Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ιστορικά’

Ίσως είδατε την είδηση που κυκλοφορεί εδώ και λίγες μέρες, για τον διδακτορικό φοιτητή που έλυσε τον πανάρχαιο σανσκριτικό γρίφο. Οι τίτλοι υπόσχονται κάτι πολύ εντυπωσιακό σε στιλ Ιντιάνα Τζόουνς: είναι η μυστική λέξη που ξεκλειδώνει το σύμπαν; κάποιος κώδικας που δίνει άλλο νόημα στην Μαχαμπχαράτα; κάποιο αίνιγμα που η λύση του οδηγεί σε ανατροπές της ινδικής ιστορίας; Στην πραγματικότητα, δεν είναι τόσο μυθιστορηματικός ο γρίφος, ωστόσο αυτό δεν τον κάνει (για τα γούστα του Δύτη) λιγότερο συναρπαστικό. Λοιπόν υπάρχει ένα κείμενο, το Ασταδγια… το Aṣṭādhyāyī κάποιου γραμματικού ονόματι Πανίνι (Pāṇini), περίπου σύγχρονου με την κλασική Ελλάδα. Στους περίπου τέσσερις χιλιάδες στίχους του δίνονται με συστηματικό, σχεδόν αλγεβρικό (διαβάζω) τρόπο (έχει παρομοιαστεί με μηχανή Τούρινγκ!) οι κανόνες της σανσκριτικής γλώσσας (βγάλτε άκρη από δω αν μπορείτε, ή πάρτε μια ιδέα εδώ…). Κανονιστική και περιγραφική γλωσσολογία δηλαδή δυο χιλιετίες πριν από το Port-Royal, την περίφημη γαλλική γραμματική του 1660 που θεωρείται η απαρχή της συστηματικής περιγραφής της γλώσσας.

Οι κανόνες βέβαια που δίνει το Ασταδγια… το Aṣṭādhyāyī είναι πάρα πολλοί, και συχνά έρχονται (όπως σε όλες τις γλώσσες) σε αντίφαση μεταξύ τους. Ο περίφημος γρίφος λοιπόν είναι ένας τέτοιος κανόνας ή μάλλον μετα-κανόνας, που λέει ότι «σε περίπτωση αντίφασης μεταξύ δύο κανόνων ίσης ισχύος, επικρατεί ο μεταγενέστερος«. Για αιώνες οι γλωσσολόγοι και οι σανσκριτολόγοι πίστευαν πως ο «μεταγενέστερος» κανόνας ήταν εκείνος που έρχεται δεύτερος (ή τρίτος, ή τελευταίος τέλος πάντων) στη σειρά όπως είναι γραμμένο το Ασταδγια… αυτό τελοσπάντων. Ο νεαρός διδάκτορας ανακάλυψε, και μου φαίνεται πολύ πειστικό, ότι αυτό θα πρέπει να σημαίνει πολύ απλά «ο κανόνας που ισχύει για την επόμενη λέξη«. Απλό σαν το αβγό του Κολόμβου, και απ’ ό,τι καταλαβαίνω πολύ πιο εύλογο από γλωσσολογική άποψη.

Πάμε δυόμισυ χιλιετίες μετά, στον Τόμας Μαν. Ο Δύτης αγαπάει Τόμας Μαν, ως γνωστόν, και ως εκ τούτου θυμάμαι απ’ έξω διάφορες φάσεις και φράσεις. Να λοιπόν τι θυμήθηκα διαβάζοντας την είδηση:

Υπάρχει μια μικρή νουβέλα με ινδικό σκηνικό, «Τα αλλαγμένα κεφάλια» (πάνω σε ένα μύθο που μεταξύ άλλων ενέπνευσε και τον Γκαίτε, αν δεν κάνω λάθος). Πολύ απολαυστική και διασκεδαστική, με το ιδιαίτερο χιούμορ του Μαν σε μεγάλες δόσεις. Εν ολίγοις, δυο φίλοι, ένας όμορφος και μυώδης και ένας αδύναμος αλλά λόγιος και έξυπνος ερωτεύονται μια κοπέλα, η οποία αγαπά το μυαλό του ενός και το σώμα του άλλου. Με μια περίπλοκη συγκυρία (γιατί αυτοκτονούν, αποκεφαλίζοντας και οι δύο τον εαυτό τους – και αυτό το περιγράφει πολύ ωραία και διασκεδαστικά ο μάστορας, και στη συνέχεια η νεαρά παρακαλεί τη θεά Κάλι, γίνεται όμως ένα μικρό λαθάκι) βρίσκονται ο ένας με το κεφάλι του άλλου. Καθώς το κορίτσι είχε ήδη παντρευτεί τον έναν, τον σοφό, ο οποίος τώρα βρίσκεται να έχει και το ποθητό κορμί του φίλου του (win-win για τον ίδιο και την κοπέλα…) και καταλήγουν σε έναν γκουρού να τους πει σε ποιον ανήκει το κορίτσι.

Η συνάντηση με τον γκουρού είναι επίσης απολαυστική, και εκείνος μιλάει τρεις φορές. Την πρώτη δικαιώνει το σώμα: γιατί ο γαμπρός, λέει, δίνει το χέρι στη νύφη και εκείνη το παίρνει, άρα στο χέρι ανήκει. Τη δεύτερη, λέει: Αυτή είναι η μείζων πρόταση του συλλογισμού, μετά την οποία ακολουθεί η ελάσσων, η οποία την ξεπερνά, την καλύπτει και την στέφει με την αλήθειά της. Λίγη υπομονή, παρακαλώ!. Και λέει τραγουδιστά ότι, φυσικά, η πρωτοκαθεδρία ανήκει στο κεφάλι. Ο καημένος ο lose-lose, εκείνος που έχει το κεφάλι του όμορφου (αλλά όχι πολύ έξυπνου) και το σώμα του λόγιου, παρατηρεί καταπτοημένος ότι πριν είχε πει κάτι τελείως διαφορετικό. Αυτό που είπα τελευταίο, αυτό και ισχύει, είναι η απάντηση του γκουρού.

Θα συμφωνήσετε ότι τόσο η εξυπνάδα με τη μείζονα και ελάσσονα πρόταση όσο και, κυρίως, η τελική απόφανση του σοφού γκουρού βγαίνει κατευθείαν από το Ασταδγιά… το Aṣṭādhyāyī του φίλου μας του Πανίνι. Σίγουρα δεν είναι καθόλου τυχαίο: ο Μαν έκανε κανονική μελέτη πριν γράψει κάτι, όπως άλλωστε όλοι οι μεγάλοι εκείνοι μυθιστοριογράφοι της γενιάς του ή των προηγούμενων (ή αυτών που ακολουθούν!). Στον Εκλεκτό, για παράδειγμα, το τελευταίο έργο του, βάζει τους ήρως να ανταλλάσσουν ατάκες στα προβηγγιανά, μιας και διαδραματίζεται σε μεσαιωνικό σκηνικό. Και επειδή κανείς δεν αμφέβαλε για αυτό, δεν μπαίνει καν στον κόπο να παραθέσει τις πηγές του σε κάποιο επίμετρο (όπως έκανε η θαυμάστριά του, η Γιουρσενάρ στα δικά της ιστορικά μυθιστορήματα). Προφανώς είχε διαβάσει πολλά και για την αρχαία Ινδία και θα γνώριζε για τον Πανίνι και το έργο του. Βλέπω ότι είχε βρει τον μύθο στο έργο του ινδολόγου Χάινριχ Τσίμμερ ο οποίος βρέθηκε στη Νέα Υόρκη το ’40, κοντά στο Νιου Τζέρσεϊ όπου ζούσε ήδη ο Μαν από το ’39· πολύ πιθανό να γνωρίζονταν και να είχαν κουβεντιάσει πριν ολοκληρώσει τη νουβέλα ο δεύτερος (Αύγουστο του ’40), την οποία άλλωστε αφιέρωσε στον Τσίμμερ.

