Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Για να περνά η ώρα’

Μια από τις πρώτες καθαρά λογοτεχνικές ιστορίες φαντασμάτων είναι γραμμένη το 1727 από τον πολυπράγμονα Ντάνιελ Ντεφόου, τον συγγραφέα του Ροβινσώνα Κρούσου και (μεταξύ άλλων) κατάσκοπο. Μιλά για κάποιον που δικαζόταν για φόνο, αλλά για τον οποίο δεν βρέθηκε σίγουρη μαρτυρία για να αποδειχθεί η ενοχή του. Και εκεί που όλα έδειχναν ότι θα αθωωθεί,

κοιτάζει στα έδρανα, σαν να είχε τρομοκρατηθεί· ανακτώντας κάπως το κουράγιο του, απλώνει το χέρι του προς το εδώλιο όπου συνήθως καταθέτουν στις δίκες οι μάρτυρες, και δείχνοντας με το χέρι του, Εντιμότατε, λέει δυνατά, αυτό δεν είναι δίκαιο, δεν είναι σύμφωνο με το νόμο, αυτός δεν είναι νόμιμος μάρτυρας.

Το εδώλιο είναι κενό, φυσικά, και μαντεύετε ποιανού ήταν το φάντασμα.

(Susan Owens, The Ghost: A Cultural History, Λονδίνο 2017, σελ. 99)

Advertisement

Read Full Post »

Όχι το τραγούδι του Μαχαιρίτσα — αλλά ένα ωραίο αίνιγμα για όποιον έχει χρόνο για σκότωμα και γνώσεις μεσαιωνικής γαλλικής.

Διαβάζω την Παναγία των Παρισίων του Ουγκό (δεν το είχα διαβάσει! είχα δει μόνο την ταινία του Ντίσνεϊ) και πέφτω πάνω στην εξής περικοπή (10, Ι):

Gringoire lui dit: «Mon maître, je vous répondrai: Il padelt, ce qui veut dire en turc: Dieu est notre espérance. (Ο Γκρενγκουάρ του είπε: «Κύριέ μου, θα σας απαντήσω: Il padelt, που στα τούρκικα σημαίνει: ελπίζω στον Θεό).

Φυσικά δεν υπάρχει τέτοια τούρκικη φράση. Ωστόσο, ο Ουγκό δεν το είχε βγάλει από την κοιλιά του· αν και ούτε η γαλλική έκδοση που έχω, ούτε καμία από τις μεταφράσεις που ξέρω έχει κάποια σημείωση, στην εποχή του διαδικτύου έχει γίνει η θάλασσα γιαούρτι και, όταν μας ρωτάνε, μπορούμε να πούμε κάτι καλύτερο από την απάντηση του Γκρενγκουάρ. Η φρασούλα λοιπόν, ανακαλύπτουμε, είναι μια μυστηριώδης λέξη γραμμένη (κάποτε) στο Chateau de Marcoussis, δηλαδή σε αυτό. Και νάτη:

Ούτε όμως η «τούρκικη» ερμηνεία είναι επινόηση του Ουγκό. Αντίθετα, ήταν ήδη γνωστή το 18ο αιώνα (αντιγράφω από αυτό το βιβλίο του 1757, σελ. 275-276):

Το έμβλημα του ιδρυτή [μαρκησίου Μονταιγκύ] που είναι ILPADELT είναι ζωγραφισμένο παντού και συχνά χωρισμένο σε δύο λέξεις, IL PADELT. Ο Du Breul αναφέρει ότι ένας Τούρκος στην ακολουθία του Φραγκίσκου Α΄ επισκέφτηκε το Μαρκουσί και αποφάνθηκε ότι πρόκειται για συριακά, και πως σημαίνει «ελπίζω στο Θεό». Μάλιστα στη βιβλιοθήκη υπάρχει ένα χειρόγραφο, στο οποίο διαβάζουμε, στο φύλλο 194, Il Padelt est nomen compositum graeco scilicet et hebraïco, et signifient Spes mea Deus, ut a quodam Turco in lingua hebrea, graeca et latinca docto cognovimus, qui baptizatus fuit et in servition Regis Francisci receptus anno 1523. Ως επιβεβαίωση, λένε ότι αυτές οι τρεις λέξεις, Spes mea Deus, υπάρχουν ακόμα σε κάποια μέρη του πύργου. Άλλοι πιστεύουν ότι η λέξη είναι αρκτικόλεξο. Μιλά δηλαδή ο Μονταιγκύ και λέει: Je l‘ai promis à Dieu, et le tiens («το υποσχέθηκα στο Θεό, και κρατάω [την υπόσχεσή μου]»)… Κάποιος από τη Βρετάνη έγραψε στο Mercure de France (Ιανουάριος 1743, σελ. 78) μια επιστολή, όπου αμφισβητεί αυτή την εξήγηση. Ισχυρίζεται ότι η φράση σημαίνει «θα διαρκέσει», καθώς padet είναι στα βρετόνικα ο μέλλοντας του «διαρκώ».

Η υπόθεση του αρκτικόλεξου υποτίθεται ότι παραπέμπει σε ένα είδος τάματος του μαρκησίου Μονταιγκύ να χτίσει ένα μοναστήρι στο Μαρκουσί αν ο άρρωστος βασιλιάς γινόταν καλά. Κάπως παρόμοια, η ίδια ιστορία παρατίθεται εδώ όπου διαβάζουμε επίσης ότι ο Perron de Langres, συγγραφέας κάποιου βιβλίου τοπικής ιστορίας του 18ου αιώνα, πάλι, ονόματι Anastase de Marcoussis, αμφισβητεί την τούρκικη ερμηνεία (προς όφελος του αρκτικόλεξου, γραμμένου πιο αρχαιοπρεπώς: Je l’ay promis à Dieu et le tiendray) ως εξής:

Η υπερβολή αυτής της πλαστογραφίας φτάνει να θέλει να πείσει την πιο λόγια και ευγενή αυλή εκείνης της εποχής ότι μια λέξη επινοημένη μόνο και μόνο για να χρησιμέψει ως έμβλημα δεν ανήκει σε καμία γλώσσα γνωστή στην Ευρώπη. Δημιουργός αυτού του μύθου είναι ένας φτωχός και αδαής καλόγερος, που θέλει να μας δείξει έναν Τούρκο να μιλά ως άνθρωπος επιτήδειος, αντίθετα με το πνεύμα αυτού του βάρβαρου έθνους που συνήθως νιώθει πιο άνετα με τις ασκήσεις του σώματος παρά μ’ εκείνες του πνεύματος, καθώς σχεδόν κανένας ανάμεσα σε αυτούς τους απίστους δεν φτάνει ούτε στην επιφάνεια των επιστημών που ξέρουμε εμείς. Δεν ξέρω τι να θαυμάσω περισσότερο, την ξεδιαντροπιά εκείνου που σκάρωσε αυτό το παραμύθι, ή την αφέλεια του αδελφού Jacques du Breüil που το τύπωσε στο τέταρτο βιβλίο του των Antiquitez de Paris, σελ. 1290.

