Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Λένα Πλάτωνος’

Αν δεν περνούσα από ένα αεροδρόμιο δεν θα έπαιρνα χαμπάρι ότι, σχεδόν αμέσως μετά την περιώνυμη συναυλία, η Λένα Πλάτωνος έβγαλε το σιντί του Καβάφη. Ότι το περίμενα, δεν είναι μυστικό για όσους με ξέρετε. Το ακούω τώρα τρίτη φορά και προσπαθώ να βγάλω το συμπέρασμά μου.

Η πρώτη μου εντύπωση από τα διάφορα κλιπάκια που είχαν κυκλοφορήσει είναι ότι θύμιζε τον αξεπέραστο Καρυωτάκη. Κι αυτό μ’ άρεσε. Και πράγματι, πρέπει να πω, τα τρία πρώτα κομμάτια έχουν κάτι από εκείνη που θα ονόμαζα αβίαστα την καλύτερη μελοποίηση ποίησης που έγινε ποτέ -στην Ελλάδα τουλάχιστον. Τα τελευταία επίσης, κάπως. Η μέση του σιντί, πάλι, ακολουθεί ας πούμε τη γραμμή «Ημερολόγια»: παναπεί, κιθάρες και μπιτάκια και ηλεκτρονικά τοπία τοποθετημένα με ευφυία μεν, αλλά κάτι μου λείπει. Νομίζω κατάλαβα τι.

Αντίθετα με τον Καρυωτάκη, ή το Σαμποτάζ, ή τις Μάσκες Ηλίου και το Γκάλοπ, ο Καβάφης αυτός δεν τραγουδιέται. Μοιάζει με απαγγελία σε ένα ιδιοφυές ενίοτε μουσικό χαλί -κι είναι κρίμα, γιατί ο Χατζιδάκις με τις Μέρες του 1903 (πιθανόν το καλύτερο κομμάτι του «Μεγάλου Ερωτικού») έδειξε πως ο Καβάφης μπορεί να τραγουδηθεί. Τα καλύτερα κομμάτια της Πλάτωνος, ακόμα και όταν βασίζονται στις ακροβατικές φωνητικές ικανότητες του Παλαμίδα ή της Γιαννάτου, μπορούν να τραγουδηθούν επίσης -ή, αν όχι, δημιουργούν μια επιθυμία για τραγούδι· θέλω να πω, έστω αυτό που επιχειρεί κανείς όταν ακούει μόνος του κάτι που του αρέσει. Κάτι είχε γράψει ο Χατζιδάκις επ’ αυτού, που δεν μπορώ να ψάξω τώρα.

Θα μου πεις, θα ήθελες να είχε κολλήσει η Πλάτωνος στη λεγόμενη μανιέρα της που τόσο φώτισε τη δύσθυμη δεκαετία του ’80; Θα απαντήσω, ναι, θα ήθελα να είχε μείνει στη μανιέρα της. Όπως τόσοι και τόσοι άλλοι μεγάλοι –δική της μανιέρα ήταν, γιατί να μην κολλήσει; Γιατί να μην μπορέσουμε ούτε τώρα, εκατό χρόνια μετά, να τραγουδήσουμε Καβάφη;

Α, ωστόσο, για να μην παρεξηγούμαι, είναι καλός δίσκος, και μάλιστα όσο τον ακούω τόσο περισσότερο μ’ αρέσει. Ακούστε αυτό ας πούμε:

Advertisement

Read Full Post »

Οι ισορροπιστές

αλλήλων τα βάρη βαστάζοντες

-η ιδεώδης κοινωνία-

καταχειροκροτείται

στο τσίρκο

.

.

.

