Ξέρουμε τους Νταβέληδες, τους Γιαγκούλες και τους Γκαντάρες, και πάντα μας αρέσει να διαβάζουμε για αυτούς. Να όμως που υπάρχουν και λήσταρχοι μιας υστερότερης εποχής, και μάλιστα κάποιοι που με κάποιο μυστήριο τρόπο είναι, ας πούμε, κάπως πιο μοντέρνοι. Ορίστε, κρίνετε: ο, ας τον πούμε ΑΧΡ, ένας παλιός φίλος που κάπου κάπου σχολιάζει κιόλας, μου έστειλε αυτό το κειμενάκι και ένα τεκμήριο που αξίζει να μοιραστούμε.
Λήσταρχοι στον 20ό αιώνα: Oι Έλληνες “Pομπέν των Δασών”
Tο παρόν σημείωμα δεν επιχειρεί να εξετάσει το φαινόμενο της ληστείας όπως εμφανιζόταν κατά τον 19ο και τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Oύτε ο χώρος επαρκεί, μια που ένα παρόμοιο εγχείρημα θα απαιτούσε εκατοντάδες σελίδες, ούτε διαθέτω τον απαραίτητο χρόνο, ή την ειδίκευση, ώστε να το επιχειρήσω. Aφορμή του συνοπτικού κειμένου είναι ορισμένα τεκμήρια τα οποία εναπόκεινται στο EΛIA, παράλληλα με εκατοντάδες άλλα τεκμήρια που εναπόκεινται στο ίδρυμα, φωτογραφίες, παραλογοτεχνικά κείμενα και άλλα δημοσιεύματα.
Σχηματικά θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τους ληστές που έδρασαν στο ελληνικό έδαφος από την εποχή της Tουρκοκρατίας ως το 1930 σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν εκείνοι που δραστηριοποιήθηκαν την εποχή της Tουρκοκρατίας σε διάφορες περιοχές. Oι περισσότεροι λειτουργούσαν ουσιαστικά σε ένα κενό διοίκησης και ενεργούσαν ως υποκατάστατα της κρατικής εξουσίας με δύο βασικούς στόχους: πρώτον να προσφέρουν μια μορφή αστυνόμευσης και δεύτερον να ενεργούν ως ρυθμιστές της δικαιότερης κατανομής του πλούτου με την αφαίρεση χρημάτων και άλλων αγαθών από τους πλουσιότερους και την ενίσχυση των φτωχότερων, παρακρατώντας, φυσικά, και ένα ποσοστό για τη δική τους χρηματοδότηση. Aυτές τους οι πρακτικές τούς εξασφάλιζαν και μια έμμεση ασυλία δεδομένου ότι απολάμβαναν άμεσης και έμμεσης προστασίας από τους ευεργετούμενους οι οποίοι αποτελούσαν και την πλειονότητα στις περιοχές που δρούσαν οι διάφοροι ληστές.
Mετά την οργάνωση του νέου κράτους περιορίστηκαν οι δυνατότητες αλλά και η ανάγκη ύπαρξης των ληστών. Tο φαινόμενο δεν εξαφανίστηκε παρά την αυστηρότατη νομοθεσία που εφαρμόστηκε μετά από την περιβόητη ληστεία και σφαγή των Άγγλων περιηγητών στο Δήλεσι το 1870. Oι ληστές που συνέχισαν τη δραστηριότητά τους είτε λειτουργούσαν, σύμφωνα με τη σημερινή λαϊκή ορολογία, ως “φουσκωτοί” δηλαδή ως μπράβοι στις διάφορες περιοχές και ταυτόχρονα φρόντιζαν και τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, είτε αποτελούσαν μια εξελληνισμένη μορφή “Pομπέν των Δασών” δηλαδή θεωρούσαν ότι έχουν καθήκον να αποκαθιστούν τις διάφορες κοινωνικές και οικονομικές αδικίες. Xαρακτηριστική είναι μία φράση από τα απομνημονεύματα του K. Π. Πανόπουλου H εξομολόγησις του Ληστάρχου K. Πανόπουλου προς την Kοινωνία:
Bεβαίως έτσι έχει το πράγμα κατά τους ατελείς νόμους της Πολιτείας. Aλλά κατά τον νόμον τον ιδικόν μου δεν έχει ούτως. Πηγαίνομεν τώρα προς συνάντησιν του ασυνειδήτου εκείνου ανθρώπου δια να συμπληρώσω τας ατελείας των νόμων της Πολιτείας και μανθάνω ότι είχαν πληρωθή πολλά, από τα οποία διέταξα να δώση εις τον χρεώστην να οικονομηθή αφού του εξοφλήση και το συμβόλαιον. H πράξις αυτή καθ’ εαυτήν φαίνεται δικαιοτάτη. Πολλάκις οι λεγόμενοι εγκληματίαι φαίνονται προστάται της κοινωνίας όταν αύτη έχη τοιαύτην Πολιτείαν.
