Όπως δικαίωμα στην εργασία σημαίνει κάτι σαν Λάντλοου, έτσι και Ξένιος Δίας σημαίνει Σουλεϊμάν. Ο Μεγαλοπρεπής:
Διαβάζοντας τη χρονογραφία (Τα μετά την Άλωσιν) του Αθανάσιου Κομνηνού Υψηλάντη, ενός Φαναριώτη που έγραφε στα τέλη του 18ου αιώνα, πέφτει κανείς στην εξής εντυπωσιακή περιγραφή για το έτος 1528: Αρβανίται τινές εισέρχονται νύκτωρ εις τον οίκον χριστιανού τινος πραγματευτού οικούντος παρά το τζαμί σουλτάν-Σελίμ, φονεύουσι τον Χριστιανόν και αρπάζουσι τα υπάρχοντά του. Τη επιούση γενομένης αγωγής εξετάσθη και απεδείχθη ότι οι φονείς νά ήσαν Αρβανίται· μή γνωσθέντων δέ των μιαιφόνων και των λοιπών Αρβανιτών μή μαρτυρησάντων αυτούς, τη προσταγή του σουλτάν Σουλεϊμάν εφονεύθησαν πάντες οι εν τη Κωνσταντινουπόλει Αρβανίται, τόσον οι κατοικούντες εν τη Πόλει όσον και οι μουσαφίρηδες.
Ο Υψηλάντης, όπως και σε άλλα σημεία, αντιγράφει τον Δημήτριο Καντεμίρ, και εκείνος με τη σειρά του τον παλιό μας γνώριμο Πετσεβί, που έγραφε έναν αιώνα μετά το γεγονός, την τρίτη δεκαετία του 17ου αιώνα:
…κάποιοι ληστές μπήκαν σε ένα σπίτι, το λεηλάτησαν και σκότωσαν όσους ήταν μέσα. Οι ανακρίσεις που έγιναν δεν μπόρεσαν καθόλου να υποδείξουν τους ενόχους με νόμιμο τρόπο, αλλά μόνο την πιθανότητα να επρόκειτο για άεργους (ή: εργένηδες) Αλβανούς που γύριζαν τα παζάρια της πόλης δουλεύοντας μεροκάματο. Έτσι συνελήφθησαν κάπου οχτακόσιοι ψωμάδες, κηροποιοί, μαλάκτες των λουτρών, μάγειρες, ξυλοκόποι, και γενικότερα άεργοι (ή: εργένηδες)· εκτελέστηκαν σε αγορές, σοκάκια και μέρη συνάθροισης, ώστε να προκληθεί φόβος στους ληστές. Από τότε δεν ξανάγινε τέτοιο έγκλημα.
Εξηγώ λίγο το «άεργοι ή εργένηδες»: οι δύο λέξεις, bî-kâr και bekâr γράφονται στα οθωμανικά ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Οι εργένηδες ήταν κλασικός στόχος τέτοιων επιχειρήσεων, πάντως, μια και ουσιαστικά επρόκειτο για εσωτερικούς μετανάστες που δεν είχαν τη δυνατότητα να συντηρήσουν οικογένεια· έμεναν συνήθως σε ειδικά διαμερίσματα, στυλ πανσιόν, τα λεγόμενα «δωμάτια εργένηδων».
Έχει ενδιαφέρον να δούμε την πρώτη αναφορά στο γεγονός, από έναν σύγχρονό του ιστορικό αυτή τη φορά, τον Νισαντζί Τζελαλζαντέ Μουσταφά. Ο Τζελαλζαντέ δεν μιλάει καθόλου για Αλβανούς· λέει μόνο ότι οι υποψίες έπεσαν σε περιφερόμενους και αλιτήριους εργένηδες, που ασχολούνταν με την κατασκευή κεριών ή εργάζονταν ως μεροκαματιάρηδες και ότι συνελήφθησαν σε αγορές και ταβέρνες οκτακόσιοι τέτοιοι άνεργοι και άεργοι άπιστοι, οι οποίοι εκτελέστηκαν στα μέρη όπου συγκεντρώνονταν.
Το ότι το θύμα ήταν χριστιανός, αν δεν κάνω λάθος, είναι επινόηση του Καντεμίρ ή του Υψηλάντη, αλλά τέλος πάντων ας το προσμετρήσουμε στα θετικά της οθωμανικής σιδηράς χείρας (η ελληνική, αντίθετα, ξέρει να επιλύει μόνο ορισμένα εγκλήματα).
Οι περιφερόμενοι εργένηδες έγιναν άεργοι άπιστοι και κατόπιν Αλβανοί, λοιπόν, αλλά αυτές οι μετωνυμίες, όπως ο Ξένιος Δίας, έχουν συμβολική μόνο σημασία. Το σημαντικό σχήμα εδώ δεν είναι η μετωνυμία, είναι η συνεκδοχή: συλλογική ευθύνη το λένε αλλιώς, και όχι, δεν σας θυμίζει μόνο τον Χίτλερ.