 Η άλλη περίπτωση, δηλαδή η ιδιοφυία του Μαν να μπήκε τόσο καλά στο πετσί της ινδικής φιλοσοφίας που να παρήγαγε τον κανόνα του Πανίνι από μόνη της, μου φαίνεται βεβαίως πολύ λιγότερο πιθανή. Από την άλλη, η ελάσσων πρόταση ξεπερνά, καλύπτει και στέφει με την αλήθεια της τη μείζονα – οπότε, ποιος ξέρει; Τη βάζω άλλωστε και τελευταία…

Advertisement

Read Full Post »

Ξέρουμε τους Νταβέληδες, τους Γιαγκούλες και τους Γκαντάρες, και πάντα μας αρέσει να διαβάζουμε για αυτούς. Να όμως που υπάρχουν και λήσταρχοι μιας υστερότερης εποχής, και μάλιστα κάποιοι που με κάποιο μυστήριο τρόπο είναι, ας πούμε, κάπως πιο μοντέρνοι. Ορίστε, κρίνετε: ο, ας τον πούμε ΑΧΡ, ένας παλιός φίλος που κάπου κάπου σχολιάζει κιόλας, μου έστειλε αυτό το κειμενάκι και ένα τεκμήριο που αξίζει να μοιραστούμε.

Λήσταρχοι στον 20ό αιώνα: Oι Έλληνες “Pομπέν των Δασών”

Tο παρόν σημείωμα δεν επιχειρεί να εξετάσει το φαινόμενο της ληστείας όπως εμφανιζόταν κατά τον 19ο και τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Oύτε ο χώρος επαρκεί, μια που ένα παρόμοιο εγχείρημα θα απαιτούσε εκατοντάδες σελίδες, ούτε διαθέτω τον απαραίτητο χρόνο, ή την ειδίκευση, ώστε να το επιχειρήσω. Aφορμή του συνοπτικού κειμένου είναι ορισμένα τεκμήρια τα οποία εναπόκεινται στο EΛIA, παράλληλα με εκατοντάδες άλλα τεκμήρια που εναπόκεινται στο ίδρυμα, φωτογραφίες, παραλογοτεχνικά κείμενα και άλλα δημοσιεύματα.

 Σχηματικά θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τους ληστές που έδρασαν στο ελληνικό έδαφος από την εποχή της Tουρκοκρατίας ως το 1930 σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν εκείνοι που δραστηριοποιήθηκαν την εποχή της Tουρκοκρατίας σε διάφορες περιοχές. Oι περισσότεροι λειτουργούσαν ουσιαστικά σε ένα κενό διοίκησης και ενεργούσαν ως υποκατάστατα της κρατικής εξουσίας με δύο βασικούς στόχους: πρώτον να προσφέρουν μια μορφή αστυνόμευσης και δεύτερον να ενεργούν ως ρυθμιστές της δικαιότερης κατανομής του πλούτου με την αφαίρεση χρημάτων και άλλων αγαθών από τους πλουσιότερους και την ενίσχυση των φτωχότερων, παρακρατώντας, φυσικά, και ένα ποσοστό για τη δική τους χρηματοδότηση. Aυτές τους οι πρακτικές τούς εξασφάλιζαν και μια έμμεση ασυλία δεδομένου ότι απολάμβαναν άμεσης και έμμεσης προστασίας από τους ευεργετούμενους οι οποίοι αποτελούσαν και την πλειονότητα στις περιοχές που δρούσαν οι διάφοροι ληστές.

Mετά την οργάνωση του νέου κράτους περιορίστηκαν οι δυνατότητες αλλά και η ανάγκη ύπαρξης των ληστών. Tο φαινόμενο δεν εξαφανίστηκε παρά την αυστηρότατη νομοθεσία που εφαρμόστηκε μετά από την περιβόητη ληστεία και σφαγή των Άγγλων περιηγητών στο Δήλεσι το 1870. Oι ληστές που συνέχισαν τη δραστηριότητά τους είτε λειτουργούσαν, σύμφωνα με τη σημερινή λαϊκή ορολογία, ως “φουσκωτοί” δηλαδή ως μπράβοι στις διάφορες περιοχές και ταυτόχρονα φρόντιζαν και τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, είτε αποτελούσαν μια εξελληνισμένη μορφή “Pομπέν των Δασών” δηλαδή θεωρούσαν ότι έχουν καθήκον να αποκαθιστούν τις διάφορες κοινωνικές και οικονομικές αδικίες. Xαρακτηριστική είναι μία φράση από τα απομνημονεύματα του K. Π. Πανόπουλου H εξομολόγησις του Ληστάρχου K. Πανόπουλου προς την Kοινωνία:

Bεβαίως έτσι έχει το πράγμα κατά τους ατελείς νόμους της Πολιτείας. Aλλά κατά τον νόμον τον ιδικόν μου δεν έχει ούτως. Πηγαίνομεν τώρα προς συνάντησιν του ασυνειδήτου εκείνου ανθρώπου δια να συμπληρώσω τας ατελείας των νόμων της Πολιτείας και μανθάνω ότι είχαν πληρωθή πολλά, από τα οποία διέταξα να δώση εις τον χρεώστην να οικονομηθή αφού του εξοφλήση και το συμβόλαιον. H πράξις αυτή καθ’ εαυτήν φαίνεται δικαιοτάτη. Πολλάκις οι λεγόμενοι εγκληματίαι φαίνονται προστάται της κοινωνίας όταν αύτη έχη τοιαύτην Πολιτείαν.

Aυτή η δραστηριότητα του “κοινωνικού ρυθμιστή” τονίστηκε ιδιαίτερα στα διάφορα μυθιστορήματα που εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα και τα οποία βρίσκονται στη συλλογή του EΛIA.