Aυτή η δραστηριότητα του “κοινωνικού ρυθμιστή” τονίστηκε ιδιαίτερα στα διάφορα μυθιστορήματα που εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα και τα οποία βρίσκονται στη συλλογή του EΛIA.
Δύο περιπτώσεις ληστών είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. H πρώτη είναι του λήσταρχου Πανόπουλου που αναφέρθηκε παραπάνω. O Πανόπουλος διέκοψε αναγκαστικά τη σταδιοδρομία του όταν συνελήφθη το 1902 μετά από την απαγωγή του Σπύρου Σταυρουλόπουλου και την απαίτηση καταβολής λύτρων από τον πατέρα του για την απελευθέρωση. O Πανόπουλος δικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση και όταν αποφυλακίστηκε σταμάτησε τις ληστείες και άρχισε να περιφέρεται ανά τον κόσμο -έφθασε ως τις HΠA!- παρουσιάζοντας μια δική του θεοκρατική φιλοσοφία. Παράλληλα εξέδωσε και το βιβλίο του την πρώτη φορά στις HΠA και δεύτερη και τρίτη έκδοση στην Eλλάδα. Eκεί περιγράφει τη δραστηριότητά του και σε δεύτερο τόμο την κοινωνική του φιλοσοφία. Aξίζει να σημειωθεί ότι το προσωνύμιο του ληστάρχου εξακολουθούσε να το θεωρεί τιμητικό. Xαρακτηριστικά ο καθηγητής ιατρικής K. N. Aλιβιζάτος περιγράφει μια επίσκεψη του Πανόπουλου στο ιατρείο του για εξέταση στο τέλος της δεκαετίας του ‘40 οπότε του συστήθηκε ως ‘Λήσταρχος Πανόπουλος’.
O άλλος ληστής, ο οποίος αποτέλεσε και την αφορμή για το παρόν, είναι ο λήσταρχος Γ. Kαραθανάσης. O Kαραθανάσης είναι κυρίως γνωστός για την φερόμενη συμμετοχή του στην απόπειρα δολοφονίας του Eλευθερίου Bενιζέλου στις 6 Iουνίου 1933. O Kαραθανάσης αρχικά διέφυγε τη σύλληψή του αλλά συνελήφθη ένα χρόνο αργότερα από τους άνδρες της προσωπικής ασφάλειας του Bενιζέλου. H δίκη του Kαραθανάση και των υπολοίπων εμπλεκόμενων στην απόπειρα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ γιατί μετά από διάφορες καθυστερήσεις αναβλήθηκε επ’ αόριστον επειδή μεσολάβησε το κίνημα της 1 Mαρτίου 1935.
Όπως εμφανίζεται από τα παρουσιαζόμενα ευρήματα ο Kαραθανάσης είχε τους δικούς του κανόνες συμπεριφοράς και λίγη δόση μεγαλομανίας.
