Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Σινεμά’

Δεν ξέρω τι να απαντήσω όταν με ρωτάνε για αγαπημένο μουσικό ή συγγραφέα, αλλά όταν η ερώτηση πάει σε σκηνοθέτη απαντώ αυτόματα και χωρίς δισταγμό: Φεντερίκο Φελίνι. Η ιστορία όμως του πώς τον έμαθα ή μάλλον πώς τον γνώρισα είναι λίγο παράξενη. Νάτη:

Είχα δει θυμάμαι (στην «Όπερα»;) την τελευταία του, τη Φωνή του φεγγαριού, με τον Μπενίνι (που τον είχα δει ήδη στο Διαβολάκο και (ίσως) στην Παγίδα του νόμου. Μ’ άρεσε, αν όχι όλο, σίγουρα το μεγαλύτερο κομμάτι του – ήδη όμως τότε, που ακόμα τα θερινά έπαιζαν παλιές ταινίες, δεν έβλεπες εύκολα Φελίνι στα σινεμά. Αμέσως μετά βρέθηκα πρωτοετής στη Θεσσαλονίκη, με μια χούφτα βιβλία και ένα ράφι κασέτες. Άκουγα λοιπόν τις μουσικές του Νίνο Ρότα διαβάζοντας μια μεγάλη συνέντευξη του Φελίνι, που δεν θυμάμαι πώς είχε φτάσει στα χέρια μου. Και κάπως έτσι, έχοντας καταρχάς σχηματίσει την εικόνα ενός εξαιρετικά συμπαθητικού και συναρπαστικού ανθρώπου, διάβαζα τις περιγραφές του (όχι τόσο για τις ταινίες, όσο για το πώς γυρίστηκαν) ακούγοντας τις μουσικές και φανταζόμουν περίπου πώς θα ήτανε. Κάπου εκεί (το πώς, πάλι δεν το θυμάμαι) απέκτησα και έναν τόμο του Μίλο Μανάρα, όπου πέρα από μισό σενάριο του Φελίνι χάζευα και εικόνες από το Σατυρικόν ή τον Καζανόβα και γοητευόμουν από αυτή την εικόνα απέραντου ονείρου (κάτι που είχα τότε περί πολλού).

Πολύ αραιά, και με σειρά που δεν θυμάμαι, κατάφερα να δω τις ίδιες τις ταινίες. Το 8 1/2 ήταν από τις τελευταίες, ας πούμε· το Σατυρικόν το έφερα σε μια κατάληψη της σχολής και το είδαμε τρεις άνθρωποι τα ξημερώματα· το Ρόμα κατάφερα να το δω πολύ μεγάλος. Ένα σπάνιο πράγμα όμως: έχοντας σχηματίσει μια λεπτομερή εικόνα για κάθε ταινία, ποτέ δεν μου έτυχε να απογοητευτώ βλέποντάς την.

Δεν είναι παράξενο; Σα να είδα τις ταινίες στον ύπνο μου και μετά ξυπνώντας να τις βρήκα, ίδιες, στο κομοδίνο. Μόνο με το Φελίνι θα μπορούσε να συμβεί αυτό.

Advertisement

Read Full Post »

Στον φίλο Μπουκανιέρο είναι που χρωστώ τη γνωριμία μου με τον όρο καφροποίηση ή εκκαφρισμός (Verkafferung). Τον θυμήθηκα ξαναβλέποντας το Χορεύοντας με τους λύκους.

