Κατά τύχη ήρθε η ώρα να εκπληρώσω μια παλιά υπόσχεση, δηλαδή μια-δυο ιδέες για τα πρότυπα της λογοτεχνίας fantasy. Αφορμή μου είναι ένα τουί τολκινολογικού ενδιαφέροντος, και θα μου συγχωρέσετε τις πολλαπλές αναφορές στον Τόλκιν προτού προχωρήσω παρακάτω. Είναι δηλαδή αυτό:
Λέει με λίγα λόγια ότι η Μέση Γη, όπως την φαντάστηκε και την περιγράφει ο Τόλκιν, είναι ένας κόσμος σε παρακμή. Οι ήρωες του έργου τριγυρνάνε ανάμεσα σε ερείπια που τους ξεπερνάνε: η Μόρια είναι έργο αδύνατο να ξαναφτιαχτεί από τους σημερινούς Νάνους. Και πράγματι, ο κόσμος που διαβάζουμε στην τριλογία είναι στο μεγαλύτερο μέρος του ερημότοποι, που κάποτε έσφυζαν από ζωή και μάλιστα ήταν γεμάτοι μνημεία και τεχνουργήματα των οποίων η τέχνη έχει χαθεί: οι θολωτοί τάφοι με τους βρυκόλακές τους ήταν οι τάφοι των βασιλέων της Άρνορ, τα κολοσσιαία αγάλματα των βασιλέων σηματοδοτούν σύνορα μιας παλιάς Γκόντορ, ακόμα και το Ντανχαρόου είναι σπαρμένο με αυτά τα κοντόχοντρα αγάλματα ανθρώπων πριν από την έλευση των Νουμενόριαν. Από τις πέντε ή έξι φορές που έχω διαβάσει ολόκληρη την τριλογία, μια ή δυο ήταν επικεντρωμένες στην ανίχνευση αυτών των αναφορών: σε ένα παρελθόν χαμένο, μακρινό, όμως μεγαλοπρεπέστερο, ηρωικότερο, τέλος πάντων μεγαλύτερο του παρόντος.
Mundus senescit, που λέμε και στα ελληνικά. Ο κόσμος φθίνει, και φυσικά αυτό είναι ένας κοινός τόπος ήδη από την εποχή του Ησίοδου με το Χρυσό του Γένος, που αν τον πάρουμε στα σοβαρά μπορεί και να φτάσουμε σε μεγάλες παρανοήσεις. Εδώ με ενδιαφέρει αυτή η αρχαιολογική, ας πούμε, διάσταση του κοινού τόπου. Υπάρχουν στιγμές που δεδομένοι πολιτισμοί είχαν αυτή την αίσθηση: ίσως όχι τόσο η Αρχαία Ελλάδα με τα κυκλώπεια τείχη, όσο η προϊσλαμική Αραβία με τις πόλεις που καταστράφηκαν από θεία δίκη, ίσως το Ιράν με τα ερείπια που αποδόθηκαν στο Μεγαλέξαντρο ή τον Σολομώντα (το αγαπημένο μου: ο θρόνος του Σολομώντα), οι πρώιμες οθωμανικές παραδόσεις για την Κωνσταντινούπολη και την Αγιασοφιά (μνημεία υπερφυσικής ισχύος αλλά και αλαζονείας που οδήγησε σε θεία δίκη) – είναι άλλωστε γνωστοί οι περσικοί στίχοι που υποτίθεται πως ψιθύρισε ο Πορθητής μπαίνοντας στην κατακτημένη εκκλησία:
Η αράχνη είναι τώρα θυρωρός στην αψίδα του Χοσρόη,
κι η κουκουβάγια παιανίζει στα κάστρα του Αφρασιάμπ.