(ήθελα να το αφήσω έτσι, αλλά ένα σαράκι με σπρώχνει να αντιγράψω από τον Old Boy αυτήν εδώ τη φράση: Πριν τον εγκλωβισμό δεν ήταν παρά εργάτες, πριν τον εγκλωβισμό τα αιτήματά τους για αρτιότερες συνθήκες ασφαλείας ή για υψηλότερους μισθούς θα αντιμετωπίζονταν στο πλαίσιο του γενικότερου πανανθρώπινου ανταγωνισμού που έχει την ευφημιστική ονομασία πολιτική. Μετά τον εγκλωβισμό οι ως χθες ίσως και ταξικά απόβλητες ζωές τους μετατράπηκαν στο πολυτιμότερο αγαθό: μέχρι φυσικά να ανασυρθούν στην επιφάνεια της γης, μέχρι να επιστρέψουν στον κοινό ανταγωνισμό. Καθώς και ένα δικό μου σχόλιο: Απορώ πώς κανείς δεν έχει μετρήσει ακόμα «πόσα νοσοκομεία θα χτίζονταν με τα έξοδα διάσωσης των τριαντατόσων ανθρακωρύχων». Είμαστε ακόμα πολύ πίσω, τελικά. Όταν συγκρίνεται -όπως θα ακούσατε- το κόστος του θεραπευτικού υποδήματος με το κόστος του ακρωτηριασμού, η ανθρώπινη ζωή είναι μόνον ένα ταμπού προς κατάρριψη. Αλλά φοβάμαι ότι καταστρέφω το ποστ φλυαρώντας, ενώ τα πράγματα ίσως είναι απλά, δηλαδή: μόνο στο τσίρκο. Ή στην υπόγεια ζωή)

Read Full Post »

Δεν ξέρω τι να πρωτοσχολιάσω σε τούτη την είδηση (και εδώ, όπου εμφανίζεται και ένα μυστηριώδες Μίλκι Ουέι): εν ολίγοις, ένας μεταπτυχιακός φοιτητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Γουόργουικ έφτιαξε μια εξίσωση προκειμένου να εξηγήσει «γιατί επί τρία χρόνια αναζητούσε τον έρωτα χωρίς να τον βρει ξεκινώντας από την προϋπόθεση ότι το πρόβλημα δεν ήταν συναισθηματικής φύσης αλλά καθαρά μαθηματικής». Η εξίσωση (παιδιαριώδης, ακόμα και για τα δικά μου στοιχειώδη μαθηματικά) βασίζεται στο ζητούμενο «γυναίκα, μεταξύ 24 και 34 χρόνων, ελκυστική, πτυχιούχος, κάτοικος Λονδίνου» και έχει την απλή μορφή ν=[πληθυσμός της Αγγλίας]x[ποσοστό γυναικών]x[ποσοστό πτυχιούχων]…, εξάγοντας τον αριθμό των γυναικών οι οποίες συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Να σχολιάσω τα περιβόητα βρετανικά πανεπιστήμια; Άστο καλύτερα· κάποιο πικρόχολο σχόλιο για τους οικονομικούς αναλυτές και τις περισπούδαστες αναλύσεις τους; Μπα, όχι· το πώς γεμίζουν οι στήλες των εφημερίδων; Ουφ -στο κάτω κάτω, τα σχόλια των αναγνωστών από κάτω με καλύπτουν.