Διαβάζει κανείς στο Deutsches Kolonial-Lexikon (1920), τ. 3, σελ. 606:*

Καφροποίηση: ονομάζεται έτσι, στη Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική, η κατάπτωση ενός Ευρωπαίου στο πολιτισμικό επίπεδο των ιθαγενών, φαινόμενο που μπορεί να ονομαστεί για άλλες αποικίες εκνεγρισμός (Vernegern) ή εκκανακισμός (Verkanakern). Η μοναχική ζωή στις αγροικίες, οι συνεχείς συνδιαλλαγές με μη-λευκούς, ιδιαίτερα όμως οι επιγαμίες με αυτούς προκαλούν στους λευκούς αποίκους αυτό τον ατυχή εκφυλισμό. Ο καφροποιημένος Ευρωπαίος, παρότι μπορεί ενίοτε να έχει προσωπική εξυπνάδα, χάνεται ωστόσο για τον λευκό πληθυσμό, καθώς χάνει την κουλτούρα της πατρίδας του, την ενεργητική θέληση και την στοχοπροσήλωση. Τέτοιοι άτυχοι άνθρωποι είναι συνήθως λιγότερο χρήσιμοι και από έναν έξυπνο ιθαγενή, ακόμα και ως εργάτες. Μόνο με νομοθετικά (απαγόρευση μικτών γάμων) και κοινωνικά μέτρα μπορεί να ελεγχθεί σταθερά το φαινόμενο. Ο πιο σίγουρος τρόπος να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος είναι η διευκόλυνση των σχέσεων με λευκές γυναίκες. Επιπλέον, η δημιουργία ευκαιριών πλουτισμού. Η απουσία οικονομικής επιτυχίας, σε συνδυασμό με ορισμένες κλιματικές και γεωγραφικές επιρροές (έλλειψη δυνατότητας επαφών με άλλους Ευρωπαίους, απουσία πνευματικών ερεθισμάτων, κλπ) οδηγούν εύκολα σε μια χαλάρωση της εσωτερικής ενέργειας και μια αίσθηση παραίτησης, όπως δείχνουν πολλά παραδείγματα στην κοινωνική ιστορία των πρώτων μπόερ. Κατά συνέπεια, η δημιουργία πνευματικών σχέσεων με την πατρίδα, με σχολεία, ιεραποστολές, βιβλιοθήκες και εφημερίδες, μπορεί να βοηθήσει να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος που απειλεί τους νέους κυρίως αποίκους.

Δεν είναι ακριβώς κάτι καινούριο: μεταπηδήσεις από τον ένα πολιτισμό στον άλλο ήταν ένα αρκετά συχνό φαινόμενο, ας θυμηθούμε τον Λέοντα τον Αφρικανό ή τον Ιμπραήμ Μουτεφερικά. Ακόμα και ο Κιμ του Κίπλινγκ είναι ίσως ένα παράδειγμα, ή η κατά κάποιο τρόπο παραβολή του Κιμ, ο Μόγλης (υπάρχει και ένα ακόμα διήγημα τέτοιου είδους, αλλά λιγότερο αισιόδοξο). Εκείνο που είναι διαφορετικό είναι η κατάπτωση. Κάπως έτσι θα έγραφε κανείς σήμερα, πιθανότατα σε γνωστά πρωταγωνιστικά έντυπα, όχι βέβαια για αυτόν που γίνεται Ευρωπαίος, αλλά για κάποιον που αποφασίζει να τσιγγανοποιηθεί, ξέρω γω. (Α, ναι: υπάρχει και η βερσιόν της κοινωνικής καφροποίησης).*

***

Βέβαια, για να είμαστε ακριβείς, οι Γερμανοί είχαν φροντίσει και για άλλους τρόπους αποφυγής του κινδύνου.

***

*Έχει ενδιαφέρον ότι όταν τυπώθηκε αυτό το «Αποικιακό λεξικό», η Γερμανία είχε ήδη χάσει (με τη συνθήκη των Βερσαλλιών) όλες τις αποικίες της.

**Η ίδια λέξη, στα γερμανικά (αλλά και στα αγγλικά), δηλώνει τον κίνδυνο να χάσει ένας ερευνητής (ανθρωπολόγος, ας πούμε, ή κοινωνικός επιστήμονας) τον εαυτό του, την αντικειμενικότητά του και την επιστημοσύνη του, από την πολλή συμμετοχική παρατήρηση. Εδώ είναι η επιστήμη η ανώτερη κουλτούρα.

