολλά, Γι… […]
[…] Ερυθρό Καγκουρώ, Nefosis A, Μούργος, Καγκουρώ, Polyanna, Δύτης Νιπτήρων,Ντίνα Βιτζηλαίου, Σελιτσάνος, DevaAlema, KidsCloud, Κόκκινο […]
Πολύ όμορφη ανάρτηση Δύτη. Απλά να υπενθυμίσω, σε όσους το αγνοούν, ότι όλα τα προαναφερθέντα έργα μπορούνε να τα βρούνε στη βιβλιοθήκη των χαμένων βιβλίων του βασιλιά Μορφέα.
Library of Lost Books
Το βιβλίο του συγγραφέα κ. Τάκα Τακά, Η Κυρία με τα Μαύρα, για το οποίο γίνεται λόγος στο μυθιστόρημα που γράφει ο Μαριάμπας/Πιττακός, για το οποίο γίνεται λόγος στον Μαριάμπα του Γ. Σκαρίμπα.
Αυτό που με είχε σημαδέψει στο Μαριάμπα ήταν η θεωρία που είχε δημοσιεύσει για τη συναισθηματική φυτολογία και το μοιραίο ρόλο που έπαιξε στη μάχη της Ζάμας.
Αλήθεια, τα οξύμωρα γνωστικά αντικείμενα που αναφέρονται στο Εκκρεμές του Φουκώ τύπου «Αζτέκικη Γραφή» θα είχαν θέσει στην παρούσα συλλογή ή ξεχειλώνει πολύ έτσι το πράμα.
Κατά τ άλλα θα είχα να προσθέσω το «Filosofía y letras» του Αργεντίνου με μπόλικη επιρροή από Μπόρχες Πάμπλο ντε Σάντις, η όλη πλοκή του οποιου κινειται γύρω από το συγγραφικό έργο του μεγαλύτερου συγγραφέα όλων των εποχών -αυτή την ιδέα σού υποβάλλει- Ομέρο Μπρόκα, του οποίου δεν έχει κανένας φιλόλογος από όσους ασχολούνται μαζί του δεν έχει να παρουσιάσει ούτε μία σελίδα.
Βέβαια αν συμμετείχε Τσέχος στη συζήτηση θα είχε πολλά να πει για τον Γιάρα Τσίμρμαν http://cs.wikipedia.org/wiki/J%C3%A1ra_Cimrman, ο οποίος ως πολυσχιδής προσωπικότητα με πολύπλευρο ταλέντο είχε και πλούσιο συγγραφικό έργο.
Αν δεν το ξέρετε, ξεκίνησε ως εσωτερικό αστείο μιας παρέας ηθοποιών θεάτρου αλλά στη δεκαετία του ’80 και μετά εξελίχθηκε σε ολόκληρη κουλτούρα, την τσιμρμανολογία, στο πλαίσιο της οποίας «οργανώνονται συνέδρια» με «επιστήμονες» (ηθοποιούς στην πραγματικότητα) που αναλύουν μία πλευρά του έργου αυτού του μεγάλου Τσέχου (το 2010 ψηφίστηκε ο μεγαλύτερος Τσέχος όλων των εποχών, νικώντας τον Κάρολο Δ’ αλλά και τους φακούς επαφής), π.χ. τα αστυνομικά του μυθιστορήματα, τις πραγματείες του, τη μουσική του κλπ. Είναι άλλωστε ιδρυτής της φιλοσοφικής θεωρίας του εξτερνισμού http://en.wikipedia.org/wiki/Externism
Κάθε φορά που αναγγέλλεται ότι σε κάποιο θέατρο θα παρασταθεί κάτι σχετικό τα εισιτήρια εξαντλούνται αμέσως. Οι μορφωμένοι με ηλικία 40+ το θεωρούν ό,τι ευφυέστερο και διασκεδαστικότερο αλλά τα αστεία είναι πολύ δύσξολο για έναν ξένο να τα πιάσει.
Γεια σας παιδιά, ευχαριστώ για τα νεότερα! Ωραίος ο Τσέχος, μου θυμίζει πολύ (για κάποιο λόγο) τις ιστορίες του Στάνισλαφ Λεμ με τον Ίον Τίχι -και βέβαια όλους τους παθαναρισμούς.
έχω σκεφτεί πολλές φορές πώς δεν ντρέπεται ο Έκο που παίρνει αυτές τις περιλήψεις ή μια ιδέα του Μπόρχες και γράφει πάνω από 500 σελίδες. Εγώ θα ντρεπόμουν. Αλλά εγώ δεν είμαι ο Έκο.
