Επιτέλους, Κωστής Παπαγιώργης απ’ τα παλιά. Αναδημοσιεύω από εδώ (ελπίζω να επιτρέπεται, γιατί οι όροι χρήσης δεν με διαφώτισαν ακριβώς). Τα λέμε από Τρίτη!
Σε όλες τις διαστάσεις της, άξιες και ανάξιες, η ζωή το έχει αυτό το συγκλονιστικό ελάττωμα: αφήνει σκουπίδια. Η λέξη μοιάζει ρηχή και ματζόβολη όσο θυμίζει τη σκόνη, τα καθημερινά απορρίμματα, τα σκύβαλα, τα αποσαρίδια, τα απολουσίδια και τα αποβράσματα. Κάθε σπίτι αφήνει βρόμα πίσω του, όπως και κάθε μικρή ή μεγάλη πόλη. Τι να πούμε όμως για τα βιομηχανικά λύματα, για τα μολυσμένα ποτάμια και τα τοξικά που ενίοτε ποντίζονται στους ωκεανούς. Ενώ τα ζώα είναι πεντακάθαρα, ο άνθρωπος -το πιο βρόμικο ζώο – δεν αρκείται στη φύση ούτε στο φιλόξενο ξενοδοχείο του πλανήτη: αναλύει, διασπά, ανεβάζει από τα έγκατα της γης κοιτάσματα που απειλούν τα πιο αρχέγονα στοιχεία – το νερό και τον αέρα. Για να απολαύσει την ισχύ της η ανθρωπότητα πρέπει να είναι πολύ κοντά και απείρως μακριά από τη φύση.
Μόνο που η χωματερή δεν σταματά εκεί. Ο χρόνος και πιο σωστά η μηχανή του χρόνου αφήνει κι αυτή ρύπους, κατακάθια, επικίνδυνα ιζήματα. Μη σκοτίζεσαι, λέει η σοφή συμβουλή, και αυτό θα περάσει. Αύριο θα το έχεις ξεχάσει. Δοθέντος όμως ότι κάθε τι που διαβαίνει κάπου πηγαίνει, το παρελθόν αρχίζει να μοιάζει με απίθανη και ακατανόητη χωματερή που, έστω κι αν δεν επιστρέφει σαν εφιάλτης, διατηρεί στα σωθικά της το βιωμένο και το εν πολλοίς «χαλασμένο» μέλλον που τυχαίνει συχνά να επανέρχεται υπό άλλη μορφή, παίζοντας την παρωδία της αιώνιας επιστροφής. Όποιος χαλάει τον χρόνο καταδικάζεται σε ισόβια παθητικότητα, καθότι τον χαλάει πλέον ο ίδιος ο χρόνος. Τον χαλάμε για να μας χαλάσει, τον ξεχνάμε, αλλά ο ίδιος δεν μας ξεχνάει ποτέ.
Αν μπορούσε κάποιος να συλλάβει την πανανθρώπινη μνήμη συνολικά, σάμπως να πρόκειται για προσωπικό του βίωμα, εκείνο που πάνω απ’ όλα θα τον συνέτριβε δεν αφορά τα άθλα του πολιτισμού που έτσι κι αλλιώς επιβιώνουν στην τεχνική, στα μουσεία και στους μύθους, παρά η χαώδης αναξιότητα προσώπων, πραγμάτων, έργων, πολέμων και ό,τι άλλο μπορεί να βιώσει η ανθρώπινη παράνοια. Λόγου χάρη, πότε αναρωτηθήκαμε για τα «σκουπίδια» που άφησε πίσω της μια από τις μεγάλες μάχες; Δεν πρόκειται για τις υλικές καταστροφές μόνο, αλλά για το ίδιο το έμψυχο υλικό που κατέφθασε στο πεδίο της μάχης ορθό και αρειμάνιο για να θαφτεί τελικά σε ομαδικούς τάφους κατά χιλιάδες. Η Ιστορία επιμένει σε αριθμούς, αλλά η χωματερή με τους τόνους οστά, τα διαμελισμένα πτώματα, το ακριβό αίμα που πότισε τα δοξασμένα ή τα άδοξα χώματα περνάει σε δεύτερη μοίρα. Ακριβέστερα, αποσιωπάται διότι η δύναμη του παρόντος αφορά πάντα τη φυγή προς το μέλλον.