Σκέφτηκα όμως να πω δυο λόγια για την εξορία του δράματος. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Καθώς άνοιγε ο αδερφός μου το δώρο που του διάλεξα για την πρωτοχρονιά, πιάσαμε κουβέντα για τους Μπητλς για κάποιο λόγο. Σκέφτομαι τελευταία πώς θα ήταν να ζει κανείς εκεί γύρω στο ’66 και μετά, να ακούει μετά το Rubber Soul το Revolver και να παθαίνει, να λέει «δεν είναι δυνατόν, τι άλλο μπορούν να κάνουν τώρα οι άνθρωποι;», μετά από κάτι μήνες, μπαίνοντας το ’67 να βγαίνει το σινγκλάκι με το Strawberry Fields και μέχρι να το χωνέψεις νάσου και το Sgt. Pepper. Δεν είναι απίστευτο; Πάνω στην κουβέντα κάνει η μητέρα μου, και με το δίκιο της: «το ίδιο συνέβαινε τότε και με τον Σαββόπουλο». Λέει ο αδερφός μου (ενώ παλεύει να ανοίξει το φακελάκι του δώρου): «Και τώρα καμία σχέση… ούτε με τον Παπακωνσταντίνου -σου άρεσε αλήθεια ο Σαμάνος;- ούτε με τους Χειμερινούς τελευταία, όλο τα ίδια απόνερα…» κι εγώ δαγκώνομαι γιατί το δώρο είναι ο τελευταίος των Χειμερινών, τα 23 κόκκινα φώτα. Κάνω ένα «ε, οι Χειμερινοί, δεν ξέρω, είσαι σίγουρος;», πάει να πει εκείνος «ε ναι, τα τελευταία τους όσο νάναι… ωχ!», το δώρο άνοιξε. Το μπαλώσαμε βέβαια, δεν το είχε ακούσει και ακόμα δεν τόχει γιατί το σιντί βγήκε ελαττωματικό. Προχθές είχα την ίδια κουβέντα με τον φίλο μου τον Κοσμά: όχι πια τι υπάρχει -τι μπορεί να υπάρξει σήμερα τόσο πραγματικά, συγκλονιστικά καλό στην ελληνική μουσική όσο ήταν ο Χατζιδάκις (πάντα), ο Σαββόπουλος το ’70 ή η Πλάτωνος και οι Χειμερινοί το ’80. Τίποτα· ο Βραχνός Προφήτης; πάει πέρασε, και η Βροχή από κάτω δεν είχε συνέχεια. Τα 23 κόκκινα φώτα ακούγονται όμορφα, όπως ήταν και οι προηγούμενοι δίσκοι των Χειμερινών (ένα ωραίο χαρακτηριστικό κομμάτι που μούχει κολλήσει μπορείτε να ακούσετε εδώ), αλλά όντως είναι μια απ’ τα ίδια, απόνερα των παλιών δίσκων. Επιστροφή στην τριλογία Χειμερινοί κολυμβητές, Από το πάρκο στη Μυροβόλο, Δακοκτόνοι, λοιπόν. [Σημείωση δυο βδομάδες μετά: Όσο ακούω τον καινούριο δίσκο αλλάζω γνώμη, ωστόσο· το έγραψα και σε ένα σχόλιο: είναι εξαιρετικός]

Προσπαθώ σκληρά να μην πέφτω στη λούμπα του προσεχώς σαραντάρη, που βρίσκει κλασικά πως τίποτε πια δεν είναι όπως στην εποχή του. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Ίσως αναρωτιέται κάποιος αναγνώστης αν ο Δύτης, από τις πολλές βουτιές στον προσωπικό του νιπτήρα, αδιαφορεί πλήρως για τις επερχόμενες συγκλονιστικές εξελίξεις. Τις εκλογές, λέω, και μη γελάτε. Η αλήθεια είναι ότι είχα σκεφτεί μια εκλογική ανάρτηση φτιαγμένη από στίχους του Σαββόπουλου -προσπάθησα κιόλας, αλλά δεν μου πολυέβγαινε. Θα μπορούσα απλά να παραθέτω στίχους επ’ αόριστον, και να είναι πάντα μέσα στο θέμα. Έτσι κι αλλιώς, η πολιτική μου θέση είναι γνωστή και επιστημονικώς τεκμηριωμένη: κόρη έχω, είπαμε.

Ξέρω ότι δεν πρόκειται να γλυτώσουμε -δεν θα γλυτώσουμε ποτέ- από τον μέγα τράγο / τον πρωταγωνιστή / μ’ ένα πριόνι, αυτόν που φοράει τενεκεδένιο στέμμα / κι ένα ζευγάρι παρωπίδες / ραντίζει με αίμα / τις πέτρινες κερκίδες /κάνοντας το τοπίο να μεγαλώνει. Και η αντίδραση που μου έρχεται, τώρα που έχω πια μεγαλώσει κι εγώ, είναι δυστυχώς η αντίδραση όλων:

στους δρόμους στρατιώτες τραγουδάνε / κλείδωσε την πόρτα και στάσου στη σκιά.