Read Full Post »

Από την αρχή-αρχή αυτού δω του μπλογκ ήθελα να βάλω αυτό που ακολουθεί, μόνο που βαριόμουν την πληκτρολόγηση. Απόψε βαριέμαι να κάνω ο,τιδήποτε άλλο και έχω όρεξη για δοκιμιακά πράγματα, οπότε ορίστε. Όσες φορές ξαναδιαβάζω τον Τόμας Μαν, τρία πράγματα στην τέχνη του μου κάνουν πάντα εντύπωση: οι ερωτικές εξομολογήσεις· οι εμφανίσεις του διαβόλου· και οι θάνατοι. Ιδίως αυτοί εδώ οι θάνατοι, από τους Μπούντενμπρόκ (μετάφραση Τούλας Σιέτη, Αθήνα 1986), το πρώτο του μυθιστόρημα και ίσως το πιο ενιαία απολαυστικό: τρεις γενιές, μια παρακμή, τρεις θάνατοι. Είναι ένα είδος σαμσάρας και ίσως αυτός είναι ο λόγος που το θυμήθηκα, απ’ τον Σραόσα δηλαδή.

Στον πρώτο, η φύση σα να συμμετέχει. Ένας θάνατος είναι μια αφαίρεση απ’ το σύμπαν, ένα τράνταγμα στο φιλμ, μια χαρακιά στο βινύλιο: (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η κυρία Μαρία Χαραμή ζει στα σύνορα Ψυχικού και Φιλοθέης. Ίσως την ξέρετε, είναι αυτό που λέμε γαστρονόμος, εκφράζει δηλαδή -θα έλεγε κανείς- την ύψιστη τέχνη της αστικής κουλτούρας. Ως τυπικό δείγμα της επάρατης Μεταπολίτευσης, πέρασε λέει κι απ’ την Αριστερά· για την ακρίβεια λέει: Θυμάμαι παρατηρούσα τους συντρόφους μου στα κόμματα και στην Αριστερά να απογοητεύονται όλο και περισσότερο από την πολιτική και χωρίς κανένας να μου το πει σκέφτηκα ότι αυτό θα είναι το επόμενο κύμα. Μια στροφή στην ευζωία από τους ανθρώπους που μέχρι τότε έτρωγαν ό,τι να ‘ναι και όπου να ‘ναι. Αγαπά λέει την Αθήνα, αν και δεν περπατά[ει] πια, γιατί δεν μπορ[εί] όταν φορά[ει] τακούνια. Τα καινούργια πεζοδρόμια για την προστασία του τυφλού δημιούργησαν πολλούς ανάπηρους. Υπάρχει και ένα θέμα ασφάλειας. [Της] άρεσε πολύ να κάν[ει] τα ψώνια του σπιτιού στην Ομόνοια. Τώρα τα κάν[ει] τηλεφωνικώς.

Η κυρία Χαραμή, ως συντάκτρια του Βήματος, διατηρεί και ένα μπλογκ. Όπου διαβάζω ότι θέλει να ζήσει στην πατρίδα της:

Οι αντιδράσεις του κόσμου με ενδιαφέρουν περισσότερο από τις δικαστικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, στο πρόσφατο ειδεχθές έγκλημα με τον βιασμό του κοριτσιού στην Πάρο – που ακόμα βρίσκεται σε κώμα – με εντυπωσίασε το ξύλο που έριξε στον εικαζόμενο δράστη, ο ντελιβεράς που του πήγε το φαγητό.

Μακριά από εμένα οποιαδήποτε συναίνεση στην αυτοδικία, αλλά κάποιες  αυθόρμητες ενέργειες δείχνουν ότι τα αντανακλαστικά των απλών ανθρώπων παραμένουν ζωντανά. Μήπως τώρα λοιπόν, παρουσιάζεται μια λαμπρή ευκαιρία να λυθεί το ζήτημα των παράνομων μεταναστών; Μήπως η νέα μας κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει το κύμα της λαϊκής οργής;

Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί κουβαλούν τελείως διαφορετικές κουλτούρες από την δική μας. Και ο συνδυασμός με την αναπόφευκτη ανέχεια είναι εκρηκτικός. Με δραστικά μέτρα, να η ευκαιρία να τους στείλουμε πίσω στις πατρίδες τους. Ούτε στα φανάρια, ούτε σε ειδικά στρατόπεδα.