Η ιδέα, ή μάλλον μία από τις κεντρικές ιδέες, στο «Όνομα του Ρόδου», αυτή με τις δηλητηριασμένες σελίδες, προέρχεται αν δεν κάνω λάθος από την «Βασίλισσα Μαργκό» του Δουμά. Από την ταινία τουλάχιστον έτσι κατάλαβα.
Μ’ έπιασε η περιέργεια και είπα να το ψάξω λίγο καλύτερα, αλλά χωρίς σπουδαία αποτελέσματα: η ταινία, λέει, βασίστηκε εν μέρει και σε ένα ελισαβετιανό έργο του Μάρλοου (αυτό όμως δεν αναφέρεται εδώ). Στη σύνοψη του τελευταίου βρίσκω δηλητηριασμένα γάντια, όχι όμως βιβλίο. Δεν φαντάζομαι να έχει διαβάσει κανείς μας το μυθιστόρημα του Δουμά για να μας πει.
Λοιπόν βιάστηκα να γράψω το παραπάνω. Όντως από το μυθιστόρημα του Δουμά προέρχεται η ιδέα -και δεν είμαι ο πρώτος που παρατηρεί πως από κει εμπνεύστηκε ο Έκο.
Αν και εδώ γράφει ότι ο Έκο εμπνεύστηκε για το συγκεκριμένο από ένα κλασικό κινέζικο μυθιστόρημα.
Υπάρχει και το απόφθεγμα του Καρντούτσι για την πολυλογία:
Chi riesce a dire con venti parole
ciò che può essere detto in dieci,
è capace pure di tutte le altre cattiverie.
(Όποιος καταφέρνει να πει με είκοσι λέξεις
ό,τι μπορεί να ειπωθεί με δέκα,
είναι ικανός και για οποιεσδήποτε άλλες αθλιότητες.)
http://www.daimon.org/lib/aforismi/aforismi_citazioni_massime_frasi_societ%C3%A0.htm
Χαχά, να το θυμόμαστε αυτό!
Σε όλο το βιβλίο μπορεί κανείς να διαβάσει αναπτύξεις ιδεών του Μπόρχες. Και στο κέντρο, στη (άπειρη;) βιβλιοθήκη, τοποθετείται ο ίδιος ο Μπόρχες. Ο τυφλός βιβλιοθηκάριος Jorge de Burgos. Εδώ έχουμε τη σχέση του μυστικού με τη γνώση. (Λαβύρινθος/βιβλιοθήκη/καθρέφτες) και στο εκκρεμές του Φουκώ έχουμε τη σχέση της αναλογίας με τη γνώση. Η αναλογία δείχνει την άπειρη παραλλαγή του συγγνωστού σε σχέση με το σημείο παρατήρησης. Αναλογία=γνώση=παραλλαγή=αλήθεια=τρέλλα. Αν ήταν απλά έτσι, δεν θα είχαμε παράδοξο. Λέει ο Μπόρχες και γι’ αυτό βάζει τον καθρέφτη του ενός σημείου της ισότητας μια στο ένα δεύτερο σημείο και μια στο άλλο. Ο Έκο προσπάθησε να το κάνει ταυτόχρονα. Ωραία ιδέα, αλλά δεν τα κατάφερε.
Μαργκό.
Καλησπέρα στην ομήγυρη.
Να προσθέσω, αν θυμάμαι καλά και δεν κάνω λάθος, πως «φανταστικά βιβλία» -και συγκεκριμένα ποιητικές συλλογές- μας περιγράφει και ο Χορχε Αμάντο στο έργο του «Ανταρσία». Με μια μικρή επιφύλαξη πάντα.
Όσο για τον Μάρτιν Έντεν, είναι εντυπωσιακό πως τα «φανταστικά» βιβλία που περιγράφονται δεν είναι κάποια καταξιωμένα και χαμένα στην αχλύ του μύθου κείμενα, αντίθετα είναι τα πρώτα σκαριφήματα ενός νεαρού τεχνίτη -από σαχλές πρώτες απόπειρες και μέχρι το ποίημα που θα τον κάνει να παρατήσει τη ζωή.