Δύο περιπτώσεις ληστών είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. H πρώτη είναι του λήσταρχου Πανόπουλου που αναφέρθηκε παραπάνω. O Πανόπουλος διέκοψε αναγκαστικά τη σταδιοδρομία του όταν συνελήφθη το 1902 μετά από την απαγωγή του Σπύρου Σταυρουλόπουλου και την απαίτηση καταβολής λύτρων από τον πατέρα του για την απελευθέρωση. O Πανόπουλος δικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση και όταν αποφυλακίστηκε σταμάτησε τις ληστείες και άρχισε να περιφέρεται ανά τον κόσμο -έφθασε ως τις HΠA!- παρουσιάζοντας μια δική του θεοκρατική φιλοσοφία. Παράλληλα εξέδωσε και το βιβλίο του την πρώτη φορά στις HΠA και δεύτερη και τρίτη έκδοση στην Eλλάδα. Eκεί περιγράφει τη δραστηριότητά του και σε δεύτερο τόμο την κοινωνική του φιλοσοφία. Aξίζει να σημειωθεί ότι το προσωνύμιο του ληστάρχου εξακολουθούσε να το θεωρεί τιμητικό. Xαρακτηριστικά ο καθηγητής ιατρικής K. N. Aλιβιζάτος περιγράφει μια επίσκεψη του Πανόπουλου στο ιατρείο του για εξέταση στο τέλος της δεκαετίας του ‘40 οπότε του συστήθηκε ως ‘Λήσταρχος Πανόπουλος’.

O άλλος ληστής, ο οποίος αποτέλεσε και την αφορμή για το παρόν, είναι ο λήσταρχος Γ. Kαραθανάσης. O Kαραθανάσης είναι κυρίως γνωστός για την φερόμενη συμμετοχή του στην απόπειρα δολοφονίας του Eλευθερίου Bενιζέλου στις 6 Iουνίου 1933. O Kαραθανάσης αρχικά διέφυγε τη σύλληψή του αλλά συνελήφθη ένα χρόνο αργότερα από τους άνδρες της προσωπικής ασφάλειας του Bενιζέλου. H δίκη του Kαραθανάση και των υπολοίπων εμπλεκόμενων στην απόπειρα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ γιατί μετά από διάφορες καθυστερήσεις αναβλήθηκε επ’ αόριστον επειδή μεσολάβησε το κίνημα της 1 Mαρτίου 1935.

Όπως εμφανίζεται από τα παρουσιαζόμενα ευρήματα ο Kαραθανάσης είχε τους δικούς του κανόνες συμπεριφοράς και λίγη δόση μεγαλομανίας.

Στη δεκαετία του ’20, αλλά και πολλά χρόνια μετά ως τη δεκαετία του ’60, ένα από τα σημαντικότερα καφενεία-ζαχαροπλαστεία της Aθήνας ήταν του Zαχαράτου στην Πλατεία Συντάγματος. O τότε ιδιοκτήτης του καφενείου Zαχαράτος νεόνυμφος πήγε ταξίδι στην περιοχή που ελεγχόταν από τον Kαραθανάση. Eκεί φαίνεται ότι ο Kαραθανάσης ερωτεύτηκε την νέα κυρία Zαχαράτου. O ιδιότυπος κώδικας τιμής που εφάρμοζε δεν του επέτρεπε να κάνει τίποτα άλλο παρά να αρχίσει να προσφέρει αφιλοκερδώς προστασία στο ζεύγος εφόσον και όταν παραθέριζε στην περιοχή του.

Kάποια στιγμή έφθασε στην Aθήνα και επισκέφθηκε το καφενείο. Όπως συνάγεται από το κείμενο, ενώ δήλωσε την ιδιότητά του δεν τον περιποιήθηκαν προσηκόντως. Προφανώς λόγω της συμπαθείας του προς την κυρία Zαχαράτου δεν το έκανε θέμα αλλά περιορίστηκε να στείλει την ακόλουθο επιστολή προς την εταιρεία. Tο κείμενο παρατίθεται χωρίς επέμβαση στην ορθογραφία, εκτός της χρήσης του μονοτονικού. H επικεφαλίδα της επιστολής είναι τυπωμένη και αναφέρει:

ΒAΣIΛEION THΣ EPHMOY

1ον ΛHΣTPIKON ΓPAΦEION Γ. KAPAΘANAΣH

Aπόρθιτα (sic) Λιμέρια (sic) Aττικής (χειρόγραφο) τη [κενό] 192

Κύριε

Kαίτοι προφυλάσω τον υμέτερον Διευθυντήν σας τον παραθερίζοντα εις τα ημέτερα όροι από παντός κακοποιού στοιχείου, εντούτοις δεν έτυχον της δεούσης περιποιήσεως διελθών και επισκεφθείς το υμέτερον Zαχαροπλαστείον σας.

Aλλά και πάλιν δεν παραξιγώ το τοιούτον ως μη γνωρίζοντες, εγώ όμως προφιλάσω τον υμέτερον και ησυχείτε

Kάτω από το κείμενο έχει τυπωθεί σφραγίδα κυκλική η οποία γράφει: Γ. KAPAΘANAΣHΣ YΠAIΘPIOΣ ΔIKAIOΣYNH και έχει στη μέση ένα περίστροφο!

(ευγενική παραχώρηση Μάνου Χαριτάτου)

Στο φάκελο έγραφε: Διεύθυνσιν Zαχαροπλαστείου Zαχαράτου Eνταύθα. O υπάλληλος παρακαλήτε όπως γνωρίση εις την διεύθυνσιν την παρούσαν. O φάκελος συνοδευόταν με ένα χαρτονόμισμα 25 Δραχμών ως αμοιβή για την μεταβίβαση της επιστολής. Φυσικά το ποσό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό αν λάβει κανείς υπόψη ότι ένας καφές κόστιζε τότε λιγότερο από μία δραχμή.

Eίναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι ο παραλήπτης διατήρησε στο αρχείο του παράλληλα με την επιστολή και διάφορες φωτογραφίες στις οποίες εμφανίζεται το ζεύγος μαζί με τον Kαραθανάση, και το χαρτονόμισμα πιθανώς ως ενθύμιο!

Oι δύο περιπτώσεις, Πανόπουλου και Kαραθανάση, ουσιαστικά διαψεύδουν τη ρήση ‘εξ όνυχος τον λέοντα’. Πώς κανείς μπορεί να τους κρίνει από μεμονωμένες πράξεις; Kαι ο άγγλος Pομπέν των Δασών αλλά και οι Έλληνες λήσταρχοι αποτέλεσαν αντικείμενο μυθιστοριογραφίας. O μεν Pομπέν εξακολουθεί να συναρπάζει τα παιδιά και να αποτελεί έναυσμα για κινηματογραφικές ταινίες. Oι Έλληνες συνάδελφοί του δεν είχαν παρόμοια τύχη.