Μακριά από εμάς οι χρυσαυγίτες. Μα εξίσου δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε με το ΚΚΕ. Όχι και να μας σκοτώνουν και εμείς να παριστάνουμε τους ανθρωπιστές. Θέλω να ζήσω, στην πατρίδα μου.

Η κυρία Χαραμή είναι ο τέλειος οργανικός διανοούμενος. Καβάλησε το κύμα της ευζωίας και πρόσφατα το κύμα του οι δημόσιοι υπάλληλοι τα φάγανε· τώρα καβαλά το κύμα της λαϊκής οργής. Δεν μπορεί να συνεννοηθεί με το ΚΚΕ (ω μον ντιε), εξίσου (εξίσου!) και με τους χρυσαυγίτες, μακριά από μας -αυτοί οι τελευταίοι όμως ίσως θα μπορούσαν να κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Μετά τους μετανάστες ίσως πάρουν σειρά και οι τυφλοί, για να ξηλωθούν επιτέλους τα καινούρια πεζοδρόμια και να μπορέσει να ξαναπερπατήσει στην Αθήνα με τακούνια.

Η κυρία Χαραμή θα συνεχίσει με ήρεμη λεπτότητα να προτείνει συνταγές με ελληνικό κεμπάπ και κουσκούς, μπορεί να τρώει και σε κανένα ινδικό διότι η αστική κουλτούρα όλα τα χωρεί, ακόμα και τις τελείως διαφορετικές κουλτούρες. Εξ ου και η έκφραση Ξένιος Ζευς: και ο φασισμός είναι ευπρόσδεκτος όταν τον χρειαστούμε. (Όπως στους Καταραμένους του Βισκόντι, αν και εκεί… χμμ… ναι, στο τέλος οι ναζί καταπίνουν τους αστούς· αλλά ταινία ήτανε, οι Κρουπ δεν έπαθαν τίποτα στην πραγματικότητα).

Η κυρία Χαραμή… ο Δύτης δεν έχει τι άλλο να γράψει, διότι η κυρία Χαραμή τα είπε όλα. Αφού η πολιτική αντικαταστάθηκε με την ευζωία, ήρθε τώρα και η σειρά της λαϊκής οργήςΜετά είκοσι έτη, έγραφα; Ούτε είκοσι μήνες δεν πέρασαν, και ήδη τα (πώς τα είπαμε;) άκρα εισβάλλουν στο πλοίο της γραμμής, ενώ τα μέσα, κάπως πιο συντεταγμένα, περιμένουν στο σταθμό το τραίνο με τους μελαμψούς. Πόσο πιο εύγλωττα να τα πω από τον εικαζόμενο ομοτράπεζο της κυρίας Χαραμή: Υπάρχει ανυπομονησία από μεγάλη μερίδα του κόσμου, να ξαναδεί την πόλη να λειτουργεί «όπως παλιά», όσο και αν όλοι γνωρίζουμε ότι όλα πλέον είναι «αλλιώς».

Κυρία Χαραμή, δεν θέλω να ζήσω στην πατρίδα σας.

Read Full Post »

Έγραφα τις προάλλες για Το αυγό του φιδιού, μια μη-μπεργκμανική ταινία του Μπέργκμαν που μιλά, κατά κάποιο τρόπο, για πειραματισμούς πάνω στη συμπεριφορά του ανθρώπου σε ακραίες καταστάσεις. Όσο και αν είναι τραγικά επίκαιρη, δεν θέλω να μιλήσω για αυτό τώρα. Το 1969 ο αργεντινός σκηνοθέτης Ούγο Σαντιάγκο γύρισε μια ταινία σε σενάριο του Μπόρχες και του Μπιόι Κασάρες, την Εισβολή. Μπορείτε να τη δείτε εδώ, σε δώδεκα κομμάτια (πληροφοριακό υλικό εδώ και εδώ, επίσης). Είναι μια πόλη, ένα ονειρικό σχεδόν Μπουένος Άιρες που δεν είναι το Μπουένος Άιρες – είναι μια εισβολή που κάποιοι (ποιοι;) ετοιμάζουν (γιατί;) – είναι μια χούφτα άνθρωποι, πέντε ή έξι, που με την καθοδήγηση ενός γέρου προσπαθούν να τους εμποδίσουν – είναι ότι ξέρουν ότι ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε – είναι ότι οι υπόλοιποι (όλοι δηλαδή) οι κάτοικοι της πόλης αγνοούν εντελώς το τι συμβαίνει, την απειλή, τον ηρωισμό –