υπατία, κάπου στο επιμύθιο (χωριστό βιβλιαράκι) γράφει ο Έκο ότι όταν έπρεπε να ονομάσει τον βιβλιοθηκάριο, σκέφτηκε «ήθελα να βάλω έναν τυφλό να φυλάει μια βιβλιοθήκη· και τυφλός συν βιβλιοθήκη ίσον Μπόρχες, επιπλέον διότι τα χρέη πληρώνονται» (η υπογράμμιση δική μου).
jorn, λοιπόν Αμάντο δεν έχω διαβάσει καθόλου –και να πω τη μαύρη αλήθεια, έχω ξεχάσει σχεδόν ολοκληρωτικά τον Μάρτιν Έντεν (όχι Ήντεν;) κι ας τον αναφέρω στο ποστ. Πάνε κάπου εικοσπέντε χρόνια που τον είχα διαβάσει: κοντά ένα τέταρτο του αιώνα, φαντάσου!
Και εγώ από σπόντα τον διάβασα και δε μπορώ να πω πως ενθουσιάστηκα. Προφανώς Ήντεν, δικό μου το «τυπογραφικό» -αν και το ολότελα σωστό φαντάζομαι πως είναι το Μάρτιν Ίντεν, βάση γλωσσολογικών εξελίξεων.
Εντάξει, άργησα να δω την ανάρτηση, αλλά δεν μπορώ να μην μνημονεύσω, μεταξύ των βιβλίων που δεν γράφτηκαν ποτέ, τη «Θεωρία της Κοινωνικής Εντροπίας» του Καθηγητή Γκρέγκορ Μάρκοβιτς, ο οποίος, αν και ανύπαρκτος, έχει το μοναδικό προνόμιο να έχει εμφανιστεί ζωντανά στην αμερικανική τηλεόραση (όπως εξηγεί απολαυστικά ο Νόρμαν Σπίνραντ στους «Πράκτορες του Χάους», στον πρόλογο της νεότερης έκδοσης).
Καμία λεπτομέρεια για τους αδαείς δεν έχει; 🙂
Κάπου το έχω δανείσει, οπότε θα το πω με δικά μου λόγια, όπως το θυμάμαι.
Στους «Πράκτορες του Χάους», κάθε κεφάλαιο ξεκινά με ένα εδάφιο από το έργο του Καθηγητή Μάρκοβιτς, «Θεωρία της Κοινωνικής Εντροπίας».
Στον πρόλογο της νεότερης έκδοσης ο Σπίνραντ γράφει ότι ένα σωρό κόσμος ήταν πεπεισμένοι ότι ο Μάρκοβιτς είναι υπαρκτό πρόσωπο, έψαχναν σε βιβλιοθήκες να βρουν τη «Θεωρία», του έγραφαν λέει ακόμα και φυλακισμένοι ζητώντας του να τους στείλει ένα αντίτυπο.
Κάποια στιγμή κάλεσαν λέει τον Σπίνραντ σε μια εκπομπή στην τηλεόραση για κάποιο θέμα. «Για λόγους που προτιμ[ά] να μην αναφέρ[ει]» δεν ήθελε να εμφανιστεί στην τηλεόραση. Οπότε έβαλε λέει ένα ζευγάρι χοντρά γυαλιά κι ένα γκροτέσκο μουστάκι κι εμφανίστηκε ως Καθηγητής Μάρκοβιτς, μιλώντας με μια «φρικτή ουγγαρέζικη προφορά»!
Οπότε ο Καθηγητής Μάρκοβιτς, αν και ανύπαρκτος, έχει πάντως εμφανιστεί αυτοπροσώπως στην αμερικανική τηλεόραση…
Ευχαριστώ εκ μέρους των αδαών!
Αυτό το τελευταίο μου θύμισε λίγο μια αντίστοιχη σκηνή από τη σειρά του Ρίπλεϊ, της Χάισμιθ. Νομίζω είναι στο «Ο Ρίπλεϊ κάτω απ’ το χώμα», με τον ψεύτικο ζωγράφο που συνεχίζει το έργο του νεκρού φίλου του.
Σήμερα ξεκίνησα τα Άπαντα Πεζά του Μπόρχες χάρη σε αυτή την ανάρτηση.
