Μια θητεία, κατά κάποιο τρόπο συνεχίζεται επ’ άπειρον. Μια και το πρώτο πράγμα που μαθαίνεις στο στρατό είναι η ιεραρχία, η πειθαρχία, η υπακοή, αυτά που προορίζονται να σε συνοδεύουν στην υπόλοιπη ενήλικη ζωή σου. Με λίγη παραπάνω διορατικότητα ίσως, διακρίνεις και άλλες αλληγορικές διεργασίες, όπως το πώς ο έξυπνος λοχαγός καταφέρνει να εκτρέψει τη φυσική απέχθεια του φαντάρου προς τον αξιωματικό, σε έναν ανταγωνισμό μεταξύ λόχων. Αλληγορία εύκολη και όμως ισχυρή.
Παρόλα αυτά, επειδή ακριβώς όλα αυτά σου ενσταλάζονται αργά και σιωπηρά και τρόπον τινά ύπουλα, εκείνο που μένει στη μνήμη -όσο και αν σκεφτόσουν τις αλληγορίες τότε- είναι εντελώς άλλα πράγματα. Μένει ας πούμε στο μυαλό η μυρωδιά (ιδρώτας σε στολές αγγαρείας)· η αίσθηση της πρώτης μέρας, όταν μετά από κουβάλημα τεράστιων σάκων από θάλαμο σε θάλαμο βλέπεις ψηλά τους γλάρους, δίπλα σ’ έναν άδειο ιστό· το μικρό πλοίο που ταξίδευε καμιά εκατοστή ναύτες από τον Σκαραμαγκά στον Πόρο, σχεδόν ολόκληρη νύχτα· η πρώτη έξοδος, όπου ανακαλύπτεις ότι αυτό που σου λείπει δεν είναι η μπύρα αλλά ο ζεστός καφές· η αστροφεγγιά στα βουνά της Λήμνου, Αύγουστο μήνα, και λίγο αργότερα οι φοβερές ομίχλες, και οι άνεμοι· οι εξάωρες ή δωδεκάωρες βάρδιες στον κλωβό του ραντάρ, οι δοκιμές των ασυρμάτων και μια φωνή γνωστού σου κληρούχα από το Σίγρι, κάθε μεσάνυχτα· η μέρα με το χιόνι -αλλά και ο Άθως που άστραφτε στο βάθος, ευθεία στο βορρά· η βλακεία του τμηματάρχη, και η κρυφή καλοσύνη του οπλονόμου· όλες οι περίπλοκες σχέσεις μεταξύ φαντάρων, ο ένας και ο άλλος που γνώρισες, πράγματα που ξέρουν όσοι τα έζησαν.
Αλλά αυτό που τώρα, απαντώντας στην πρόσκληση*, θυμήθηκα εγώ ήταν μια μικρή λεπτομέρεια. Ήταν το πώς, έχοντας ξεμείνει από διάφορες αναποδιές χριστούγεννα και πρωτοχρονιά στο βουνό, σήκωσα το τηλέφωνο που χτυπούσε και άκουσα μια άγνωστη φωνή.
Το ναυτικό παρατηρητήριο; (Ναι, ποιον θέλετε;) Δεν με ξέρεις φίλε, ήμουν ναύτης πέρσυ εκεί. Πήρα να σας πω καλή χρονιά, παιδιά.
Αυτό θυμήθηκα.
*Βλ. Βιβλιοθηκάριο, Σελιτσάνο, Τσαλαπετεινό, Ερυθρό Καγκουρώ, Silentcrossing, Old Boy, και τον Γρηγόρη τον Κυνοκέφαλο.
Δύτη μπορώ να συναινέσω με έμφαση στην ιδιαιτερότητα της Λημνιώτικης αστροφεγγιάς – ίσως γιατί την παρατήρησα σχεδόν άπειρες νύχτες. Φίλε, πολύ χάρηκα που συμμετέχεις στο αφιέρωμα. Αφορμή για να το σκεφτούμε ήταν ένα παλιό τεύχος της «λέξης» με κείμενα που αφηγούνται στρατιωτικές ιστορίες. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον και απολαυστικό. Καλημέρα και καλή εβδομάδα
Ήμουν σίγουρος ότι ο Δύτης είχε υπηρετήσει στο ναυτικό. 😉
Σου μεταφέρω σχόλιο της Ρενάτας στο φβ που προσυπογράφω: Προς το παρόν σε συγκινησιακό επίπεδο σας έφαγε ο Δύτης με το τελείωμά του 😉
κι εγώ προσυπογράφω
Πολύ ωραία! Κι εμένα αν μου ζητούσαν να γράψω, δεν θα διάλεγα μια ιστορία, αλλά θα προτιμούσα τις γενικές εντυπώσεις, τα διάφορα κερδισμένα και χαμένα στη διάρκεια της θητείας.
Σου ζήτησαν. Καθυστερημένα βέβαια αλλά σου ζήτησαν. 😉
(Ξέρεις ο Κατσαμάκης πετάει μια ιδέα εξαφανίζεται και μετά τρέχουμε πανικόβλητοι οι άλλοι για να την υλοποιήσουμε και φυσικά στην οργάνωση υστερούμε.)