Στην Ευρώπη το μοτίβο αυτό φαίνεται να χάνεται στον ύστερο Μεσαίωνα, αφού οι καθεδρικοί ναοί, χτισμένοι σε βάθος γενεών, προφανώς στοχεύουν να εκμηδενίσουν οποιοδήποτε μνημείο του παρελθόντος (όπως εξάλλου το Σουλεϊμανίγε ή το Μπλε Τζαμί στόχευε να εκμηδενίσει την Αγία Σοφία). Όταν ο Βερνάρδος της Σαρτρ, τον 12ο αιώνα, λέει ότι είμαστε νάνοι στους ώμους γιγάντων, λέει μεν ότι οι παλιοί είναι αξεπέραστοι, λέει όμως και ότι εμείς, ψηλότερα από αυτούς, μπορούμε να δούμε μακρύτερα (αν μη τι άλλο, διότι έχουμε και την εξ αποκαλύψεως αλήθεια στο τσεπάκι). Είναι ίσως στην Αναγέννηση, και ακόμα περισσότερο στο τέλος του Διαφωτισμού, που ο θαυμασμός για τα ερείπια της αρχαίας Ρώμης (και, αργότερα, της Ελλάδας) οδηγεί στην αντίληψη ενός κόσμου σπαρμένου από ερείπια παλιάς, αξεπέραστης τελειότητας και δόξας. Σαν απώτατη κατάληξη αυτής της αντίληψης, ας σκεφτούμε τα φανταστικά ερείπια του Πιρανέζι, μια αρχαία Ρώμη με τη μορφή της τολκινικής Μόρια.
Παραδόξως, μια κορύφωση αυτής της άποψης συμπίπτει με την κορύφωση της αυτοπεποίθησης του θαυμαστού, νέου βιομηχανικού και αποικιακού κόσμου: την ίδια ώρα που η Μεγάλη Βρετανία χτίζει παλάτια από κρύσταλλο και το Βέλγιο σιδηροδρομικούς σταθμούς (τους καθεδρικούς του 19ου αιώνα, κατά μια άποψη), το αυτοκρατορικό υποσυνείδητο αναζητά χαμένους πολιτισμούς. Είναι η γένεση της φανταστικής λογοτεχνίας, όταν ο Ράιντερ Χάγκαρντ αναζητά τα ανυπέρβλητα ερείπια της Κορ ή τον κόσμο της δωδέκατης φυλής του Ισραήλ στα βάθη της Κεντρικής και Νότιας Αφρικής, αλλά και όταν σοβαρότατοι επιστήμονες βρίσκουν ίχνη της Ατλαντίδας στην ομοιότητα των μαιάνδρων ή πυραμίδων στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.
Ο Τόλκιν, για να επιστρέψουμε, ξεκινά να γράφει την τριλογία του μεσούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ολοκληρώνει τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (όπως και την αναλυτική περιγραφή του ένδοξου παρελθόντος, το Σιλμαρίλιον, λογοτεχνικά υποδεέστερο μιας και τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει το υπαινικτικό των διάσπαρτων ερειπίων και των ασαφών αναφορών της τριλογίας). Εδώ η Ατλαντίδα, η Κορ ή η φοινικική Ζιμπάμπουε έχουν αντικατασταθεί από έναν εντελώς φανταστικό, εναλλακτικό αν θέλετε κόσμο (αν και ο ίδιος προσπάθησε να τον φανταστεί σαν ένα προγενέστερο στάδιο του δικού μας), ένα είδος επιστημονικής φαντασίας χωρίς επιστήμη (τι άλλο είναι το καθαυτό fantasy, άλλωστε;). Σκέφτομαι ότι αυτό δεν είναι τυχαίο: ο εικοστός αιώνας και ιδίως ο μεσοπόλεμος είχαν ταυτιστεί με ένα όνειρο αυτή τη φορά εμπροσθοβαρές. Δεν είναι μόνο ο Νέος Άνθρωπος της ΕΣΣΔ, ούτε είναι σκόπιμο να τον συγκρίνουμε μόνο με το Χιλιόχρονο Ράιχ: ολόκληρος ο αιώνας, μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, έχει αυτή την αισιοδοξία της Επιστήμης που θα φέρει την απόλυτη κυριαρχία του ανθρώπου στο σύμπαν, τον εκπολιτισμό της οικουμένης, τη νίκη επί της πείνας, των γηρατειών και του θανάτου. Η κολοσσιαία αρχιτεκτονική του Σπέερ δεν μοιάζει μόνο με το Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ, αλλά και με το Τροκαντερό ή και τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης. Ένας κόσμος που φαντάζεται αποικίες στο Διάστημα, είναι ένας κόσμος όπου γίγαντες ανεβαίνουν στους ώμους νάνων, αντιστρέφοντας την περίφημη μεσαιωνική ρήση που αποδόθηκε στο Νεύτωνα.