 

Read Full Post »

Κατά τύχη ήρθε η ώρα να εκπληρώσω μια παλιά υπόσχεση, δηλαδή μια-δυο ιδέες για τα πρότυπα της λογοτεχνίας fantasy. Αφορμή μου είναι ένα τουί τολκινολογικού ενδιαφέροντος, και θα μου συγχωρέσετε τις πολλαπλές αναφορές στον Τόλκιν προτού προχωρήσω παρακάτω. Είναι δηλαδή αυτό:

Λέει με λίγα λόγια ότι η Μέση Γη, όπως την φαντάστηκε και την περιγράφει ο Τόλκιν, είναι ένας κόσμος σε παρακμή. Οι ήρωες του έργου τριγυρνάνε ανάμεσα σε ερείπια που τους ξεπερνάνε: η Μόρια είναι έργο αδύνατο να ξαναφτιαχτεί από τους σημερινούς Νάνους. Και πράγματι, ο κόσμος που διαβάζουμε στην τριλογία είναι στο μεγαλύτερο μέρος του ερημότοποι, που κάποτε έσφυζαν από ζωή και μάλιστα ήταν γεμάτοι μνημεία και τεχνουργήματα των οποίων η τέχνη έχει χαθεί: οι θολωτοί τάφοι με τους βρυκόλακές τους ήταν οι τάφοι των βασιλέων της Άρνορ, τα κολοσσιαία αγάλματα των βασιλέων σηματοδοτούν σύνορα μιας παλιάς Γκόντορ, ακόμα και το Ντανχαρόου είναι σπαρμένο με αυτά τα κοντόχοντρα αγάλματα ανθρώπων πριν από την έλευση των Νουμενόριαν. Από τις πέντε ή έξι φορές που έχω διαβάσει ολόκληρη την τριλογία, μια ή δυο ήταν επικεντρωμένες στην ανίχνευση αυτών των αναφορών: σε ένα παρελθόν χαμένο, μακρινό, όμως μεγαλοπρεπέστερο, ηρωικότερο, τέλος πάντων μεγαλύτερο του παρόντος.

Mundus senescit, που λέμε και στα ελληνικά. Ο κόσμος φθίνει, και φυσικά αυτό είναι ένας κοινός τόπος ήδη από την εποχή του Ησίοδου με το Χρυσό του Γένος, που αν τον πάρουμε στα σοβαρά μπορεί και να φτάσουμε σε μεγάλες παρανοήσεις. Εδώ με ενδιαφέρει αυτή η αρχαιολογική, ας πούμε, διάσταση του κοινού τόπου. Υπάρχουν στιγμές που δεδομένοι πολιτισμοί είχαν αυτή την αίσθηση: ίσως όχι τόσο η Αρχαία Ελλάδα με τα κυκλώπεια τείχη, όσο η προϊσλαμική Αραβία με τις πόλεις που καταστράφηκαν από θεία δίκη, ίσως το Ιράν με τα ερείπια που αποδόθηκαν στο Μεγαλέξαντρο ή τον Σολομώντα (το αγαπημένο μου: ο θρόνος του Σολομώντα), οι πρώιμες οθωμανικές παραδόσεις για την Κωνσταντινούπολη και την Αγιασοφιά (μνημεία υπερφυσικής ισχύος αλλά και αλαζονείας που οδήγησε σε θεία δίκη) – είναι άλλωστε γνωστοί οι περσικοί στίχοι που υποτίθεται πως ψιθύρισε ο Πορθητής μπαίνοντας στην κατακτημένη εκκλησία:

Η αράχνη είναι τώρα θυρωρός στην αψίδα του Χοσρόη,

κι η κουκουβάγια παιανίζει στα κάστρα του Αφρασιάμπ.

Στην Ευρώπη το μοτίβο αυτό φαίνεται να χάνεται στον ύστερο Μεσαίωνα, αφού οι καθεδρικοί ναοί, χτισμένοι σε βάθος γενεών, προφανώς στοχεύουν να εκμηδενίσουν οποιοδήποτε μνημείο του παρελθόντος (όπως εξάλλου το Σουλεϊμανίγε ή το Μπλε Τζαμί στόχευε να εκμηδενίσει την Αγία Σοφία). Όταν ο Βερνάρδος της Σαρτρ, τον 12ο αιώνα, λέει ότι είμαστε νάνοι στους ώμους γιγάντων, λέει μεν ότι οι παλιοί είναι αξεπέραστοι, λέει όμως και ότι εμείς, ψηλότερα από αυτούς, μπορούμε να δούμε μακρύτερα (αν μη τι άλλο, διότι έχουμε και την εξ αποκαλύψεως αλήθεια στο τσεπάκι). Είναι ίσως στην Αναγέννηση, και ακόμα περισσότερο στο τέλος του Διαφωτισμού, που ο θαυμασμός για τα ερείπια της αρχαίας Ρώμης (και, αργότερα, της Ελλάδας) οδηγεί στην αντίληψη ενός κόσμου σπαρμένου από ερείπια παλιάς, αξεπέραστης τελειότητας και δόξας. Σαν απώτατη κατάληξη αυτής της αντίληψης, ας σκεφτούμε τα φανταστικά ερείπια του Πιρανέζι, μια αρχαία Ρώμη με τη μορφή της τολκινικής Μόρια.

Παραδόξως, μια κορύφωση αυτής της άποψης συμπίπτει με την κορύφωση της αυτοπεποίθησης του θαυμαστού, νέου βιομηχανικού και αποικιακού κόσμου: την ίδια ώρα που η Μεγάλη Βρετανία χτίζει παλάτια από κρύσταλλο και το Βέλγιο σιδηροδρομικούς σταθμούς (τους καθεδρικούς του 19ου αιώνα, κατά μια άποψη), το αυτοκρατορικό υποσυνείδητο αναζητά χαμένους πολιτισμούς. Είναι η γένεση της φανταστικής λογοτεχνίας, όταν ο Ράιντερ Χάγκαρντ αναζητά τα ανυπέρβλητα ερείπια της Κορ ή τον κόσμο της δωδέκατης φυλής του Ισραήλ στα βάθη της Κεντρικής και Νότιας Αφρικής, αλλά και όταν σοβαρότατοι επιστήμονες βρίσκουν ίχνη της Ατλαντίδας στην ομοιότητα των μαιάνδρων ή πυραμίδων στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.

Ο Τόλκιν, για να επιστρέψουμε, ξεκινά να γράφει την τριλογία του μεσούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ολοκληρώνει τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (όπως και την αναλυτική περιγραφή του ένδοξου παρελθόντος, το Σιλμαρίλιον, λογοτεχνικά υποδεέστερο μιας και τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει το υπαινικτικό των διάσπαρτων ερειπίων και των ασαφών αναφορών της τριλογίας). Εδώ η Ατλαντίδα, η Κορ ή η φοινικική Ζιμπάμπουε έχουν αντικατασταθεί από έναν εντελώς φανταστικό, εναλλακτικό αν θέλετε κόσμο (αν και ο ίδιος προσπάθησε να τον φανταστεί σαν ένα προγενέστερο στάδιο του δικού μας), ένα είδος επιστημονικής φαντασίας χωρίς επιστήμη (τι άλλο είναι το καθαυτό fantasy, άλλωστε;). Σκέφτομαι ότι αυτό δεν είναι τυχαίο: ο εικοστός αιώνας και ιδίως ο μεσοπόλεμος είχαν ταυτιστεί με ένα όνειρο αυτή τη φορά εμπροσθοβαρές. Δεν είναι μόνο ο Νέος Άνθρωπος της ΕΣΣΔ, ούτε είναι σκόπιμο να τον συγκρίνουμε μόνο με το Χιλιόχρονο Ράιχ: ολόκληρος ο αιώνας, μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, έχει αυτή την αισιοδοξία της Επιστήμης που θα φέρει την απόλυτη κυριαρχία του ανθρώπου στο σύμπαν, τον εκπολιτισμό της οικουμένης, τη νίκη επί της πείνας, των γηρατειών και του θανάτου. Η κολοσσιαία αρχιτεκτονική του Σπέερ δεν μοιάζει μόνο με το Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ, αλλά και με το Τροκαντερό ή και τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης. Ένας κόσμος που φαντάζεται αποικίες στο Διάστημα, είναι ένας κόσμος όπου γίγαντες ανεβαίνουν στους ώμους νάνων, αντιστρέφοντας την περίφημη μεσαιωνική ρήση που αποδόθηκε στο Νεύτωνα.

