Φτάνεις αρχικά σε ένα χωριό, μεσαιωνικό με τα όλα του, με αμπέλια, πύργο με ρολόι, πύργο οχυρωματικό, πλατεία στη μέση και σπίτια ζωγραφισμένα. Φοβερή ερημιά κατά τα άλλα, μέχρι που συνειδητοποιείς ότι αυτό που νόμιζες κωμόπολη είναι ένα απλό χωριό, απλά έχεις συνηθίσει να ταυτίζεις το χωριό με τα ελληνικά συμφραζόμενα και να θεωρείς γνωρίσματα των πόλεων ορισμένα κεντροευρωπαϊκά αρχιτεκτονικά ή πολεοδομικά χαρακτηριστικά: το αιώνιο κόμπλεξ της ευρωπαϊκής περιφέρειας δηλαδή.
Μέχρι που σου λέει ο Αυστριακός «εμείς δεν είμαστε σαν τους Γερμανούς (περισσότερα…)
Μια τέτοια Κυριακή που η μικρή πόλη μουλιάζει ευχάριστα στη βροχή προσφέρεται για την ιστορία ενός τραγουδιού, και ενός αστικού μύθου. Ο μύθος στην πλήρη του μορφή:
Το Δεκέμβρη του ’32, λέει, ο Ούγγρος πιανίστας Resző Seress προσπαθούσε με μεγάλη αποτυχία να κάνει καριέρα ως τραγουδοποιός στο Παρίσι. Βουτηγμένος στη φτώχεια, χωρίς σταθερή δουλειά, ένα βράδυ δέχτηκε και το τελειωτικό χτύπημα καθώς η αρραβωνιαστικιά του τον άφησε. Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή, με βροχές και σύννεφα· ο Σέρες έκατσε λέει στο πιάνο και σχεδόν αυτόματα έγραψε αυτό το τραγούδι, που πολύ πιθανόν να το έχετε ακούσει σε κάποια από τις αναρίθμητες διασκευές του. Λεγόταν Szomorú vasárnap, αλλά μάλλον θα το ξέρετε ως Gloomy Sunday:
Σύντομα (μετά την αναπόφευκτα αποτυχημένη πρώτη προσπάθεια), ένας εκδότης δέχτηκε να το βγάλει και σύντομα το τραγούδι έγινε γκραν σουξέ. Όχι όμως για καλό, όπως φαίνεται, μια και σημαδεύτηκε, λέει, από μια αλληλουχία θλιβερών όσο και απίστευτων γεγονότων. Ένας νεαρός στο Βερολίνο το έκανε παραγγελιά, και μετά γύρισε σπίτι και αυτοκτόνησε αφού «παραπονέθηκε στους δικούς του ότι του είχε κολλήσει στο μυαλό ένα νέο τραγούδι που πολύ τον κατάθλιβε». Μια βδομάδα αργότερα, πάλι στο Βερολίνο, μια νεαρή πωλήτρια κρεμάστηκε, έχοντας στην κρεβατοκάμαρά της ένα αντίτυπο των στίχων του τραγουδιού. Δυο μέρες μετά, μια κοπέλα αυτοκτόνησε με γκάζι στη Νέα Υόρκη· ζήτησε να παίξουν στην κηδεία της το Gloomy Sunday. ΄Ενας 82χρονος νεοϋορκέζος πήδηξε από το παράθυρο, αφού το έπαιξε στο πιάνο· ένας έφηβος στη Ρώμη, από μια γέφυρα. Μια γυναίκα στο Λονδίνο· τέλος, η ίδια η αρραβωνιαστικιά του καημένου του Σέρες, ο οποίος μόλις της είχε γράψει ζητώντας να συμφιλιωθούν.
Όλα αυτά, βέβαια, φαίνεται να ήταν μάλλον ένα είδος promotion του τραγουδιού από την εταιρεία διανομής. Εκείνο που δεν είναι μύθος, είναι ότι ο ίδιος ο Σέρες αυτοκτόνησε, το 1968, επιστέγασμα μιας μάλλον θλιβερής ζωής.
Καλύτερα (και ασφαλέστερα) να ακούμε το τραγούδι όπως το ηχογράφησε η Μπίλι Χόλιντεϊ το 1941 -εδώ, ίσως λόγω της φήμης του άσματος, κρίθηκε σκόπιμο να προστεθεί μια στροφή, ότι δηλαδή όλες οι συμφορές που περιγράφονται ήταν στην πραγματικότητα ένα όνειρο:
*
Εδώ που τα λέμε, δεν είναι και κανένα τόσο σπουδαίο τραγούδι. Αν διάλεγα εγώ κάποιο κομμάτι στη θέση του, θα ήταν πιθανότατα εκείνο το αντατζιέτο του Μάλερ, ή αυτό εδώ από το Μάρκο (αν και, τελικά, είναι του Ζαμπέτα). Η ιστορία ωστόσο, όσο κι αν είναι ψεύτικη, έχει κάτι το, πώς να πω, κεντροευρωπαϊκό και μεσοπολεμικό που μου κίνησε το ενδιαφέρον. Και κάτι το παραμυθένιο· σαν εκείνη την παλιά ιστορία με το ανέκδοτο που όποιος τ’ άκουγε πέθαινε κυριολεκτικά από τα γέλια. Εντάξει, δεν περιμένω να γελάσετε με την ιστορία του καημένου του Σέρες, αλλά ελπίζω να μην αυτοκτονήσετε κιόλας. Άλλωστε, εδώ δεν είναι Μεσευρώπη· εδώ είναι Μπαλκάνια. Παίξε γέλασε δηλαδή.
(με τις ευχαριστίες μου στη Ροδιά για την έμπνευση)