Εκείνοι που ποζάρουν ως Έλληνες διανοούμενοι αρέσκονται –νομίζω– να θεωρούν τους εαυτούς τους κάτι σαν Τόμας Μπέρνχαρντ της Ελλάδας. Και πράγματι δεν έχουν πιο ευχάριστο σπορ από το να κατηγορούν τους Έλληνες/Ελληνάρες/Ελ/Βαλκάνιους υπανάπτυκτους (δεν το βγάζω απ’ το μυαλό μου αυτό) για, ας πούμε, ακριβώς αυτό: υπανάπτυξη. Για το ότι δεν είναι αρκετά Ευρωπαίοι (ή Αμερικάνοι, για κάποιους ή κάποιες εξ αυτών). Και ναι, το κάνουν με ενοχλητικό τρόπο, χωρίς να κολακεύουν το λαό, ίσως όπως ο Μπέρνχαρντ για τον οποίο άκουσα έναν αυστριακό να λέει «αφού δεν του άρεσε η χώρα μας, γιατί δεν έφευγε», ωστόσο υπάρχει μια διαφορά που μπορεί κανείς να την πει ουσιώδη, ότι δηλαδή ο Μπέρνχαρντ με την ομιλία του όταν παρέλαβε ένα βραβείο έκανε τον υπουργό να αποχωρήσει, ενώ οι δικοί μας τον κάνουν να συμφωνήσει με ενθουσιασμό. Καταφέρνουν, μ’ άλλα λόγια, να ενοχλούν τους πάντες, όχι όμως την εξουσία, ποτέ την εξουσία.
(Πάνε κάπου είκοσι χρόνια, αντίθετα, που δύο άνθρωποι παραλίγο να πάνε φυλακή επειδή μίλησαν ευνοϊκά για το κάψιμο μιας σημαίας. Γιώργος Ρούσης και Βασίλης Διαμαντόπουλος, ας το θυμόμαστε).
Να η λυδία λίθος που τεχνηέντως καλύπτουν λέγοντάς με τώρα λαϊκιστή, φερειπείν. Τους βλέπουμε έτσι να μιλούν για «τον φασίστα μέσα μας», χωρίς να έχουν τίποτα να πουν για τις Αμυγδαλέζες ή τη χυδαία διαπόμπευση των οροθετικών. Να εξανίστανται για τον δημόσιο θηλασμό μιας τσιγγάνας «που γεννοβολά σαν κουνέλα», αλλά τώρα να μην έχουν τίποτα να πουν για τον Τσιγγάνο που ανώδυνα και σιωπηρά μετατρέπεται στο νέο Εβραίο της Ευρώπης.
Ποιος κολακεύει ποιον, τελικά;