Κάπως έτσι αλλάζει το πρότυπο της φανταστικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου μέρους της επιστημονικής φαντασίας: η συντριπτική θαρρώ πλειονότητα των φανταστικών κόσμων, είτε κατοικούνται από μάγους και δράκους είτε από εξωγήινους και μετέωρα, είναι δομημένοι σαν μια αναπαράσταση του μεσαίωνα. Ιππότες ή σαμουράι (ή Τζεντάι), αυτοκρατορίες, υποτελείς άρχοντες, αγροτική οικονομία – θα τους αναγνωρίσετε παντού, από τον Τόλκιν ή το Game of Thrones μέχρι μεγάλο μέρος της επιστημονικής φαντασίας, της Λε Γκεν φερειπείν αλλά και του Μιγιαζάκι (γιατί όχι;). Όσο κι αν έγινε αντικείμενο ειρωνίας μια περιβόητη ανάλυση, η φεουδαρχία είναι το πρότυπο της φαντασίας στην εποχή μας. Κατά κάποιο τρόπο, ο Τόλκιν παίρνει το μοτίβο του Ράιντερ Χάγκαρντ (ένας βασιλιάς επιστρέφει με τη μορφή ενός μυστηριώδους αγνώστου, μέσα από υπόγεια και ερείπια και κακούς μάγους – εμπνεύστηκα από αυτό το εξαιρετικό ποστ) και το μεταφέρει όχι σε μια γνωστή ήπειρο, κατοικημένη από τους απόγονους των Φοινίκων ή των Εβραίων, αλλά σε έναν εναλλακτικό κόσμο, όπου όμως πάλι όλα είναι μια αχνή αντανάκλαση των περασμένων, αξεπέραστων μεγαλείων του Νούμενορ ή του Βάλινορ. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια πάνω-κάτω εποχή, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα (λίγο πριν-λίγο μετά), γνωρίζουν διάδοση οι εσωτεριστικές θεωρίες για την πανάρχαια σοφία, κρυμμένη σε κώδικες στους καθεδρικούς ή στη μυθική υπόγεια (και πάλι) πόλη της Αγκάρθα, στο Θιβέτ (στο Θιβέτ άλλωστε θα τοποθετήσει ο Ράιντερ Χάγκαρντ τη συνέχεια της ιστορίας του).

Και λοιπόν; Δεν διατείνομαι ότι δίνω μια ερμηνεία στον αφάνταστα πολύπλοκο κόσμο της λογοτεχνικής φαντασίας. Ίσως όμως το να δούμε στην άνθιση του fantasy, αλλά και σε μεγάλο μέρος της επιστημονικής φαντασίας μια άρνηση του μοντερνισμού (δεν το λέω πρώτος) είναι μια ερμηνεία. Σε έναν κόσμο που θεώρησε ότι συνθλίβει το παρελθόν, πατώντας πάνω του σαν γίγαντας στους ώμους νάνων, οι νάνοι προσπαθούν να εκδικηθούν υπενθυμίζοντας, με τη σειρά τους, ότι θα μπορούσαν και κείνοι να πατούν στους ώμους γιγάντων μεν, χαμένων προ πολλού δε. Στον πιο απαισιόδοξο κόσμο μας, όπου η συχνότερη προβολή του μέλλοντος είναι μια δυστοπία, θα περίμενε κανείς το fantasy να παρακμάσει και πάλι. Ποιος ξέρει; Δεν φαίνεται να είναι έτσι· ίσως γιατί η άλλη λειτουργία του είναι ακριβώς αυτή η φυγή από το παρόν, η φυγή σε έναν κόσμο με άπειρες δυνατότητες, χωρίς σύνορα, με αχαρτογράφητες εκτάσεις, με κάποιου είδους κοινωνική κινητικότητα που ο σύγχρονος κόσμος μοιάζει να αρνείται.

Read Full Post »

Ακούγεται λίγο γλωσσοδέτης ο τίτλος και αυτός είναι και ο στόχος του (οι τουρκομαθείς θα αναγνωρίσουν μία φράση – κλασικό παράδειγμα της συγκολλητικής δομής της τουρκικής γλώσσας – , siz türkleştirebildiğimizden misiniz?). Αυτό άλλωστε δεν είναι ένα κλασικό ποστ του Δύτη, είναι μια κουβέντα που ξεκίνησε μέσω ηλεταχυδρομείου και τη βάζω εδώ για να τη συνεχίσουμε και να μείνει κτήμα εσαεί.

Αφορμή ένα άρθρο του Γιάννη Χαμηλάκη και του Βασίλη Λαμπρόπουλου, που προτείνει να δούμε το ’21 και ό,τι προηγήθηκε και κυρίως ό,τι ακολούθησε με τα εργαλεία των νέων θεωρητικών εργαλείων της (απο)αποικιοποίησης. Όσοι ασχολούνται, θα έχουν προσέξει αυτό τον όρο, ίσως και μια σχετική κίνηση: Decolonize Hellas ή μάλλον dëcoloиıze hellάş

Ακολουθεί η μέχρι τώρα συζήτηση προκειμένου να συνεχιστεί στα σχόλια (το έχουμε ξανακάνει με μεγάλη επιτυχία):

Δύτης: Να πω την αμαρτία μου; Ένα χρόνο τώρα ακούω για αποικιοποίηση και αποαποικιοποίηση και εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πού κολλάει με το ’21. Δηλαδή εντάξει, μπήκαμε με το ζόρι σχεδόν στο δυτικό αφήγημα, του πολιτισμού που κληρονομεί την αρχαιότητα και είναι προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης κλπ -κάτι παρόμοιο έγινε και στην Τουρκία στις αρχές του 20ού αιώνα- αλλά αποικιοποίηση χωρίς αποίκους και κυρίως χωρίς αποικισμένους δεν μου κολλάει πολύ. Εκτός αν είναι να το δούμε σαν τη Δυτική Ευρώπη που αποικίζει τον ιθαγενή πληθυσμό όχι με αποίκους αλλά με κουλτούρα ξερωγώ.

Μπουκανιέρος: Δύτη, ναι, είναι ένα θέμα. Γι’ αυτό ακριβώς έχουν προταθεί όροι όπως αυτοαποικιοποίηση και κρυπτοαποικισμός (που, στην ουρά του Χέρτσφελντ, προσπάθησα να τη χρησιμοποιήσω κι εγώ). Από την άλλη μεριά, αν θες να βρεις οπωσδήποτε αποίκους, μπορείς να σκεφτείς ένα βαυαρό βασιλιά με την αυλή του, συντροφεμένο με μια διορισμένη βαυαρική ανώτατη διοίκηση, συνοδευμένους με πολυάριθμα βαυαρικά στρατεύματα και μια εξίσου πολυάριθμη βαυαρική γραφειοκρατία. Εντούτοις, υπάρχει κάτι που μ’ ενοχλεί στο άρθρο των Χ&Λ, κάτι που δεν μπορώ να το προσδιορίσω εύκολα και που δεν έχει να κάνει με το περιεχόμενο των ιδεών τους. Όπως και νάχει, δύτη, το ζήτημα με ενδιαφέρει πολύ και θα ήθελα να το συζητήσουμε διεξοδικά.