Ίσως ο κόσμος δεν έχει τίποτε να χάσει / και τίποτε να βρει. Ίσως όχι. Κλειδώνω την πόρτα, στέκομαι στη σκιά και πραγμάτωση δεν υπάρχει: δίχως το δικό μου δώρο είναι στείρα και μουγγή. Και ο ουρανός -είν’ ένας νόμος αδειανός. Ποιος κερδίζει; Σ’ αυτό απαντά η Λένα Πλάτωνος: Οι ιδιοκτήτες. Οι ιδιοκτήτες,

 που δεν ξέρουν τι ζητάνε

το ρόλο τους καλά τον παίζουν

κι έτσι μας ξεγελάνε

το ρόλο τους καλά τον ξέρουν

κι έτσι μας πολεμάνε

*

Και πριν κουνήσετε το κεφάλι καταφατικά, σκεφτείτε όπως κάνω τώρα εγώ: μήπως είμαι κι εγώ ιδιοκτήτης; Και διαφυγή δεν υπάρχει; Ή μήπως όταν το σκεφτόμαστε καλά-καλά, εμφανίζεται ένα φως;

Read Full Post »

Μερικές φορές, όπως είναι φυσικό, λυπάμαι που δεν είμαι στην Αθήνα. Το ότι η Λένα Πλάτωνος θα εμφανίζεται στο «Κύτταρο» το ήξερα ήδη· τώρα βλέπω ότι οι Αθηναίοι μπορούν να ακούσουν και τον Μιχάλη Σιγανίδη (ιδού). Τι να κάνουμε· ας θυμάμαι εγώ τις δύο περσινές συναυλίες…  Εύχομαι σε όσους φίλους έχουν την τύχη, να μην ξενερώσουν από το εναλλακτικό κοινό που φαντάζομαι θα σπεύσει επίσης· χαλάλι.

Μερικές φορές, νιώθεις σαν εξόριστος που μόνο κάποια καλώδια σε συνδέουν με τον κόσμο. Από την άλλη, αυτά τα καλώδια μπορούν να σε συνδέσουν με πάρα πολλά πράγματα, δεν γκρινιάζω. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως προτιμώ να περάσω δυο ή τρεις ώρες αλλάζοντας σιντί στο μηχάνημα, από το να πάω σε μια συναυλία· τέλος πάντων, όχι προτιμώ (φυσικά!), δεν μου κάνει μεγάλη διαφορά. (Στην ουσία: παρηγοριά στον άρρωστο…).

Καλή ακρόαση λοιπόν!

(οι καινούργιοι στο μπλογκ, μπορείτε -αν θέλετε δηλαδή- να δείτε σχετικά ποστ εδώ, για την Πλάτωνος, και εδώ για το Σιγανίδη).

Read Full Post »

Ίσως ξέρετε ότι το τελευταίο «Ποπ και Ροκ» κυκλοφορεί με αφιέρωμα στη Λένα Πλάτωνος. Ως γνωστός γκρινιάρης, περίμενα να βρω κάτι για να γκρινιάξω, αντίθετα όμως με μια πρώτη ματιά μου φάνηκε πολύ καλό. Τα κείμενα είναι καλά· το σιντί, με δεκαπέντε κομμάτια, είναι σαν επιλογή μάλλον επιτυχημένο. Εντάξει, λείπει Το σπάσιμο των πάγων και το Μη μου τους κύκλους τάραττε, αυτό όμως οφείλεται σε θέματα κοπιράιτ· από την άλλη, καθένας έχει τις προσωπικές του προτιμήσεις, οπότε δεν έχει νόημα να πω ότι θα ήθελα π.χ. να υπάρχει και το «Πάμε μια βόλτα στο σούπερ-μάρκετ» από το Σαμποτάζ ή το «Μπλε» από τις Μάσκες ηλίου, καταντά γεροντική γκρίνια πια. Η δε συνέντευξη περιέχει για μένα μια προσωπική δικαίωση, καθώς επιβεβαιώνει την αμοιβαία εκτίμηση της Πλάτωνος και του Σαββόπουλου. Νυν απολύοις…