Δεν ξέρω τι δουλειά είχε κάποιος καλόγερος να εξυψώσει ένα βάρβαρο σε άνθρωπο επιτήδειο, αλλά η υπόθεση της βρετονικής καταγωγής φαίνεται τελικά να είναι η πιο πιθανή. Στα βρετονικά, πράγματι, βρίσκουμε σε διάφορα λεξικά ότι padus σημαίνει διαρκής, ανθεκτικός, επίμονος και padusted η επιμονή, η αντοχή, η διάρκεια (εδώ)· ότι padel σημαίνει ανθεκτικός και επίμονος (εδώ ή εδώ). Ρώτησα και τον κελτολόγο υπηρεσίας, που μου απάντησε:

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Πιστέψτε το ή όχι, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ο Δύτης κλείνει σήμερα εφτά χρόνια ζωής. Κάπως να το γιορτάσουμε, είπα, μη γράψεις πάλι τα ίδια, πάλι ότι είμαστε στο ρελαντί αλλά εδώ, ευχές και τα λοιπά, έξι φορές μέχρι τώρα βαρέθηκε ο κόσμος. Και μετά σκέφτηκα ότι στο ξεκίνημά του ο Δύτης είχε βάλει σκοπό να κοινοποιήσει τα μικρά περίεργα των αγαπημένων του Οθωμανών: να όμως που ο έβδομος χρόνος πέρασε χωρίς ούτε ένα από αυτά τα minima orientalia. Ε, ιδού λοιπόν κάτι που βρήκα πρόσφατα:

Η ιστορία αρχίζει σα μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν, διότι ο Γκότφριντ Χάγκεν, ερευνητής που εξέταζε το αυτόγραφο κείμενο του Τζιχαν-νουμά, «καθρέφτη του κόσμου» ή αλλιώς της παγκόσμιας γεωγραφίας του σπουδαίου Κιατίπ Τσελεμπή, βρήκε ανάμεσα στα φύλλα του χειρογράφου ένα χαρτί. Εντάξει, δεν είχε τον κώδικα του Άρνε Σάκνουσεμ, είχε όμως κάτι άλλο: από τη μια μεριά, ένα πρόχειρο σκίτσο της λίμνης Αχρίδας, με την ομώνυμη πόλη, το Μοναστήρι, τη Στρώμνιτσα και τις άλλες γύρω πόλεις. Το χάρτη συνόδευε ένα δίστιχο κάποιου ποιητή της Αχρίδας, του Αμπντουλαζίζ Τσελεμπή:

Τα δώρα της Αχρίδας είναι τρία, όπως έχουν πει άνθρωποι με γούστο

Η λίμνη, ένα, τα ψάρια, δύο, και τρία τα διάφορά της φρούτα.

800px-oxrida

Αυτά στο πίσω μέρος. Το χαρτί είχε χρησιμοποιηθεί σαν πρόχειρο, διότι από την άλλη πλευρά (περισσότερα…)

Read Full Post »

Έτυχε τα χριστούγεννα να δίνει μια εφημερίδα τα Ελληνικά παραμύθια του Γ. Α. Μέγα, σειρά πρώτη, σειρά δευτέρα, εικονογράφηση του Κόντογλου και του Ράλλη Κοψίδη. Παλιά και σχεδόν ξεχασμένα αναγνώσματα των παιδικών χρόνων –τι καλύτερο για τις περίφημες μακριές νύχτες του χειμώνα.

Μερικές φορές υπάρχει μια ελαφριά φρίκη, σαν τις παλιές ταινίες τρόμου: όταν η κακομοίρα καθόταν να κεντήση, εκατέβαιναν τα κάδρα με τις φιγούρες από τον τοίχο και της άρπαζαν το μαργαριτάρι και την εβασάνιζαν. Άλλες φορές απλά γελάς, όπως για παράδειγμα όταν αφού μαθευτεί πώς η όμορφη και καλή ηρωίδα έφτιαξε από σιμιγδάλι τον κυρ Σιμιγδαλένιο και του έδωσε ζωή με προσευχές, η βασίλισσα προσπαθεί να τη μιμηθεί: Μα για προσευχή έλεγε βλαστήμιες, κι απάνω στις σαράντα μέρες μούχλιασε ο άνθρωπος και τον πέταξαν. Άλλοι κακοί, βέβαια, έχουν πιο τραγικό τέλος: χύμηξαν όλοι οι δαιμόνοι καταπάνω του, τον κατέβασαν απ’ τη γκορτσιά και τον καταξέσχισαν. Αυτό ήταν το τέλος του και μη χειρότερα.

Εκείνο όμως που πιο πολύ μ’ αρέσει, είναι κάτι μυστικά τοπία, έξω από τον κόσμο, πέρα από κι εγώ δεν ξέρω τι βουνά και ρουμάνια. Πήγε, πήγε… Ένα πρωί έφτασε στην άκρα του κόσμου. Πέρα απ’ τα σύνορα του κόσμου βλέπει τ’ άλογο κάτι και γυάλιζε στον ήλιο […] Βγαίνουν απ’ τον κόσμο τούτο, πάνε κοντά. Και μετά από πολλές τραγικές περιπέτειες, που προφανώς κλονίζουν την πίστη του ήρωα στους ανθρώπους: Η έμορφη του κόσμου με τις μαγείες που ήξερε, τραβάει πάλι τον πύργο με τα χρυσά κλαδιά, τον παίρνει, μακραίνει από τον κόσμο, τον πάει στον τόπο που ήταν πρώτα. Και άλλη μια ηρωίδα, από κείνες που λιώνουν τρία ζευγάρια σιδερένια παπούτσια, τόπο παίρνει, τόπο αφήνει, αλάργεψε πολύ απ’ τον κόσμο και πάει και βρίσκει του φεγγαριού τη μάνα.

Τα περισσότερα όμως συμβαίνουν κάτω από τη γη. Από το πολύ απλό και σχεδόν κωμικό: εκεί που μάζευε τα χόρτα, είδε μια μεγάλη βρούβα κ’ έτρεξε με χαρά να τη βγάλη. Την τράβηξε, αλλά δεν έβγαινε κ’ έβαλε όλη τη δύναμή του να την ξεριζώση. Εκεί όμως που την τραβούσε, παρουσιάζεται άξαφνα απομέσα από τη γη ένας αράπης και του φωνάζει άγρια: «ε, γέροντα, γιατί τραβάς τα μαλλιά μου;» Μέχρι μια ολόκληρη σειρά παραμυθιών, όπου τραβάς ένα χαλκά και ανοίγει ένα πηγάδι και μέσα έχει σκάλες και κατεβαίνεις. Κατεβαίνεις, και υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος, με δάση, βασίλεια, πηγές και δράκους· και αυτός ο κόσμος δεν είναι ακριβώς υπόγειος, δηλαδή ξερωγώ σκεπασμένος σαν σπηλιά: όχι, διότι ο μόνος τρόπος για να φύγεις –θυμάστε;– είναι να εφοδιαστείς με τις κατάλληλες προμήθειες (που ποτέ δεν φτάνουν) και να καβαλήσεις έναν αετό, ο οποίος θα σε πάρει ψηλά κι όλο ψηλότερα μέχρι να βγεις στον απάνω, τον δικό μας κόσμο. Μα να είναι άραγε ο ίδιος δικός μας κόσμος; Ή, σαν το τραγούδι, λείπει απάνω ο ουρανός, και ο ήρωας έχει ήδη πεθάνει;

(Αξίζει, θαρρώ, να το αφιερώσω στον dpant, που ψάχνει εδώ γλυκειά θαλπωρή, ξύλα που τρίζουν στο τζάκι και τέτοια)