Ε να, κάπως έτσι αισθάνομαι αυτό τον καιρό. Θυμάμαι μια παλιά κουβέντα, όπου ισχυριζόμουν ότι όσο και να είναι προδιαγεγραμμένη η καταστροφή υπάρχουν, όπως έλεγε εκείνος ο παλιός εβραϊκός μύθος (ή, αντίστοιχα, κάποιες δοξασίες δερβίσηδων), οι πέντε δίκαιοι που σώζουν τον κόσμο: είναι οι φίλοι μας, το αλάτι της γης. Δεν ξέρω πού αλλού μπορεί να στραφεί κανείς αυτή τη στιγμή· ή μάλλον ξέρω, αλλά δεν ελπίζω. Και όπως ο γέρος της ταινίας, νιώθω σα να μιλάω με ένα μαύρο γάτο περιμένοντας το τέλος του κόσμου μας.

Η μιλόνγκα που ακολουθεί, σε στίχους του Μπόρχες (εδώ:ο Μανουέλ Φλόρες πρόκειται να πεθάνει […] να πεθαίνεις, σημαίνει πως έχεις γεννηθεί) είναι του μεγάλου Ανίβαλ Τρόιλο. Βλέπετε τους φίλους, που σε λίγο πρόκειται να πεθάνουν, με πρώτο τον τραγουδιστή:

Αλλά θέλω να τελειώσω με κάτι πιο, ας πούμε, αισιόδοξο, μια και όπως ξέρετε είμαι χαρούμενος άνθρωπος. Ε, ορίστε λοιπόν, το βυτίο μας θυμίζει τη μητρική γλώσσα: εδώ.

(κατά τα άλλα, δεν ξέρω αν έχω να προσθέσω κάτι σε όσα έλεγα εδώ και εδώ)

Read Full Post »

Η τρίτη ταινία

Με έβαλαν στην πρίζα, πιεστικά μάλιστα, ο Sraosha και το Βυτίο να γράψω τη δεκάδα μου των αγαπημένων ταινιών. Είπα όχι. Πιέστηκα να απαντήσω. Ξανάπα ένα ψεύτικο όχι δίνοντας μια λίστα και διάφορες άλλες γνώμες (ξανά στο λινκ του Βυτίου). Γιατί, τι να πρωτοπιάσεις, τέλος πάντων οι λίστες είναι ένα παιχνίδι ευχάριστο αλλά επικίνδυνο, θα το δείτε στο λινκ (ήδη παιδευτήκαμε με τα ελάσσονα)· τουλάχιστον να μπορούσα να γράψω σαν τον κ.κ.μοίρη, δεν μπορώ όμως, όχι με τις δικές μου ταινίες. Αλλά, είμαι αδύναμος χαρακτήρας και λέω να υποκύψω. Πιάνω τις τρεις πρώτες, όχι αναγκαστικά τα τρία αριστουργήματα, τουλάχιστον τις ταινίες που εμένα σημάδεψαν, όμως για τις δύο έχω ήδη μιλήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο: το Ζυλ και Τζιμ του Τρυφώ, και το Οχτώμισυ (μαζί με όλον το Φελίνι). Μένει η τρίτη, σημαδιακά, ο Τρίτος Άνθρωπος, του Κάρολ Ριντ και όχι του Όρσον Ουέλς όπως όλοι νομίζουν, συν τοις άλλοις γιατί παίζει ο ίδιος και οι δυο μόνιμοι συνεργάτες του. Ορίστε λοιπόν, εξαναγκάζομαι να μιλήσω για την ταινία που πρωτόδα στα δεκάξι μου και που έχω δει από τότε καμιά εικοσαριά φορές χωρίς ποτέ να κουραστώ (όσες περίπου και η Εντίθ Πιαφ, διαβάζω). Και έτσι, παράλληλα, με ένα tour-de-force (που λέμε εμείς οι εστέτ) υποκύπτω μη υποκύπτοντας, και όχι, δεν θα γράψω για δέκα αγαπημένες ταινίες, στατιστικώ τω τρόπω θα γράψω για μια, την πιο πολυσύχναστη στα μάτια μου.