Αν οι μεγάλες στιγμές απαιτούν θυσίες που τελικά εξιδανικεύουν το χυμένο αίμα, τι μπορούμε να πούμε για τις μικρές στιγμές, τα ιδιωτικά πάθη χωρίς φιλοδοξία, την αδιάπτωτη τριβή με τον χρόνο που δεν έχει μύθο, δεν κοιτάζει πέρα από τον ορίζοντα της εποχής, για το ρεύμα ζωής δηλαδή που μιμείται το ζην επειδή έτσι του υπαγόρευσαν, που ερωτεύεται επειδή άκουσε ότι υπάρχει ο έρωτας, που ζει από επιβεβλημένη συνήθεια και πεθαίνει εντέλει επειδή έτσι είναι το πανανθρώπινο και πανάρχαιο έθιμο; Το μεγαλείο και η φρίκη είναι συνοδοιπόροι κι όταν το μεγαλείο αποσύρεται, η φρίκη συνεχίζει ακατάσχετη, άλλωστε έχει πολλή δουλειά να κάνει. Αυτή έχει αναλάβει τη χωματερή, αυτή πρέπει «να πλύνει και να ξαναπλύνει τον ουρανό» για να παραδοθεί πεντακάθαρος στους επερχόμενους.
Μια ματιά στις τέχνες και στα έργα της ανεβάζει τη στάθμη της τραγικής και κωμικής ειρωνείας. Πόσοι είναι οι άνθρωποι που καταγίνονται με τη γραφή; Ουκ έστιν αριθμός. Το μεγάλο έργο, όπως ξέρουμε, τιμάται και αθανατίζεται. Σάμπως ο δημιουργός να έζησε όλες τις ιστορικές εποχές, παρελθούσες και μελλοντικές, η γραφή του γίνεται εσαεί ταυτότητα της ανθρωπότητας, όπερ σημαίνει ότι η χωματερή δεν την αντέχει· αντίθετα αντέχει και χωνεύει μακαρίως απειράριθμους γραφιάδες, εκατομμύρια βιβλία και βιβλιάρια που στοίχισαν σε μόχθο, αλλά η μοίρα τους τα έταξε στην αχόρταγη φωτιά. Τον έντυπο ορυμαγδό με άλλα λόγια, το θλιβερό κροτάλισμα γραφομηχανών και υπολογιστών, τη φτηνή δαψίλεια του άγραφου χαρτιού, τα σαθρά όνειρα που μόνο την ιδιωτική αυταπάτη υπηρετούν. Τόσοι ζωγράφοι, τόσοι ηθοποιοί, τόσοι ποιητές, τόσες «καλλικέλαδες φωνές» – όλα για τη χωματερή, όλοι εκτός ιστορίας.
Η μετριότητα βέβαια -όλοι εμείς με άλλα λόγια- διαθέτει τη σωτήρια άμυνα του αντικατοπτρισμού. Η αναξιότητα δεν είναι εύκολο επιτήδευμα. Ούτε κανείς γεννιέται για να τον πετάξουν στα σκουπίδια. Αυτό γίνεται σιγά σιγά και με πλήρη συνενοχή και συνεργασία. Δεν αρκεί να μιλάμε για άδοξες κεφαλές, αποσαθρωμένες μικροδημοκρατίες και φτωχά αρχίδια. Το σημαδιακό είναι ότι -όπως τους αθλητές στην εκκίνηση- η φιλοδοξία κάνει όλους τους καλλιτέχνες ίσους. Όλους τους ανταγωνιζόμενους ίσους. Άρα έχουν κι αυτοί δικαίωμα στη ζωή και -τυπικά- στο θέατρο της αξιοσύνης.