Από την αρχή ήθελα να γράψω κάτι για την Πλάτωνος. Σε ένα παλιότερο ποστ είχα συγκρίνει τον τρόπο που στιχουργεί -κυρίως στους δίσκους της δεκαετίας του ’80, αλλά και μετά, και στις Αναπνοές π.χ.- με εκείνον του Μιχάλη Σιγανίδη· και οι δύο διακρίνονται για τη μεγαλοφυία στη χρήση των λέξεων, με διαφορετικό τρόπο βέβαια. Η αλήθεια είναι ότι το νήμα που διακρίνω ξεκινά ήδη από τους στίχους της Κριεζή στο Σαμποτάζ, στη συνέχεια όμως η Πλάτωνος το εξελίσσει σε ιλιγγιώδη ύψη. Οι λέξεις ακολουθούν η μία την άλλη με παρηχήσεις, ασύνδετες φαινομενικά ρίμες, αλλαγές γραμμάτων, αλλά κυρίως συνειρμικές αλυσίδες, και όμως ποτέ δεν δίνουν την εντύπωση του χωρίς νόημα εξεζητημένου (όπως συχνά π.χ. η Νικολακοπούλου):

(περισσότερα…)

Read Full Post »

                Μόλις γύρισα από μια εκδήλωση της μικρής μου πόλης (που δεν είναι η πόλη μου, αλλά πάλι, είναι αφού εδώ ζω), με σκοπό τη συντήρηση και αναστήλωση ενός μνημείου. Μια τεράστια (για τα δεδομένα της πόλης) αίθουσα· μισογεμάτη (ή μισοάδεια;)· μέσος όρος ηλικίας: μεγάλος· γιατροί, μηχανικοί, τοπικοί λόγιοι. Βεβαίως οι αρχές του τόπου: βουλευτής· πολιτευτής· πρόεδρος δεν ξέρω ποιου συλλόγου· ο δήμαρχος. Ομιλίες (έπρεπε να μιλήσω κι εγώ). Μουσικό διάλειμμα: πιάνο, φωνή (Βάιλ, Μασνέ). Μια μαθήτρια Λυκείου διάβασε ένα παλιό ποίημα για το μνημείο. Τέλος της εκδήλωσης με χαιρετούρες μεταξύ του (μη-)πλήθους. Τέλος.

Πώς ήταν εκείνοι οι στίχοι του Νεγρεπόντη από τα Μικροαστικά;

 

Διάλεξις γινότανε περί του Μαλακάση / είπε κι αυτός ο έρημος να πάει να ξεσκάσει (παραθέτω από μνήμης).

 

Θέλω να πω, όλη η φτωχή, μίζερη ζωή της επαρχίας μαζεμένη. Τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ σε πόλεις τέτοιες, και το ότι λόγω των φοιτητών υπάρχουν τώρα και ένα-δυο, ας το πούμε φοιτητικά στέκια δεν αλλάζει πραγματικά την εικόνα που σου δίνει αυτό το μέρος. Και όμως…

 