Φέτος το καλοκαίρι διάβασα το Όνομα του Ρόδου και χάρη στα σχόλια του ΔτΝ και της υπατίας ανακάλυψα την εμφανέστατη επιρροή του Μπόρχες στον Έκο. Είμαι τόσο ευγνώμων που θα ήθελα να αγοράσω ως δώρο το »Βιβλία σε συμπίεση: μια επισκόπηση φανταστικής βιβλιογραφίας» σε όλους τους φίλους μου…
😳
[…] της πλοκής, βρίσκεται στο εικοστό σχόλιο σε αυτή την εξαιρετική ανάρτηση). Ακόμη κι αν η ιδέα του Eco δεν ήταν πρωταρχικά δική του, […]
Περί φανταστικών βιβλίων, αντιγράφω ένα κομμάτι από εδώ να βρίσκεται:
There is a long tradition of writing about books that do not exist, often with bibliographical exactness: it continues in the fictions of Italo Calvino, Douglas Adams, Roberto Bolaño and Mark Z. Danielewski, among many others. The Polish science fiction writer and author of Solaris, Stanisław Lem, wrote long introductions to four imaginary books in Imaginary Magnitude (1973) and a whole volume of reviews of non-existent books, A Perfect Vacuum (1971). The journal Underneath the Bunker publishes reviews of unwritten books, including ‘the latest novels by the Norwegian firebrand Edmund Ek’. ‘What tiresome and laborious folly it is to write empty tomes,’ Borges said, ‘to expound in five hundred pages on an idea that one could easily propound orally in a few minutes. Better is pretending that the books exist already and offering a summary or commentary.’ Something like this occurs in Flann O’Brien’s The Third Policeman (1940), which presents a triple layer of imaginary fictions: the book concerns an anonymous amateur scholar who reveres a sage called de Selby whose (imaginary) works – including Golden Hours and Country Album – are listed with footnotes and page numbers, alongside (invented) critical works on de Selby (including Conspectus of the de Selby Dialectic), and also a meta-commentary on these critics (Bibliographie de de Selby).
What do imaginary books do? Often they make us laugh: imaginary books are usually funny books, bibliographical punchlines that snort in the face of literary history. Many accounts of imaginary books originate in Rabelais’s Pantagruel (1532), where, between the giants and the scatology, Rabelais describes the Library of St Victor in Paris – perhaps Europe’s earliest imaginary library. Among the volumes Pantagruel finds are The Codpiece of the Law; The Testes of Theology; On the Art of Discreetly Farting in Company; Three Books on How to Chew Bacon; Martingale Breeches with Back-flaps for Turd-droppers; and The Spur of Cheese. Imaginary books get funnier when they collide with enumerative bibliography – bodiless texts meticulously pinned to a board – and Rabelais’s catalogue lists 140 titles, some of which, he tells us, ‘are even now in the presses of this noble city of Tübingen’.
The iterative wit of the phantom bibliography is at work in the best-known early English example: John Donne’s Catalogus librorum aulicorum incomparabilium et non vendibilium, or The Courtier’s Library of Rare Books Not for Sale. Unpublished until 1650, Donne wrote the text between about 1603 and 1611, and it proved popular in manuscript with his coterie readers. It is a parody of guides to courtly behaviour – a turning on its head of Castiglione’s Il Cortegiano (1528) – and lists 34 titles including Edward Hoby’s Afternoon Belchings; Martin Luther’s On Shortening the Lord’s Prayer; and The Art of copying out within the compass of a Penny all the truthful statements made to that end by John Foxe. ‘With these books at your elbow,’ Donne suggests, ‘you may in almost every branch of knowledge suddenly emerge as an authority.’
How do we talk about imaginary books? What kind of existence do they have? In Imagining Rabelais in Renaissance England (1998), Anne Lake Prescott calls his fictive titles ‘nonbooks’ or ‘promises of books’: ‘oscillating between being and nonbeing’, she writes, they are ‘the librarian’s equivalent of negative wonder’. Imaginary books come close to being real, but then swerve away at the last moment. The effect, as with Borges’s infinite library, can be vertiginous: a sudden sense of paths not taken, or not yet taken; a series of rooms lit up.
Rabelais’s titles are probably all fictional, but their satirical edge means they are also worldly: they serve a serious political purpose by mocking, among other things, popular superstition, lawyers, universities (Moralising Exegeses of the Academic Hoods of Denizens of the Sorbonne), the hair-splitting of scholasticism, and the Catholic Church (The Abbot’s Ass-pizzles). Books that don’t exist are particularly good at satire: unlike their embodied cousins, they make their point with precision, uncluttered by the freight of nuance. This is why in 17th-century England the fictitious booklist became a popular means to land unambiguous political blows. We might not expect, today, a politician to denigrate a rival by attributing to them a fantastic and dystopian bibliography, but they did in 1660, when Bibliotheca Fanatica: or, the Phanatique Library: Being a Catalogue of Such Books as have been lately made and by the Authors presented to the Colledge of Bedlam skewered Puritans by rolling out such titles as Lex Legum, or, A clear demonstration that there can be no better way for the security of the Saints, then by quite abolishing the Laws of England, and setting up in their stead the Canons of Beelzebub, and A Treatise written in defence of his seizing on the Boy’s Close-stool-pan, and reserving the contents for his own profit, because the Lad was so profane to carry it on a Sunday, by ‘Alderman Atkins, Shit-breeches’. The Jacobite attack on the Whigs in A Catalogue of Books, of the newest Fashion, To be sold by Auction at the Whig’s Coffee-House at the Sign of the Jackanapes in Prating Alley (1693), articulates satire through imaginary titles such as Near is my King, but nearer is my Skin (‘to be sold at the Sign of the Jack-Pudding’); A Dissertation of the No Power of a No Parliament, making a No King, that will always be doing us No Good; and A New-invented Mathematical Instrument, by the help of which one may discover, that, the higher a Jackanapes climbs, the more he shews his Arse.
