Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Εβλιγιά Τσελεμπή’

Πιστέψτε το ή όχι, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ο Δύτης κλείνει σήμερα εφτά χρόνια ζωής. Κάπως να το γιορτάσουμε, είπα, μη γράψεις πάλι τα ίδια, πάλι ότι είμαστε στο ρελαντί αλλά εδώ, ευχές και τα λοιπά, έξι φορές μέχρι τώρα βαρέθηκε ο κόσμος. Και μετά σκέφτηκα ότι στο ξεκίνημά του ο Δύτης είχε βάλει σκοπό να κοινοποιήσει τα μικρά περίεργα των αγαπημένων του Οθωμανών: να όμως που ο έβδομος χρόνος πέρασε χωρίς ούτε ένα από αυτά τα minima orientalia. Ε, ιδού λοιπόν κάτι που βρήκα πρόσφατα:

Η ιστορία αρχίζει σα μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν, διότι ο Γκότφριντ Χάγκεν, ερευνητής που εξέταζε το αυτόγραφο κείμενο του Τζιχαν-νουμά, «καθρέφτη του κόσμου» ή αλλιώς της παγκόσμιας γεωγραφίας του σπουδαίου Κιατίπ Τσελεμπή, βρήκε ανάμεσα στα φύλλα του χειρογράφου ένα χαρτί. Εντάξει, δεν είχε τον κώδικα του Άρνε Σάκνουσεμ, είχε όμως κάτι άλλο: από τη μια μεριά, ένα πρόχειρο σκίτσο της λίμνης Αχρίδας, με την ομώνυμη πόλη, το Μοναστήρι, τη Στρώμνιτσα και τις άλλες γύρω πόλεις. Το χάρτη συνόδευε ένα δίστιχο κάποιου ποιητή της Αχρίδας, του Αμπντουλαζίζ Τσελεμπή:

Τα δώρα της Αχρίδας είναι τρία, όπως έχουν πει άνθρωποι με γούστο

Η λίμνη, ένα, τα ψάρια, δύο, και τρία τα διάφορά της φρούτα.

800px-oxrida

Αυτά στο πίσω μέρος. Το χαρτί είχε χρησιμοποιηθεί σαν πρόχειρο, διότι από την άλλη πλευρά (περισσότερα…)

Advertisement

Read Full Post »

Θα θυμάστε ότι η οθωμανική πλευρά αυτού εδώ του Δύτη έχει ιδιαίτερη αδυναμία σε φαντάσματα και βρυκόλακες. Δεν είναι όμως βαλκανική αποκλειστικότητα οι βρυκόλακες στην οθωμανική γραμματεία. Υπάρχει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περιγραφή από τον μεγάλο οθωμανό περιηγητή, τον Εβλιγιά Τσελεμπή (1611-1684), για ένα είδος «Βαλπούργειας νύχτας», ενός «Σαββάτου των μαγισσών» στα «βουνά Ομπούρ», ανάμεσα στην Κιρκασία, τη χώρα των Τσερκέζων, και την Αμπχαζία του Καυκάσου.

Ο Εβλιγιά ισχυρίζεται ότι στις 24 Απριλίου 1666 είδε με τα μάτια του μια εναέρια μάχη ανάμεσα στους ομπούρ των Τσερκέζων και σε εκείνους των Αμπχάζιων. Ομπούρ, εξηγεί, είναι οι μάγοι αυτών των φυλών. Στην περιγραφή του Εβλιγιά, οι Αμπχάζιοι ομπούρ ξεκίνησαν τη μάχη:

εμφανίστηκαν πίσω από τα βουνά Ομπούρ πετώντας στον αέρα πάνω σε μεγάλα δέντρα ξεριζωμένα, κιούπια, σκούπες, ρόδες αμαξιών, και ό,τι σκεύος μπορεί να φανταστεί κανείς.  Οι Τσερκέζοι ομπούρ, πάλι, πετούσαν πάνω σε κατάρτια καραβιών, ψόφια άλογα, καμήλες και βουβάλια, οπλισμένοι με φίδια, σχοινιά και κεφάλια, ανθρώπων και ζώων, βγάζοντας φλόγες. Ξεκουφαθήκαμε από το θόρυβο καθώς η άγρια μάχη κράτησε έξι ώρες, ενώ πάνω μας πέφτανε κομμάτια από ζώα και πτώματα, φουρνόξυλα και σκούπες και ρόδες και ξύλα… Εφτά Τσερκέζοι και εφτά Αμπχάζιοι ομπούρ πιάστηκαν σώμα με σώμα και πέσανε στο έδαφος· ένας Αμπχάζιος ήπιε το αίμα από το λαιμό ενός Τσερκέζου, οι υπόλοιποι ξαναπέταξαν στον αέρα… Έγινε φοβερή μάχη μέχρι να λαλήσουν οι πετεινοί.