Μπουκανιέρος (ξανά): Για αρχή μπορούμε να δούμε το Ναυαρίνο σαν αποικιακή στιγμή (και π.χ. να τη συνδυάσουμε με τα τρία «κόμματα», γαλλο- αγγλο- ρωσό- φιλο). Επίσης, μπορούμε να ξεκινήσουμε από το «πρώτο ελληνικό κράτος», την (πολύ φλου) Ιόνια Πολιτεία, που γρήγορα εξελίχθηκε στο καθαρά κι εντελώς αποικιακό «Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων». Η Ένωση του 1864 ήταν προσάρτηση αυτού του κράτους από το Βασίλειο της Ελλάδας (και όχι πραγματική «ένωση»), αλλά μπορούμε να προβληματιστούμε πώς επηρέασε το Βασίλειο, αφενός σε σχέση με την εξάρτηση (από την Αγγλία κυρίως), αφετέρου και «ποσοτικά» (θέλω να πω: τα Εφτάνησα είχαν το ένα τέταρτο του πληθυσμού του τότε Βασιλείου και γενικά είχαν μια βαρύτητα πολύ μεγαλύτερη από τα, λίγο-πολύ ασήμαντα, σημερινά Εφτάνησα στη διογκωμένη πια, εδώ και έναν αιώνα, σύγχρονη Ελλάδα). Επίσης: έχει ενδιαφέρον να εστιάσουμε στο ρόλο του Καποδίστρια, σαν συνδετικού κρίκου μεταξύ ποικίλων παραγόντων – και απροπό: έχετε να μου συστήσετε μια καλή πολιτική βιογραφία του κόντε Νάνε;
Από την άλλη, αν στις αποικιακές σπουδές (που αφορούν τις «γνήσιες» αποικίες) τονίζεται όλο και περισσότερο ο (συναινετικός απέναντι στην αποικιοκρατία) ρόλος [των] τοπικών ελίτ και η αυτενέργειά τους, μπορούμε να εφαρμόσουμε, κάπως αντίστροφα, το σχήμα αυτό και στην Ελλάδα – ίσως.

Δύτης: Δύο μέιλ σου με έκαναν πολύ πιο δεκτικό σ’ αυτή τη θεώρηση από πέντε-έξι άρθρα ή βίντεο που έχω δει. Το σωστό να λέγεται! Ωραία η ανάλυση αλλά ας πούμε τι προσφέρει παραπάνω από το παλιό σχήμα της εξάρτησης; Ίσα-ίσα που εκεί που ήμασταν (με την εξάρτηση) το φτωχό αγωνιστικό έθνος με την αντιστασιακή παράδοση (κατά Σβορώνο) γινόμαστε (με την αποικιοποίηση) ο τριτοκοσμικός λαός που θα αποτινάξει τις ιδεολογικές, πολιτικές κλπ συνέπειες της αποικιοκρατίας σε παράλληλο αγώνα με τους μαύρους της Αμερικής, τους Αφρικάνους ή τους Αϊτινούς. Πιο πολύ, δηλαδή, μου φαίνεται ότι συσκοτίζει την κουβέντα προσφέροντας αναλογίες που δεν είναι τόσο σημαντικές όσο οι διαφορές. Και ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της Ελλαδίτσας, το ’19-22 ή τη δεκαετία του ’90, πού θα κολλήσει;

π2: Είπα να μην πω τίποτε για να μη γίνομαι κακός χωρίς λόγο, αλλά τα περί αποικιοποίησης και decolonization εμένα μου φάνηκαν εξαρχής εφετζίδικη μόδα περισσότερο παρά ουσία με ευρετική χρησιμότητα. Και συμφωνώ με τον Δύτη ότι πιο ουσιαστικά μου φάνηκαν τα σχόλια του Μπουκανιέρου παρά κάποια από τα κείμενα των αποαποικιαστών (σικ).


Read Full Post »

Μέσα σ’ όλα τα οθωμανικά και γενικώς ανατολίτικα που έχω ανεβάσει εδώ, συχνά ανέβαζα τις 25ες και κάτι επετειακόν. Τώρα που είναι η Μεγάλη Επέτειος, και καθώς δεν έχω κάτι πρόχειρο, σκέφτηκα να τα μαζέψω εδώ να βρίσκονται – δεν είναι και πολλά.

Λίγοι θυμούνται ίσως την περίφημη σειρά του Βερέμη στον ΣΚΑΪ για το ’21 που είχε ξεσηκώσει τόσο θόρυβο. Μέσα στο θόρυβο, και οι εξυπνάδες του Δύτη, επικεντρωμένες στη μανία της ανομίας και τον φετιχισμό του κράτους, η πρώτη, και το ψευτοδίλημμα φράκο ή φουστανέλλα, η δεύτερη. Πιο πολύ αξίζουν τα σχόλια από κάτω!

 

Έχουμε και την αντίδραση του σουλτάνου στην είδηση για το πέρασμα του Προύθου: λίγο γνώριμη, μιας και του φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι.

Κάποιες αφηγήσεις Οθωμανών που με τον έναν ή άλλο τρόπο έζησαν την Επανάσταση. Ο ένας, άτακτος στρατιώτης από τα βάθη της Ασίας, όπως λέμε, έδωσε και πήρε σπαθιές, δεν κατάλαβε τίποτα, πολέμησε και στα Δερβενάκια. Ο άλλος, μορφωμένος, ήξερε και ελληνικά, και περιγράφει μια παρολίγον Έξοδο στο Μεσολόγγι στο Ναύπλιο.

Και έχουμε, τέλος, και κάτι άλλους Οθωμανούς, φιλέλληνες και φιλόκαλους, Έλληνες τη πατρίδι. Μπόλικοι, μιας και φιάξανε κοτζάμ εκατονταρχία. Κι αυτοί πολεμήσανε, που θα έλεγε κι ο Μακρυγιάννης.

 

 

Read Full Post »

Εντελώς τυχαία και σίγουρα χωρίς καμία σχέση με τη θλιβερή επικαιρότητα της μετατροπής της σε τζαμί ξανακοίταξα ένα άρθρο της Ελισάβετ Ζαχαριάδου για τη Μονή της Χώρας, στην Πόλη.*

Δεν στάθηκα τόσο στο τουρμπάνι του Μετοχίτη, που υποστηρίζεται πειστικά ότι σχετίζεται με τις ανθενωτικές του τάσεις, όσο σε κάτι που δεν θυμόμουν. Ένα από τα καταπληκτικά ψηφιδωτά, για τα οποία φημίζεται η μονή, είναι ο εν Κανά γάμος. Λοιπόν στην καμάρα μιας πόρτας υπάρχει σαφώς ένας αριθμός με αραβικά ψηφία – όταν λέω αραβικά, δεν εννοώ τα δικά μας, εννοώ κανονικά αραβικά, των Αράβων. Γράφει λοιπόν ٦٨١١, μεθερμηνευόμενον 6811 δηλαδή (με τη βυζαντινή μέτρηση από κτίσεως κόσμου) 1302/3.