Read Full Post »

Κωνσταντίνος Σιμωνίδης, ίσως ο μεγαλύτερος πλαστογράφος του 19ου αιώνα. Γεννημένος γύρω στο 1820 στη Σύμη, έζησε στο Άγιο Όρος απ’ όπου βγήκε εξοπλισμένος με διάφορα σπανιότατα χειρόγραφα, μια πολύ καλή γνώση της αρχαίας και βυζαντινής γλώσσας και παλαιογραφίας, και το απίστευτο θράσος των είκοσι χρόνων του: τόσο ώστε να αρχίσει την καριέρα του, το 1849, με μια απίθανη δημοσίευση ενός έργου του 13ου αιώνα, σχετικού με την πατρίδα του τη Σύμη, και ψεύτικου από την αρχή ως το τέλος. Είναι η

Συμαΐς, η ιστορία της ανύπαρκτης Απολλωνιάδος σχολής, ιδρυθείσας τω 377 έτει μ. Χ., όπου εφευρέθησαν τα πάντα –και προηγείται ως προλεγόμενο μια εξίσου ανύπαρκτη ιστορία της Σύμης, όπου φιγουράρει ακόμα και μια «πελασγική επιγραφή» με τη μεταγραφή και τη μετάφρασή της (δείτε την εδώ, στη σελ. 15). Υπάρχουν εφευρέσεις, μάχες, ίντριγκες, ό,τι μπορεί να βάλει ανθρώπου νους –ένα βιβλίο που αξίζει να επανεκδοθεί και να διαβάζεται τις μακριές νύχτες του χειμώνα, καταπώς λένε. Εκατόν ογδόντα σελίδες φαντασίας, χώρια τα προλεγόμενα, όχι αστεία. Να, για παράδειγμα, η μυστηριώδης αποδημία του οικιστή της Σύμης Γλαύκου, «τω 1364 Π.Χ.» (σελ. ιβ’-ιγ΄):

…ενδεδυμένος στολήν πάντη τερατώδη, εκ δερμάτων δελφίνων κατασκευασμένην, και αγιάσας τους ιερείς και τον λαόν τους εν των ναώ δια του αίματος της θυσίας, απήλθε την τρίαιναν φέρων εις χείρας… [Α]φού δε επλησίασαν εις την θάλασσαν, ο μεν Γλαύκος εισήλθεν εντός αυτής και λαβών ύδωρ δια της χειρός, ερράντισε το πλήθος επτάκις… Ο Γλαύκος, πλέων επί της θαλάσσης, αφανής εγένετο από των οφθαλμών του πλήθους.

Και μερικές από τις καταπληκτικές εφευρέσεις των διδασκάλων της Απολλωνιάδος: ο Σεβαστινός χάρτης, το χαρτί δηλαδή, έργο του ίδιου εκείνου Σεβαστού του Συμαίου που απέπλευσε δια Ρόδον με τρεις εκ των συναδελφών του, άνευ ιστών και κοπών, αλλά δι’ υδραργύρου και ατμού· το θαυμαστό αυτό πλοίο ως άροτρον γεωργού διέσχιζε την θάλασσαν, και τείχη θαλάσσια υψούντο εξ ενός και άλλου μέρους· το δε σκάφος ως κεραυνός ριπτόμενον, και κατά των ανέμων αντιτασσόμενον, εν ροπή (sic) οφθαλμού ελιμενίζετο, όπου ο κυβερνήτης ήθελε (σελ. 18). Και όχι μόνο: από σύμπωσιν τινά των καυστικών υλών οδηγούμενος, επενόησε την κατασκόπευσιν των μακράν αυτού ευρισκομένων αντικειμένων, δια μείζονος σύριγγος και κρυστάλλων κυκλοειδών, ό και τηλεσκόπιον επωνόμασεν. Μάλιστα ο Σεβαστός αυτός έγινε θύμα των εφευρέσεών του, κατακαείς υπό ηλιακών ακτίνων, ότε εζήτει δια πειραματικής εργασίας να εξυχνιάση εις τι συνίσταται η του ηλίου καύσις (όλο το παράξενο πείραμα στις σελ. 21-22). Οι Συμαίοι φαίνεται να είχαν ιδιαίτερες επιδόσεις στα ναυτιλιακά, καθώς οι απίστευτες εφευρέσεις πλοίων αντάξιων του Ροβύρου του Κατακτητή επανέρχονται διαρκώς στο βιβλίο, όπως για παράδειγμα το σκάφος που και την θάλασσαν διέσχιζε και την γην, και την θάλασσαν έπλεε, και την ξηράν διέτρεχεν (σελ. 103). Ας πούμε και δυο λόγια για τον Ιωάννη τον Δημητρίου, ο οποίος ανακάλυψε τρόπον απίστευτον, του μεταβάλλειν τα μάρμαρα εις ύλην ρευστήν (σελ. 117).

Ίσως δεν είναι τυχαίο, μπορεί να πει κανείς, ότι μεγάλο μέρος των θαυμάτων της Απολλωνιάδος αφορούν τη ζωγραφική: πίνακες τόσο τεχνικά φτιαγμένοι, που τους έπαιρνες για αληθινούς. Σαν τις πλαστογραφίες του ίδιου του Σιμωνίδη δηλαδή. Ο οποίος, στο τέλος των Προλεγομένων του, ξιφουλκεί εναντίον όσων υπαινίσσονται τέτοιες κακοήθειες, απευθυνόμενος σε κανέναν άλλο παρά στον εαυτό του:

Ησύχασον τώρα και καταφρόνει αυτούς, διότι οι λόγοι αυτών φθόνου όζουσι και αμαθίας· αντίγραφε, δημοσίευε και ο καιρός πλησιάζει, ίνα επ’ αυτών επιπέσης ως πέλεκυς. Τα δε συγγράμματα ημών τα παρ’ υμών δημοσιευόμενα [φωνάζουν τόσοι άλλοι συγγραφείς ανέκδοτοι, ους ηυτύχησα να έχω επί τοις κοίτης μου] δικαιούσαι να οικειοποιηθής, διότι κατά το λέγειν των λογίων υμών συ ο συγγραφεύς και ουχί ημείς, και γέλα εις την ασύγγνωστον ανοησίαν αυτών […] Συ διερμηνεύς των Ιερογλυφικών γραμμάτων, και των Πελασγικών, συ Ιατρός, Γεωγράφος, Ιστορικός, Αρχαιολόγος, Νομικός, κτλ. […] Προς δε τους ειπόντας καθηγητάς έξεστι Σιμωνίδη αναγινώσκειν τα δυσανάγνωστα και κατανοείν τα ακατανόητα ευχαρίστησον, και ειπέ αυτοίς· λοιπόν καλόν έστιν υμίν μαθητεύσαι παρά τω Σιμωνίδη· πρόσθες δε και το, τω μεν Σιμωνίδη έξεστι ταύτα, τοις δε δοκησισόφοις έξεστιν φαυλουργείν, προδίδειν τα πάτρια, και τα πάντα ποιείν, την του έθνους εξαλλοτρίωσιν μηχανώμενοι σκαιώς οι πέπονες χάριν των εχθρών αυτού.