Την επόμενη μέρα, ο Εβλιγιά επισκέφτηκε με τους συντρόφους του το πεδίο της μάχης και το βρήκε γεμάτο από ό,τι οικιακό σκεύος μπορεί να φανταστεί κανείς, πτώματα ζώων, ανθρώπινα πτώματα ξεθαμμένα από τάφους, και ούτω καθεξής. Του είπανε οι Τσερκέζοι, λέει, πως τέτοια μάχη δεν είχε γίνει εδώ και σαράντα πενήντα χρόνια: συνήθως πάλευαν πέντε με δέκα ομπούρ, στη γη και στον αέρα.

Για να κάνουμε μια παρέκβαση, η περιγραφή αυτή ίσως δεν είναι παρά μια διασκεδαστική ιστορία· ίσως όμως αντανακλά πραγματικές σαμανιστικές δοξασίες, ενισχύοντας έτσι την πολυσυζητημένη υπόθεση του Κάρλο Γκίντζμπουργκ για το σαμανιστικό υπόβαθρο των «συνάξεων των μαγισσών». Το 1966 ο Γκίντζμπουργκ μελέτησε μια σειρά πρακτικών από ανακρίσεις και δίκες της Ιεράς Εξέτασης σχετικά με τους benandanti, μια ομάδα «καλών μάγων» στο Φριούλι, στη βορειοδυτική Ιταλία, οι οποίοι πολεμούσαν τους «κακούς μάγους» για τη γονιμότητα της σοδειάς κάθε χρόνου. Σύμφωνα με τον Γκίντζμπουργκ, αν και οι ιεροεξεταστές προσπάθησαν να επιβάλουν τις δικές τους ιδέες στους ανακρινόμενους χωρικούς, ούτως ώστε οι καταθέσεις τους να ταιριάξουν με το καθιερωμένο μοντέλο του διαβολικού «Σαββάτου των μαγισσών», ωστόσο από τις καταθέσεις αυτές αναδεικνύεται μια κάποια αυθεντική, λαϊκή πίστη σε τέτοιες παραδόσεις. Πρόσφατα μάλιστα ο Γκίντζμπουργκ επανήλθε στο θέμα με ένα βιβλίο που σαν ακροβάτης σε πάγο φτάνει στην όχθη αφήνοντας πίσω του συντρίμμια (εύθραυστα επιχειρήματα, εύλογα συμπεράσματα), διατρέχοντας (αυτός που δοξάστηκε ως μικροϊστορικός) δύο ηπείρους και δυόμισυ χιλιετίες, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ευρωπαϊκές μυθολογίες και λαϊκές παραδόσεις, από την Ιταλία μέχρι τη Βαλτική και τη Σιβηρία, μοιράζονται ένα κοινό σαμανιστικό υπόβαθρο, στο οποίο ιπτάμενες μάγισσες δίνουν μάχες για τη γονιμότητα των χωραφιών. Όσο και αν η θέση του Γκίντζμπουργκ εξακολουθεί να αμφισβητείται (η επικρατούσα άποψη είναι ότι οι καταθέσεις στις δίκες των μαγισσών αντανακλούσαν πολύ περισσότερο τις ιδέες των διωκτών τους παρά πραγματικές λαϊκές τελετές), ωστόσο δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως η περιγραφή του Εβλιγιά κάπως τον δικαιώνει.

Για να επιστρέψουμε όμως στους βρυκόλακες, να πως συνεχίζει ο Εβλιγιά την αφήγησή του για τους ομπούρ:

Στα μέρη αυτά δεν υπάρχει πανούκλα. Όποτε κάποιος αρρωστήσει, ή και να μην αρρωστήσει, τις νύχτες του καρακόντζολος (χα! τι’ ν’ πάλι τούτο; Θα σας πω μετά) οι ομπούρ πίνουν το αίμα του και έτσι τον σκοτώνουν. Έτσι, οι ομπούρ μπορεί να γίνουν φυσιολογικοί, αν και τα σημάδια της ιδιότητάς τους παραμένουν στα μάτια τους.