Συμβουλεύω θερμά, πριν συνεχίσετε την ανάγνωση, να αφιερώσετε δυο ώρες παρά ένα τέταρτο για να δείτε πρώτα την ταινία, αν δεν την έχετε δει ήδη. Μετά συνεχίζουμε.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Τελειώνοντας τις προάλλες το πρώτο μυθιστόρημα του Τζων Λε Καρέ, την Τελευταία κλήση (Call for the Dead), μου ήρθε ξαφνικά η ανάμνηση της ταινίας (A Deadly Affair) που είχε γυριστεί το 1966 και που είχα δει παλιά, πολύ παλιά στην τηλεόραση, με τον Τζέιμς Μέισον και τον Μαξιμίλιαν Σελ και, όπως έμαθα ψάχνοντας (ντρέπομαι αλλά δεν τη θυμόμουν) τη Σιμόν Σινιορέ. Και έτσι μου ήρθε η ιδέα να κάνω ένα μικρό κατάλογο των ταινιών που είχα δει κάποτε και που μάλλον δεν πρόκειται να ξαναδώ -ή τουλάχιστον, δεν έχω βάσιμες ελπίδες να ξαναδώ. Όπως:

1. Αυτή που είπα

2. «Ο θάνατος στον κήπο«, πάλι με τη Σινιορέ, πολύ νέα, της μεξικανικής περιόδου του Μπουνιουέλ.

3. Την κλασική αγγλική περιπέτεια Μούνφλιτ, με λαθρέμπορους και θησαυρούς του 18ου αιώνα, γυρισμένη από τον Φριτς Λανγκ

4. Ένα μυστήριο κινούμενο σχέδιο, ασπρόμαυρο ίσως, με έναν σουρεαλιστικό (με την κυριολεκτική έννοια, εννοώ του υπερρεαλισμού τέλος πάντων) διάπλου του Ατλαντικού, περνώντας από το ναυάγιο του Τιτανικού, μια εξέδρα στη μέση του ωκεανού όπου χόρευαν σκελετοί, και στο τέλος, τη μεταμόρφωση ενός ανθρώπου σε γλάρο μέσα στη βάρκα.

5. Το Παραμύθι του τσάρου Σαλτάν, του Πούσκιν. Έγχρωμη σοβιετική ταινία του ’66, στυλ Το πέτρινο λουλούδι (και αυτό στη λίστα): το είχα δει πιτσιρικάς στην Αλκυονίδα.

6. Ένα σπάνιο νουάρ (The Two Mrs. Carrolls) με τον Μπόγκαρτ να κάνει τον ζωγράφο που σκοτώνει τη γυναίκα του.

7. Ξανά Σινιορέ: Η χρυσή κάσκα (La casque d’or)

8. Η ταινιούλα (Boom Town) με τον Κλαρκ Γκέιμπλ και τον Σπένσερ Τρέισυ που είχα αναφέρει ξανά εδώ.

Και πάει λέγοντας (όπως μια γαλλική ταινία με κινούμενα σχέδια σε σενάριο του Πρεβέρ, π.χ.). Καμία τους δεν είναι το παραγνωρισμένο αριστούργημα, είναι περισσότερο παιδικές μνήμες, αν και κάποιες τις είδα πιο μεγάλος. Θυμάμαι περισσότερο το γενικό τους κλίμα, τα χρώματά τους (όταν είχαν), για κάποιο λόγο θυμάμαι πού ακριβώς και, σχεδόν, πότε είχα δει καθεμιά τους. Ίσως αυτό που νοσταλγώ δεν είναι οι ταινίες καθαυτές, είναι η εποχή που μπορούσες να πετύχεις τέτοιες ταινίες, είτε στην τηλεόραση, είτε στο σινεμά.