Στη δεκαετία του ’20, αλλά και πολλά χρόνια μετά ως τη δεκαετία του ’60, ένα από τα σημαντικότερα καφενεία-ζαχαροπλαστεία της Aθήνας ήταν του Zαχαράτου στην Πλατεία Συντάγματος. O τότε ιδιοκτήτης του καφενείου Zαχαράτος νεόνυμφος πήγε ταξίδι στην περιοχή που ελεγχόταν από τον Kαραθανάση. Eκεί φαίνεται ότι ο Kαραθανάσης ερωτεύτηκε την νέα κυρία Zαχαράτου. O ιδιότυπος κώδικας τιμής που εφάρμοζε δεν του επέτρεπε να κάνει τίποτα άλλο παρά να αρχίσει να προσφέρει αφιλοκερδώς προστασία στο ζεύγος εφόσον και όταν παραθέριζε στην περιοχή του.
Kάποια στιγμή έφθασε στην Aθήνα και επισκέφθηκε το καφενείο. Όπως συνάγεται από το κείμενο, ενώ δήλωσε την ιδιότητά του δεν τον περιποιήθηκαν προσηκόντως. Προφανώς λόγω της συμπαθείας του προς την κυρία Zαχαράτου δεν το έκανε θέμα αλλά περιορίστηκε να στείλει την ακόλουθο επιστολή προς την εταιρεία. Tο κείμενο παρατίθεται χωρίς επέμβαση στην ορθογραφία, εκτός της χρήσης του μονοτονικού. H επικεφαλίδα της επιστολής είναι τυπωμένη και αναφέρει:
ΒAΣIΛEION THΣ EPHMOY
1ον ΛHΣTPIKON ΓPAΦEION Γ. KAPAΘANAΣH
Aπόρθιτα (sic) Λιμέρια (sic) Aττικής (χειρόγραφο) τη [κενό] 192
Κύριε
Kαίτοι προφυλάσω τον υμέτερον Διευθυντήν σας τον παραθερίζοντα εις τα ημέτερα όροι από παντός κακοποιού στοιχείου, εντούτοις δεν έτυχον της δεούσης περιποιήσεως διελθών και επισκεφθείς το υμέτερον Zαχαροπλαστείον σας.
Aλλά και πάλιν δεν παραξιγώ το τοιούτον ως μη γνωρίζοντες, εγώ όμως προφιλάσω τον υμέτερον και ησυχείτε
Kάτω από το κείμενο έχει τυπωθεί σφραγίδα κυκλική η οποία γράφει: Γ. KAPAΘANAΣHΣ YΠAIΘPIOΣ ΔIKAIOΣYNH και έχει στη μέση ένα περίστροφο!

Στο φάκελο έγραφε: Διεύθυνσιν Zαχαροπλαστείου Zαχαράτου Eνταύθα. O υπάλληλος παρακαλήτε όπως γνωρίση εις την διεύθυνσιν την παρούσαν. O φάκελος συνοδευόταν με ένα χαρτονόμισμα 25 Δραχμών ως αμοιβή για την μεταβίβαση της επιστολής. Φυσικά το ποσό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό αν λάβει κανείς υπόψη ότι ένας καφές κόστιζε τότε λιγότερο από μία δραχμή.
Eίναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι ο παραλήπτης διατήρησε στο αρχείο του παράλληλα με την επιστολή και διάφορες φωτογραφίες στις οποίες εμφανίζεται το ζεύγος μαζί με τον Kαραθανάση, και το χαρτονόμισμα πιθανώς ως ενθύμιο!
Oι δύο περιπτώσεις, Πανόπουλου και Kαραθανάση, ουσιαστικά διαψεύδουν τη ρήση ‘εξ όνυχος τον λέοντα’. Πώς κανείς μπορεί να τους κρίνει από μεμονωμένες πράξεις; Kαι ο άγγλος Pομπέν των Δασών αλλά και οι Έλληνες λήσταρχοι αποτέλεσαν αντικείμενο μυθιστοριογραφίας. O μεν Pομπέν εξακολουθεί να συναρπάζει τα παιδιά και να αποτελεί έναυσμα για κινηματογραφικές ταινίες. Oι Έλληνες συνάδελφοί του δεν είχαν παρόμοια τύχη.