Δεν θυμάμαι να έχω ξανασυναντήσει τον ωραίο υβριστικό χαρακτηρισμό πέπονες να εκτοξεύεται με τόση σοβαρότητα. Παρόμοιας φύσης και επινοητικότητας, η ιστορία και περιγραφή της Αιγύπτου γραμμένη από κάποιον Ουράνιο: τόσο, που ξεγελά ακόμα και τον πολύ Βίλχελμ Ντίντορφ, ο οποίος την εκδίδει με το όνομά του, και νάτην, απολαύστε την: Uranii Alexandrini de regibus Aegyptiorum libri tres, Οξφόρδη 1856. Κάπως μικρότερο, δεκατέσσερις σελίδες, αλλά οπωσδήποτε πιο καλοφτιαγμένο (εδώ η αποκάλυψη της απάτης από άλλο ένα πατριωτάκι, τον Αλέξανδρο Λυκούργο, με λεπτομερέστατη περιγραφή της ζωής και των έργων του ήρωά μας). Ας αρκεστούμε να παραθέσουμε ένα απόσπασμα με χαρακτηριστικά «αιγυπτιακά» ονόματα (αν και δεν είναι όλα επινόηση του Σιμωνίδη, θαρρώ, όπως καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας τον πρόλογο του Ντίντορφ):

…ούτος δε γήμας Σχάμμην την θυγατέρα Λαφώθ την πρεσβυτέραν, του τας πόλεις Αράβων τας τρεις τας ωγυγίας και ήκιστα επιμάχους, Βόστραν τε και Λεχάραν, και Θούρχθην, καταστρέψαντος, Χνεμάχοθιν εγέννησε και Μάσχουφιν και Σφθάχεφιν […] Ήσαν δε οι μεν ηγεμόνες του στρατού οίδε, Άπις, Μνέφις, Χνούφις, Φρέσωθις, Άνουβις, Θώχεμ, Χαρωούρης, Ραφώχ, Ύσσανθις, Ούχαμφις, Μάρσαφις, Σατεθθώ, Ταχόμμης, Πετεσεφώ, Ανουκεμμώ, Παιτνούφις, Θώθουσχις, Πετενσέτις, Σαβέκωθ, Σχόνις, Σόνεφις, Πνέφχθης, Χαπεμώ, Θένις, Χάρχης, Θμεράχομμις, Τχόφη, Χάρσουρις, Θούπφεχις, Νεφθυραμμώ, Αμανθώ, Τοχουνέονις, Αμόχεμφις, Πίσσουσφις, Σμούθης, Χέπφης, οι πάντες εξ και τριάκοντα.

Αναρωτιέμαι με ποιο μηχανισμό φανταζόταν όλα αυτά τα ονόματα (και αντιπαρέρχομαι τον πειρασμό να πω ότι ο Ανουκεμμώ μου θυμίζει την Ανούκ Αιμέ, που άλλωστε ως γνωστόν έζησε αρκετά μετά τον Σιμωνίδη: ούτε καν στη Συμαΐδα δεν αναφέρεται εφεύρεση της χρονομηχανής…)· μου θυμίζουν παρόμοιες ιστορίες φανταστικών πόλεων που έγραφα μικρός, και στις οποίες εμφανιζόταν για παράδειγμα ο βασιλιάς Αίβυσος, όνομα που δεν είναι παρά η επιγραφή ΣΩΣΙΒΙΑ (από κάποιο φέρι-μποτ) διαβασμένη ανάποδα.

 Και άλλα, και άλλα. Δεν υπήρξε μόνο απατεώνας, πούλησε και εξέδωσε και γνήσια χειρόγραφα. Το 1862 φαίνεται να έκανε και τη μεγάλη ανατροπή, αφού δήλωσε ότι ο περίφημος Σιναϊτικός κώδικας, που είχε κλέψει και δημοσιεύσει ο μεγάλος του αντίπαλος Τίσεντορφ, δεν ήταν παρά μια δική του πλαστογραφία. Ισχυρισμός που αντικρούστηκε κλπ. κλπ., αλλά τι ευφυής, τι απροσδόκητος! Αυτός ο Μπόρχες πριν τον Μπόρχες, ο επινοητής δικών του κόσμων, προσπάθησε σα να λέμε να βγάλει πλαστό και τον κόσμο τον ίδιο.

Ας μη γράψω περισσότερες λεπτομέρειες. Αυτό είναι το λήμμα της αγγλικής βίκι (ελληνικό δεν υπάρχει!), μπορείτε δε να διαβάσετε και ένα σχετικό βιβλίο, δυστυχώς αρκετά απογοητευτικό (Γερμανός που γράφει σε γαλλικό στυλ: πολύ φιοριτούρα, ασκήσεις λογοτεχνικότητας, ευρεία χρήση ιστορικού ενεστώτα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρ το δέον προσπάθεια να γεμιστούν τα κενά: αρχίζει με ένα επεισόδιο σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκου ίσα για να είναι στη μόδα, χωρίς καμία τεκμηρίωση, και τελειώνει με την υπόθεση ότι αυτό που σε μια επιστολή του ο Σιμωνίδης αναφέρει ως «Αλβανία» θα μπορούσε να είναι τα Μετέωρα…).

Από τον ΨευδοΑρτεμίδωρο (πηγή)

Από τον ΨευδοΑρτεμίδωρο (πηγή)

Αξίζει όμως να διαβάσετε αυτή την πολύ ωραία βιβλιοπαρουσίαση, όπου εκτίθενται πολύ καλύτερα τα συναρπαστικά γεγονότα της ζωής του Σιμωνίδη. Εδώ και ένα άρθρο που συνοψίζει το ζήτημα του πλαστού (;) Αρτεμίδωρου, για το οποίο (ελπίζω) περισσότερα στα σχόλια.

Θέλω μόνο να σημειώσω, ότι δεν μπόρεσα πουθενά να βρω κάποια φωτογραφία του. Μου έκανε εντύπωση πόσο δυσεύρετη ήταν η μία φωτογραφία του που παραθέτω στην αρχή του ποστ, πόσο δύσκολα βρήκα κάποιες (και δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα) φωτογραφίες από τις πλαστογραφίες του: μερικές εικόνες από τον ψευδοΑρτεμίδωρο, μία από το Κατά Ματθαίον (πάπυρος «γραμμένος δεκαπέντε χρόνια μετά την Ανάληψη»), αβέβαια πράγματα.

***

Ισλάμ Αχούν. Ο ομόλογος του Σιμωνίδη στην Κεντρική Ασία: Ουιγούρος από το Χοτάν, στο κινεζικό Τουρκεστάν ή Σινκιάνγκ, άρχισε το 1895 να προσφέρει για πούλημα, μαζί με έναν συνέταιρό του, αρχαία χειρόγραφα στους διάφορους Άγγλους και Ρώσους πρόξενους της περιοχής. Τα χειρόγραφα προκάλεσαν εξαιρετική σύγχυση στον ανερχόμενο κλάδο των ασιανολόγων: οι διάφορες γραφές που εφεύρισκαν οι δύο συνέταιροι έμοιαζαν άλλοτε με ινδικά, άλλοτε με κινέζικα, άλλοτε με ουιγουρικά ρουνικά, μέχρι που είχαν ενσωματώσει και κυριλλικά στοιχεία προς μεγάλη απορία των μελετητών. Οι αθεόφοβοι, μάλιστα, όταν αυξήθηκε η ζήτηση για χειρόγραφα είχαν φτιάξει ξύλινα τυπογραφικά στοιχεία, πάλι από ανύπαρκτες γραφές, για να αυξήσουν την παραγωγή. Αλλά να, όσες αμφισβητήσεις προέκυπταν σκόνταφταν στο πολύ ευρωπαϊκό ερώτημα:

Πώς γίνεται ο Ισλάμ Αχούν και οι σχετικά αγράμματοι συνεργάτες του να πιστωθούν με την όχι λίγη επινοητικότητα που θα απαιτούσε η κατασκευή αυτών των γραφών;

(Hoernle, A. F. Rudolf (1899). «A collection of Antiquities from Central Asia, Part I.». Journal of the Asiatic Society of Bengal: 62 –από βίκι).