Η λεπτομέρεια αυτή δεν είναι άγνωστη, ήδη από το 1912 όταν ο A. van Millingen θεώρησε ότι πρόκειται για τη χρονολογία εκτέλεσης των ψηφιδωτών, παρόλο που γενικά οι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν πειστικά ότι ο διάκοσμος έγινε δεκατρία με δεκαεννιά χρόνια αργότερα. Όπως φαίνεται, όμως, κανένας σήμερα δεν δίνει σημασία στον αριθμό, αφότου στη μνημειώδη έκδοση για την εκκλησία, το 1966, ο P. A. Underwood υποστήριξε ότι πρόκειται για «διακοσμητικό στοιχείο που εντελώς τυχαία μοιάζει με αραβικά ψηφία». Το μοναδικό του επιχείρημα, στην πραγματικότητα, είναι η απιθανότητα του γεγονότος. Ωστόσο, αρκεί να δει κανείς το ψηφιδωτό για να πειστεί, νομίζω, ότι καθόλου τυχαία δεν μπορεί να είναι η ομοιότητα:

Το βλέπετε, πάνω από το κανάτι που κρατά ο υπηρέτης δεξιά; Ίσως καθαρότερα φαίνεται εδώ:

Ο Σέρλοκ Χολμς λέει κάπου ότι όταν αποκλείσεις όλα τα άλλα ενδεχόμενα (ότι, στην περίπτωσή μας, οι ψηφίδες είναι βαλμένες στα κουτουρού για στολίδι και έτυχε να σχηματίζουν αριθμό) αυτό που μένει, όσο απίθανο και να είναι, είναι η αλήθεια. Ο Μετοχίτης σίγουρα ήταν εξοικειωμένος με τα αραβικά νούμερα (και μαθηματικός ων, και πρωτεργάτης στις επιστημονικές επαφές με το Ισλάμ ιδίως σε θέματα αστρονομίας και αστρολογίας – κέντρο της παγκόσμιας αστρονομίας εκείνη την εποχή οι ηγεμονίες των Σελτζούκων και των Μογγόλων σε Ιράν, Αφγανιστάν και Κεντρική Ασία!), και με το τουρμπάνι έχει ήδη αποδείξει ότι αυτή η εκκλησία έχει κάτι το ιδιαίτερο. Η Ζαχαριάδου κάνει λοιπόν την τολμηρή υπόθεση ότι η χρονολογία δεν έχει να κάνει με τον ίδιο το διάκοσμο, αλλά με κάποιο γάμο, όπως της Κανά, και τέτοιο γάμο που να συνδέει τον βυζαντινό με τον ανατολικό κόσμο, ώστε να δικαιολογούνται τα αραβικά ψηφία. Και ναι, υπήρξε ένας τέτοιος γάμος το 1303: μια νόθα κόρη του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (στενού φίλου του Μετοχίτη) παντρεύτηκε τον Μογγόλο χάνο της Περσίας Gazan και έγινε γνωστή ως Δέσποινα των Μογγόλων (προσοχή, υπάρχουν πάνω από μία Μαρίες της εποχής που παντρεύτηκαν μογγόλους ηγεμόνες!–και δεν έχει καμία σχέση με την «Μαρία των Μογγόλων» του γνωστού βιβλίου, που είναι πολύ προγενέστερη).

Έλπιζε βέβαια  ο Ανδρόνικος όπως και όλοι οι Παλαιολόγοι ότι οι Μογγόλοι Ιλχάν θα στρέφονταν κατά των Σελτζούκων, όπως είχε γίνει μισόν αιώνα πριν (μάχη του Κιοσέ Νταγ, 1243) ή όπως (όχι με Μογγόλους και Σελτζούκους, αλλά με τον Ταμερλάνο και τους Οθωμανούς) θα γινόταν έναν αιώνα μετά (μάχη της Άγκυρας, 1402) – χωρίς μόνιμο αποτέλεσμα όπως ξέρουμε όσον αφορά το Βυζάντιο. Πιο ενδιαφέρον είναι ότι τέτοιες συμμαχίες μπορούσαν να εκφραστούν και σε συμβολικό επίπεδο, και μάλιστα σε έργα που αργότερα έγιναν πραγματικά εμβληματικά, και δικαίως εξάλλου. Κάποιοι θα έβγαζαν φλύκταινες σήμερα.

 

*Elizabeth A. Zachariadou, «The Mosque of Kahriye and the Eastern Inclinations of its Late Byzantine Patron», Archivum Ottomanicum 30 (2013), 281-301.

Read Full Post »

Η πολιορκία κρατούσε ήδη από τις αρχές Απριλίου του ’21, και βρισκόμαστε ήδη στον Ιούνιο του 1822. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να μην πάνε πολύ καλά για τους έγκλειστους:

Επειδή έγινε φανερό ότι αν εξακολουθούσαν να δίνουν σε κάθε κάτοικο δέκα οκάδες σιτάρι, από όσο ήταν αποθηκευμένο… σε δύο μήνες δεν θα υπήρχε επάρκεια και δεν θα τους έφθανε, αποφασίστηκε όσοι ήταν ικανοί για πόλεμο και μάχη να παίρνουν από δέκα οκάδες και οι γυναίκες, τα κορίτσια και τα αγόρια από οκτώ οκάδες. Αφού με αυτόν τον τρόπο συντηρήθηκαν για ακόμη έναν περίπου μήνα, μερικοί αδηφάγοι σε δεκαπέντε μέρες τελείωσαν τα τρόφιμα που αναλογούσαν στον καθένα. […] Πέντε άτομα από τους Αλβανούς του πολιορκούμενου κάστρου και κάποιες άχρηστες για δουλειά μαύρες υπηρέτριες και φτωχές γυναίκες, σύνολο είκοσι, με τη δική τους θέληση βγήκαν από το κάστρο και έμειναν έξω γυμνές, πεινασμένες και ενδεείς. Οι καταραμένοι [πολιορκητές] δεν τους δέχθηκαν και επειδή το να τους πάρουν [οι πολιορκούμενοι] ξανά μέσα στο κάστρο ήταν επιβλαβές για την τάξη του τόπου και ενάντιο προς τους κανόνες του πολέμου, εκείνοι εγκαταλελειμμένοι έμειναν στη μέση και πέθαιναν ένας-δύο την ημέρα, πίνοντας το ποτήριον του μαρτυρίου.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι κάτοικοι του κάστρου, εκτός του ότι επέδειξαν ζήλο και άντεξαν την αγωνία της κατάστασης για έναν ακόμη μήνα, εκδήλωσαν υπομονή και δύναμη. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη ότι, επειδή μέρα με τη μέρα αυξανόταν η σφοδρή πείνα και επιδεινωνόταν η αδυναμία τους, πέθαιναν δέκα-δεκαπέντε άτομα τη μέρα, με τον λιμό που είχε πέσει στους κατοίκους δεν έμεινε σε κανέναν δύναμη να βγει για μάχη. Με την ελπίδα ότι τα χόρτα που φύτρωναν γύρω από το κάστρο θα μπορούσαν να τους συντηρήσουν, με χίλιες δυσκολίες και πολεμώντας με τους άπιστους μάζευε ο καθένας μία ποσότητα. Κι επειδή τα έτρωγαν μόνο βρασμένα σε νερό, η όψη τους άλλαξε και τα χαρακτηριστικά τους άλλαξαν χρώμα. Έπαψαν τελείως να περπατούν και εξαιτίας της πλήρους αδυναμίας αρρώσταιναν και πέθαιναν ξαφνικά μέσα στην αγορά και τις συνοικίες. Κάποιοι ξένοι [φτωχοί] έκαναν λοιπόν μεταξύ τους συμβούλιο και είπαν:

