Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Φελλίνι’

Δεν ξέρω τι να απαντήσω όταν με ρωτάνε για αγαπημένο μουσικό ή συγγραφέα, αλλά όταν η ερώτηση πάει σε σκηνοθέτη απαντώ αυτόματα και χωρίς δισταγμό: Φεντερίκο Φελίνι. Η ιστορία όμως του πώς τον έμαθα ή μάλλον πώς τον γνώρισα είναι λίγο παράξενη. Νάτη:

Είχα δει θυμάμαι (στην «Όπερα»;) την τελευταία του, τη Φωνή του φεγγαριού, με τον Μπενίνι (που τον είχα δει ήδη στο Διαβολάκο και (ίσως) στην Παγίδα του νόμου. Μ’ άρεσε, αν όχι όλο, σίγουρα το μεγαλύτερο κομμάτι του – ήδη όμως τότε, που ακόμα τα θερινά έπαιζαν παλιές ταινίες, δεν έβλεπες εύκολα Φελίνι στα σινεμά. Αμέσως μετά βρέθηκα πρωτοετής στη Θεσσαλονίκη, με μια χούφτα βιβλία και ένα ράφι κασέτες. Άκουγα λοιπόν τις μουσικές του Νίνο Ρότα διαβάζοντας μια μεγάλη συνέντευξη του Φελίνι, που δεν θυμάμαι πώς είχε φτάσει στα χέρια μου. Και κάπως έτσι, έχοντας καταρχάς σχηματίσει την εικόνα ενός εξαιρετικά συμπαθητικού και συναρπαστικού ανθρώπου, διάβαζα τις περιγραφές του (όχι τόσο για τις ταινίες, όσο για το πώς γυρίστηκαν) ακούγοντας τις μουσικές και φανταζόμουν περίπου πώς θα ήτανε. Κάπου εκεί (το πώς, πάλι δεν το θυμάμαι) απέκτησα και έναν τόμο του Μίλο Μανάρα, όπου πέρα από μισό σενάριο του Φελίνι χάζευα και εικόνες από το Σατυρικόν ή τον Καζανόβα και γοητευόμουν από αυτή την εικόνα απέραντου ονείρου (κάτι που είχα τότε περί πολλού).

Πολύ αραιά, και με σειρά που δεν θυμάμαι, κατάφερα να δω τις ίδιες τις ταινίες. Το 8 1/2 ήταν από τις τελευταίες, ας πούμε· το Σατυρικόν το έφερα σε μια κατάληψη της σχολής και το είδαμε τρεις άνθρωποι τα ξημερώματα· το Ρόμα κατάφερα να το δω πολύ μεγάλος. Ένα σπάνιο πράγμα όμως: έχοντας σχηματίσει μια λεπτομερή εικόνα για κάθε ταινία, ποτέ δεν μου έτυχε να απογοητευτώ βλέποντάς την.

Δεν είναι παράξενο; Σα να είδα τις ταινίες στον ύπνο μου και μετά ξυπνώντας να τις βρήκα, ίδιες, στο κομοδίνο. Μόνο με το Φελίνι θα μπορούσε να συμβεί αυτό.

Advertisement

Read Full Post »

Δυο αποσπάσματα από την Άβυσσο της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, μετάφραση Ιωάννας Χατζηνικολή, Αθήνα 1980. Το πρώτο θα μπορούσε σήμερα να έχει, ας πούμε, μπλογκολογικό χαρακτήρα:

Καταλήγομε να καμαρώνουμε για ένα υπονοούμενο που τα αλλάζει όλα, σαν ένα σημείο αρνητικό, διακριτικά τοποθετημένο μπροστά από ένα ποσό. Μηχανευόμαστε με ποιο τρόπο θα κάνουμε μια τολμηρή λέξη ν’ αντιστοιχεί μ’ ένα κλείσιμο του ματιού, με το στιγμιαίο ανασήκωμα ή κατέβασμα της μάσκας που αμέσως ξαναδένεται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Μ’ αυτό τον τρόπο, γίνεται μια επιλογή ανάμεσα στους αναγνώστες μας. Οι ανόητοι μας πιστεύουν. Άλλοι ανόητοι, πιστεύοντάς μας πιο ανόητους απ’ τους ίδιους, μας εγκαταλείπουν. Όσοι καταφέρνουν να τα βγάζουν πέρα μ’ αυτόν το λαβύρινθο μαθαίνουν να πηδούν ή να παρακάμπτουν το εμπόδιο του ψέματος.