Κάπως έτσι αλλάζει το πρότυπο της φανταστικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου μέρους της επιστημονικής φαντασίας: η συντριπτική θαρρώ πλειονότητα των φανταστικών κόσμων, είτε κατοικούνται από μάγους και δράκους είτε από εξωγήινους και μετέωρα, είναι δομημένοι σαν μια αναπαράσταση του μεσαίωνα. Ιππότες ή σαμουράι (ή Τζεντάι), αυτοκρατορίες, υποτελείς άρχοντες, αγροτική οικονομία – θα τους αναγνωρίσετε παντού, από τον Τόλκιν ή το Game of Thrones μέχρι μεγάλο μέρος της επιστημονικής φαντασίας, της Λε Γκεν φερειπείν αλλά και του Μιγιαζάκι (γιατί όχι;). Όσο κι αν έγινε αντικείμενο ειρωνίας μια περιβόητη ανάλυση, η φεουδαρχία είναι το πρότυπο της φαντασίας στην εποχή μας. Κατά κάποιο τρόπο, ο Τόλκιν παίρνει το μοτίβο του Ράιντερ Χάγκαρντ (ένας βασιλιάς επιστρέφει με τη μορφή ενός μυστηριώδους αγνώστου, μέσα από υπόγεια και ερείπια και κακούς μάγους – εμπνεύστηκα από αυτό το εξαιρετικό ποστ) και το μεταφέρει όχι σε μια γνωστή ήπειρο, κατοικημένη από τους απόγονους των Φοινίκων ή των Εβραίων, αλλά σε έναν εναλλακτικό κόσμο, όπου όμως πάλι όλα είναι μια αχνή αντανάκλαση των περασμένων, αξεπέραστων μεγαλείων του Νούμενορ ή του Βάλινορ. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια πάνω-κάτω εποχή, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα (λίγο πριν-λίγο μετά), γνωρίζουν διάδοση οι εσωτεριστικές θεωρίες για την πανάρχαια σοφία, κρυμμένη σε κώδικες στους καθεδρικούς ή στη μυθική υπόγεια (και πάλι) πόλη της Αγκάρθα, στο Θιβέτ (στο Θιβέτ άλλωστε θα τοποθετήσει ο Ράιντερ Χάγκαρντ τη συνέχεια της ιστορίας του).
Και λοιπόν; Δεν διατείνομαι ότι δίνω μια ερμηνεία στον αφάνταστα πολύπλοκο κόσμο της λογοτεχνικής φαντασίας. Ίσως όμως το να δούμε στην άνθιση του fantasy, αλλά και σε μεγάλο μέρος της επιστημονικής φαντασίας μια άρνηση του μοντερνισμού (δεν το λέω πρώτος) είναι μια ερμηνεία. Σε έναν κόσμο που θεώρησε ότι συνθλίβει το παρελθόν, πατώντας πάνω του σαν γίγαντας στους ώμους νάνων, οι νάνοι προσπαθούν να εκδικηθούν υπενθυμίζοντας, με τη σειρά τους, ότι θα μπορούσαν και κείνοι να πατούν στους ώμους γιγάντων μεν, χαμένων προ πολλού δε. Στον πιο απαισιόδοξο κόσμο μας, όπου η συχνότερη προβολή του μέλλοντος είναι μια δυστοπία, θα περίμενε κανείς το fantasy να παρακμάσει και πάλι. Ποιος ξέρει; Δεν φαίνεται να είναι έτσι· ίσως γιατί η άλλη λειτουργία του είναι ακριβώς αυτή η φυγή από το παρόν, η φυγή σε έναν κόσμο με άπειρες δυνατότητες, χωρίς σύνορα, με αχαρτογράφητες εκτάσεις, με κάποιου είδους κοινωνική κινητικότητα που ο σύγχρονος κόσμος μοιάζει να αρνείται.
Πολλά να χωνέψει κανείς. Πρόχειρα θα έλεγα ότι μπορεί το fantasy να σχηματίζεται ως αντίδραση στον μοντερνισμό, αλλά ανδρώνεται και διαχέεται με το δέος της καταστροφής του μοντερνισμού, στα ερείπια των παγκοσμίων πολέμων, και ιδίως του πρώτου. To πρώτο pulp περιοδικό fantasy εκδίδεται το 1922, τη χρονιά που ολοκληρώνεται η Παρακμή της Δύσης του Σπένγκλερ.