Σ’ αυτή την περιοχή υπάρχουν γέροι σοφοί Τσερκέζοι που μπορούν να διακρίνουν έναν ομπούρ, δηλαδή να καταλάβουν έναν μάγο. Οι συγγενείς των νεκρών τους δίνουν χρήματα, κι εκείνοι πηγαίνουν στους τάφους πρόσφατα πεθαμένων ομπούρ για να ελέγξουν μπας και υπάρχουν σημάδια ότι οι ομπούρ βγήκαν από τον τάφο τους. Και πράγματι, τότε, όταν οι άνθρωποι μαζεύονται και σκάβουν τον τάφο, βλέπουν ότι τα μάτια του ομπούρ έχουν γίνει σαν κούπες γεμάτες με αίμα, και ότι το πρόσωπό τους έχει γίνει κατακόκκινο από το ανθρώπινο αίμα που έχουν πιει. Τότε, βγάζουν το βρωμερό πτώμα του καταραμένου ομπούρ από τον τάφο, και καρφώνουν ένα ξύλινο παλούκι στον αφαλό του· με τη βοήθεια του Θεού, τα μάγια λύνονται, και ο άνθρωπος του οποίου το αίμα έπινε ο ομπούρ, σώζεται… Κάποιοι άνθρωποι όμως, ακόμα και αφού ο ομπούρ βρεθεί στον τάφο του και καρφωθεί, παίρνουν το βρωμερό πτώμα, με το παλούκι ακόμα καρφωμένο στον αφαλό του, και το καίνε, ώστε να μη μπει στο πτώμα άλλος ζωντανός ομπούρ.

Άλλη μια παρέκβαση: η αναφορά στην πανούκλα (και ο Εβλιγιά προσθέτει μετά ότι «δεν υπάρχει λοιπόν πανούκλα στη χώρα των Τσερκέζων, αλλά ο μπελάς των ομπούρ είναι πράγματι χειρότερος κι απ’ τη χειρότερη πανούκλα») θυμίζει άλλη μια περιγραφή του: ο πατέρας του, διηγείται, είχε δει τον «στρατό της πανούκλας», που αποτελούνταν και από «καλές» και από «κακές ψυχές», έτοιμο να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη την παραμονή ενός ξεσπάσματος της επιδημίας. Οι καλές ψυχές ήταν ντυμένες στα άσπρα, και οι κακές στα μαύρα· όποιον χτυπούσαν οι πρώτες επρόκειτο να σωθεί, ενώ τα θύματα των δεύτερων θα πέθαιναν.

Πίσω όμως τώρα στον Καύκασο: ο Εβλιγιά εξηγεί ότι όποτε κάποιος υποπτεύεται ότι ένας ομπούρ του πίνει το αίμα, αυτοί οι σοφοί «ανιχνευτές ομπούρ» εξετάζουν τα μάτια του υπόπτου. Αν είναι γεμάτα αίμα, τον δένουν με αλυσίδες μέχρι να ομολογήσει:

«Ναι, εγώ ήμουν που ήπια το αίμα του Τάδε… Όταν θάφτηκα δίπλα στον ομπούρ πατέρα μου και στον ομπούρ παππού μου, το σώμα μου δεν σάπισε· και ήταν φορές που πέταξα στον ουρανό για να δώσω μάχη· και όλα αυτά τα έκανα για ζήσω παραπάνω».