Το δεύτερο περιέχει μια υπέροχη φράση:

-Αφήστε με να το αποδώσω στα γαλλικά, είπε ο λοχαγός, γιατί έχω την εντύπωση ότι τα λατινικά του φαρμακολογίου έχουν σβήσει για σας όλα τ’ άλλα. Αυτός ο γερο-ακόλαστος, ο Εύμολπος, απευθύνει στους δυο κομψευάμενους, τον Ενκόλπιο και τον Γείτονα λόγια που έκρινα άξια να εγγράψω στο ευχολόγιό μου: «Ανόητοι που είστε» λέει ο Εύμολπος (…) Θα μπορούσατε να ήσασταν ευτυχείς και όμως διαλέγετε μια ζωή άθλια, υποβάλλοντας κάθε μέρα τους εαυτούς σας σε μια θλίψη χειρότερη από της προηγούμενης. Όσο για μένα, έζησα την κάθε μου ημέρα σαν η ημέρα που ζούσα νάμελλε νάταν η τελευταία, δηλαδή, με όλη την ησυχία μου». Ο Πετρώνιος, εξήγησε ο λοχαγός, είναι ένας από τους αγίους μου.

-Το ωραίο, συμφώνησε ο Ζήνων, είναι πως ο συγγραφέας σας δεν διανοείται πως θα μπορούσε να περάσει ένας σοφός την τελευταία μέρα του αλλιώς από ήσυχα.

Σημειωτέον ότι αυτή η τελευταία φράση, με το ωραίο id est in summa tranquillitate (το οποίο η Γιουρσενάρ ξαναγράφει ως in summa serenitate, «με πλήρη γαλήνη», στο επιλογικό της σημείωμα) ανήκει όχι στο κείμενο του Πετρώνιου αλλά στη συγγραφέα, ένα ευγενές απόκρυφο όπως το χαρακτηρίζει.

Βρήκα, παρεμπιπτόντως, το Σατυρικόν του Πετρώνιου, δεν ξέρω αν έχω όρεξη να το διαβάσω. Περισσότερο θα ήθελα να ξαναδώ την ομώνυμη ταινία του Φελίνι, αυτή την επιστημονική φαντασία του παρελθόντος, που με είχε συνεπάρει ξημερώματα σε κάποια κατάληψη της Φιλοσοφικής στη Θεσσαλονίκη. Πριν ακόμα τη δω, είχα διαβάσει την ωραία περιγραφή της από τον ίδιο το Φεντερίκο σε μια συνέντευξή του, και είχα δει κάποιες εικόνες σε ένα ωραίο κόμικ του Μίλο Μανάρα που έχω πια χάσει. Θα την ξαναδώ ένα βράδυ, με όλη την ησυχία μου.

Read Full Post »

Φαγώθηκε όλη η Ελλάδα να δει και να μιλήσει για το Inception, πήγα τόδα κι εγώ. Ντάξει, το πρώτο μέρος είχε κάποιο ενδιαφέρον, το δεύτερο μού θύμισε πολύ την εναρκτήρια σκηνή ενός Τζέιμς Μποντ με τους χιονοδρόμους, αδύνατον να καταλάβω γιατί υποτίθεται ότι ήταν τόσο δύσκολο να παρακολουθήσεις την υπόθεση, αλλά φαίνεται ότι έχουν πέσει πολύ τα στάνταρ για το τι είναι δύσκολο και τι εύληπτο για τον κοινό νου. Επίσης, δεν τη βρήκα πολύ πρωτότυπη: λίγο από Μπλέιντ Ράνερ, λίγο από Νευρομάντη, λίγο από την πεταλούδα του Κινέζου που δεν ήξερε ποιος ονειρεύτηκε τι. Τέλος πάντων, δεν μου έκανε πολλή εντύπωση, δεν ξέρω γιατί τόσος ντόρος, ας είναι.