Μπράβο, αυτή τη διάσταση δεν την σκέφτηκα. Οπωσδήποτε υπάρχει αυτή η αίσθηση, και είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι εικόνες της Μόρντορ έχουν μια ρίζα στις εμπειρίες του Τόλκιν στα χαρακώματα του Α΄ΠΠ. Ωστόσο παρά την εικόνα καταστροφής, οι πρώτες μεσοπολεμικές και μεταπολεμικές δεκαετίες δεν χαρακτηρίζονται από μια αισιοδοξία για το μέλλον, τον άνθρωπο που κοιτά μπροστά σε ένα τεχνολογικό και λαμπρό όραμα;
Κάτω από το στρώμα αισιοδοξίας των trente glorieuses νομίζω πως πάντοτε υπέβοσκε ένα υπόστρωμα φόβου (η πυρηνική καταστροφή), δέους (η ανακάλυψη του διαστήματος δεν είχε μόνο την αισιόδοξη πτυχή της) spleen (μπήτνικ, υπαρξιστές), αναβρασμού (οι φυλετικές αναταραχές, η σεξουαλική επανάσταση), απουσίας νοήματος. Ο λόγος που μου άρεσε τόσο πολύ το Mad Men, που λίγοι εκτίμησαν ενώ εγώ τη θεωρώ τη σημαντικότερη τηλεοπτική σειρά έβερ, είναι η ανάγλυφη απεικόνιση όλου αυτού του υποστρώματος κάτω από τη γυαλιστερή καταναλωτική επιφάνεια.
το φάντασυ και το σάυ φάυ (που ειναι παρακλαδι του φάντασυ) εχουν αρκετουτσικη ιστορια. Νομιζω πως εχει δικιο ο Δυτης, πολυ συχνα καταπιανονται και τα δυο με τον ξεπεσμο. Χαρακτηριστικο παραδειγμα ειναι οι δυστοπιες (παραδειγμα ο Riddley Walker του Russel Hobban). Επίσης, δεν ειναι το φανταζυ πάντα high fantasy με ξωτικά και δρακους και με ιστορικο βαθος. Μπορεί να είναι και άλλου είδους (βλ. από τον Φρανκενστάιν της Μαίρυ Σέλλυ μέχρι τον Γκρίμους (ή ακόμα και τα Παιδιά του Μεσονυχτίου) του Σάλμαν Ράσντυ). Σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει ειπωθεί από τους κριτικούς, το ιστορικό βάθος έρχεται να υποκαταστήσει το ψυχολογικό βάθος ή την ηθικη πολυπλοκότητα. Νομιζω παντως πως η διάσταση του ξεπεσμού είναι αρκετά συχνή σε αυτή τη συνωμοταξία λογοτεχνίας, που όλοι αγαπούμε. Εξαιρετικό άρθρο!
Όπως είπα και στο καφενείο, οι πραγματικές μου γνώσεις από σάι-φάι και, πολύ περισσότερο, από φάνταζι είναι οριακές και καθόλου δεν δικαιολογούν την έπαρση της θεωρίας μου. Αν βρίσκεις ότι τα παραδείγματά σου την επαληθεύουν, ένας λόγος παραπάνω να είμαι πολύ χαρούμενος!
Μιας και ανέφερες τη Μέρι Σέλεϊ, διάβασα πρόσφατα αυτό περί γκόθικ που ίσως έπρεπε να το βάλω και στο ποστ: https://aeon.co/essays/gothic-the-ancient-roots-of-a-dark-thrill
οχι, καλα εκανες και δεν το εβαλες, θεωρω, γιατι θα μπουμε σε μια αλλη κουβεντα, που εχει παρα πολλα παρακλαδι, και οι φιλολογοι θα τρελλαθουν και θα θελουν να παρεμβουν! Ενω με το φανταζυ το γλυτωνεις, προς το παρον!
Αφετε τους φιλολόγους ελθείν προς εμέ!
Πω, πωω! Πόσα πολλά κι ωραία έγραψες ρε Δύτη! Να πω την αμαρτία μου κάπου εκεί μεταξύ χιλιόχρονου Ράιχ και Λομονόσοφ… σ’εχασα λίγο , αλλά ίσως επανέλθω!
Αφετε τους μηχανικούς ελθείν προς εμέ! 😁😱
Κοπυπαστώνω από κάτω ένα σχόλιο μου απτό 2013 στου Νίκου για τους γίγαντες του Νεύτωνα 🤔😐
Ένα άλλο «πρόβλημα» είναι η τάση να αποδίδεται νόημα/περιεχόμενο /»τι θέλει να πει ο ποιητής;» αντιφατικό ή και πολλές φορές τελείως αντίθετο από το πραγματικό.