Sometimes imaginary books become real books: H.P. Lovecraft’s Necronomicon, a fictional text that Lovecraft alludes to in his writing, has now been written several times, and has spawned a little field of scholarship. Such instances challenge the shape of literary history: the critical reception precedes the composition of the text. This is the bibliographical paradox that animates Georges Minois’s account of an imaginary book whose infamy meant that it eventually had to be written. The Atheist’s Bible: The Most Dangerous Book That Never Existed is a history of De tribus impostoribus, or the Treatise of the Three Imposters: ‘an aggressive work, a frontal attack upon religion’, according to Minois’s always exuberant prose, which labelled as imposters the heads of the three great monotheistic religions, Moses, Jesus and Muhammad, and thus reduced the Old Testament, the New Testament and the Quran to beguiling tricks.
A book and the chatter about a book are two different things, and the latter is not dependent on the former. Between the 13th and the 17th centuries, De tribus circulated as a rumour and (in Minois’s words) ‘a sulphurous reputation’. Minois calls it a ‘virtual work’, but in the early centuries it was essentially an accusation. Imaginary books are often bad books: morally wrong, dangerous, laughable, a means to damage someone’s reputation. The first mention of De tribus came in 1239 when Pope Gregory IX accused the Holy Roman Emperor Frederick II not only of being ‘a scorpion spitting out poison from the stinger of its tail’ – which sounds bad enough – but of claiming that Jesus, Moses and Muhammad were frauds. The accusation clung to Frederick like a burr, in part because his advisers were seen as a heterodox bunch with links to Arab circles, and Frederick himself had a reputation for being fond of Aristotle and of the dissolute life. At the Council of Lyon in 1245, the papal representative called Frederick a ‘new Lucifer’.
A book that exists only as a rumour can have as many authors as required, and the charge of being the originator or disseminator of De tribus – or of being somehow murkily linked to its thesis – was levelled at a who’s who of Renaissance Europe: the Florentine humanist Poggio Bracciolini (1380-1459), collector of jokes (mostly about monks) and the man responsible for the rediscovery of Lucretius’s De Rerum Natura; Giovanni Boccaccio (1313-75); Pietro Aretino (1492-1556), author of the risqué Sonetti Lussuriosi; Machiavelli (1469-1527), whose Prince outlines an instrumental conception of religion as a useful theatre for the new ruler that chimed with a sense of De tribus’s (non-existent) thesis; Michael Servetus (1511-53), burned at the stake; and Bernardino Ochino, author of Disputa intorno (Basel, 1561), and ‘that villain and secretary of hell’ (according to Thomas Browne) who converted to all three religions in turn, before becoming (in Kenelm Digby’s words) a ‘developed and manifest atheist’. De tribus didn’t need to exist to do its work: attribution alone was a slander.
The condemnations were accompanied by an even more frenzied hunt for the missing manuscript: rumours spread of texts circulating in Europe and De tribus was (in Minois’s phrase) ‘in the process of becoming a reality’. ‘People claimed to see the book everywhere,’ he writes. ‘They confused it with other books; they fabricated fakes, which others bought at the price of gold; and they did this while cursing the work.’ (In his Anatomy of Melancholy of 1621, Robert Burton condemned ‘that pestilent booke’, ‘not to be read without shuddering’.) Minois delights in strange, Eco-esque vignettes of doomed book-hunting obsessives, like Christina, the daughter of King Gustavus Adolphus of Sweden, who criss-crossed Europe in the 1650s looking for De tribus, flinging out rewards for information. Her diplomat Salvius was rumoured to have tracked down a manuscript after a lifetime of searching but, according to his confessor, guilt overtook him and he burned his copy shortly before he died of ‘excessive sexual activity’.