Μάλιστα η αναξιότητα, κοιταγμένη με άλλα μάτια, συγκροτεί κι αυτή μέγα μύθο. Οι κοσμοπλημμύρες που ζουν και πεθαίνουν σε κάθε εποχή ενσαρκώνουν μυρμηγκολογικά το πολυκέφαλο πλήθος, τα στίφη και τις μυριάδες, ήτοι το θαύμα της ανθρωπότητας που μπορεί να είναι ταμένη στη χωματερή, αλλά όσο ζει χαλάει και φτιάχνει τον κόσμο. Όταν κοιτάς έναν ξεχωριστό άνθρωπο, αναρωτιέσαι: τι νόημα έχει η ύπαρξή του; Όταν όμως ο ένας γίνεται δέκα, εκατό, χίλιοι, εκατομμύρια εκατομμυρίων το θέαμα υπερβαίνει κάθε δεδομένη κατηγορία. Το πλήθος είναι αδήλωτη θρησκεία και όπως όλες οι θρησκείες ψυχανεμίζεται τη ρήτρα του τέλους και της ακατανόμαστης απώλειας.
[…] Εμείς, τα σκουπίδια Επιτέλους, Κωστής Παπαγιώργης απ’ τα παλιά. Αναδημοσιεύω από […] […]
Ένα καραβάνι δεν συμβολίζει και ούτε ενσαρκώνει κάτι συγκεκριμένο. Το λάθος μας είναι ότι θεωρούμε πως κατευθύνεται κάπου και έρχεται από κάπου. Το καραβάνι εξαντλεί το λόγο της ύπαρξής του στη μετακίνησή του και μόνο. Αυτό το γνωρίζουν οι καμήλες και το αγνοούν οι άνθρωποι που το απαρτίζουν. Πάντα έτσι ήταν
Αlvaro Mutis
Αμπντουλ Μπασούρ, Ο ονειρευτής των καραβιών
Απολαυστικός ο Παπαγιώργης
καλό τριήμερο Δύτη
ο δυτης των νιπτηρων και στο κ της καθημερινης, θα το ειδες φανταζομαι
Όντως, σε πολυσέλιδο αφιέρωμα στα greeklish, τη «γλώσσα του chat και των κινητών», από σχετικό διάλογο. στο σαραντακολόγιο. Δείτε την τελευταία παράγραφο της σελίδας, σκαναρισμένη εδώ.
Μπράβο ρε παιδί, κι εγώ έψαχνα τζάμπα σ’ όλο το Κ να βρω κάποιο άρθρο για το Δύτη, χωρίς (!)
Καλά Δύτη, απαθανατίστηκες!
Άντε, συγχαρητήρια κι από μένα! Δόξα, τιμή και δημοσιότητα, τί άλλο να ζητήσει κανείς!
Δόξα, τιμή, δημοσιότητα και εντός παρενθέσεως θαυμαστικό (!) 🙂
Μπράβο!!!
Εγώ τώρα τι να πω… από σπόντα διαφημίστηκα, αντί για το Σαραντάκο! 🙂
Ευχαριστίες για τα μπράβο, και ιδίως στον head charge για τη χαμαλοδουλειά του σκαναρίσματος. Όντως, αυτό το θαυμαστικό… πάνω που σκεφτόμουν τι ωραίο όνομα για μπλογκ θα ήταν το «Χαρούμενος λαντζέρης» (χωρίς πλάκα)…
>Όντως, αυτό το θαυμαστικό…
Αν η Τ.Ε. έκανε τον κόπο να διαβάσει το απόσπασμα απ’ το κουτσό, δε θ’ απορούσε.
Εύγε δύτη!!!
Μπράβο, δύτη (!)