Πόσα πράγματα να προλάβω ο ταλαίπωρος…. ιδέα, οργάνωση, ειδοποιήσεις…. και ο τσαλαπετεινός να τσιλιμπουρδίζει από ‘δω κι από κει… κι ο γρηγόρης στ. να ραίνεται στις παραλίες του Παγασητικού…. 🙂 Ρογέριε αναμένουμε.
Γεια και χαρά, ιστοκληρούχες 🙂
Βιβλιό, εσύ ήσουν τυχερός με τις άπειρες νύχτες. Εγώ που βρέθηκα εκεί Αύγουστο χάζευα τα αστέρια ένα μήνα και στην πρώτη μου άδεια προμηθεύτηκα ένα χάρτη του ουρανού -μόνο που με το που γύρισα άρχισε η ομίχλη και δεν νομίζω να ξαναείδα αστέρια λημνιώτικα. Το νησί όμως, ξέχασα να πω, μου άρεσε πολύ.
Τσαλαπετεινέ, πες στη Ρενάτα εκεί στο φβ ότι το τέλειωμα ήταν η βασική ιδέα του ποστ, τα άλλα μπήκαν κάπως για γέμισμα!
Ρογήρε, προσπάθησα να θυμηθώ κάποια ιστορία αλλά μόνο αυτή η σύντομη του τελειώματος μου ήρθε. Όπως θα ξέρεις, ειδικός στις ιστορίες είναι ο κοινός φίλος μας (έχει βάλει εδώ και τρία δείγματα).
Εκείνα τα χρόνια (τα ανεπανάληπτα), όλες οι νύχτες, σε όλα τα στρατόπεδα του κόσμου, ήταν υπέροχες.
Γιατί, άραγε, να έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια για να το καταλάβουμε; για να πειστούμε;
Το μόνο που έχω να συμπληρώσω (μια και το σχόλιό μου μεταφέρθηκε όπως κι η απάντησή σου χάρη στον Τσαλαπετεινό) είναι πως άξιζε όλο το αφιέρωμα για τα στιγμιότυπα σαν κι αυτό 😉
Δύτη, όπως μού ζήτησες μετέφερα το σχόλιο σου στην Ρενάτα κι εκείνη απάντησε: » Το κατάλαβα αυτό, πες του 😉 » Της πρότεινα τότε να έρθει να το πει μόνη της και τότε χαμήλωσε το βλέμμα και σχεδόν ψιθυριστά, με ένα κοκκίνισμα στα μάγουλα μού είπε: » Νιώθω δέος να σχολιάζω στου Δύτη»
Ήρθε τελικά μόνη της! Δόξα το Θεώ, όχι τίποτα άλλο άλλα με έφαγαν οι δρόμοι σήμερα…
Α σας έχει χτυπήσει η ζέστη εσάς εκεί στην Αθήνα μου φαίνεται. 😉
Δύτη εγώ στέλνω τα σχόλια με φρυκτωρίες από τα βόρια σύνορα. Κι εδώ ζέστη κάνει.
Αυτό στο «ενσταλάζονται» μ’ έκανε να ψάξω στο κουτί με τα γράμματα από τον στρατό…..
Τελικά νομίζω ότι ήμουν ο μοναδικός κάφρος φαντάρος της παρέας.(Αν κι εναποθέτω πολλές ελπίδες στο σίκουελ του πτηνού).
Τι ωραίο πράγμα αυτή η μνήμη όμως, να διώχνει τα ενοχλητικά και να κρατάει τα πολύτιμα! Ας προσυπογράψω κι εγώ με δέος τα παραπάνω σχόλια 🙂
βρε βρε βρε το βυσμα :Ρ
[ναι,σε πειραζω για να μη δειξω πως συγκινηθηκα 🙂 ]
όμορφο!
παιδιά την επόμενη που θα κάνετε αφιέρωμα με αυτούς που πήγαν στο στρατό ξηράς να με βάλτε κ μένα μέσα.
Λοιπόν, δύτη μου, κάτι για το οποίο κανένας μπουκανιέρος δε μετάνιωσε ποτέ (ούτε καν στην κρεμάλα) είναι η στιγμή που στασίασε και παράτησε το Βασιλικό Ναυτικό.
Πνίγοντας και κανα-δυο αξιωματικούς, κατά προτίμηση.
Μα γιατί δεν εμφανίζονται τα σχόλια μου;
Δύτη μήπως τα έπιασε η σπαμιέρα;
Ωραία η ιστορία στο τέλος…
Έμεινα χωρίς υπολογιστή για μιάμιση μέρα (ακόμα και στο γραφείο συμβαίνουν αυτά) και βλέπω βολές κατά βούληση. Ευχαριστώ λοιπόν για τα καλά λόγια, Γρηγόρη πες το όπως θέλεις!, Σελιτσάνε κάφρος ήταν και ο Ολντ Μπόι, ο εγωίσταρος, Κροτ τα βύσματα πήγαιναν Σαλαμίνα όχι Λήμνο, Σάιλεντ ναι και τα ελευθέρωσα (των αισιόδοξων ανθρώπων η μνήμη), kostas.nik εγώ ήμουν στο ναυτικό ξηράς ή βουνού για την ακρίβεια, Μπουκάν θα σε λέμε Φλέτσερ Κρίστιαν, Raggedy Man παράξενο που τη θυμήθηκα μόλις προχτές όμως ε;
Τιμητικό οπωσδήποτε.