Και όμως σκεφτόμουνα (όπως τους κοίταζα από ψηλά [επειδή ήμουν ένας από τους ομιλητές, είπαμε], να ακούν το τραγούδι, άλλος με μικρό [ψεύτικο;] χαμόγελο, άλλος βαριότανε, κλασικές θείτσες με χαμόγελα μέχρι τ’ αυτιά, κλπ. κλπ.) ότι καλύτερα εκεί που ήμουνα, παρά στην Αθήνα. Την επηρμένη, αλαζονική, υπεροπτική Αθήνα, την Αθήνα που νομίζει ότι είναι εναλλακτική μητρόπολη· την Αθήνα που πιστεύει ότι στο Γκάζι ή το Κολωνάκι χτυπά η καρδιά της Ευρώπης· την Αθήνα που νομίζει ότι η δική της καρδιά χτυπά στο Γκάζι ή το Κολωνάκι. Την Αθήνα που αυτοπαινεύεται στα freepress για τις «φρέσκες χαρούμενες φατσούλες», το urban attitude, ή «εκεί που συνυπάρχει η μόδα με τις γεύσεις, την αισθητική, τα μυστικά της ευζωίας, την πολυτέλεια μιας αληθινής μητρόπολης» (αντιγράφω από «εναλλακτικό» ρεπορτάζ για το Κολωνάκι!…). Την Αθήνα που νομίζει ότι κατοικείται από υπέροχα πλάσματα· την Αθήνα που μπορεί να τριγυρνά στα πέριξ της Ομόνοιας (τη μέρα) και να τα θεωρεί «εξωτική νότα πολυπολιτισμικότητας», αλλά που όταν ο Ινδός της ρωτήσει την ώρα θα κάνει πως δεν άκουσε· την Αθήνα που λατρεύει το Μουσείο της Ακρόπολης και όποιον ψωνισμένο αρχιτέκτονα της σερβίρει ο ΔΟΛ· την Αθήνα που κάνει ουρές στα σινεμά για να δει ταινίες που δεν θα καταλάβει, την Αθήνα που δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει, αλλά νομίζει ότι τρέχει, τρέχει· την Αθήνα που άλλο δεν ξέρει να μιλήσει, παρά για το πόσο το Lost είναι μπροστά σε σχέση με τις ελληνικές σειρές (παρεμπιπτόντως, τηλεόραση πια δεν έχω και μακριά από μένα να υπερασπιστώ τις ελληνικές σειρές· αλλά το Lost, μια φορά που έκατσα να δω πώς είναι με πήρε ο ύπνος). Φεύγω από το θέμα μου· συνοψίζω: την Αθήνα που νομίζει ότι κάτι είναι, αλλά δεν είναι τίποτα, γιατί δεν είναι αυτή η Αθήνα.

 

Η Αθήνα μ’ αρέσει, ωστόσο. Όλοι σχεδόν οι φίλοι μου είναι εκεί, και κανείς τους δεν λατρεύει την Αθήνα. Έχει ένα φως, τα απογεύματα (το έχουν κι άλλες πόλεις). Έχει ένα-δυο μέρη όπου μου αρέσει να πηγαίνω. Δεν μ’ αρέσει η Αθήνα που αντί να κοιτάξει στον εαυτό της, κοιτά σε έναν ψεύτικο καθρέφτη όπου μοιάζει με τη Νέα Υόρκη. Και για να μην παρεξηγούμαι: παρομοίως απεχθάνομαι την άλλη Αθήνα, των νοικοκυραίων και των στελεχών. Και παρομοίως απεχθάνομαι την επαρχία που χώνει τη μύτη της παντού και μπορεί να καταστρέψει ζωές πολύ πιο άνετα από ότι στη μεγάλη πόλη.

 

Δύτη των νιπτήρων, αντιφάσκεις φρικτά, θα μου πείτε· και έτσι είναι. Ούτε γω ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω. Αλλά ελπίζω καταλάβατε τι είναι αυτό που μου τη δίνει στην Αθήνα, και για ποια Αθήνα μιλάω. Μπορεί να ξεφύγει κανείς ατομικά (ή συλλογικά) από αυτό το χάλι, αν νομίζει όμως ότι μαζί του παρασέρνει το χάλι προς οπουδήποτε… Ας προσπαθήσω να συμπυκνώσω την ήδη χαοτική σκέψη μου: η εναλλακτική Αθήνα πίνει νερό (ή έτσι λέει) στο όνομα της Λένας Πλάτωνος, την οποία ξάφνου ανακάλυψε μετά από είκοσι χρόνια. Στο Σαμποτάζ όμως (τυχαίο το παράδειγμα) η Αθήνα είναι εχθρική. Το ίδιο παραμένει και σήμερα, ο κόσμος εξακολουθεί να είναι πάντα εχθρικός, ελευθερία ή θάνατος / ο κόσμος είναι αδιάβατος. Η εναλλακτική Αθήνα νομίζει ότι αφού η ίδια έγινε της μόδας, έγινε και ο κόσμος φιλικός.

 

Όχι, όχι· καλύτερα στη διάλεξη περί του Μαλακάση, παρά στο Bios. Κι ακόμα καλύτερα, κάπου αλλού· πάντα κάπου αλλού.

 

Read Full Post »