Και εδώ σταματώ μια και δεν ξέρω τι άλλο να προσθέσω: ήθελα μόνο να φτιάξω τη λίστα μου, μνημείο ες αεί και κυρίως για να βοηθήσω τη δική μου μνήμη. Θυμήθηκα όμως ένα στίχο που είχα γράψει, τότε που έγραφα στίχους:

αναρριγώντας με τις παλιές ελάσσονες ταινίες

(και θυμάμαι ότι τότε μόλις είχα δει τον αρ. 3 της λίστας, ένα καλοκαιρινό απόγευμα γύρω στο ’92 στη Θεσσαλονίκη).

edit: για τους αρ. 4 και 6, δείτε στα σχόλια: ο Stazybo Horn έκανε το θαύμα του. Όσον για τον αρ. 5, το έκανα εγώ -ή τέλος πάντων, το YouTube.

Read Full Post »

Φαγώθηκε όλη η Ελλάδα να δει και να μιλήσει για το Inception, πήγα τόδα κι εγώ. Ντάξει, το πρώτο μέρος είχε κάποιο ενδιαφέρον, το δεύτερο μού θύμισε πολύ την εναρκτήρια σκηνή ενός Τζέιμς Μποντ με τους χιονοδρόμους, αδύνατον να καταλάβω γιατί υποτίθεται ότι ήταν τόσο δύσκολο να παρακολουθήσεις την υπόθεση, αλλά φαίνεται ότι έχουν πέσει πολύ τα στάνταρ για το τι είναι δύσκολο και τι εύληπτο για τον κοινό νου. Επίσης, δεν τη βρήκα πολύ πρωτότυπη: λίγο από Μπλέιντ Ράνερ, λίγο από Νευρομάντη, λίγο από την πεταλούδα του Κινέζου που δεν ήξερε ποιος ονειρεύτηκε τι. Τέλος πάντων, δεν μου έκανε πολλή εντύπωση, δεν ξέρω γιατί τόσος ντόρος, ας είναι.

Εκείνο, ωστόσο, που μου έκανε εντύπωση -όχι ότι με εξέπληξε, απλά το σκεφτόμουν συνέχεια όσο περίμενα να τελειώσει το έργο- είναι το πόσο συντηρητική έχει γίνει η ιδέα περί υποσυνειδήτου στο σύγχρονο σινεμά. Θέλω να πω, εξακολουθούν να υπάρχουν τα κρυμμένα μυστικά στο βάθος του μυαλού, αλλά δεν είναι παρά -ω της προόδου, ω του βάθους- επιχειρηματικά σχέδια ύπουλης επέκτασης. Αντίθετα, τίποτε δεν ταράζει το μονογαμικό, δυνάμει ευτυχισμένο ζεύγος, εν ανάγκη με τα παιδιά ως υποκατάστατο. Πού η εποχή που ο Φελίνι έδειχνε τον Γκουΐντο να ονειρεύεται χαρέμια ή θάνατο. Τελικά, κανείς δεν καταλαβαίνει γιατί το υποσυνείδητο είναι κάτι επικίνδυνο -ίσως γιατί θεωρείται (όπως διαβάζω σε ένα ωραίο βιβλίο του Μάρσαλ Σάλινς) βάση κάθε νόμιμης καπιταλιστικής επιδίωξης, ίσως γιατί κάθε τι δραματικό πρέπει να εξοριστεί.

Τουλάχιστον, τώρα, έχουμε τόσο εξοικειωθεί με την εικόνα και το ψεύδος που δεν χρειάζεται να γυρίζονται ασπρόμαυρα τα όνειρα σε έγχρωμες ταινίες, όπως -λέει ο Φελίνι- ήθελαν οι παραγωγοί να βγει στα σινεμά το Οχτώμισυ. Κάτι είναι κι αυτό, από μια άποψη.