Εκείνος που τελικά τον υποψιάστηκε ήταν ο σπουδαίος Αυρήλιος Στάιν, μια και στα τόσα χειρόγραφα που ο ίδιος ανακάλυψε στις θαμμένες πόλεις του Ταρίμ δεν συνάντησε ούτε ένα με τις παράξενες γραφές που ανακάλυπτε ο Ισλάμ Αχούν. Τον συνάντησε λοιπόν και τον ανάγκασε τελικά να του αποκαλύψει την απάτη. Ο Στάιν χαρακτηρίζει τον Ισλάμ a very clever rascal, with a good deal of humour -αυτό μπορεί να το φανταστεί κανείς άλλωστε. Μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων του, μία θυμίζει τους τυχοδιώκτες στον Άνθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς του Κίπλινγκ: μεταμφιεζόταν σε Άγγλο πράκτορα που έψαχνε τάχα για παράνομους σκλάβους, ώστε να εκβιάζει τους ντόπιους.

Μετά την, ας πούμε, ανάκρισή του από τον Στάιν, ο Ισλάμ Αχούν του ζήτησε να τον πάρει μαζί του στην Ευρώπη. Τι να σκεφτόταν άραγε; Να ετοίμαζε μια καριέρα στο Βερολίνο και το Λονδίνο εφάμιλλη του Σιμωνίδη, σαράντα χρόνια πριν; Εν πάση περιπτώσει ο Στάιν αρνήθηκε· και δεν ξέρουμε τίποτε άλλο για τον Ισλάμ Αχούν.

Έχουμε όμως τη φωτογραφία του, και μπορούμε να δούμε τις δικές του τουλάχιστον πλαστογραφίες.

***

Κλείνοντας, ας μην αφήσουμε να εννοηθεί ότι μόνο τριτοκοσμικοί Βαλκάνιοι και Κεντρασιάτες προσπαθούσαν να ξεγελάσουν την, χμ, επιστημονική κοινότητα. Να για παράδειγμα ο άνθρωπος του Πίλτντάουν (να μείνει η Αλβιών χωρίς προϊστορικό άνθρωπο; Never!) και ένα σωρό άλλα. Επιτρέψτε μου όμως να προτιμάω τον Ισλάμ Αχούν, τον επινοητή των γραφών, και ακόμα περισσότερο τον Σιμωνίδη, τον επινοητή κόσμων.

Υ.Γ. Κάντε τον κόπο να δείτε και τη συνεισφορά του φίλου Alfred E. Newman σχετικά με άλλον ένα καταπληκτικό πλαστογράφο, τον Πρίγκηπα Ροδοκανάκι. Εδώ το κείμενο, και εδώ μια φωτογραφία. Α! και εδώ το magnum opus του, η (ψευδο)ιστορία των Ιουστινιάνηδων της Χίου.

Read Full Post »

Ξεφυλλίζω τώρα ένα φοβερό βιβλιαράκι (συνοδεύεται από ένα σιντί με σπάνιες, συλλεκτικές παλιές ηχογραφήσεις), το Από τον ταμπουρά στο μπουζούκι. Η ιστορία και η εξέλιξη του μπουζουκιού και οι πρώτες του ηχογραφήσεις 1926-1932 του Σταύρου Κουρούση. Το βιβλίο είναι εξαιρετικό, γραμμένο με μεράκι και πολύ ψάξιμο, και αξίζει να το διαβάσετε ακόμα και αν δεν έχετε ιδέα από έγχορδα και κουρδίσματα (ούτε εγώ έχω), όσο για το σιντί είναι ένα συλλεκτικό επίτευγμα.

Εδώ όμως θέλω να σταθώ σε κάτι που μόνο σε μια μικρή σημείωση του βιβλίου αναφέρεται (σελ. 67 σημ. 60), οπότε ας μη θεωρηθεί ότι τρέχω να γκρινιάξω! Πρόκειται για τη θεωρία ότι το ρεμπέτικο προήλθε από το αρχαίο ρ. ρέμβω και το μεσαιωνικό ρεμβός. Πριν από σχεδόν ένα χρόνο είχα κάπου την ίδια κουβέντα, οπότε μου φαίνεται καλή ιδέα να τη συνοψίσω εδώ (στην πραγματικότητα ξαναλέγοντας κάτι που έχει ξαναειπωθεί, με λίγες προσθήκες).

Η θεωρία για το ρέμβω εμφανίζεται χάρη σε μια αναφορά στον Δουκάγγιο ή για την ακρίβεια τον Charles du Fresne, sieur du Cange ή Ducange (1610-1688), συγγραφέα ενός περίφημου λεξικού των ελληνικών του Μεσαίωνα που θεωρείται απαρχή της λεξικογραφίας των νεότερων ελληνικών.

Σαρλ Ντυ Φρεν, κύριος Ντυ Κανζ

Σαρλ Ντυ Φρεν, κύριος Ντυ Κανζ

Εδώ λοιπόν, (Charles Du Cange, Glossarium ad Scriptores Mediae et Infimae Graecitatis, I-II, Λυών 1688, τόμος ΙΙ, σελ. 1289), διαβάζουμε:

ΡΕΜΠΈΤ, Rebet, Potus species. Vox Arabica. Assisae MSS. Regni Hierosol. cap. 297. το δίκεον του ρεμπέτ, &c. και απέ το κράσι το φέρνουν απέ το λεκίαν, &c.

Η λέξη δηλαδή καταγράφεται ως αραβική (vox Arabica) και σημαίνει potus species, δηλαδή είδος ποτού -τα παραδείγματα είναι από μεσαιωνικές ασίζες, νομικά κείμενα του σταυροφορικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Η επόμενη εγγραφή έχει περισσότερο ενδιαφέρον:

ΡΕΜΠΙΤΌΣ, Erro. Glossae Graecobarb. αλαός, ρεμπιτός, πλανημένος, τυφλός, μάταιος· pro Ρεμβός. Glossae Basilic. Ρεμβός, ο μικρός φυγάς, και εκ του εναντίου ο φυγάς μέγας, ρεμβός έστι· κυρίως ότι Ρεμβός εστιν ο συνεχώς αναιτίως πλανώμενος, και τους καιρούς εις ανόνητα δαπανών, και βραδέως εις τον οίκον αναστρέφων.