Να σαι καλά μωρέ για το κλείσιμο. Η μόνη σοκολάτα που θυμάμαι ακόμα είναι εκείνη που μου έδωσε μέσα από τα κάγκελα της πύλης ένας άγνωστος (στη φρουρά δεν μας είχανε πει να μην παίρνουμε τίποτα από αγνώστους)
Περαστικέ, εγώ ευχαριστώ -υπάρχει και άλλο ένα παρόμοιο περιστατικό από τη θητεία μου που όμως είναι αδύνατο να θυμηθώ.
[…] το μπλογκ του βιβλιοθηκάριου και τις ιστορίες των: Δύτης των Νιπτήρων Τσαλαπετεινός Το ιστολόγιο του ερυθρού καγκουρώ […]
Πολύχρονος, Δύτη 🙂
Διπλή γιορτή σήμερα: η εκκλησία μας τιμά την μνήμη της Αγίας Κροτ και του Όσιου Δύτη των Νιπτήρων -το λέω γιατί οι άλλοι, οι απλοί Δύτες γιορτάζουν τη μέρα του Αγίου Νικολάου, μεγάλη η Χάρη του.
Χρόνια Πολλά Δύτη!
Χρόνια Πολλά Κροτ!
(Σταυρούλα, βλέπεις να έχει αφήσει ο Δύτης καμια πάστα ή έστω κανένα φοντανάκι για κέρασμα;)
Α, παιδιά, ευχαριστώ -αλλά στην πραγματικότητα ο Δύτης έχει δικό του Όσιο, κάπου στο χειμώνα. 🙂
και εγώ θυμήθηκα την ανάμνηση ενός άλλου. Για χρόνια δεν μιλούσαμε και όταν μου είπε ότι στην πάρνηθα έβλεπε ελάφια, εγώ τα σκέφτηκα αέρινα, με τις κόκκινες βούλες των μανιταριών σε παραμύθια και αυτόν τον έβαλα να σκέφτεται εμένα. Τη σκοπιά τη φαντάστηκα σαν φάρο σε σκοτεινό και ήσυχο δάσος. Νομίζω ότι δεν προειδοποιούσε για κάτι, δεν καταδείκνυε έναν κίνδυνο. Μάλλον συμβόλιζε τη γαλήνη του αναπόδραστου ή ακόμα και την περιπετειώδη του φύση. Ίσως το μάταιο στο να κοιτάς με σκοπό να δείς κάτι συγκεκριμένο. Μέσα στο χρόνο, που με κάθε τρόπο δείχνει ότι δεν είναι φτιαγμένος γι’ αυτό. Όταν διάβασα τις αναμνήσεις σου, θυμήθηκα αυτήν την εικόνα. Και από φαντασία, έγινε ανάμνηση.
Ωραία σκοπιά αυτή, τη θέλω.
Παρεμπιπτόντως, στη Λήμνο όντως έβλεπα ελάφια. Αλλά όταν ήμουν εξοδούχος και κατέβαινα από το βουνό στη Μύρινα, έχει στο κάστρο. Οι ναύτες που φύλαγαν σκοπιά στο Ναυτικό Σταθμό τα έβλεπαν λέει μπροστά τους, τέσσερις η ώρα τη νύχτα.
Ναι, πρώτα άκουγες τον ήχο των οπλών στο τσιμέντο, μετά έβγαινες έντρομος έξω (την πρώτη φορά έντρομος, τις επόμενες με λαχτάρα) και έβλεπες τα ελάφια του κάστρου να κάνουν βόλτες στο λιμάνι!
Η ομορφότερη σκηνή από τη θητεία μου στο Ν.Σ. Λήμνου.
Βλέπω ναυτικό και Λήμνος κυριαρχούν στη μπλογκόσφαιρα 🙂
locco, πότε ήσουν στο Ν.Σ.;
Φθινόπωρο 2002 – Άνοιξη 2003
Πληρωμένες διακοπές 🙂
Εσύ?
Α, εγώ προηγήθηκα δυο χρονάκια. Έλεγα μήπως είχαμε συμπέσει 😉
Κοίτα να δεις πώς άλλαξε η τραπεζαρία: http://www.limnosreport.gr/archives/23983
Δύτη, άλλο ένα κοινό μας στοιχείο. Ήμουν κι εγω στη Λήμνο, στην Αεροπορία (αεροδρόμιο), το ’98, δυο χρόνια πριν από σένα απ’ ό,τι είδα. Ωραίες αναμνήσεις. Και δεν έχω ξαναπάει από τότε δυστυχώς
Κοίτα να δεις! (Ούτε εγώ έχω ξαναπάει…)