Ο Εβλιγιά προσθέτει ότι αυτοί οι ομπούρ είναι ξεχωριστό σόι, και ότι αρνούνται να συνάψουν γάμους με τους υπόλοιπους Τσερκέζους. Οι περισσότεροι, λέει, ζουν στις χώρες της Μοσχοβίας, των Κοζάκων, των Πολωνών και των Τσέχων· όμως «είναι βέβαιο πως είναι οι καρακόντζολος του Ρουμ (των οθωμανικών περιοχών)». Η λέξη ομπούρ επανεμφανίζεται μια φορά ακόμα στο έργο του Εβλιγιά, αυτή τη φορά σε βαλκανικά συμφραζόμενα. Όταν αναφέρει το Ομπούρτσα, ένα μικρό χωριό κοντά στη Σίπκα, στη σημερινή κεντρική Βουλγαρία, ο Εβλιγιά σημειώνει ότι «στα τατάρικα ομπούρ σημαίνει μάγος, μάγισσα, ή κάποιον που σηκώνεται απ’ τον τάφο». Σας θυμίζει κάτι η λέξη; Ναι, για να δούμε: η λέξη βαμπίρ, λέει, προέρχεται από μια σλάβικη λέξη (βουλγάρικα και σερβοκροάτικα вампир, τσέχικα upír, ουκρανικά упир, ρώσικα упырь, όλα τους ανάγονται μάλλον στο παλαιό ανατολικοσλαβικό упирь, upir’), αν και ο πολύς Φραντς Μίκλοσιτς πρότεινε πρώτος ότι η απώτερη ετυμολογία είναι τουρκογενής, παραπέμποντας στο ταταρικό ubyr, «μυθολογικό πλάσμα» ή το σιβηριανό (Τσουβάς) văpăr, «κακό φάντασμα, μάγος». Να είχε δίκιο, ή είναι πιθανότερο η λέξη να έφτασε στον Καύκασο από τις ρώσικες στέπες στις παρυφές του; Ποιος ξέρει· όχι εγώ πάντως.

Όσο για τον μυστηριώδη καρακόντζολος και τις διαβόητες νύχτες του, πρόκειται για τις πραγματικές νύχτες ή και μέρες του καλικάντζαρου, τις οποίες συχνά ο Εβλιγιά αναφέρει σε χριστιανικά συμφραζόμενα· βρίσκουμε μια δόση του κιρκασιανού τρόμου στην περιγραφή του για μια σπηλιά σε κάποιο μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης, από όπου «οι μάγοι που τους λένε καρακόντζολος» βγαίνουν κάθε βράδυ και γυρνάν όλη νύχτα σε άμαξες τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Τώρα που πλησιάζει λοιπόν το Δωδεκάμερο, προσέξτε τους καλικάντζαρους, μπορεί να είναι πιο επικίνδυνοι απ’ όσο δείχνουν.

Read Full Post »

Ίσως -ίσως λέω- θυμάστε ότι φέτος διανύουμε το έτος Εβλιγιά Τσελεμπή. Είχα ανεβάσει και παλιότερα κάποιες όμορφες ιστορίες αυτού του μεγάλου Οθωμανού περιηγητή, αλλά και παραμυθά όπως φαίνεται: ψυχές που βγαίνουν απ’ το σώμα με τη μορφή νυφίτσας, συναρπαστικές περιπέτειες με φόνους, Οθωμανοί αστροναύτες, όλα έχουν τη θέση τους σ’ αυτό το τεράστιο έργο, πιο αξιόπιστο απ’ ό,τι φαίνεται (και απ’ όσο νομίζαμε), αλλά πάντα γεμάτο με ανέκδοτα, παραμυθάκια και επινοήσεις, τις οποίες δεν είναι πάντα σίγουρο πως ο ίδιος ο Εβλιγιά σκόπευε να κάνει πιστευτές. Να μια ακόμα τέτοια ιστοριούλα, που μπορεί ίσως να χαρακτηριστεί σάτιρα μάλλον παρά παραμύθι:

Το έτος 1059 (1649), ενώ ο Σιλιχτάρ Μουρταζά Πασάς ήταν κυβερνήτης της Σεβάστειας, εμφανίστηκε ενώπιόν του μια αντιπροσωπεία από ένα χωριό. Κρατούσαν ένα κουτί, στο οποίο βρισκόταν το πτώμα ενός μωρού λευκού ελέφαντα. «Κύριέ μας», είπαν, «ο μικρός αυτός ελέφαντας γεννήθηκε στο χωριό μας από ένα κορίτσι, μια παρθένα. Τώρα ο καδής μας φυλάκισε το κορίτσι μαζί με τους γονείς του και άλλους συγγενείς. Το ελεφαντάκι γεννήθηκε ζωντανό, αλλά ο καδής έβαλε τη μαμή να το σκοτώσει. Εκλιπαρούμε τον κύριό μας να στείλει έναν αντιπρόσωπο για να ελευθερώσει την οικογένεια και να τους φέρει εδώ, ώστε να ανακαλύψετε την αλήθεια».