Α ναι, στην προηγούμενη σελίδα έχει και το ΡΕΜΒΌΣ (Vide Glossas Basilic.), του οποίου λέει «ελληνοβάρβαρη» παραφθορά είναι το ρεμπιτός. Το Glossae Graecobarb., στο οποίο παραπέμπει ο Ντυκάνζ, είναι το Glossarium graeco-barbarum. In quo vocabula quinque millia quadrigenta, officia atque dignitates imperii Constantino, tam in palatio, quam Ecclesia aut militia, explicantur & illustrantur (Λέιντεν 1614) του Johannes van Meurs ή Ioannes Meursius (1579-1639). Εκεί διαβάζουμε (σελ. 470):Ιωάννης Μέρσιος

Ρεμπιτός: Erro. Glossae Graecobarbarae. αλαός· ρεμπιτός· πλανημένος· τυφλός· μάταιος.

Προσέξτε, εδώ, ότι ο τίτλος του έργου του Μέρσιου δηλώνει ότι θα μιλήσει για τη γλώσσα «στην οποία μιλούσαν και έγραφαν εκκλησιαστικοί και στρατιωτικοί στην αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου» –αποδελτιώνει δηλαδή όχι καμιά σύγχρονή του γλώσσα, αλλά τις βυζαντινές πηγές: αυτά τα ελληνικά ονομάζει «ελληνοβάρβαρα», σε αντιδιαστολή, φαντάζομαι, με την αττική διάλεκτο (φανταστείτε ότι αλαός, τυφλός δηλαδή, είναι λέξη ομηρική που εμφανίζεται δυο-τρεις φορές στην κλασική γραμματεία· μετά, πάπαλα).

Το  Glossae Basilic. πάλι (όπου παραπέμπει ο Ντυκάνζ για το ρεμβός) είναι σχόλια στα Βασιλικά του Λέοντος του Σοφού, σε ένα έργο δηλαδή του 9ου αιώνα τα σχόλια του οποίου φτάνουν μέχρι τον 13ο. Με άλλα λόγια: ο Μέρσιος αποδελτιώνει μια λέξη (ρεμπιτός) σε κάποιο βυζαντινό κείμενο, και ο Ντυκάνζ ή αν προτιμάτε όχι ελληνοβαρβαριστί Δουκάγγιος αντιγράφει τον Μέρσιο και προσθέτει ότι η λέξη είναι παραφθορά του αρχαιότερου ρεμβός, για το οποίο παραπέμπει σε μεσοβυζαντινά σχόλια.

Πόσο παλιά θα πάνε αυτοί οι ρεμπέτες; Ή, αντίστροφα: τι μας λέει ότι πραγματικά αυτή η περίεργη λέξη, ρεμπιτός, ήταν σε χρήση τον 19ο αιώνα οπότε και θα εμφανίστηκαν (φαντάζομαι δεν υπάρχει αντίρρηση σ’ αυτό) οι πρώτοι ρεμπέτες, όπως και να τους λέγανε; Εδώ σκοντάφτουμε σε ένα εμπόδιο για την ώρα αξεπέραστο: (περισσότερα…)

Read Full Post »

Τι καλύτερο δώρο για έναν Βιβλιοθηκάριο που έχει γενέθλια, από μια εισαγωγή σε βιβλιοθήκες με βιβλία που ποτέ δεν γράφτηκαν αλλά που μπορούμε να τα φανταστούμε; Ορίστε λοιπόν –και χρόνια πολλά, Γιώργο!

*****

Ο Μπόρχες έγινε διάσημος για το τέχνασμά του να παρουσιάζει περιλήψεις βιβλίων, αντί να τα γράφει. Ο ίδιος μας λέει, στον πρόλογό του στον Κήπο με τα διακλαδωτά μονοπάτια (Μυθοπλασίες, μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη):

Τι κοπιώδης και εκφυλιστική που ‘ναι κι αυτή η μανία να συνθέτουν τεράστια βιβλία, να αναπτύσσουν σε πεντακόσιες σελίδες μια ιδέα, η τέλεια προφορική έκθεση της οποίας δεν θα ‘παιρνε παραπάνω από λίγα λεπτά! Προτιμητέο είναι να φαντάζεσαι πως αυτά τα βιβλία υπάρχουν ήδη και να προσφέρεις μια περίληψή τους, ένα σχόλιο. Αυτή τη μέθοδο ακολούθησε ο Καρλάιλ στο Sartor Resartus· το ίδιο και ο Μπάτλερ στο The Fair Haven· πρόκειται για έργα που κι αυτά έχουν την ατέλεια να ‘ναι βιβλία, να ‘ναι εξίσου ταυτολογικά με όλα τα άλλα. Πιο λογικός, πιο ανίκανος, πιο φυγόπονος, ο υπογράφων προτίμησε να γράψει σημειώσεις πάνω σε φανταστικά βιβλία.

Ιδού λοιπόν, σκέφτηκα να επιχειρήσω μια γενεαλογία αυτών των φανταστικών, τεμπέλικων βιβλίων. Να ξεκινήσω από το διαβόητο Νεκρονομικόν του Λάβκραφτ; Ή από τα Εφήμερα του δεν-θυμάμαι-πώς-τον-λένε, του φίλου του ομώνυμου ήρωα στον Μάρτιν Ήντεν του Τζακ Λόντον, το υπέροχο ποίημα που τον κάνει να σιχαθεί τα δικά του και συνάμα όλο τον κόσμο; Τον ίδιο αιώνα (φαίνεται ήταν της μόδας): οι πραγματείες του Σέρλοκ Χολμς, όπως εκείνη για τα διάφορα είδη στάχτης καπνού ή λάσπης· μισό αιώνα αργότερα, το μυθιστόρημα του Μαιτρ, στον Μαιτρ και Μαργαρίτα (αν και αυτό μπορούμε κάπως να το φανταστούμε μια και ο Μπουλγκάκοφ ουσιαστικά παρεμβάλλει τα αποσπάσματά του με τον Πόντιο Πιλάτο)· στο τέλος του περασμένου πια αιώνα, τη σειρά των «Φίλων της τύχης» από το Ενάντια στη μέρα του Πύντσον. Μια λίγο διαφορετική περίπτωση είναι τα μουσικά έργα, συχνά με τα λιμπρέτα τους, που συνθέτει ο Άντριαν Λέβερκυν στον Δόκτορα Φάουστους του Τόμας Μαν και που περιγράφονται καταλεπτώς.

Εδώ κάπου λοιπόν η μνήμη μου με εγκαταλείπει (θυμάμαι αμυδρά ότι πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια είχα σκεφτεί ένα σχετικό δοκίμιο με πάμπολλα παραδείγματα, αλλά…). Προσφεύγω στο αντίστοιχο άρθρο της Βίκι, που μου δίνει διάφορα δείγματα τα οποία δεν γνωρίζω (αν και ναι, είχα ξεχάσει τα έργα του Μπένο φον Αρτσιμπόλντι στο 2666 του Μπολάνιο), μεταξύ των οποίων, προς μεγάλη μου χαρά, άγνωστά μου έργα του Στάνισλαφ Λεμ. Βρήκα και έναν τεράστιο κατάλογο, για όποιον ενδιαφέρεται.