Read Full Post »

Ζέστη, προθεσμίες, συμφορές -δελτία των οχτώ, όλοι φταίμε, δεν φταίμε όλοι, οι δημοσιογράφοι επιτελούν το κοινωνικό τους έργο βρίζοντας τους δασκάλους, ή τους σιδηροδρομικούς, ο ιδρώτας στάζει από το μέτωπο, προσπαθώ να δω ένα παλιό νουάρ με το Ρόμπερτ Μίτσαμ και όλα τα κλασικά εξωτικά των θαλασσών του Νότου, το κανάλι της τηλεόρασης έχει χιόνια, ξανά ζέστη, ξανά βρισίδι, οι προθεσμίες δεν περιμένουν και η δουλειά έχει γίνει κάτι το ανυπόφορο, ξανά, ξανά, ξανά.

Αυτή τη στιγμή, με σώζει η μουσική του Νίνο Ρότα που ακούω από μια κασέτα ηλικίας περίπου είκοσι ετών. Ο αγαπημένος μου Φεντερίκο. Μερικές φορές, που η διάθεσή μου πλησιάζει τις τελευταίες σκηνές του Καζανόβα, σκέφτομαι κάτι σαν κι αυτό, έτσι που το καλοκαίρι τελειώνει (στο χαμό του οδηγημένο, και το ξέρει):

 Αλλά όχι, όχι, δεν πρέπει να μείνεις εκεί, με τίποτα σ’ αυτή την όχθη όπου σε τραβολογάνε οι ημίνεκροι γλεντζέδες, με τίποτα να σηκώσεις τα χέρια σαν τον Μαρτσέλο. Πρέπει να ξαναρχίσουν όλα απ’ την αρχή, πρέπει να βρεις το κοριτσάκι δίπλα στην πρωινή θάλασσα, πρέπει έτσι να τους ξαναβρείς όλους, παλιούς και καινούριους, πρέπει να έρθουν οι μάγοι στη σκηνή μπας και γλυτώσεις από αυτό το διάχυτο θάνατο. Έτσι, δηλαδή:

Read Full Post »

Διαβάζω στις σημερινές εφημερίδες την επιφυλλίδα του Ρούσσου Βρανά [τον οποίο πραγματικά συμπαθώ α) γιατί μ’ αρέσει η γραφή του, β) γιατί ξεκίνησε ως μεταφραστής του Ιουλίου Βερν, γ) γιατί έχει ωραίο μουστάκι] και μου κινεί το ενδιαφέρον γιατί γράφει περί Μάλερ. Στην πραγματικότητα, συνοψίζει το σχετικό άρθρο ενός βρετανού μουσικοκριτικού σε μια εφημερίδα της Αυστραλίας (το οποίο εντόπισα και ανέβασε τις μετοχές των αυστραλιανών εφημερίδων, με τις οποίες δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ασχοληθώ). Το ερώτημα που τίθεται στα άρθρα είναι το εξής: Γιατί ο Μάλερ; «Τι έχει αυτός που δεν το έχουν οι άλλοι σύγχρονοί του;», αναρωτιέται ο μουσικοκριτικός Νόρμαν Λεμπρέχτ στην εφημερίδα «Οστρέλιαν». «Γιατί μας αγγίζει τόσο άμεσα, όσο δεν μας άγγιξε ποτέ ένας Στράους, ένας Σιμπέλιους, ένας Ραχμάνινοφ;». Εύλογη και ενδιαφέρουσα ερώτηση (διανθίζεται με γεγονότα και ονόματα όπως, Χάρυ Πότερ ή Μιχαήλ Γκορμπατσόφ· στην Ελλάδα νομίζω αυτό τον καιρό κάπου ετοιμάζεται και μια παράσταση για την περίφημη γυναίκα του, την Άλμα Μάλερ, για την οποία είχε γράψει ένα πολύ ωραίο τραγούδι ο Χατζιδάκις και την οποία, ωστόσο, ο Ελίας Κανέττι περιγράφει ως μια μάλλον τερατώδη οντότητα).

Να όμως τι απομονώνει η ελληνική μετάφραση ως απάντηση (περισσότερα…)

Read Full Post »

Older Posts »