«Εβλιγιά Τσελεμπή», είπε ο Μουρταζά Πασάς, «αυτή είναι δουλειά για σένα. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Όπως μου θύμισε ο Στάζυ, διανύουμε το έτος Εβλιγιά Τσελεμπή, και μια και του χρωστάω (πολλές) χάρες από το προηγούμενο ποστ είπα να τον τιμήσω γράφοντας κάτι ακόμα από τον μεγάλο αυτό οθωμανό περιηγητή του 17ου αιώνα. Ο Visk μου θύμισε στο προηγούμενο ποστ τη θαυμαστή ιστορία του Χεζαρφέν Αχμέτ Τσελεμπή, ο οποίος γύρω στο 1630, την εποχή του φοβερού και τρομερού (αλλά πολύ αγαπητού στον περιηγητή μας, όπως και σε κάποιους υπηκόους του, π.χ. τον παπα-Συναδινό από τα Σέρρας…) Μουράτ Δ΄, πραγματοποίησε κατά τον Εβλιγιά μια σειρά πτήσεις ενώπιον του σουλτάνου, έχοντας προσαρμόσει στο σώμα του, λέει, φτερά αετού. Γράφει ο Εβλιγιά: πρώτα εξασκήθηκε οχτώ-εννιά φορές πέφτοντας από τον μιναρέ του [τζαμιού του] Οκμεϊντανί με φτερά αετού και με τη βοήθεια του ανέμου. Ύστερα, καθώς ο σουλτάνος Μουράτ τον παρακολουθούσε από το περίπτερο Σινάν Πασά στο Σαράι Μπουρνού, πήδηξε από την κορφή του πύργου του Γαλατά και προσγειώθηκε στην πλατεία των Ντογαντζήδων [γερακάρηδων, τυχαίο; δε νομίζω] στο Σκούταρι, βοηθούντος του νοτιοανατολικού ανέμου. Ο σουλτάνος του χάρισε μια σακούλα χρυσά νομίσματα και είπε: «Αυτός είναι άνθρωπος επίφοβος. Μπορεί να πραγματοποιήσει ό,τι βάλει σκοπό. Δεν είναι συνετό να τον κρατήσουμε». Και τον έστειλε εξορία στην Αλγερία, όπου και πέθανε.

Εδώ μπορείτε να δείτε (περισσότερα…)

Read Full Post »

Τριακόσια πενήντα χρόνια πριν φτάσει ο Δύτης στο Μπιτλίς, στην καρδιά του βόρειου Κουρδιστάν, την πόλη επισκεπτόταν ο Εβλιγιά Τσελεμπή, ο περιηγητής που γύρισε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την περιέγραψε σε δέκα ογκώδεις και απολαυστικούς τόμους. Το Μπιτλίς τότε, ήταν κάπως έτσι:

Τώρα είναι έτσι, και κατά τη γνώμη μου (περισσότερα…)

Read Full Post »

Πάντα μου άρεσε η ιστοριούλα που ακολουθεί. Την αναφέρει ο οθωμανός περιηγητής (αλλά κυρίως, θα έλεγα, συγγραφέας) Εβλιγιά Τσελεμπή, που έζησε το 17ο αιώνα. Εδώ στην πιστή (απ’όσο θυμάμαι) μετάφραση του Βλαδίμηρου Μιρμίρογλου, απολαυστική από μόνη της (Οι δερβίσσαι, Αθήνα 1940 [και ανατύπωση χ.χ.]). Ικτίς είναι η νυφίτσα. Διατηρώ τα πλάγια κλπ. του πρωτότυπου.