Κάπου στην ίδια συλλογή του Μπόρχες γίνεται λόγος για έναν μικροσκοπικό λαβύρινθο… έναν λαβύρινθο από φίλντισι. Να, αυτά τα φανταστικά βιβλία, σκέφτομαι, είναι σαν μικρές-μικρές φιλντισένιες μακέτες (και εδώ θυμάμαι μια παρομοίωση του Κούντερα, που λέει -αντίθετα- ότι Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες του Μούζιλ είναι σαν ένας τεράστιος πύργος που είναι αδύνατον να τον συλλάβει ολόκληρο το μάτι): βλέπουμε το περίγραμμα, μπορούμε σχεδόν να δούμε κάποιες λεπτομέρειες –όσο για το εσωτερικό, τον τεράστιο θόλο, τα ψηφιδωτά, το πώς παιχνιδίζει το φως από τα μικρά παράθυρα, τα σκαλιστά σχέδια στα κιονόκρανα, αυτά μόνο να τα φανταστούμε μπορούμε. Μερικές φορές, όντως, ίσως είναι καλύτερα έτσι.

Piranesi

Και να λοιπόν, αυτά είχα να πω. Δεν ξέρω αν έχετε να προσθέσετε κάτι –είμαι σίγουρος ότι ξεχνάω κάτι ουσιώδες από την αρχαία ελληνορωμαϊκή γραμματεία, ή από τον μεσαίωνα, ξερωγώ. Έχω γράψει όμως περισσότερες λεπτομέρειες στο βιβλίο μου, Βιβλία σε συμπίεση: μια επισκόπηση φανταστικής βιβλιογραφίας, που σίγουρα θα έχετε δει στα βιβλιοπωλεία. Αυτό που διαβάσατε, ήταν μόνον η περίληψη.

(πρώτη δημοσίευση μιας πρώτης μορφής)

(Κατσαμάκεια 2013: ερυθρό καγκουρώ, Deva Aleema, σελιτσάνος, kizil kum, αναγεννημένη, silentcrossing, το κόκκινο μπαλόνι, Εξεγερμένο το 2009, το καγκουρώ, το σημειωματάριο, η Ντίνα Βιτζηλαίου, η nefosis και το roubinakiM, η Πολυάννα, τα κουπέπκια, το ψαροκόκκαλο, ο μούργος , η Anna Silia, ο ήχος του ανέμου / Εύη Βουλγαράκη, ο κυνοκέφαλος Γρηγόρης και ο Τσαλαπετεινός.

Read Full Post »

Το παραμυθάκι που ακολουθεί το κατέγραψε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Γ. Δρέττας σ’ ένα χωριό κοντά στην Αριδαία, στην τοπική (σλαβομακεδόνικη) διάλεκτο: G. Drettas, “Questions de vampirisme”, Etudes rurales 97-98 (1985), σελ. 215· το βρήκα μεταφρασμένο από την Αριάδνη Γερούκη, «Οι μεταφυσικοί φόβοι και η διαχείρισή τους: αφορισμένοι – βρυκόλακες», στο Σ. Ασδραχάς επιμ., Οι συλλογικοί φόβοι στην Ιστορία, Αθήνα: ΕΙΕ 2000, σελ. 29-30.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΟΒΟΤΑΝ

Ένα νεαρό αγόρι, που είχε πατέρα και μητέρα, δεν γνώριζε το φόβο. Συζήτησε με τη μητέρα του και αποφάσισε να ταξιδέψει. Η μητέρα δεν ξέρει τι να του δώσει να φάει και του βάζει, σαν προμήθεια για το ταξίδι, ένα περιστέρι μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί. Το αγόρι φεύγει και φτάνει το βράδυ σ’ ένα χωριό. Βλέπει ότι όλοι οι κάτοικοι φεύγουν τρέχοντας. Σταματάει τον παπά στο δρόμο και τον ρωτάει. Αυτός του λέει ότι κάθε βράδυ, το χωριό γεμίζει βρυκόλακες. Το άφοβο αγόρι αποφασίζει να μείνει. Ο παπάς του δίνει το ωμοφόρι του και τα κλειδιά του σπιτιού του και του λέει να φάει ό,τι θέλει. Το αγόρι εγκαταστάθηκε στο σπίτι του παπά και βάζει να ψήσει μια κότα.

Οι βρυκόλακες έρχονται, προσπαθούν να τον τρομάξουν πετώντας του διάφορα κομμάτια από ανθρώπινο σώμα: ένα χέρι, ένα κεφάλι. Αυτός, ενοχλημένος, γυρνάει και αρπάζει με το ωμοφόριο τον αρχηγό των βρυκολάκων: τότε αυτοί φοβούνται. Και τότε ο νεαρός κάνει μαζί τους μια συμφωνία: θ’ απελευθερώσει τον αρχηγό τους, αλλά αυτοί δεν θα ξαναπατήσουν στο χωριό. Οι χωρικοί τον γεμίζουν δώρα και το αγόρι ξαναφεύγει. Μόλις ξεκινάει, το περιστέρι κουνιέται μέσα στο κουτί. Το αγόρι ξαφνικά τινάζεται με τρόμο: έτσι έμαθε το φόβο.

Read Full Post »

Στην υπέροχη ανθολογία με Σύντομες και παράξενες ιστορίες, ο Μπόρχες και ο Αντόλφο Μπιόι Κασάρες παραθέτουν μια ιστοριούλα του Μάρτιν Μπούμπερ, παλιού μας γνώριμου μια και μας είχε προμηθεύσει με την εβραϊκή-εσκεναζίμ εκδοχή της ιστορίας των δύο που ονειρεύτηκαν. Είναι η εξής:

Μια φορά κι έναν καιρό, στη Βιέννη, ο αυτοκράτορας έβγαλε ένα διάταγμα, που χειροτέρευε ακόμα πιο πολύ την ήδη άθλια κατάσταση των Εβραίων στη Γαλικία. Για κάμποσα χρόνια, ένας σοβαρός και σπουδαγμένος άνθρωπος, που τον έλεγαν Φάιβελ, ζούσε στο Σπουδαστήριο του Ραβίνου Ελιμελέκ. Μια νύχτα σηκώθηκε, μπήκε στο δωμάτιο του ραβίνου και του είπε:

«Δάσκαλε, θέλω να υποβάλω μήνυση στον Θεό».

Δεν πρόλαβε να το πει, και τα ίδια του τα λόγια τού ‘φεραν τρόμο.

«Εντάξει», του είπε ο ραβίνος, «αλλά το δικαστήριο δεν συνεδριάζει απόψε».

Την άλλη μέρα, κατέφθασαν στο Λιζένσκ δύο δάσκαλοι, ο Ισραήλ από το Κόζνιτς και ο Ιάκωβος Γιτζάκ απ’ το Λουμπλίν, που κατέλυσαν στο σπίτι του Ελιμελέκ. Το απογευματάκι, ο ραβίνος κάλεσε τον άνθρωπο που τού ‘χε μιλήσει και του είπε:

«Εξήγησέ μας τώρα το αίτημά σου».

«Τώρα δεν έχω τη δύναμη να το κάνω», ψέλλισε ο Φάιβελ.

«Σου δίνω εγώ τη δύναμη», είπε ο ραβίνος.

Τότε ο Φάιβελ άρχισε να μιλά:

«Γιατί μας έχουν σκλάβους σ’ αυτό τον τόπο; Δεν λέει ο Θεός στην Πεντάτευχο: Οι υιοί του Ισραήλ είναι οι υπηρέτες μου; Μας ξαπόστειλε σε ξένους τόπους, αλλά πρέπει να μας ελευθερώσει, αν θέλει να τον υπηρετούμε».