Πολύ ωραίο κι αληθινό σαν το παλιό καλό κρασί.
Μόνο μια παρατήρηση γλωσσικού ενδιαφέροντος:
«… δεδομένου ότι απολάμβαναν άμεσης και έμμεσης προστασίας από τους ευεργετούμενους…»
Περίπτωση γενικομανίας που λέει ο Σαράντ.
Η δεύτερη πολύ ωραία φάση με το χαρτονόμισμα των 25 δραχμών, μού θύμισε αμερικανάιζντ (τσσς!…) εκδοχές μαφιόζικες, νονός και έτσι, που στον Κάπο ή στον sub-capo «they didn’t show respect to me!» κι αφήνει το σιτσιλιάνικο «ραβασάκι»… (ψάρι τυλιγμένο σε εφημερίδα ξερω γω ή τέλος πάντων μια «offer they can’t refuse!» 🙂
Ωραίο Δύτη . και παντελώς άγνωστα σε μένα
Και η σφραγίδα του Καραθανάση με το ρεβόλβερ, κορυφαία!
Θα μπορούσε να γυριστεί ωραία ταινία στα 60’ς με τον Ξανθόπουλο στο ρόλο Καραθανάση και τη Μάρθα Βούρτση κυρία Ζαχαράτου.
Τίτλος: To Zαχαρωτό της οργής (ή εναλλακτικά. Το φονικό κανταίφι)
Εξαιρετική ανάρτησι! Η επιστολή με την σφραγίδα του Καραθανάση όλα τα λεφτά!
Θυμάμαι έφηβος είχε πέσει στα χέρια μου το τεύχος ενός περιοδικού (νομίζω ήταν οι «Εικόνες του Κόσμου») με σχετικό αφιέρωμα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό, συμπεριλαμβανομένων καρατομημένων κεφαλών ληστάρχων!
Σχετικά με την κατακλείδα του κειμένου, για τον Ρομπέν των Δασών στην ποπ κουλτούρα, κι όμως, υπάρχει Ελληνική μίνι σειρά εικονογραφήγησης (κόμικς, καλέ 🙂 ) των Βασίλη Χειλά και Παναγιώτη Τσαούση με τίτλο «Λήσταρχοι/ Brigands» (εκδόσεις Phase Productions): https://www.facebook.com/100063764641375/
Για τους μεταγενέστερους λήσταρχους ενδιαφέρον θα είχαν και αυτοί που εντάχτηκαν στα αντάρτικα σώματα απ’ την Κατοχή και μετά.
Γνωστή περίπτωση ήταν ο Καραλίβανος που συνάντησε η αγγλική ομάδα που θα έκανε το σαμποτάζ στην γέφυρα του Γοργοποτάμου.
Άλλες περιπτώσεις ήταν οι λήσταρχοι Κιάμος και Τσιλιμάστορας που σύμφωνα με την εφημερίδα Ασύρματος ( 30/4/1945 ) δρούσαν με 70 ενόπλους ως ΕΛΑΣίτες στο Σούλι και στα Γραμμοχώρια . Ο Κιάμος ήταν λήσταρχος απ’ το 1928. Το 1948 , δηλαδή 20 χρόνια αργότερα , τον βρίσκουμε ακόμη να πολεμάει στον Εμφύλιο ως «κομμουνιστοσυμμορίτης».

Απ’ την αντίθετη πλευρά ληστής λένε πως ήταν στα νιάτα του ο Σαρακατσάνος Σούρλας.