Ενα τέτοιο είναι η φράση “εάν μπόρεσα να δω πιο μακριά απ’ό,τι οι άλλοι, είναι επειδή με κουβάλησαν στις πλάτες τους κάποιοι γίγαντες” που είναι υποτίθεται το σήμα κατατεθέν του Νεύτωνα. Ευχαριστήριο και αναγνώριση για όλα όσα έμαθε από άλλους.
Η φράση πάει πίσω το 1159 στον Jean de Salisbury ο οποίος στο Metalogicon-του αναφέροντας τον Bernard de Chartres έγραφε: “Είμαστε σαν νάνοι καθισμένοι στους ώμους γιγάντων για να δούμε περισσότερα πράγματα και πιο μακριά απ’αυτούς, όχι επειδή η όρασή μας είναι πιο οξεία ή το ανάστημά μας μεγαλύτερο, αλλά επειδή μπορούμε να ανυψωθούμε χάρη στο παράστημά τους.”
Η νευτώνεια φράση λοιπόν μπορεί (και έτσι γίνεται στο 99% των σχετικών αναφορών) να ερμηνευτεί σαν ευχαριστήριο από μεριάς του Νεύτωνα απέναντι στον Χουκ (ο γνωστός “ελατηριάκιας” Hooke) αν επαναλάβουμε την μεταφορά του Salisbury.
Πολλόι μελετητές όμως , με προεξάρχοντα τον F.Manuel όμως δίνουν μια άλλη ερμηνεία, πιο αμφιλεγόμενη ,η οποία βασίζεται στο γεγονός πως ο Hooke είχε μικρό ανάστημα και καμπούριαζε κιόλας λιγάκι.
Γράφει ο Manuel: ” O Nεύτωνας απάντησε με επιστολή του (στον Hooke), στις 5 Φεβρουαρίου 1676, χρησιμοποιώντας μια εικόνα που συνηθιζόταν μεταξύ παλαιών και νεότερων στο ζήτημα της ιδέας της προόδου…(ακολουθεί η αναφορά στον Salisbury και τη φράση του Νεύτωνα). .. Εάν τοποθετηθεί μέσα στα συμφραζόμενά της, στο ψυχολογικό κλίμα της αλληλογραφίας του 1676 (σημ.: Ο Νεύτωνας είχε μεγάλη κόντρα με τον Ηοοke σχετικά με τη φύση του φωτός και των χρωμάτων,και η επιστολή του 1676 που περιλαμβάνει και τη διάσημη φράση επέτρεψε-τουλάχιστον “επισήμως”- να κατευναστεί η διαμάχη τους), η φράση λαμβάνει πιο σύνθετο νόημα, ίσως ακόμη και αμφιλεγόμενο, θα λέγαμε σαν “δίκοπο μαχαίρι”… Η εικόνα του νάνου, ακόμη κι αν δεν είναι σαφής, που σκαρφαλώνει στις πλάτες ενός γίγαντα, φαντάζει άτοπη, ώσπου να συνηδειτοποιησουμε την κακόβουλη πλευρά που της δίνει ο Νεύτωνας, εφαρμόζοντάς την στη σχέση του με τον Hooke. Εκ πρώτης όψεως, ο Νεύτωνας μοιάζει να μιλάει για τον Hooke σαν να ηταν γίγαντας και για τον εαυτό του ως νάνο σε σύγκριση μ’εκείνον. Καθώς όμως η υπερβολή απευθύνεται τελικά σε έναν κοντό και καμπούρη άνθρωπο, αποκτά έναν κοροϊδευτικό τόνο, έστω και ασυνείδητα, όπως όταν αποκαλούμε “νεαρό” έναν ηλικιωμένο άνθρωπο.”
Άλλοι βεβαίως (όπως ο Westfall )δεν συμμερίζονται την ερμηνεία του Μanuel.: “..O Nεύτωνας δεν ήταν τόσο δυσάρεστος στις επιθέσεις του. Oταν επιτίθετο, χαμήλωνε το κεφάλι και όπλιζε.”
Προσωπικά ,δεν θεωρώ καθόλου απίθανη την προσέγγιση του Manuel. Η απέχθεια του Νεύτωνα κάθε φορά που έπρεπε να αναγνωρίσει πως έμαθε κατι πό κάποιον άλλον (χαρακτηριστική η σχέση του με τον Καρτέσιο, για τον οποίον τελικά έφτασε στο σημείο να αναπτύξει(εγγράφως) βαθύ πνευματικό μίσος, έγραψε και άρθρο “Errors in Descartes’ Geometry”…) είναι γνωστή.