Και ο ραβίνος του απάντησε:

«Τώρα ο μηνυτής και ο κατηγορούμενος πρέπει να βγουν απ’ την αίθουσα του δικαστηρίου, όπως ορίζει ο Νόμος, για να μην επηρεάζονται οι κριτές. Αποσυρθείτε λοιπόν, ραβίνε Φάιβελ. Όσο για σένα, Κύριε, δεν μπορούμε να Σου ζητήσουμε να βγεις, γιατί η δόξα Σου τη γη γεμίζει, και χωρίς την παρουσία Σου δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε ούτε μια στιγμή. Ωστόσο, Κύριε, δεν θα Σ’ αφήσουμε να μας επηρεάσεις».

Οι τρεις τους συσκέφθηκαν σιωπηλοί, με κλειστά τα μάτια. Το σούρουπο κάλεσαν τον Φάιβελ και του ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους: η μήνυσή του ήταν δίκαιη. Την ίδια στιγμή, ο αυτοκράτορας ανακάλεσε το διάταγμα.

Δεν ξέρω αν αυτή η παράτολμη απόγνωση είναι ίδιον του κεντροευρωπαϊκού εβραϊσμού ή της Μεσευρώπης γενικότερα. Διότι ανοίγω το βιβλιαράκι για να αντιγράψω εδώ την ιστορία (μετάφραση του διδύμου Καλοκύρη-Κυριακίδη, αγορασμένο κάπου γύρω στο ’91), και πέφτει στα γόνατά μου ένα μικρό χαρτάκι· ένα απόκομμα εφημερίδας, Ελευθεροτυπία της 19ης Οκτωβρίου 2005. Λέει τα εξής:

ΠΑΒΕΛ Μ., Ρουμάνος κρατούμενος, που εκτίει ποινή φυλάκισης 20 χρόνων στην πόλη Τιμισοάρα για ληστείες με απόπειρα φόνου, βγήκε τώρα στην αντεπίθεση και κατέθεσε μήνυση εναντίον του Θεού, «κατοίκου του Παραδείσου και εκπροσωπούμενου από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας», επειδή, όπως αναφέρει στη μηνυτήρια αναφορά του ο 17χρονος κρατούμενος δεν τον προστάτευσε από τις κακές πράξεις. «Όταν βαφτίστηκα -γράφει- συνήψα ένα συμβόλαιο με το Θεό και εκείνος υποσχέθηκε να με προστατεύει από τις κακές πράξεις. Έλαβε από μένα διάφορα αγαθά και προσευχές , με αντάλλαγμα τη συγχώρεση και την υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής. Με απογοήτευσε!». Ο δικαστής, ως όφειλε, ανέγνωσε όλη την αναφορά στο δικαστήριο και ανακοίνωσε μετά από λίγη σκέψη ότι η μήνυση απορρίπτεται, καθώς «η προσαγωγή του Θεού ενώπιον της Δικαιοσύνης είναι πρακτικώς αδύνατη»!

Λιγότερο τολμηρός λοιπόν ο Ρουμάνος δικαστής -ή, ίσως, λιγότερο απεγνωσμένος: δεν καιγόταν το δικό του τομάρι, όπως των σοφών ραβίνων. Είναι πολλές πάντως αυτές οι ιστορίες –εδώ θα βρείτε και τον Ρουμάνο, και άλλους. Ένα θεατρικό έργο του Έλι Βίζελ, μάλιστα, μοιάζει εξαιρετικά με την ιστορία του Μπούμπερ, κι ας μην την αναφέρει.

Αξιοσημείωτο είναι, θα έλεγα, ότι πολύ λιγότεροι μήνυσαν τον Διάβολο, για την ακρίβεια ένας, όπως φαίνεται. Ο Διάβολος προστατεύει τον εαυτό του, μπορεί να πει κανείς.

Read Full Post »

Μια θητεία, κατά κάποιο τρόπο συνεχίζεται επ’ άπειρον. Μια και το πρώτο πράγμα που μαθαίνεις στο στρατό είναι η ιεραρχία, η πειθαρχία, η υπακοή, αυτά που προορίζονται να σε συνοδεύουν στην υπόλοιπη ενήλικη ζωή σου. Με λίγη παραπάνω διορατικότητα ίσως, διακρίνεις και άλλες αλληγορικές διεργασίες, όπως το πώς ο έξυπνος λοχαγός καταφέρνει να εκτρέψει τη φυσική απέχθεια του φαντάρου προς τον αξιωματικό, σε έναν ανταγωνισμό μεταξύ λόχων. Αλληγορία εύκολη και όμως ισχυρή.

Παρόλα αυτά, επειδή ακριβώς όλα αυτά σου ενσταλάζονται αργά και σιωπηρά και τρόπον τινά ύπουλα, εκείνο που μένει στη μνήμη -όσο και αν σκεφτόσουν τις αλληγορίες τότε- είναι εντελώς άλλα πράγματα. Μένει ας πούμε στο μυαλό η μυρωδιά (ιδρώτας σε στολές αγγαρείας)· η αίσθηση της πρώτης μέρας, όταν μετά από κουβάλημα τεράστιων σάκων από θάλαμο σε θάλαμο βλέπεις ψηλά τους γλάρους, δίπλα σ’ έναν άδειο ιστό· το μικρό πλοίο που ταξίδευε καμιά εκατοστή ναύτες από τον Σκαραμαγκά στον Πόρο, σχεδόν ολόκληρη νύχτα· η πρώτη έξοδος, όπου ανακαλύπτεις ότι αυτό που σου λείπει δεν είναι η μπύρα αλλά ο ζεστός καφές· η αστροφεγγιά στα βουνά της Λήμνου, Αύγουστο μήνα, και λίγο αργότερα οι φοβερές ομίχλες, και οι άνεμοι· οι εξάωρες ή δωδεκάωρες βάρδιες στον κλωβό του ραντάρ, οι δοκιμές των ασυρμάτων και μια φωνή γνωστού σου κληρούχα από το Σίγρι, κάθε μεσάνυχτα· η μέρα με το χιόνι -αλλά και ο Άθως που άστραφτε στο βάθος, ευθεία στο βορρά· η βλακεία του τμηματάρχη, και η κρυφή καλοσύνη του οπλονόμου· όλες οι περίπλοκες σχέσεις μεταξύ φαντάρων, ο ένας και ο άλλος που γνώρισες, πράγματα που ξέρουν όσοι τα έζησαν.

Αλλά αυτό που τώρα, απαντώντας στην πρόσκληση*, θυμήθηκα εγώ ήταν μια μικρή λεπτομέρεια. Ήταν το πώς, έχοντας ξεμείνει από διάφορες αναποδιές χριστούγεννα και πρωτοχρονιά στο βουνό, σήκωσα το τηλέφωνο που χτυπούσε και άκουσα μια άγνωστη φωνή.

Το ναυτικό παρατηρητήριο; (Ναι, ποιον θέλετε;) Δεν με ξέρεις φίλε, ήμουν ναύτης πέρσυ εκεί. Πήρα να σας πω καλή χρονιά, παιδιά.

Αυτό θυμήθηκα.

*Βλ. ΒιβλιοθηκάριοΣελιτσάνο, ΤσαλαπετεινόΕρυθρό Καγκουρώ, Silentcrossing, Old Boy, και τον Γρηγόρη τον Κυνοκέφαλο.

Read Full Post »

Older Posts »