ΘΑΥΜΑΤΑ. Ο ΒΑΓΙΑΖΗΤ ΑΠΕΘΑΝΕ ΚΑΙ ΕΤΑΦΗ ΔΙΣ

Ο Εβλιά Τσελεμπή γράφει επί λέξει: «Ο Τάφος-προσκύνημα Βαγιαζήτ Χαν του Αγίου, υιού του πατρός της αλώσεως Μωάμεθ… Ούτος είναι Αυτοκράτωρ ιαματικός, ως και ο Ορχάν ο νικητής και ο Σουλτάνος Μουσταφάς. Ο ασθενής όστις ήθελεν επισκεφθή τον τάφον του, ευρίσκει ιάματα. Πλείστοι είναι οι άθλοι του κατά την διάρκειαν της βασιλείας του. Επτά δε έτη προ του θανάτου του, απέσχε της βρώσεως κρέατος εμψύχων. Ημέραν τινά τού επήλθεν η όρεξις να φάγη «πατσάν». Η ψυχή επέμενεν όλως ιδιαιτέρως, εκλιπαρούσα και ικετεύουσα. Εκείνος όμως καταβάλλων ύψιστον αγώνα, δεν έφαγε πατσάν. Τέλος διέταξε να τω φέρωσι πατσάν, με όξος και σκόρδον, εντός πινακίου και αποτεινόμενος προς την ψυχήν του είπεν: «Ω ψυχή, ιδού ήλθεν όπως επεθύμεις ο πατσάς. Έξελθε αν θέλης και φάγε».

Τότε δε από του στόματός του εξήλθεν εν παράδοξον ον, ομοιάζον με ικτίδα και με τυφλά τα όμματα, όπερ αμέσως τοποθετηθέν εις την άκραν του πινακίου, ήρξατο να ροφά τον ζωμόν του πατσά, ως δάκνων κύων. Μόλις δε κορέσαν την πείναν του και προστρέχον εις τον μανδύαν του Βαγιαζήτ, επεχείρει να εισέλθη εντός του σώματος του Βαγιαζήτ, δια του στόματός του, ο Βαγιαζήτ το έπληξε δια της χειρός και το εκύλισε χαμαί. Ενώ δε εκυλίετο κατά γης, ο Βαγιαζήτ εφώναξε:

-Κτυπήσατε αυτό».

Προσδραμόντα δε πάραυτα τα υπό τας διαταγάς του Μασατζή μπασσή παιδάρια, το εφόνευσαν δια των ποδών!

Ο Σεϊχουλισλάμης όμως της εποχής εκείνης εξέδωκε προς τούτο τον εξής Φετβάν (ιερονομικήν ρήτραν):

«Ο τέλειος άνθρωπος καθαγιάζεται δια της ψυχής ταύτης. Η ψυχή είναι συστατικόν του ανθρωπίνου σώματος. Πρέπει συνεπώς αφού συγυρισθή και σαβανωθή να τεθή αύτη εντός του τάφου».

Βάσει δε του Φετβά τούτου, η ψυχή αύτη, το ον εκείνο το εξελθόν του στόματος του Βαγιαζήτ, ήτοι η εις τα σαρκικά προσκεκολλημένη ψυχή του, σαβανωθείσα μετά την τέλεσιν πανδήμου νεκρωσίμου προσευχής, εις ην συνέρρευσε πλήθος πολύ, ετάφη εντός μικρού τάφου, πλησίον του θόλου του τεμένους Βαγιαζήτ.

Αυτός είναι ο λόγος, δι’ον άδεται δημοσία «ότι ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ απέθανε δις και ότι ήκουσε δύο φοράς την νεκρώσιμόν του προσευχήν».

 Προσθήκη 19/3: Κοίταξα λίγο το πρωτότυπο κείμενο του Εβλιγιά και παραθέτω και τον επίλογο της ιστορίας (αποδίδω κάπως ελεύθερα). Αφότου σκότωσε την ψυχή του ο Βαγιαζίτ δεν ξαναβγήκε από τον οίκο της μελαγχολίας· αποσύρθηκε από τον περίγυρό του, αδιαφορούσε για τις υποθέσεις των μουσουλμάνων και τη διοίκηση του κράτους [ακολουθούν διάφορες καταστροφές, εξεγέρσεις, ήττες κλπ.]. Σημειωτέον ότι και ο Βαγιαζίτ Μπισταμί (μεγάλος σούφι του 9ου αιώνα) έβγαλε την ψυχή του, την τάισε μαλεμπί, εκείνη όμως ξαναμπήκε στο ευλογημένο στόμα του. Ο σουλτάνος Βαγιαζίτ ωστόσο τη σκότωσε, και δεν έζησε για πολύ ακόμα.

Η πλήρης παραπομπή είναι: Orhan Şaik Gökyay (επιμ.), Evliya Çelebi Seyahatnâmesi. Topkapı Sarayı Bağdat 304 Yazmasının Transkripsiyonu-Dizini. 1. Kitap: İstanbul, Κωνσταντινούπολη: Yapı Kredi Yayınları 1996, σελ. 140.

Read Full Post »