«Δεν είναι δυνατή η προμήθεια τροφίμων και η σφοδρή πείνα μας καταβάλλει, είναι σαφές ότι θα διαταράξει την πίστη μας. Να πάμε μια φορά να εξηγήσουμε την κατάσταση στους προκρίτους και τους αγάδες και, αν δεν βρεθεί μια λύση, δεν μπορούν να σταματήσουν διακόσιους άνδρες. Όπως και να έχει, ανοίγουμε την πύλη του κάστρου και ανακατευόμαστε με τους απίστους· τουλάχιστον να δει το μάτι μας ψωμάκι! Αν στη συνέχεια πεθάνουμε όλοι μας στα χέρια των απίστων, χάρη στην ψυχή μας κάνουμε. Άλλο μέτρο δεν θα έχει όφελος.»

Δεν είναι το Μεσολόγγι. Είναι το Ναύπλιο, και οι πολιορκούμενοι είναι οι Τούρκοι. Αφηγείται ο Γιουσούφ Μπέης, γιος του πρώην πασά του Μοριά, με ελληνίδα μητέρα (ο Φωτάκος μιλά με πολύ καλά λόγια για την αφεντιά του).

Για την ιστορία, η Έξοδος δεν έλαβε χώρα. Ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις, ανταλλαγή ομήρων, και τελικά η πολιορκία λύθηκε από τον ερχομό του Δράμαλη, για να ξαναρχίσει μετά τα Δερβενάκια – η πόλη παραδόθηκε τελικά τον Δεκέμβριο.

Δεν είχαν λείψει πάντως και πιο ευτράπελα επεισόδια:

Εκείνο όμως το βράδυ ο καβάσης Ντελή Μπεκίρογλου Μουσταφάς, που ήταν στην υπηρεσία μου, υπέκυψε στο σαρκικό πάθος και την επιθυμία του: μαζί με τον γιατρό του τόπου ξελογιάστηκαν με δύο Ρωμιούς απίστους και αποφάσισαν να δραπετεύσουν εκείνη τη νύχτα. Νωρίς το πρωί βγήκαν από την Πύλη του Γιαλού, μπήκαν σε μία βάρκα και διέφυγαν στην ακτή όπου βρίσκονται οι άπιστοι και αφού δέχθηκαν να αλλάξουν θρήσκευμα, σκόρπισαν σ’ αυτόν και στον μέλλοντα κόσμο.

(Πηγή: Σ. Λαΐου – Μ. Σαρηγιάννης, Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση: από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά, Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών 2019, σ. 124-125, 129)

Read Full Post »

ΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ.

Τουρκικό Αρχείο Ηρακλείου, Κώδ. 15, σελ. 94 – 28 Τζεμαζιουλάχιρ 1129 [8/6/1717]

Πληροφορηθείς ο Πασάς του Χάνδακος, ότι οι διδάσκαλοι των σχολείων της πόλεως και οι βοηθοί αυτών περιέρχονται αργοσχόλως ανά τας οδούς, και ότι παραμελούν την διδασκαλίαν των παίδων, απηύθυνεν έγγραφον προς τον Ιεροδίκην, εν τω οποίων λέγει, όπως καλέση ούτος πάντας ανεξαιρέτως τους διδασκάλους εις το Ιεροδικείον και συστήση εις αυτούς, όπως τηρήσουν το ακόλουθον πρόγραμμα: Την πρωΐαν οι μαθηταί θα φεύγουν εκ του σχολείου δύο ώρας προ μεσημβρίας, το απόγευμα θα πηγαίνουν εις τα σχολεία μετά την μεσημβρινήν προσευχήν και θα παραμένουν μέχρι της προσευχής του δειλινού. Αναφέρεται εισέτι εις το έγγραφον του Πασά, ότι θα γίνωνται έφοδοι εις τα σχολεία, δημοσία τε και κρυφίως, και θα τιμωρούνται οι απουσιάζοντες και μη ασχολούμενοι με την μόρφωσιν των παίδων διδάσκαλοι. Τη 28η Τζεμαζιελαχίρ 1129.

(περιληπτική μετάφραση· Νικόλαος Σταυρινίδης, Μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων, τ. Δ΄, Ηράκλειον 1984, αρ. 1918, σ. 14-15)

Read Full Post »

Αν δεν κινηθούμε εγκαίρως, το τέλος του πολιτισμού μας είναι κοντά. Εντάξει, ο Κλαύδιος έδινε ρωμαϊκή υπηκοότητα σε κάποιους επαρχιώτες, τέλος πάντων, αλλά ήταν μετρημένες – και ήταν και τρελός καταπώς λένε. Τώρα αυτό το διάταγμα του Καρακάλλα τι σου λέει; Όλοι όσοι μένουν στα σύνορα και είναι ελεύθεροι, Ρωμαίοι υπήκοοι! Την ώρα που Δάκες, Γαλάτες, Πέρσες, Γερμανοί παραμονεύουν γύρω-γύρω. Καλά οι Έλληνες, πες είναι ήμεροι και με πρεστίζ· οι άλλοι; Πού θα πάει η ταυτότητά μας, οι πατρογονικοί μας θεοί, οι λάρητες και οι πενάτες, οι αγνές παρθένες Εστιάδες μας, η Σίβυλλα και οι χρησμοί της; Δεν μας έφτανε ο Μίθρας, θα έχουμε τώρα και αυτούς τους Χριστιανούς, καινούριο φρούτο. Κάπως, δεν ξέρω, πρέπει να προστατευθεί ο ρωμαϊκός τρόπος ζωής.

(Ρώμη, σκέψεις του Γάιου Πρεπόστερου, 965 από κτίσεως της πόλης [212 μ.Χ.])

Read Full Post »

(Ι, ΙΙ)

Ο ιστορικός που θα θελήσει να κατανοήσει το παρελθόν χωρίς να γίνει θύμα των μύθων, οφείλει να μάθει να το παρατηρεί σαν να ήταν παρόν. Αν θέλει να αντισταθεί στον υποκειμενισμό, πρέπει να παρατηρεί το παρόν σαν να ήταν κιόλας παρελθόν.

(Μανές Σπέρμπερ, Η καμένη βάτος, μετάφρ. Έμη Βαϊκούση, Αθήνα 2013, σελ. 159)

Read Full Post »

Older Posts »