Εκείνο, ωστόσο, που μου έκανε εντύπωση -όχι ότι με εξέπληξε, απλά το σκεφτόμουν συνέχεια όσο περίμενα να τελειώσει το έργο- είναι το πόσο συντηρητική έχει γίνει η ιδέα περί υποσυνειδήτου στο σύγχρονο σινεμά. Θέλω να πω, εξακολουθούν να υπάρχουν τα κρυμμένα μυστικά στο βάθος του μυαλού, αλλά δεν είναι παρά -ω της προόδου, ω του βάθους- επιχειρηματικά σχέδια ύπουλης επέκτασης. Αντίθετα, τίποτε δεν ταράζει το μονογαμικό, δυνάμει ευτυχισμένο ζεύγος, εν ανάγκη με τα παιδιά ως υποκατάστατο. Πού η εποχή που ο Φελίνι έδειχνε τον Γκουΐντο να ονειρεύεται χαρέμια ή θάνατο. Τελικά, κανείς δεν καταλαβαίνει γιατί το υποσυνείδητο είναι κάτι επικίνδυνο -ίσως γιατί θεωρείται (όπως διαβάζω σε ένα ωραίο βιβλίο του Μάρσαλ Σάλινς) βάση κάθε νόμιμης καπιταλιστικής επιδίωξης, ίσως γιατί κάθε τι δραματικό πρέπει να εξοριστεί.

Τουλάχιστον, τώρα, έχουμε τόσο εξοικειωθεί με την εικόνα και το ψεύδος που δεν χρειάζεται να γυρίζονται ασπρόμαυρα τα όνειρα σε έγχρωμες ταινίες, όπως -λέει ο Φελίνι- ήθελαν οι παραγωγοί να βγει στα σινεμά το Οχτώμισυ. Κάτι είναι κι αυτό, από μια άποψη.

Read Full Post »

Ζέστη, προθεσμίες, συμφορές -δελτία των οχτώ, όλοι φταίμε, δεν φταίμε όλοι, οι δημοσιογράφοι επιτελούν το κοινωνικό τους έργο βρίζοντας τους δασκάλους, ή τους σιδηροδρομικούς, ο ιδρώτας στάζει από το μέτωπο, προσπαθώ να δω ένα παλιό νουάρ με το Ρόμπερτ Μίτσαμ και όλα τα κλασικά εξωτικά των θαλασσών του Νότου, το κανάλι της τηλεόρασης έχει χιόνια, ξανά ζέστη, ξανά βρισίδι, οι προθεσμίες δεν περιμένουν και η δουλειά έχει γίνει κάτι το ανυπόφορο, ξανά, ξανά, ξανά.

Αυτή τη στιγμή, με σώζει η μουσική του Νίνο Ρότα που ακούω από μια κασέτα ηλικίας περίπου είκοσι ετών. Ο αγαπημένος μου Φεντερίκο. Μερικές φορές, που η διάθεσή μου πλησιάζει τις τελευταίες σκηνές του Καζανόβα, σκέφτομαι κάτι σαν κι αυτό, έτσι που το καλοκαίρι τελειώνει (στο χαμό του οδηγημένο, και το ξέρει):

 Αλλά όχι, όχι, δεν πρέπει να μείνεις εκεί, με τίποτα σ’ αυτή την όχθη όπου σε τραβολογάνε οι ημίνεκροι γλεντζέδες, με τίποτα να σηκώσεις τα χέρια σαν τον Μαρτσέλο. Πρέπει να ξαναρχίσουν όλα απ’ την αρχή, πρέπει να βρεις το κοριτσάκι δίπλα στην πρωινή θάλασσα, πρέπει έτσι να τους ξαναβρείς όλους, παλιούς και καινούριους, πρέπει να έρθουν οι μάγοι στη σκηνή μπας και γλυτώσεις από αυτό το διάχυτο θάνατο. Έτσι, δηλαδή:

Read Full Post »