Μήπως μπορεί κανείς να σκανάρει και το υπόλοιπο αφιέρωμα για μας που δεν έχουμε πρόσβαση στο Κ;
Θα προσπαθήσω να το ανεβάσω ολόκληρο σύντομα. Θα το βάλω πάντως στις «Λέξεις» για να μη λέει ο Δύτης ότι του χαλάμε το ποστ. 😛
Ευχαριστώ εκ μέρους του ΤΑΚ!
Τι να χαλάσει το ποστ, εκτροχιάστηκε δια παντός. Μου φαίνεται κανείς δεν διάβασε τον Παπαγιώργη (εξαιρείται η melen, είπαμε) 🙂
Παντα τετοιες δυτιες, Δυτη!!
Μπράβο …γιατί λαντζέρης όμως;
Όλο γύρω από νεροχύτες τριγυρνάς;
Όχι, γύρω από νιπτήρες (! -αυτό το θαυμαστικό για να μην ξεχνιόμαστε)· απλά είμαι από τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους που χαίρονται να κάνουν λάντζα. Πέρα από το ότι με χαλαρώνει, το θέαμα ενός καθαρού και άδειου νεροχύτη με κάνει τρελό από χαρά.
Ααααχχ, αυτή η τελευταία σου πρόταση βάλσαμο στα μάτια μου!… 🙂
Α, δε θα ταιριάζαμε για συγκάτοικοι – γιατί κι εγώ μάλλον από κεινούς είμαι.
Λαντζέρης και δύτης ένα βήμα απέχουν, αφού στα Γαλλικά είναι και τα δυο plongeur. Επίσης αδελφοποιείσαι και με όλους τους μεταφραστές που δουλεύουν στη φριλάντζα.
Θα έπαιρνα όρκο ότι στο είπα ήδη, αλλά για κάποιο λόγο δεν έφτασαν τα συχαρίκια. Λοιπόν ξανά
Και εις ανώτερα! Και στις σομόν σελίδες της Κ.
Βεβαίως, είχε προηγηθεί η αναφορά από τον Μανδραβέλη (στο ντουβάρι του στο φατσοκιτάπι…)
Αναφέρθηκε στο μαγαζί του δύτη; του δύτη των νιπτήρων;
Βλέπω πολλούς Χαρούμενους Λαντζέρηδες!
Ηλεφού, στις σομόν ως εισηγμένη χρηματιστηριακή; Εκτός αν κάποια στιγμή βαρεθώ, ακινητοποιήσω το μπλογκ και το πουλήσω στις μπλε σελίδες. 🙂
Στάζυ, βεβαίως! τελικά καλύτερα να γράφω σχόλια παρά ποστ…
Α, δεν ξέρω ως τι. Εγώ το είπα επειδή οι σομόν είναι πιο μουράτες (ή τις διαβάζουν οι πιο μουράτοι).
Μαρία, για την ακρίβεια, αναφέρθηκε στο μαγαζί του Στάζυ και σε σχόλιο του Δύτη (περί Άνθιμου). Μάλιστα με τέτοιο τρόπο που φαινόταν ότι το σχόλιο το έκανε ο Στάζυ και όχι εγώ -μύλος. Καλά κάνουμε και μένουμε μακριά από τα φατσοκιτάπια.
Ηλεφού, το πανηγύρι θα γίνει όταν μπούμε στις γκρίζες σελίδες. Εκεί να δεις. Ούτε σομόν ούτε περιοδικά.
Ε όχι δε μπορεί ο Στάζυ να λέει σκατά εις εαυτόν.
Κουτσοί στραβοί, νέοι, γέροι και παιδιά όλοι στο φατσοτέτοιο μετράν φίλους;
Στο μεταξύ, το ποστ το έφαγε το «Κ». Μόνο η melen στην αρχή σχολίασε τον Παπαγιώργη.
Για το άρθρο του «Κ», δείτε εδώ.
Μιλ μερσί!