Αλήθεια Δύτη, εσύ που είσαι εμβριθής Τολκιενιστής (γιατί εγώ δεν. ..τα εργάκια τα έχω δει και γουστάρει βέβαια!) την ιδέα την έχει κλέψει από κείνον τον αρχαίο κεφάλα το δικό μας με το δακτυλίδι του Γύγη , ε; Υπάρχει σχετική αναφορά ή παραδοχή ή μη παραδοχή , ντημπέιτ ξέρω γω για το θέμα;
Βέβαια , επί της ουσίας, πατημένη την είχαν κι ο Πλάτων κι ο Εγγλέζος καθώς – όπως έχει περίτεχνα αποδείξει ο Κιντ!- αορατότητα ίσον τυφλότητα εξ ορισμού! …
Τίποτα δεν θυμόμουν για το Νεύτωνα και τον Χουκ!
Για τον Τόλκιν, πιο πολύ έχει παίξει η σύνδεση με Νιμπελούνγκεν. Αλλά στην πραγματικότητα, αρχικά (στο Χόμπιτ) ήταν απλώς ένα μαγικό δαχτυλίδι που σε έκανε αόρατο, απλή ιστορία που θα μπορούσε να προέρχεται από ένα σωρό παραμύθια.
Οκ. Τώρα που το σκέφτομαι ξανά , θα μπορούσε να παίξει ότι το δαχτυλίδι δεν σε κάνει πραγματικά αόρατο ( οπότε θα ήσουν και εντελώς τυφλός …) δηλαδή δεν αλλάζει αυτόν που το φοράει , αλλά αλλάζει τους άλλους! , επηρεάζει ξέρω γω το μυαλό τους ώστε να μη σε βλέπουν. Αυτή θα ήταν μια πραγματικά ξύπνια ιδέα, για να ξεπεραστεί η φυσική πραγματικότητα 🙂
Και όμως υπάρχει μια σκηνή (Τομ Μπομπαντιλ) που αφήνει να εννοηθεί κάτι τέτοιο.
Ωραίο! 🙂
Βρε καλώς τον!
(Σου ήρθαν τα χαιρετίσματα από την κοινή μας φίλη;)
καλησπέρα. Εκτός από τα έργα που έχω δει δεν ξέρω και πολλά οπότε σιωπώ.
Καλό θέρος. Η Κύμη όπου κατάγεσαι σε αναμένει και ιδίως η ομάδα μου ΚΟΥΜΗ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΑΚΑΤΕΣ στο FB
Δύτα :
Πράγματι αν το καλό σκεφτώ οι σιδηροδρομικοί σταθμοί είναι οι καθεδρικές του 19ου αιώνα. Πολύ οξυδερκής παρατήρηση.
Νομίζω το έχω κλέψει από κάπου. Τώρα, Μπένγιαμιν; Ζέμπαλντ; Δεν θυμάμαι.
Τα κλεμμένα έχουν πιο γούστο…
Λοιπόν νομίζω ότι το έκλεψες από δεύτερο χέρι, απ’ όπου κι αν το έκλεψες. Γιατί βρίσκω (σε πολλές διαδικτυακές μεριές, πράγμα που σημαίνει ότι το ρητό απέκτησε αποφθεγματικό χαρακτήρα) ότι σε άρθρο του περιοδικού Building News το 1875 γράφτηκε ότι:
Κι επειδή αμφιβάλλω ότι διάβαζες Building News το 1875, μάλλον από δεύτερο χέρι το είδες.
Το πρόβλημα είναι ότι τα δύο τεύχη του 1875 υπάρχουν ονλάιν (https://onlinebooks.library.upenn.edu/webbin/serial?id=buildingnewseng) και δεν βρίσκω εκεί την επίμαχη φράση στο ψαχτήρι τους, οπότε μένω με την απορία για τον συγγραφέα.
Με έβαλες στην πρίζα και ευτυχώς είναι αργία οπότε είμαι σπίτι και μπόρεσα να τσεκάρω το Αούστερλιτς του Ζέμπαλντ. Λοιπόν, έστω από δεύτερο χέρι, ο λόγος για τον σταθμό της Αμβέρσας (σελ. 14 κ.εξ.):