Οι Σαραλατσάνοι , δηλαδή οι ελληνόφωνοι ποιμένες/βλάχοι ( ο όρος «βλάχος» έχει απ’ τον 11ο αι. διπλή σημασία : σημαίνει τόσο τον λατινόφωνο όσο και τον ποιμένα – μάλιστα οι Μανιάτες ονόμαζαν «βλάχους» τους γείτονές τους Λάκωνες και Μεσσήνιους που φυσικά ήταν ελληνόφωνοι ) ,
ήταν οι πιο ενεργοί ληστές. Οι Αρβανίτες και οι Βλάχοι ακολουθούσαν. Οι αρβανιτόφωνοι και οι βλαχόφωνοι/λατινόφωνοι , ίσως επειδή ήταν αλλόγλωσσοι , όπως αργότερα και πολλοί εθνικιστές σλαβόφωνοι , έβλεπαν με μεγαλύτερη τρυφερότητα την στοργική αγκαλιά του κράτους.
Ο Κυριάκος Κάσσης , στο βιβλίο του «Ληστές και αντιεξουσιαστές στα βουνά της Ελλάδας» , παραθέτει ( σελ. 69 -71 ) την πολυσέλιδη αναφορά που έστειλε στις 18/3/1858 ο Βακάλογλου , Διοικητής – Μοίραρχος Βοιωτίας και μεταβ. αποσπασμάτων, στα Υπ. Στρατιωτικών – Χωροφυλακής για τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για την εξάλειψη της ληστείας στην Α. Ελλάδα. Η ενδιαφέρουσα διαπίστωση του Βακάλογλου είναι ότι οι πυρήνες της ληστείας για την ύπαρξη και συντηρησή της ήταν οι βλαχοποιμένες (Σαρακατσαναίοι κυρίως).
Τονίζει : Ο ενδοξότερος δε ομόφυλος της φυλής των Σαρακατσαναίων είναι δι’αυτήν ο τρομερότερος αρχιληστής, ο δε εναρετώτερος, ο μη καταδεικνύων τον ληστήν με όσας και αν υποστεί βασάνους και ατιμώτερος πάντων ο καταδείκτης του ληστού, όν, αποκαλούντες προδότην, τον αποστρέφονται όλοι ως λελωβημένον και τον φονεύουν. (…) Συνήθως οι λησταί διαπράττουσι τας κακουργίας των την άνοιξιν και το φθινόπωρον, οπότε ευρισκομένων καθ’οδόν των βλαχοποιμένων ως εκ της μεταβάσεως και επανόδου των εις την Ευρυτανίαν , τοις παρέχουσι όλας τας ευκολίας, τον δε χειμώνα, οπότε διατρέχουσι κίνδυνον εφησυχάζουσι παραμένοντες παρ’αυτοίς , και το έαρ συνδιαιτώνται μετ’αυτών εν Ευρυτανία, ένθα εφοδιάζονται μεν ενδύματα και περιβολάς τεκταίνοντες τα μελετώμενα προσεχώς κακουργήματα των από κοινού, ποιούσι συγγενικούς δεσμούς δια γάμων και βαπτίσεων, διανέμουσι εις τους βλαχοποιμένας χρήματα, αμείβουσι και αποζημιούσι τους προφυλακισθέντας ή άλλως πώς παθόντας εξ αιτίας των υπό της εξουσίας και συσκέπτονται και συναποφασίζουσι που έκαστος των βλαχοποιμένων συμφέρει αυτοίς να παραχειμάση, ίνα δύναται να τοις παρέχη ευκολώτερον υπόθαλψιν, δοθείσης δε ανάγκης οι λησταί δια συνεισφορών συνδράμουσι χρηματικώς τους φίλους των δια να τοις χρησιμεύσωσι δι ‘ αγοράν ιδιωτικού ή παραχώρησιν εθνικού λειβαδίου. Εάν δε τυχόν βλάχος τις αναγγείλη προς αυτόν εμφάνισιν ληστρικής συμμορίας εις τι απόσπασμα τον χειμώνα, οι λησταί τιμωρούσιν αυτόν εις το έαρ εις Ευρυτανίαν, εν μεν τη περιπτώσει καθ’ην επήλθε φόνος ληστού τινός εκ της αγγελίας του με θάνατον και ακρωτηρίασιν, άλλως δε τους μεν ευπόρους με χρηματικήν δόσιν τους δε πένητας με ραβδισμόν. (…) Είναι δε μάλιστα πασίγνωστον ότι ο μεν λήσταρχος Ντρέλλας εγένετο παράνυμφος του αρχιποιμένος Αποστόλου Τζαμανίκα, νυμφευθέντος την θυγατέρα της χήρας Μοσχογιάνναινας αυτόθι, ο δε λήσταρχος Καλαμπαλίκης παρευρέθη εις τον γάμον του αδελφού του Κων/νου, γεννηθέντος εις τας σκηνάς του Θύμιου, όστις ήτο παράνυμφος, ότι όλοι οι Βλάχοι αργυρολογήθησαν δια συνεισφορών υπό των ληστών, ότι οι λησταί καθ’ό Σαρακατζάνοι, εφόνευσαν και επλήγωσαν δεκαεννέα άνδρας, γυναίκας και παιδία της ποιμενικής ομάδας των Σιδέρηδων, ελήστευσαν αυτήν και ηχμαλώτισαν τον αδελφόν του αρχιποιμένος Α. Γιάγκα, καθ’ό αλβανοβλάχων, και προς εκδίκησιν διότι εφόνευσαν τον αρχιληστήν Λέκκαν εν Ακαρνανία (διόπερ και έλαβον ο εις αυτών τον Σταυρόν του Σωτήρος και χάριν των ομοφύλων του) διότι τοις παρεχωρήθη εν καλόν λειβάδιον, «Γρηακαλή» καλούμενον, κατά προτίμησιν αφαιρεθέν από τους ομοφύλους των Σαρακατζάνους. Εκ του συνημμένου καταλόγου παρατητεί το υπουργίον ότι εκ των υπαρχόντων 53 ληστών οι 41 εξ αυτών εισί Βλάχοι Σαρακατζάνοι εκ της Τουρκικής χώρας έλκοντες το γένος, 4 Αλβανόβλαχοι, ήτοι Καραγκούνηδες από τη Χειμάρα, επίσης εκ της Τουρκίας καταγόμενοι και 6 εγχωρίων ποιμένων πάντες οι αρχιλησταί εκ της φυλής των Σαρακατζάνων. Εξ αυτής όθεν της καταγωγής αυτών εννοείται ότι οι σημαντικώτεροι λησταποδόχοι των εισίν οι συγγενείς και ομόφυλοί των Βλάχοι . (…)
Δεν έχω καταφέρει να βρω τι ήταν οι Αρβανιτάκηδες που έκαναν την σφαγή στο Δήλεσι. Γράφουν τότε :
…οι λησταί άπαντες σχεδόν ανήκουσιν εις την φυλήν των Bλαχοποιμένων ή Σκηνιτών, ότι δε, εκτός δύο, του Περικλέους Λιώρη και του Zιώμα, αλλά και τούτων εξ οικογενείας εποίκων όντων, ουδείς έτερος ανήκει εις το Eλληνικόν Bασίλειον ή είναι καθαρός Eλλην. 🙂 🙂 🙂 Oι Aρβανιταίοι (…) ανήκουσιν εις την κτηνοτροφικήν φυλήν των Σαρακατσάνων, ήτις κατάγεται εκ χωρίου τινός της Hπείρου…
Οι Αρβανιτάκηδες λέγεται πως κατάγονταν απ’ το Συρράκο της Ηπείρου και ήταν αρβανιτόφωνοι. Νομίζω όμως πως το Συρράκο ήταν βλαχοχώρι. Στην συμμορία τους υπήρχαν Βλάχοι ( ή «βλάχοι» με την έννοια του ποιμένα και όχι του λατινόφωνου ) , Αγραφιώτες , Χειμαρριώτες , Αρβανίτες κ.α.
Αλλά αυτοί τι ήταν τελικά ; Σαρακατσάνοι ( ελληνόφωνοι ) ; Βλάχοι ( λατινόφωνοι ) ; Ή Αρβανίτες ( αρβανιτόφωνοι ) ;